Ήταν Ιανουάριος του 1897 όταν μια διαμάχη ανάμεσα σε έναν καθηγητή της Ιατρικής και ορισμένους φοιτητές του, οδήγησε στη πρώτη μεγάλη φοιτητική εξέγερση στην Ελλάδα: Τα «Γαλβανικά».
Τάσος Θεοφίλου
Αφορμή για τη φοιτητική εξέγερση του 1897, που έμεινε γνωστή ως τα «Γαλβανικά», υπήρξε μια προσωπική διαμάχη μεταξύ του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Ιούλιου Γαλβάνη και ορισμένων φοιτητών του, τους οποίους καθυστερούσε να εξετάσει για το πτυχίο τους. Επιτροπή που συστάθηκε από τους φοιτητές, συζήτησε τα προβλήματα με τον καθηγητή Γαλβάνη, προκειμένου να βρεθεί λύση. Η απάντησή του καθηγητή ήταν σαφής: «Είσθε ανάξιοι να κατέχετε τας φοιτητικάς έδρας και ατιμάζετε την Ελλάδα και το ελληνικόν πανεπιστήμιον». Οι φοιτητές ανταπάντησαν: «Είσθε σεις ανάξιος να κατέχετε την καθηγητικήν έδραν του Εθνικού Πανεπιστημίου». Επιπλέον της ανταπάντησής τους, συνέστησαν νέα επιτροπή, αποτελούμενη από φοιτητές όλων των σχολών και με ψήφισμα ζήτησαν την απόλυσή του, κηρύσσοντας γενική απεργία.
15 Ιανουαρίου 1897
Οι φοιτητές της Νομικής συρρέουν από το πρωί στην αίθουσα της Σχολής και τίποτε δεν προμηνύει τις κατοπινές σκηνές. Εκεί, εκτός των φοιτητών της Νομικής, βρίσκονται και φοιτητές της Ιατρικής και άλλων ακόμη σχολών. Ο καθηγητής κύριος Κρασσάς έρχεται για την παράδοση. Μόλις μπαίνει στην αίθουσα, οι ράβδοι των φοιτητών -αραιοί στην αρχή, πιο πυκνοί και εκκωφαντικοί έπειτα- ξεκινούν να χτυπάνε πάνω στα θρανία. Οι φοιτητές φωνάζουν, «Δεν θέλουμε μάθημα, έχουμε απεργία». Οι φωνές όσων φωνάζουν «Έχουμε μάθημα, πρέπει να κάνουμε» πνίγονται από τη ραβδοκρούση και τα σφυρίγματα των πρώτων. «Εγώ εννοώ να κάνω μάθημα, κύριοι», λέει ο κύριος Κρασσάς. «Όποιος δεν θέλει να ακούσει ας φύγει, το μάθημα, όμως, θα γίνει». «Ποτέ!», φωνάζουν οι φοιτητές, «Ποτέ! Αποφασίστηκε να μη γίνει μάθημα και δεν θα γίνει», δηλώνουν και ενώ χτυπούν τις ράβδους τους, φωνάζουν και σφυρίζουν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους. «Κύριοι», ξεκαθαρίζει ο κύριος Κρασσάς, «με την απεργία και τη διαγωγή σας αυτήν δεν κατορθώνεται τίποτε. Θα αναγκάσετε να κλειστεί ολόκληρο το Πανεπιστήμιο, να προσκληθεί και η Αστυνομία, η οποία είναι ήδη απ’ έξω να συλλάβει τους ταραξίες». Ο ανθυπολοχαγός της Αστυνομίας, Δημήτριος Μπαρδόπουλος, με τέσσερις αστυφύλακες και έναν ενωμοτάρχη, εισέρχεται στην αίθουσα. Ακολουθούν μανιώδη σφυρίγματα, φωνές και ράβδοι που χτυπάνε με λύσσα στα θρανία από τους φοιτητές. «Έξω! Εδώ είναι ιερό καθίδρυμα και δεν έχει θέση η εξουσία», δηλώνουν και σύσσωμοι σπρώχνουν τον αστυνόμο μαζί με τους αστυφύλακες. Ένας αστυφύλακας από τις σπρωξιές χάνει το πηλίκιό του, το οποίο μερικοί ξεκινούν να κλοτσούν. «Τι σας έκανα, μωρέ παιδιά;», τους λέει και ζητάει πίσω το καπέλο του. Αυτοί δεν ακούν, παρά εξακολουθούν να χτυπούν τα μπαστούνια τους και να σπρώχνουν τους εκπρόσωπους της αστυνομικής εξουσίας μέχρι που τους βγάζουν έξω.
«Άτιμοι. Τον σταυρό σας!», ωρύεται ένας αστυφύλακας εξαγριωμένος, ο οποίος έχει αρπάξει από το πανωφόρι ένα φοιτητή της Νομικής και τον χτυπάει αλύπητα με την ξιφολόγχη του.
Οι φοιτητές αποφασίζουν να διαλυθούν για να συνέλθουν στις δύο το μεσημέρι, ώστε να αποφασίσουν επί του ζητήματος της απεργίας. Φύλακες παρατεταγμένοι εκατέρωθεν της εισόδου ψάχνουν τους εξερχόμενους φοιτητές τους οποίους θεωρούν οπλισμένους. Συλλαμβάνουν δυο που τους θεωρούν ως ταραξίες, με σκοπό να τους οδηγήσουν στο Αστυνομικό Τμήμα της Νεάπολης. Οι συμφοιτητές τους αμέσως αντιδρούν. Ακολουθούν τους συλληφθέντες στη διασταύρωση Σίνα και Σόλωνος. Μόλις φτάνουν πίσω ακριβώς από το τότε Δημοτικό Νοσοκομείο (το σημερινό Πνευματικό Κέντρο), οι φοιτητές σχηματίζουν στενό κύκλο γύρω από τους αστυφύλακες και υψώνουν τις ράβδους τους απειλητικά πάνω από τα κεφάλια τους, για να αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Οι αστυφύλακες ξιφουλκούν και επιτίθενται αδιακρίτως κατά των φοιτητών, οι οποίοι αμύνονται με τις ράβδους τους. Αλλά τότε, από το μέσο της οδού ακούγονται πυροβολισμοί και οι αστυφύλακες τραβάνε τα περίστροφά τους και πυροβολούν κατά των φοιτητών. Οι φοιτητές μόλις ακούνε τον πρώτο πυροβολισμό φεύγουν προς την οδό Σόλωνος και τρυπώνουν στα σπίτια που βρίσκουν ανοιχτά. Η συνοικία ολόκληρη γίνεται ανάστατη, ενώ η οσμή και ο καπνός της πυρίτιδας κυριεύουν την περιοχή. Περίπου 20 πυροβολισμοί ακούγονται και οι γυναίκες οι οποίες από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια βλέπανε προηγουμένως τα επεισόδια με απάθεια ή περιέργεια, κρύβονται στα ενδότερα των σπιτιών τους.
«Άτιμοι. Τον σταυρό σας!», ωρύεται ένας αστυφύλακας εξαγριωμένος, ο οποίος έχει αρπάξει από το πανωφόρι ένα φοιτητή της Νομικής και τον χτυπάει αλύπητα με την ξιφολόγχη του. «Δεν είστε άνθρωποι εσείς», φωνάζει κάποιος άλλος κρατώντας στα χέρια του το περίστροφό του, «Πρέπει να σας ξεμπερδέψουμε μία φορά για πάντα». «Τον Χριστό σας!», φωνάζει άλλος, κρατώντας ένα περίστροφο και πυροβολώντας κατά των φοιτητών.
Μέσα στην υπ’ αριθμόν 90 οικία της Σόλωνος έχουν τρυπώσει αρκετοί φοιτητές. Τους αντιλαμβάνεται ένας αστυφύλακας και εισέρχεται με το ξίφος στα χέρια. Αρπάζει τον πρώτο που βρίσκει μπροστά του και τον σέρνει έξω. Τον σπάει στο ξύλο χρησιμοποιώντας συγχρόνως τη βοήθεια των ποδιών του και της ξιφολόγχης του. Στο μεταξύ, ακούγεται μια δυνατή φωνή από παρακείμενο παντοπωλείο: Είναι ένας αστυφύλακας που ουρλιάζει, «Αχ, με σκότωσαν τα σκυλιά!». Αμέσως τον μεταφέρουν στο φαρμακείο και από κει στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Η κατάστασή του δεν εμπνέει ανησυχία: Μια σφαίρα διαπέρασε τον αριστερό μηρό του, όμως δεν έκοψε καμία αρτηρία. Ποιος τον χτύπησε είναι άγνωστό, αφού βρέθηκε μεταξύ των διασταυρούμενων πυρών. Το βέβαιο είναι ότι ο ανθυπολοχαγός Μπαρδόπουλος δείχνει αρκετή ψυχραιμία, προτρέποντας τους αστυφύλακες να μην πυροβολούν.
Στο Δημοτικό Νοσοκομείο διαδραματίζονται νέες σκηνές – εκεί, στην Ακαδημίας, συγκεντρώνονται τώρα οι φοιτητές. Ο ανθυπίλαρχος αστυνόμος Λιναράς ξιφουλκεί μαζί με τους αστυφύλακες εναντίον τους. Οι φοιτητές είναι έξαλλοι και ακόμη και οι πιο ήρεμοι έχουν επαναστατήσει. Σχηματίζοντας κύκλο αδιάσπαστο, επιτίθενται κατά του ανθυπίλαρχου, τον χτυπούν και του αφαιρούν το ξίφος. Αφού αφοπλίζεται, βγάζει το περίστροφο του και πυροβολεί κατά των φοιτητών, οι οποίοι κατευθύνονται στα προπύλαια. «Δεν είναι κατάσταση αυτή. Θα πάρουμε και εμείς τα τουφέκια. Θα αλλάξουμε πατρίδα. Θα αλλάξουμε θρησκεία. Θα γίνουμε δολοφόνοι. Πρυτανεία, Στρατός, Βασιλιάς, κυβέρνηση. Κανείς δεν μας προστατεύει», φωνάζουν οι φοιτητές χτυπώντας με λύσσα τις γροθιές τους πάνω στα μάρμαρα. Ήδη έχει καταφθάσει η άμαξα του διευθυντή της Αστυνομίας – ο κύριος Μπαϊρακτάρης, μαζί με έναν αντιμοίραρχο και έναν ανθυπολοχαγό αστυνόμο. Μόλις βλέπει τον ανθυπίλαρχο να πυροβολεί, τον στέλνει στην Αστυνομία και διατάσει τους αστυφύλακες να βάλουν τις ξιφολόγχες στις θήκες τους. Ο κύριος Μπαϊρακτάρης θέλει να καθησυχάσει τους φοιτητές.
Ο πρύτανης μπαίνει από την μπροστινή πλευρά του πανεπιστημίου. Οι φοιτητές του απευθύνουν τις διαμαρτυρίες τους. «Κύριε πρύτανη», φώναζαν, «μας σφάζουν, μας φονεύουν, μας πυροβολούν. Πουθενά δεν βρίσκουμε υποστήριξη, δεν βρίσκουμε αντίληψη. Η δημοσιογραφία μας απωθεί, η πρυτανεία μας παραβλέπει σαν να μην είμαστε παιδιά της, η κοινωνία μας ρίπτει το άδικο, η αστυνομία μας πυροβολεί. Τι να κάνουμε; Θα αναγκαστούμε να οπλιστούμε. Θα βάλουμε φωτιά. Θα το κάψουμε πλέον το πανεπιστήμιο». Ο πρύτανης προσπαθεί να τους καθησυχάσει: «Αν θέλετε καλώς να κρίνετε, ουδείς άλλος από σας εξώθησε το μικρό και ασήμαντο τούτο γεγονός εις τας σημερινάς διαστάσεις. Εάν προ λίγων ημερών ή έστω προ μιας ώρας προ της λήψεως της αποφάσεως ανακαλείτο το ψήφισμα και εθεωρείτο το ζήτημα ληγμένον μετά της ομολογίας του καθηγητού και της Συγκλήτου, σήμερον εν ειρήνη θα εξακολουθείτε τα μαθήματά σας. Σας συμβουλεύω εν τη συνέσει σας ανδρικός να αποφασίσετε, σκεπτόμενοι τον προορισμό σας και τότε πάντες, Κυβέρνησις, Σύγκλητος και Πρυτανεία θα εκτιμήσει τη διαγωγή και φρόνησίν σας».
Από τον κρότο του περιστρόφου προκαλείται σύγχυση στις τάξεις των συγκεντρωμένων φοιτητών που τρέχουν δεξιά και αριστερά.
Οι φοιτητές ζητούν την αποφυλάκιση των συλληφθέντων και ο πρύτανης τους απαντάει ότι είναι ζήτημα της κυβέρνησης. Ενώ τους απειλεί με παραίτηση, ένας φοιτητής της Ιατρικής φωνάζει: «Κύριοι, είναι υποστηρικτής του Γαλβάνη και όχι των φοιτητών». Το ρεύμα των φοιτητών ωθεί τον πρύτανη επικεφαλής του πλήθους μέσω της πλατείας του νοσοκομείου στη διασταύρωση Πατριάρχου και Κοραή, στην Αστυνομία. Πενταμελής επιτροπή εκ μέρους των φοιτητών, μαζί με τον πρύτανη, προσέρχεται στον κύριο Μπαϊρακτάρη. Ο πρύτανης τον παρακαλεί να ελευθερώσει τους συλληφθέντες και εκείνος δεσμεύεται ότι θα το κάνει σε μια ώρα και αφού προηγούμενος τους εξετάσει. Πράγματι, μετά από λίγο αφήνονται ελεύθεροι οι πέντε από τους επτά: Κρατούμενοι παραμένουν ένας φοιτητής της Νομικής και ένας της Ιατρικής.
Οι φοιτητές συγκεντρώνονται και πάλι στο πανεπιστήμιο. Στις δύο το μεσημέρι τα Προπύλαια είναι κατάμεστα από φοιτητές και άλλους περίεργους, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν εκεί λόγω των έκτακτων μέτρων της Αστυνομίας και του Υπουργείου. Αστυφύλακες και χωροφύλακες εφ’ όπλου λόγχην, αποσπάσματα Πεζικού, μία ίλη Ιππικού, δυο αντλίες του Πυροσβεστικού Λόχου και όλοι οι αστυνομικοί με τον κύριο Μπαϊρακτάρη επικεφαλής. Η πλατεία Πανεπιστημίου παρουσιάζει όψη πεδίου μάχης, με τα δύο εχθρικά σώματα αντιμέτωπα, αλλά χωρίς αψιμαχίες, σαν να διαρκεί ακόμη κάποια συμφωνηθείσα ανακωχή. Οι φοιτητές, βλέποντας ότι ήταν εκτεθειμένοι σε κίνδυνο μένοντας στα Προπύλαια, αποφασίζουν να μπουν στο προαύλιο του πανεπιστημίου και κλείνουν τις πόρτες, για να είναι εξασφαλισμένοι από τυχόν επιδρομείς της εξουσίας. Περισσότεροι από 1.000 φοιτητές έχουν κλειστεί εκεί μέσα συζητώντας τις πρωινές σκηνές και σκεπτόμενοι τρόπους για την απελευθέρωση των φυλακισμένων συμφοιτητών τους. «Να βγουν από τη φυλακή ή να μας φυλακίσουν όλους», φωνάζει κάποιος. «Να σκοτωθούμε όλοι, αν δεν μας ακούν», προσθέτει άλλος. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος, αυτή θα είναι η τακτική μας με την εξουσία», παρατηρεί ένας τρίτος. Ο φόβος ότι οι δυο συλληφθέντες κακοποιούνται από την Αστυνομία κυριαρχεί. Στην συνέλευση των καταληψιών φοιτητών ακούγονται διάφορες προτάσεις: Να μεταβεί η επιτροπή στον Πρωθυπουργό και να ζητήσει την απελευθέρωση των κρατουμένων συμφοιτητών και σε περίπτωση άρνησης να επιχειρήσουν να τους απελευθερώσουν μόνοι τους. Να παρουσιαστούν στο βασιλιά είναι, επίσης μια ιδέα, που όμως δεν είχε τύχη. Η πρόταση που τελικά γίνεται δεκτή είναι η έκκληση στον ελληνικό λαό: Η πρόσκληση του σε συλλαλητήριο στις δύο μετά το μεσημέρι. Τη στιγμή εκείνη, ο έφορος της βιβλιοθήκης κύριος Κωνσταντινίδης γίνεται αντιληπτός από έναν φοιτητή να γελάει. «Τι μας κοροϊδεύεις, μωρέ;», ακούγεται μια φωνή. Αμέσως υψώνουν απειλητικά τις μαγκούρες κατά του εφόρου, αλλά ο εξώστης όπου βρίσκεται είναι ψηλός και οι ράβδοι μένουν αχρησιμοποίητες. Ο κύριος Κωνσταντινίδης ζητεί να δώσει εξηγήσεις, αλλά οι καταληψίες εκνευρισμένοι απαιτούν να αποσυρθεί. Συγχρόνως, ακούγεται ένας πυροβολισμός και κατόπιν δεύτερος: Μια σφαίρα τρυπά τον τοίχο σε απόσταση δύο βημάτων από τον έφορο.
Από τον κρότο του περιστρόφου προκαλείται σύγχυση στις τάξεις των συγκεντρωμένων φοιτητών που τρέχουν δεξιά και αριστερά. Πολλοί ζητούν να φύγουν, αλλά οι πόρτες είναι κλεισμένες. Ο κύριος Μπαϊρακτάρης μαζί με τον κύριο Διοσκουρίδη σπεύδουν να καταλάβουν τις εξόδους με δύναμη αστυφυλάκων και χωροφυλάκων. Η στιγμή είναι κρίσιμη. Οι φοιτητές, οπλισμένοι με περίστροφα, απειλούν να πυροβολήσουν κατά της εξουσίας, σε περίπτωση που παραβιάσει τις θύρες του πανεπιστημίου. Ο κύριος Μπαϊρακτάρης απομακρύνει τους αστυφύλακες και τα πνεύματα ηρεμούν. Ο κύριος Κωνσταντινίδης αποχωρεί. Η επιτροπή των φοιτητών επισκέπτεται τον Πρωθυπουργό. Στις εναντίον τους μομφές, ότι αντί να δίνουν το καλό παράδειγμα στην κοινωνία, εκείνοι διασαλεύουν την τάξη, η επιτροπή απαντάει ότι υπεύθυνη είναι η Αστυνομία και η άτοπος παρέμβασή της. Εν τέλει, ο Πρωθυπουργός -και αφού ο πρύτανης του έστειλε σχετικό έγγραφο με το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη της τήρησης της τάξης- δεσμεύεται να μην επιτρέψει την είσοδο Αστυνομίας και Στρατού στο πανεπιστήμιο. Ακολούθως, η επιτροπή επισκέπτεται τον εισαγγελέα, που τους ενημερώνει ότι οι πέντε συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι ως αθώοι, όμως οι δύο θα παραπεμφθούν στον ανακριτή. Δεσμεύεται, ωστόσο, ότι δεν θα κακοποιηθούν κατά την κράτησή τους, κάτι που αποτελεί και τον μεγάλο φόβο των διαμαρτυρόμενων. Στις 7:30 μ.μ. εμφανίζεται ο πρύτανης, τον οποίο οι φοιτητές υποδέχονται δια ζωηρών χειροκροτημάτων. Τους συμβουλεύει να διαλυθούν και υπόσχεται ότι και την επομένη το πανεπιστήμιο θα μείνει ανοιχτό και κανείς ξένος δεν Θα τολμήσει να πατήσει στο προαύλιο. Οι φοιτητές, ωστόσο, επιμένουν να διανυκτερεύσουν εκεί.
16 Ιανουαρίου 1897
Όσοι φοιτητές κοιμήθηκαν σπίτια τους, προσέρχονται στα Προπύλαια, για να αντικαταστήσουν τους φρουρούς της νύχτας. Μόνο η κεντρική είσοδος αφήνεται ανοιχτή από τους φοιτητές και αυτή με ισχυρή επιτήρηση. Μέχρι τις 11 το πρωί, το πλήθος έχει αυξηθεί. Ο κόσμος πηγαινοέρχεται, δημιουργώντας πηγαδάκια με τους φοιτητές και σχολιάζοντας τα χθεσινά γεγονότα. Άλλοι φοιτητές πλησιάζουν μόνο για να μάθουν ποια είναι η κατάσταση και τι θα αποφασίσει η επιτροπή και αποχωρούν. Οι εφημεριδοπώλες πλησιάζουν προς το πανεπιστήμιο: Η πραμάτεια τους γίνεται ανάρπαστη σε μερικά λεπτά.
Η σύγκλητος έχει πάρει την απόφαση να κλείσει το πανεπιστήμιο και η κυβέρνηση με βάση αυτήν την απόφαση να το εκκενώσει. Ο Μπαϊρακτάρης μεταβαίνει εκεί, αλλά οι φοιτητές του απαγορεύουν την είσοδο. Φεύγει άπραγος, ενώ στην επιτροπή που τον επισκέπτεται αμέσως μετά δίνει τελεσίγραφο μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Οι φοιτητές δεν υποχωρούν. Ο Στρατός περικυκλώνει το πανεπιστήμιο. Η Πανεπιστημίου είναι γεμάτη πολίτες. Γύρω από το υπουργείο Οικονομικών, χιλιάδες πολίτες αναχαιτίζονται από τις ξιφολόγχες των στρατιωτών. Οι φοιτητές κατά μήκος των Προπυλαίων χαιρετούν με ζητωκραυγές το πλήθος που έχει γεμίσει την περιοχή και το οποίο ανταπαντάει με κραυγές και χειροκροτήματα. Σταδιακά, το πλήθος απωθείται όλο και πιο βίαια από αστυφύλακες και χωροφύλακες. Οι πολίτες διαμαρτύρονται. Οι χωροφύλακες και οι αστυφύλακες ερεθίζονται από τις διαμαρτυρίες και τα πράγματα εκτραχύνονται. Το πλήθος υποχωρεί δύσθυμο σφυρίζοντας συγχρόνως δαιμονισμένα. Το Ιππικό προχωρεί κατά του πλήθους, κορυφώνοντας την ένταση. Οι πολίτες απωθούνται και οι χωροφύλακες επιτίθενται βιαιότερα κατά του πλήθους. Ένας ενωμοτάρχης συλλαμβάνει έναν νέο, με την κατηγορία ότι πήγε να τον τραυματίσει με μαχαίρι. Οι πολίτες αντιδρούν στη σύλληψη και ο ενωμοτάρχης βγάζει το ρεβόλβερ, το οποίο δεν χρησιμοποιεί χάρη στις κραυγές των πολιτών. Οι πολίτες υποχωρούν αποδοκιμάζοντας.
Κάποιοι φοιτητές προσπαθούν να κατευθυνθούν προς τα Ανάκτορα, ζητώντας ακρόαση από τον Βασιλιά, προκειμένου να αρθεί η πολιορκία. Ο διοικητής της Χωροφυλακής τους εμποδίζει. Ένας φοιτητής τραβάει το περίστροφό του και ετοιμάζεται να πυροβολήσει – οι υπόλοιποι φοιτητές τον αποτρέπουν. Οι διαδηλωτές επιχειρούν να ενωθούν με τη δεύτερη διαδήλωση, έξω από το υπουργείο Οικονομικών. Ο Μπαϊρακτάρης δίνει εντολή στο πλήθος να διαλυθεί, η οποία πνίγεται μέσα στη γενική σύγχυση. Τότε ακούγεται προς το Ιππικό η διαταγή: «Κτυπάτε!». Οι αστυφύλακες αμέσως βγάζουν τα περίστροφα τους και χτυπάνε κατά του πλήθους. Ο κόσμος τρέπεται σε φυγή.
Οι τοίχοι των μαγαζιών γύρω από την Ομόνοια έχουν γεμίσει τρύπες από τις σφαίρες των ρεβόλβερ.
«Με εσκότωσαν», ακούγεται μια φωνή και ένας νέος πέφτει. Τον παραλαμβάνουν μερικοί διαδηλωτές και τον μεταφέρουν σε φαρμακείο, όπου και καταλήγει. Ονομάζεται Χρύσανθος Βαρότσης και είναι μαθητής Γυμνασίου. Ένας ιππέας σπεύδει αιμόφυρτος στο Στρατιωτικό Φαρμακείο. Είναι τραυματισμένος στο πρόσωπο. Τρίτο θύμα ο Ιωάννης Καραδήμος, τραυματισμένος στον λαιμό.
Το σχέδιο πολιορκίας του πανεπιστημίου τίθεται σε εφαρμογή. Σε όλους τις παρόδους έχουν τοποθετηθεί πεζοί αστυνομικοί και ιππείς. Η κυκλοφορία έχει απαγορευτεί. Οι φοιτητές αρνούνται να παραδοθούν. Ισχυρίζονται ότι έχουν οπλισμό και δυναμίτιδα και αντλία με την οποία θα εκτοξεύσουν θεϊκό οξύ. Παρά τις απαγορεύσεις, το πλήθος έχει καταλάβει τους γύρω δρόμους. Μικροσυμπλοκές Αστυνομίας και πολιτών συνεχίζονται τις επόμενες ώρες γύρω από τα Προπύλαια. Οι τοίχοι των μαγαζιών γύρω από την Ομόνοια έχουν γεμίσει τρύπες από τις σφαίρες των ρεβόλβερ.
17 Ιανουαρίου 1897
Η λύση θα δοθεί στις 11:30 το πρωί στην Ακαδημαϊκή Λέσχη, όπου προσέρχεται ο καθηγητής Βουσάκης, για να ανακοινώσει στους συναθροισμένους φοιτητές το τέλος του επεισοδίου. Τον υποδέχονται με ενθουσιώδεις επευφημίες και μόλις αποκαθίσταται μια σχετική σιγή ανακοινώνει: «Μετά πολλάς απόπειρας και συνεννοήσεις των καθηγητών σας προς τον κύριον Πρωθυπουργόν και του υπουργού των Εσωτερικών κυρίου Μαυρομιχάλη παριστάμενου και του εισαγγελέως κυρίου Κοσονάκου, επετεύχθη εντιμότατη και θριαμβευτική έξοδος των πολιορκημένων συναδέλφων σας. Επίσης, σας αναγγέλλω ότι η υφιστάμενη σύγκλητος καταθέτει την εντολήν της και διορίζεται νέα σύγκλητος η οποία θα διοικήσει το Πανεπιστήμιο. Η νέα σύγκλητος θα προτείνει την απόλυση του κυρίου Γαλβάνη».
Οι φοιτητές, μετά από τους πρώτους πανηγυρισμούς τους, παραδίδουν τα όπλα τους και αποχωρούν κατά δεκάδες – αφού πρώτα υποστούν σωματικό έλεγχο στην έξοδο. Κατευθύνονται στην Ομόνοια όπου είχε οργανωθεί συλλαλητήριο, προκειμένου να ευχαριστήσουν τον λαό για τη συμπαράστασή του και διαλύονται εν μέσω ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων.
Τάσος Θεοφίλου
Αφορμή για τη φοιτητική εξέγερση του 1897, που έμεινε γνωστή ως τα «Γαλβανικά», υπήρξε μια προσωπική διαμάχη μεταξύ του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής Ιούλιου Γαλβάνη και ορισμένων φοιτητών του, τους οποίους καθυστερούσε να εξετάσει για το πτυχίο τους. Επιτροπή που συστάθηκε από τους φοιτητές, συζήτησε τα προβλήματα με τον καθηγητή Γαλβάνη, προκειμένου να βρεθεί λύση. Η απάντησή του καθηγητή ήταν σαφής: «Είσθε ανάξιοι να κατέχετε τας φοιτητικάς έδρας και ατιμάζετε την Ελλάδα και το ελληνικόν πανεπιστήμιον». Οι φοιτητές ανταπάντησαν: «Είσθε σεις ανάξιος να κατέχετε την καθηγητικήν έδραν του Εθνικού Πανεπιστημίου». Επιπλέον της ανταπάντησής τους, συνέστησαν νέα επιτροπή, αποτελούμενη από φοιτητές όλων των σχολών και με ψήφισμα ζήτησαν την απόλυσή του, κηρύσσοντας γενική απεργία.
15 Ιανουαρίου 1897
Οι φοιτητές της Νομικής συρρέουν από το πρωί στην αίθουσα της Σχολής και τίποτε δεν προμηνύει τις κατοπινές σκηνές. Εκεί, εκτός των φοιτητών της Νομικής, βρίσκονται και φοιτητές της Ιατρικής και άλλων ακόμη σχολών. Ο καθηγητής κύριος Κρασσάς έρχεται για την παράδοση. Μόλις μπαίνει στην αίθουσα, οι ράβδοι των φοιτητών -αραιοί στην αρχή, πιο πυκνοί και εκκωφαντικοί έπειτα- ξεκινούν να χτυπάνε πάνω στα θρανία. Οι φοιτητές φωνάζουν, «Δεν θέλουμε μάθημα, έχουμε απεργία». Οι φωνές όσων φωνάζουν «Έχουμε μάθημα, πρέπει να κάνουμε» πνίγονται από τη ραβδοκρούση και τα σφυρίγματα των πρώτων. «Εγώ εννοώ να κάνω μάθημα, κύριοι», λέει ο κύριος Κρασσάς. «Όποιος δεν θέλει να ακούσει ας φύγει, το μάθημα, όμως, θα γίνει». «Ποτέ!», φωνάζουν οι φοιτητές, «Ποτέ! Αποφασίστηκε να μη γίνει μάθημα και δεν θα γίνει», δηλώνουν και ενώ χτυπούν τις ράβδους τους, φωνάζουν και σφυρίζουν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους. «Κύριοι», ξεκαθαρίζει ο κύριος Κρασσάς, «με την απεργία και τη διαγωγή σας αυτήν δεν κατορθώνεται τίποτε. Θα αναγκάσετε να κλειστεί ολόκληρο το Πανεπιστήμιο, να προσκληθεί και η Αστυνομία, η οποία είναι ήδη απ’ έξω να συλλάβει τους ταραξίες». Ο ανθυπολοχαγός της Αστυνομίας, Δημήτριος Μπαρδόπουλος, με τέσσερις αστυφύλακες και έναν ενωμοτάρχη, εισέρχεται στην αίθουσα. Ακολουθούν μανιώδη σφυρίγματα, φωνές και ράβδοι που χτυπάνε με λύσσα στα θρανία από τους φοιτητές. «Έξω! Εδώ είναι ιερό καθίδρυμα και δεν έχει θέση η εξουσία», δηλώνουν και σύσσωμοι σπρώχνουν τον αστυνόμο μαζί με τους αστυφύλακες. Ένας αστυφύλακας από τις σπρωξιές χάνει το πηλίκιό του, το οποίο μερικοί ξεκινούν να κλοτσούν. «Τι σας έκανα, μωρέ παιδιά;», τους λέει και ζητάει πίσω το καπέλο του. Αυτοί δεν ακούν, παρά εξακολουθούν να χτυπούν τα μπαστούνια τους και να σπρώχνουν τους εκπρόσωπους της αστυνομικής εξουσίας μέχρι που τους βγάζουν έξω.
«Άτιμοι. Τον σταυρό σας!», ωρύεται ένας αστυφύλακας εξαγριωμένος, ο οποίος έχει αρπάξει από το πανωφόρι ένα φοιτητή της Νομικής και τον χτυπάει αλύπητα με την ξιφολόγχη του.
Οι φοιτητές αποφασίζουν να διαλυθούν για να συνέλθουν στις δύο το μεσημέρι, ώστε να αποφασίσουν επί του ζητήματος της απεργίας. Φύλακες παρατεταγμένοι εκατέρωθεν της εισόδου ψάχνουν τους εξερχόμενους φοιτητές τους οποίους θεωρούν οπλισμένους. Συλλαμβάνουν δυο που τους θεωρούν ως ταραξίες, με σκοπό να τους οδηγήσουν στο Αστυνομικό Τμήμα της Νεάπολης. Οι συμφοιτητές τους αμέσως αντιδρούν. Ακολουθούν τους συλληφθέντες στη διασταύρωση Σίνα και Σόλωνος. Μόλις φτάνουν πίσω ακριβώς από το τότε Δημοτικό Νοσοκομείο (το σημερινό Πνευματικό Κέντρο), οι φοιτητές σχηματίζουν στενό κύκλο γύρω από τους αστυφύλακες και υψώνουν τις ράβδους τους απειλητικά πάνω από τα κεφάλια τους, για να αφεθούν ελεύθεροι οι συλληφθέντες. Οι αστυφύλακες ξιφουλκούν και επιτίθενται αδιακρίτως κατά των φοιτητών, οι οποίοι αμύνονται με τις ράβδους τους. Αλλά τότε, από το μέσο της οδού ακούγονται πυροβολισμοί και οι αστυφύλακες τραβάνε τα περίστροφά τους και πυροβολούν κατά των φοιτητών. Οι φοιτητές μόλις ακούνε τον πρώτο πυροβολισμό φεύγουν προς την οδό Σόλωνος και τρυπώνουν στα σπίτια που βρίσκουν ανοιχτά. Η συνοικία ολόκληρη γίνεται ανάστατη, ενώ η οσμή και ο καπνός της πυρίτιδας κυριεύουν την περιοχή. Περίπου 20 πυροβολισμοί ακούγονται και οι γυναίκες οι οποίες από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια βλέπανε προηγουμένως τα επεισόδια με απάθεια ή περιέργεια, κρύβονται στα ενδότερα των σπιτιών τους.
«Άτιμοι. Τον σταυρό σας!», ωρύεται ένας αστυφύλακας εξαγριωμένος, ο οποίος έχει αρπάξει από το πανωφόρι ένα φοιτητή της Νομικής και τον χτυπάει αλύπητα με την ξιφολόγχη του. «Δεν είστε άνθρωποι εσείς», φωνάζει κάποιος άλλος κρατώντας στα χέρια του το περίστροφό του, «Πρέπει να σας ξεμπερδέψουμε μία φορά για πάντα». «Τον Χριστό σας!», φωνάζει άλλος, κρατώντας ένα περίστροφο και πυροβολώντας κατά των φοιτητών.
Μέσα στην υπ’ αριθμόν 90 οικία της Σόλωνος έχουν τρυπώσει αρκετοί φοιτητές. Τους αντιλαμβάνεται ένας αστυφύλακας και εισέρχεται με το ξίφος στα χέρια. Αρπάζει τον πρώτο που βρίσκει μπροστά του και τον σέρνει έξω. Τον σπάει στο ξύλο χρησιμοποιώντας συγχρόνως τη βοήθεια των ποδιών του και της ξιφολόγχης του. Στο μεταξύ, ακούγεται μια δυνατή φωνή από παρακείμενο παντοπωλείο: Είναι ένας αστυφύλακας που ουρλιάζει, «Αχ, με σκότωσαν τα σκυλιά!». Αμέσως τον μεταφέρουν στο φαρμακείο και από κει στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Η κατάστασή του δεν εμπνέει ανησυχία: Μια σφαίρα διαπέρασε τον αριστερό μηρό του, όμως δεν έκοψε καμία αρτηρία. Ποιος τον χτύπησε είναι άγνωστό, αφού βρέθηκε μεταξύ των διασταυρούμενων πυρών. Το βέβαιο είναι ότι ο ανθυπολοχαγός Μπαρδόπουλος δείχνει αρκετή ψυχραιμία, προτρέποντας τους αστυφύλακες να μην πυροβολούν.
Στο Δημοτικό Νοσοκομείο διαδραματίζονται νέες σκηνές – εκεί, στην Ακαδημίας, συγκεντρώνονται τώρα οι φοιτητές. Ο ανθυπίλαρχος αστυνόμος Λιναράς ξιφουλκεί μαζί με τους αστυφύλακες εναντίον τους. Οι φοιτητές είναι έξαλλοι και ακόμη και οι πιο ήρεμοι έχουν επαναστατήσει. Σχηματίζοντας κύκλο αδιάσπαστο, επιτίθενται κατά του ανθυπίλαρχου, τον χτυπούν και του αφαιρούν το ξίφος. Αφού αφοπλίζεται, βγάζει το περίστροφο του και πυροβολεί κατά των φοιτητών, οι οποίοι κατευθύνονται στα προπύλαια. «Δεν είναι κατάσταση αυτή. Θα πάρουμε και εμείς τα τουφέκια. Θα αλλάξουμε πατρίδα. Θα αλλάξουμε θρησκεία. Θα γίνουμε δολοφόνοι. Πρυτανεία, Στρατός, Βασιλιάς, κυβέρνηση. Κανείς δεν μας προστατεύει», φωνάζουν οι φοιτητές χτυπώντας με λύσσα τις γροθιές τους πάνω στα μάρμαρα. Ήδη έχει καταφθάσει η άμαξα του διευθυντή της Αστυνομίας – ο κύριος Μπαϊρακτάρης, μαζί με έναν αντιμοίραρχο και έναν ανθυπολοχαγό αστυνόμο. Μόλις βλέπει τον ανθυπίλαρχο να πυροβολεί, τον στέλνει στην Αστυνομία και διατάσει τους αστυφύλακες να βάλουν τις ξιφολόγχες στις θήκες τους. Ο κύριος Μπαϊρακτάρης θέλει να καθησυχάσει τους φοιτητές.
Ο πρύτανης μπαίνει από την μπροστινή πλευρά του πανεπιστημίου. Οι φοιτητές του απευθύνουν τις διαμαρτυρίες τους. «Κύριε πρύτανη», φώναζαν, «μας σφάζουν, μας φονεύουν, μας πυροβολούν. Πουθενά δεν βρίσκουμε υποστήριξη, δεν βρίσκουμε αντίληψη. Η δημοσιογραφία μας απωθεί, η πρυτανεία μας παραβλέπει σαν να μην είμαστε παιδιά της, η κοινωνία μας ρίπτει το άδικο, η αστυνομία μας πυροβολεί. Τι να κάνουμε; Θα αναγκαστούμε να οπλιστούμε. Θα βάλουμε φωτιά. Θα το κάψουμε πλέον το πανεπιστήμιο». Ο πρύτανης προσπαθεί να τους καθησυχάσει: «Αν θέλετε καλώς να κρίνετε, ουδείς άλλος από σας εξώθησε το μικρό και ασήμαντο τούτο γεγονός εις τας σημερινάς διαστάσεις. Εάν προ λίγων ημερών ή έστω προ μιας ώρας προ της λήψεως της αποφάσεως ανακαλείτο το ψήφισμα και εθεωρείτο το ζήτημα ληγμένον μετά της ομολογίας του καθηγητού και της Συγκλήτου, σήμερον εν ειρήνη θα εξακολουθείτε τα μαθήματά σας. Σας συμβουλεύω εν τη συνέσει σας ανδρικός να αποφασίσετε, σκεπτόμενοι τον προορισμό σας και τότε πάντες, Κυβέρνησις, Σύγκλητος και Πρυτανεία θα εκτιμήσει τη διαγωγή και φρόνησίν σας».
Από τον κρότο του περιστρόφου προκαλείται σύγχυση στις τάξεις των συγκεντρωμένων φοιτητών που τρέχουν δεξιά και αριστερά.
Οι φοιτητές ζητούν την αποφυλάκιση των συλληφθέντων και ο πρύτανης τους απαντάει ότι είναι ζήτημα της κυβέρνησης. Ενώ τους απειλεί με παραίτηση, ένας φοιτητής της Ιατρικής φωνάζει: «Κύριοι, είναι υποστηρικτής του Γαλβάνη και όχι των φοιτητών». Το ρεύμα των φοιτητών ωθεί τον πρύτανη επικεφαλής του πλήθους μέσω της πλατείας του νοσοκομείου στη διασταύρωση Πατριάρχου και Κοραή, στην Αστυνομία. Πενταμελής επιτροπή εκ μέρους των φοιτητών, μαζί με τον πρύτανη, προσέρχεται στον κύριο Μπαϊρακτάρη. Ο πρύτανης τον παρακαλεί να ελευθερώσει τους συλληφθέντες και εκείνος δεσμεύεται ότι θα το κάνει σε μια ώρα και αφού προηγούμενος τους εξετάσει. Πράγματι, μετά από λίγο αφήνονται ελεύθεροι οι πέντε από τους επτά: Κρατούμενοι παραμένουν ένας φοιτητής της Νομικής και ένας της Ιατρικής.
Οι φοιτητές συγκεντρώνονται και πάλι στο πανεπιστήμιο. Στις δύο το μεσημέρι τα Προπύλαια είναι κατάμεστα από φοιτητές και άλλους περίεργους, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν εκεί λόγω των έκτακτων μέτρων της Αστυνομίας και του Υπουργείου. Αστυφύλακες και χωροφύλακες εφ’ όπλου λόγχην, αποσπάσματα Πεζικού, μία ίλη Ιππικού, δυο αντλίες του Πυροσβεστικού Λόχου και όλοι οι αστυνομικοί με τον κύριο Μπαϊρακτάρη επικεφαλής. Η πλατεία Πανεπιστημίου παρουσιάζει όψη πεδίου μάχης, με τα δύο εχθρικά σώματα αντιμέτωπα, αλλά χωρίς αψιμαχίες, σαν να διαρκεί ακόμη κάποια συμφωνηθείσα ανακωχή. Οι φοιτητές, βλέποντας ότι ήταν εκτεθειμένοι σε κίνδυνο μένοντας στα Προπύλαια, αποφασίζουν να μπουν στο προαύλιο του πανεπιστημίου και κλείνουν τις πόρτες, για να είναι εξασφαλισμένοι από τυχόν επιδρομείς της εξουσίας. Περισσότεροι από 1.000 φοιτητές έχουν κλειστεί εκεί μέσα συζητώντας τις πρωινές σκηνές και σκεπτόμενοι τρόπους για την απελευθέρωση των φυλακισμένων συμφοιτητών τους. «Να βγουν από τη φυλακή ή να μας φυλακίσουν όλους», φωνάζει κάποιος. «Να σκοτωθούμε όλοι, αν δεν μας ακούν», προσθέτει άλλος. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος, αυτή θα είναι η τακτική μας με την εξουσία», παρατηρεί ένας τρίτος. Ο φόβος ότι οι δυο συλληφθέντες κακοποιούνται από την Αστυνομία κυριαρχεί. Στην συνέλευση των καταληψιών φοιτητών ακούγονται διάφορες προτάσεις: Να μεταβεί η επιτροπή στον Πρωθυπουργό και να ζητήσει την απελευθέρωση των κρατουμένων συμφοιτητών και σε περίπτωση άρνησης να επιχειρήσουν να τους απελευθερώσουν μόνοι τους. Να παρουσιαστούν στο βασιλιά είναι, επίσης μια ιδέα, που όμως δεν είχε τύχη. Η πρόταση που τελικά γίνεται δεκτή είναι η έκκληση στον ελληνικό λαό: Η πρόσκληση του σε συλλαλητήριο στις δύο μετά το μεσημέρι. Τη στιγμή εκείνη, ο έφορος της βιβλιοθήκης κύριος Κωνσταντινίδης γίνεται αντιληπτός από έναν φοιτητή να γελάει. «Τι μας κοροϊδεύεις, μωρέ;», ακούγεται μια φωνή. Αμέσως υψώνουν απειλητικά τις μαγκούρες κατά του εφόρου, αλλά ο εξώστης όπου βρίσκεται είναι ψηλός και οι ράβδοι μένουν αχρησιμοποίητες. Ο κύριος Κωνσταντινίδης ζητεί να δώσει εξηγήσεις, αλλά οι καταληψίες εκνευρισμένοι απαιτούν να αποσυρθεί. Συγχρόνως, ακούγεται ένας πυροβολισμός και κατόπιν δεύτερος: Μια σφαίρα τρυπά τον τοίχο σε απόσταση δύο βημάτων από τον έφορο.
Από τον κρότο του περιστρόφου προκαλείται σύγχυση στις τάξεις των συγκεντρωμένων φοιτητών που τρέχουν δεξιά και αριστερά. Πολλοί ζητούν να φύγουν, αλλά οι πόρτες είναι κλεισμένες. Ο κύριος Μπαϊρακτάρης μαζί με τον κύριο Διοσκουρίδη σπεύδουν να καταλάβουν τις εξόδους με δύναμη αστυφυλάκων και χωροφυλάκων. Η στιγμή είναι κρίσιμη. Οι φοιτητές, οπλισμένοι με περίστροφα, απειλούν να πυροβολήσουν κατά της εξουσίας, σε περίπτωση που παραβιάσει τις θύρες του πανεπιστημίου. Ο κύριος Μπαϊρακτάρης απομακρύνει τους αστυφύλακες και τα πνεύματα ηρεμούν. Ο κύριος Κωνσταντινίδης αποχωρεί. Η επιτροπή των φοιτητών επισκέπτεται τον Πρωθυπουργό. Στις εναντίον τους μομφές, ότι αντί να δίνουν το καλό παράδειγμα στην κοινωνία, εκείνοι διασαλεύουν την τάξη, η επιτροπή απαντάει ότι υπεύθυνη είναι η Αστυνομία και η άτοπος παρέμβασή της. Εν τέλει, ο Πρωθυπουργός -και αφού ο πρύτανης του έστειλε σχετικό έγγραφο με το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη της τήρησης της τάξης- δεσμεύεται να μην επιτρέψει την είσοδο Αστυνομίας και Στρατού στο πανεπιστήμιο. Ακολούθως, η επιτροπή επισκέπτεται τον εισαγγελέα, που τους ενημερώνει ότι οι πέντε συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι ως αθώοι, όμως οι δύο θα παραπεμφθούν στον ανακριτή. Δεσμεύεται, ωστόσο, ότι δεν θα κακοποιηθούν κατά την κράτησή τους, κάτι που αποτελεί και τον μεγάλο φόβο των διαμαρτυρόμενων. Στις 7:30 μ.μ. εμφανίζεται ο πρύτανης, τον οποίο οι φοιτητές υποδέχονται δια ζωηρών χειροκροτημάτων. Τους συμβουλεύει να διαλυθούν και υπόσχεται ότι και την επομένη το πανεπιστήμιο θα μείνει ανοιχτό και κανείς ξένος δεν Θα τολμήσει να πατήσει στο προαύλιο. Οι φοιτητές, ωστόσο, επιμένουν να διανυκτερεύσουν εκεί.
16 Ιανουαρίου 1897
Όσοι φοιτητές κοιμήθηκαν σπίτια τους, προσέρχονται στα Προπύλαια, για να αντικαταστήσουν τους φρουρούς της νύχτας. Μόνο η κεντρική είσοδος αφήνεται ανοιχτή από τους φοιτητές και αυτή με ισχυρή επιτήρηση. Μέχρι τις 11 το πρωί, το πλήθος έχει αυξηθεί. Ο κόσμος πηγαινοέρχεται, δημιουργώντας πηγαδάκια με τους φοιτητές και σχολιάζοντας τα χθεσινά γεγονότα. Άλλοι φοιτητές πλησιάζουν μόνο για να μάθουν ποια είναι η κατάσταση και τι θα αποφασίσει η επιτροπή και αποχωρούν. Οι εφημεριδοπώλες πλησιάζουν προς το πανεπιστήμιο: Η πραμάτεια τους γίνεται ανάρπαστη σε μερικά λεπτά.
Η σύγκλητος έχει πάρει την απόφαση να κλείσει το πανεπιστήμιο και η κυβέρνηση με βάση αυτήν την απόφαση να το εκκενώσει. Ο Μπαϊρακτάρης μεταβαίνει εκεί, αλλά οι φοιτητές του απαγορεύουν την είσοδο. Φεύγει άπραγος, ενώ στην επιτροπή που τον επισκέπτεται αμέσως μετά δίνει τελεσίγραφο μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Οι φοιτητές δεν υποχωρούν. Ο Στρατός περικυκλώνει το πανεπιστήμιο. Η Πανεπιστημίου είναι γεμάτη πολίτες. Γύρω από το υπουργείο Οικονομικών, χιλιάδες πολίτες αναχαιτίζονται από τις ξιφολόγχες των στρατιωτών. Οι φοιτητές κατά μήκος των Προπυλαίων χαιρετούν με ζητωκραυγές το πλήθος που έχει γεμίσει την περιοχή και το οποίο ανταπαντάει με κραυγές και χειροκροτήματα. Σταδιακά, το πλήθος απωθείται όλο και πιο βίαια από αστυφύλακες και χωροφύλακες. Οι πολίτες διαμαρτύρονται. Οι χωροφύλακες και οι αστυφύλακες ερεθίζονται από τις διαμαρτυρίες και τα πράγματα εκτραχύνονται. Το πλήθος υποχωρεί δύσθυμο σφυρίζοντας συγχρόνως δαιμονισμένα. Το Ιππικό προχωρεί κατά του πλήθους, κορυφώνοντας την ένταση. Οι πολίτες απωθούνται και οι χωροφύλακες επιτίθενται βιαιότερα κατά του πλήθους. Ένας ενωμοτάρχης συλλαμβάνει έναν νέο, με την κατηγορία ότι πήγε να τον τραυματίσει με μαχαίρι. Οι πολίτες αντιδρούν στη σύλληψη και ο ενωμοτάρχης βγάζει το ρεβόλβερ, το οποίο δεν χρησιμοποιεί χάρη στις κραυγές των πολιτών. Οι πολίτες υποχωρούν αποδοκιμάζοντας.
Κάποιοι φοιτητές προσπαθούν να κατευθυνθούν προς τα Ανάκτορα, ζητώντας ακρόαση από τον Βασιλιά, προκειμένου να αρθεί η πολιορκία. Ο διοικητής της Χωροφυλακής τους εμποδίζει. Ένας φοιτητής τραβάει το περίστροφό του και ετοιμάζεται να πυροβολήσει – οι υπόλοιποι φοιτητές τον αποτρέπουν. Οι διαδηλωτές επιχειρούν να ενωθούν με τη δεύτερη διαδήλωση, έξω από το υπουργείο Οικονομικών. Ο Μπαϊρακτάρης δίνει εντολή στο πλήθος να διαλυθεί, η οποία πνίγεται μέσα στη γενική σύγχυση. Τότε ακούγεται προς το Ιππικό η διαταγή: «Κτυπάτε!». Οι αστυφύλακες αμέσως βγάζουν τα περίστροφα τους και χτυπάνε κατά του πλήθους. Ο κόσμος τρέπεται σε φυγή.
Οι τοίχοι των μαγαζιών γύρω από την Ομόνοια έχουν γεμίσει τρύπες από τις σφαίρες των ρεβόλβερ.
«Με εσκότωσαν», ακούγεται μια φωνή και ένας νέος πέφτει. Τον παραλαμβάνουν μερικοί διαδηλωτές και τον μεταφέρουν σε φαρμακείο, όπου και καταλήγει. Ονομάζεται Χρύσανθος Βαρότσης και είναι μαθητής Γυμνασίου. Ένας ιππέας σπεύδει αιμόφυρτος στο Στρατιωτικό Φαρμακείο. Είναι τραυματισμένος στο πρόσωπο. Τρίτο θύμα ο Ιωάννης Καραδήμος, τραυματισμένος στον λαιμό.
Το σχέδιο πολιορκίας του πανεπιστημίου τίθεται σε εφαρμογή. Σε όλους τις παρόδους έχουν τοποθετηθεί πεζοί αστυνομικοί και ιππείς. Η κυκλοφορία έχει απαγορευτεί. Οι φοιτητές αρνούνται να παραδοθούν. Ισχυρίζονται ότι έχουν οπλισμό και δυναμίτιδα και αντλία με την οποία θα εκτοξεύσουν θεϊκό οξύ. Παρά τις απαγορεύσεις, το πλήθος έχει καταλάβει τους γύρω δρόμους. Μικροσυμπλοκές Αστυνομίας και πολιτών συνεχίζονται τις επόμενες ώρες γύρω από τα Προπύλαια. Οι τοίχοι των μαγαζιών γύρω από την Ομόνοια έχουν γεμίσει τρύπες από τις σφαίρες των ρεβόλβερ.
17 Ιανουαρίου 1897
Η λύση θα δοθεί στις 11:30 το πρωί στην Ακαδημαϊκή Λέσχη, όπου προσέρχεται ο καθηγητής Βουσάκης, για να ανακοινώσει στους συναθροισμένους φοιτητές το τέλος του επεισοδίου. Τον υποδέχονται με ενθουσιώδεις επευφημίες και μόλις αποκαθίσταται μια σχετική σιγή ανακοινώνει: «Μετά πολλάς απόπειρας και συνεννοήσεις των καθηγητών σας προς τον κύριον Πρωθυπουργόν και του υπουργού των Εσωτερικών κυρίου Μαυρομιχάλη παριστάμενου και του εισαγγελέως κυρίου Κοσονάκου, επετεύχθη εντιμότατη και θριαμβευτική έξοδος των πολιορκημένων συναδέλφων σας. Επίσης, σας αναγγέλλω ότι η υφιστάμενη σύγκλητος καταθέτει την εντολήν της και διορίζεται νέα σύγκλητος η οποία θα διοικήσει το Πανεπιστήμιο. Η νέα σύγκλητος θα προτείνει την απόλυση του κυρίου Γαλβάνη».
Οι φοιτητές, μετά από τους πρώτους πανηγυρισμούς τους, παραδίδουν τα όπλα τους και αποχωρούν κατά δεκάδες – αφού πρώτα υποστούν σωματικό έλεγχο στην έξοδο. Κατευθύνονται στην Ομόνοια όπου είχε οργανωθεί συλλαλητήριο, προκειμένου να ευχαριστήσουν τον λαό για τη συμπαράστασή του και διαλύονται εν μέσω ζητωκραυγών και χειροκροτημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου