Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιανουαρίου 16, 2019

Κρατούμενοι των Ελληνικών Φυλακών Περιγράφουν τις Προσπάθειές τους να Αποδράσουν

Τάσος Θεοφίλου και Άννα Νίνη|
Λάμες κρυμμένες στο μπουφάν, αυτοσχέδιοι γάντζοι και σεντόνια σε ρόλο σχοινιών.

Πριν από λίγες ημέρες, δύο υπόδικοι κρατούμενοι απέδρασαν από το κελί 17, της Δ’ Πτέρυγας των φυλακών Κορυδαλλού. Έκοψαν τα κάγκελα του κελιού τους, βγήκαν το βράδυ στον προαύλιο χώρο και σκαρφάλωσαν στον τοίχο με ένα αυτοσχέδιο σχοινί που είχαν φτιάξει από ιμάντες τσαντών. Στην άκρη του, είχαν δέσει επίσης έναν αυτοσχέδιο γάντζο που τους βοήθησε να περάσουν τους ψηλούς μαντρότοιχους της φυλακής. Και τελικά τους πέρασαν, ενώ η απουσία τους δεν παρατηρήθηκε παρά μόνο στην πρωινή καταμέτρηση.

Εκτός από τις φαντασμαγορικές αποδράσεις που συνήθως και δικαίως απασχολούν επί μέρες τα μίντια, υπάρχουν άλλοτε αποδράσεις που απασχολούν οριακά μερικά μονόστηλα και άλλοτε αποτυχημένες προσπάθειες, που όπως τα υποκείμενά της, έτσι και η αντίστοιχη πληροφορία που παρήγαγε η προσπάθειά τους, θα μείνει κι αυτή εγκλωβισμένη τελικά στους ίδιους τοίχους. Η πρόσφατη απόδραση ήταν μια απ’ αυτές που ναι μεν έγινε χωρίς ιδιαίτερo ντόρο, είχε όμως τις τρεις προϋποθέσεις στις οποίες βασίζεται μια απόδραση: υπήρχαν τα μέσα, η ευκαιρία και το κίνητρο.

Στην Ελλάδα, το σωφρονιστικό σύστημα είναι μια απόδειξη πως μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που παραμένει αγεφύρωτος. Οι φυλακές δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τον υποτιθέμενο σωφρονισμό και την επιστροφή των έγκλειστων στην κοινωνία, αλλά ούτε καν την ίδια τους τη ζωή κάποιες φορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι θάνατοι στα πειθαρχεία, η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης - προχθές, την πιο κρύα ημέρα του χρόνου, δεν είχαν ούτε ρεύμα, ούτε θέρμανση. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το να βρει ένας κρατούμενος το κίνητρο να εκτίσει την ποινή του χωρίς να σκέφτεται τη ζωή που βρίσκεται στην άλλη άκρη του συρματοπλέγματος μοιάζει σχεδόν αδύνατο, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ζωή μέσα από τη «νεκρή ζώνη». Το κίνητρο για έναν κρατούμενο γίνεται η αναζήτηση της ελευθερίας του - πρακτικά και όχι απλά σαν μια πολυπόθητη κατάκτηση της φαντασίας του.


Ο άνθρωπος άλλωστε είναι φτιαγμένος για να δυσανασχετεί σε κάθε προσπάθεια καταπίεσης και περιορισμού, διότι υπάρχει μέσα σε κάθε ον μια ασίγαστη ορμή να είναι ελεύθερο. Όσο κι αν οι αποδράσεις κινητοποιούν ασύμμετρα δυνάμεις των καταδιωκτικών μηχανισμών και όσο ηθικό πανικό και αν προκαλούν στα μίντια, η αλήθεια είναι ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει την έμφυτη τάση του ανθρώπου προς απόκτηση της ελευθερίας του και γι' αυτό τις διώκει σε βαθμό πλημμελήματος. Μάλιστα, στον πρώτο ελληνικό ποινικό νόμο που συντάχθηκε επί βασιλείας Όθωνα, η πράξη αυτή -όπως και σε άλλες ηγεμονίες της Ευρώπης- δεν χαρακτηριζόταν ως κολάσιμη. Οι μόνες πραγματικές κυρώσεις που έχει ένας δραπέτης που συλλαμβάνεται, άπτονται των διατάξεων του σωφρονιστικού κώδικα -κι όχι του ποινικού-, με την επιβολή κάποιας πειθαρχικής ποινής.

Πώς και γιατί αποφασίζει κάποιος να αποδράσει, πώς ξεκινάει η υλοποίηση της απόφασης και με ποιους τρόπους βοηθούν άλλοι συγκρατούμενοι, τι εργαλεία χρησιμοποιούνται; Και, υπάρχει η προϋπόθεση μιας σχετικής οικονομικής δυνατότητας; Μερικές απαντήσεις σε αυτά, μας δίνουν δύο κρατούμενοι με τις αντίστοιχες εμπειρίες:

Τόνι Ν.

Η πρώτη μου απόπειρα ήταν από τη Δ’ πτέρυγα του Κορυδαλλού, το 2012. Είχαμε σχεδιάσει να φύγουμε καμιά δεκαριά μέρες πριν. Είχα βρει μια βίδα στο προαύλιο, την πήρα, την έβαλα σε ένα κοντάρι και ξεκίνησα να κόβω το κάγκελο από τις 6 το απόγευμα. Μέχρι τις 7:30, είχα τελειώσει. Χρειάστηκε μόνο μια βίδα για να κόψουμε το κάγκελο, γάντζους που φτιάξαμε από τα σίδερα που έβγαλα από τα παράθυρα, σεντόνια για να φτιάξουμε ένα δυνατό σχοινί για τους γάντζους, και κουβέρτες για να μην κοπούμε από τα ξυράφια που έχουν τα συρματοπλέγματα.

Μόλις έφτασα σε κάποιο σκοπό έξω από την Ά πτέρυγα, μου λέει «Καλημέρα, συνάδελφε», εγώ άναψα τσιγάρο και έκανα πως ελέγχω το σημείο. Δεν με κατάλαβε διότι θα σκέφτηκε, «σιγά μην άναψε τσιγάρο ο κρατούμενος».

Λίγο πριν κλείσει η φυλακή, ανέβηκα πάνω στην ταράτσα για να κατέβω μετά με σχοινί. Την ώρα που ανέβαινα, έτρεμα. Ήταν φρίκη, σκεφτόμουν συνέχεια πως θα πέσω κάτω. Όταν έφτασα στην ταράτσα, περίμενα να δω τι θα κάνει ο εξωτερικός φρουρός. Έβγαλε το κινητό του στην αρχή, φώτιζε επάνω στα μάτια του και δεν με έβλεπε. Περίμενα λίγο ακόμη. Λίγο αργότερα, σε μια βρύση που υπάρχει εκεί, πήγε να πλύνει τα μούτρα του. Εκείνη την ώρα κατέβηκα με το σχοινί από την ταράτσα και μπουσουλώντας έφτασα μέχρι το κτήριο που βρίσκονται τα επισκεπτήρια. Έριξα τον γάντζο για να πηδήξω τη μάντρα. Μαζί με εμένα είχαν βγει άλλα δύο άτομα. Ο σκοπός τούς είχε δει και λίγο πριν ανέβω στη μάντρα, χτύπησε ο συναγερμός.

Η δεύτερη προσπάθεια έγινε πάλι από τον Κορυδαλλό. Αυτήν την απόδραση τη σχεδίαζα οκτώ μήνες. Είχα έρθει στον Κορυδαλλό από τα Γρεβενά, για το δικαστήριό μου. Είχα ετοιμάσει τον γάντζο, το σκοινί και είχα φτιάξει κι έναν λοστό. Τα έβαλα όλα μέσα από το μπουφάν μου. Το πρωί είπα στον υπάλληλο ότι έχω προβλήματα με άλλους κρατούμενους και του ζήτησα να κατέβω νωρίτερα για τη μεταγωγή στα δικαστήρια. Εκείνη την ημέρα είχε δικαστήριο και ο συγκελίτης μου. Του ζήτησα όταν περάσει από το λογιστήριο να πει ότι είχε περισσότερα λεφτά στον λογαριασμό του και να κάνει φασαρία με τον υπάλληλο για να τον απασχολήσει. Το λογιστήριο βρίσκεται στον διάδρομο που οδηγεί στις κλούβες. Ακριβώς κάτω από το γκισέ, υπήρχε μια τρύπα που την είχαν κλείσει με μια πόρτα και ένα μικρό λουκέτο. Ήξερα ότι οδηγούσε στη νεκρή ζώνη. Έσπασα το λουκέτο, μπήκα μέσα και βγήκα στη νεκρή ζώνη.



Για περίπου 20 λεπτά πετούσα τον γάντζο και δεν τα κατάφερνα. Δεν μπορούσα γιατί ήταν μικρός. Μάζεψα κάποια ξερά ξύλα από κάτω και προσπάθησα να τα βάλω στις τρύπες που είχαν δημιουργηθεί με τον καιρό στη μάντρα, για να μπορέσω να σκαρφαλώσω. Ο σκοπός έλειπε εκείνη την ώρα, αλλά πάλι δεν μπόρεσα να τα καταφέρω, γι’ αυτό έκανα άλλη μια γύρα μήπως βρω κάποια τρύπα. Μόλις έφτασα σε κάποιο σκοπό έξω από την Ά πτέρυγα, μου λέει «Καλημέρα, συνάδελφε», εγώ άναψα τσιγάρο και έκανα πως ελέγχω το σημείο. Δεν με κατάλαβε διότι θα σκέφτηκε «σιγά μην άναψε τσιγάρο ο κρατούμενος». Πέρασα άλλον έναν σκοπό προς το νοσοκομείο των φυλακών, έξω από τη Δ’ πτέρυγα. Με κοίταξε και δεν μου μίλησε. Αφού είδα ότι είχε περάσει η ώρα και δεν πρόλαβα να φύγω, άρχισα να ψάχνω κάποιο φύλακα για να με ξαναβάλει στην πτέρυγα. Πήγα στην πύλη που είναι τα μαγειρεία και εκεί με ρώτησε ένας σκοπός πού πάω και αν έχω ταυτότητα. Του είπα πως είμαι κρατούμενος, πως προσπάθησα να αποδράσω και ότι θέλω να με ξαναβάλει στην πτέρυγα. Άρχισε να φωνάζει στον ασύρματο προς το Αρχιφυλακείο, ήρθαν και με έβαλαν ξανά μέσα.

Η τρίτη φορά που προσπάθησα να αποδράσω, ήταν από τα κρατητήρια του Εφετείου στη Λουκάρεως. Ήταν 27 Φλεβάρη του 2013 - η μέρα που καταδικάστηκα. Κατάφερα να βρω και να περάσω μαζί μου δύο λάμες και όταν με πήγαν στο δικαστήριο ξεκίνησα να κόβω τα κάγκελα από τα παράθυρα στα κρατητήρια, από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις 12 το μεσημέρι. Ενώ είχα κόψει κάποια κάγκελα, ειδοποίησαν για βόμβα και μας σήκωσαν όλους. Κρέμασα στο παράθυρο μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών που έμοιαζε με τσουβάλι για να μη φαίνεται το κομμένο κάγκελο και τις επόμενες ημέρες, όταν είχαν δικαστήριο φίλοι μου, τους έλεγα να καθαρίζουν λίγο τον χώρο για να μην μπει κανένας καθαριστής και δει ότι λείπει το κάγκελο. Μετά από δέκα μέρες ξαναπήγα στη Λουκάρεως. Κόψαμε τα κάγκελα και έμεινε μόνο μια φλούδα, σαν τσιγαρόχαρτο, στο τελευταίο. Δεν πρόλαβα. Με φώναξαν να δικαστώ και ζήτησα από έναν Γεωργιανό που ήταν εκεί να κρατήσει τη λάμα μέχρι να ανέβω στα δικαστήρια και να γυρίσω. Όταν πήγα πάνω, αυτός έκοψε το κάγκελο, είχαν σκίσει και κάποια ρούχα για να φτιάξουν σχοινί και προσπάθησε να αποδράσει, αλλά έπεσε κάτω και έσπασε το πόδι του. Όταν επέστρεψα στο κρατητήριο έβγαλα το μπουφάν μου και ετοιμάστηκα να αποδράσω σαν κύριος, αλλά μου τη χάλασε ο Γεωργιανός.
Βασίλης Φ.

Το 2014, απέδρασα από τις αγροτικές φυλακές Κασσάνδρας. Ήμουν μέσα στη φυλακή ήδη πέντε χρόνια. Το αστείο είναι ότι έπαιρνα άδειες και την απόδραση την έκανα την επόμενη μέρα αφού είχα επιστρέψει στη φυλακή μόνος μου, μετά από άδεια. Τότε είχα 17 χρόνια ποινή για δύο ληστείες τραπεζών και πλέον ήμουν στα όρια της αναστολής. Στις φυλακές της Κέρκυρας που βρισκόμουν πιο πριν, είχα ήδη πάρει δύο άδειες, είχα επιστρέψει και μετά μεταφέρθηκα στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας.


Ήθελα περίπου έναν–ενάμιση χρόνο να τελειώσω την ποινή μου, αλλά είχα και αφραγκίες, οπότε στην τελευταία άδεια «χτυπήσαμε« ένα ταχυδρομείο με άλλους δύο. Μοιράσαμε τα λεφτά με τους άλλους και όλα καλά. Την ημέρα που έπρεπε να επιστρέψω στη φυλακή, πήρα τηλέφωνο τον έναν απ’ αυτούς αλλά το είχε κλειστό. Στην αρχή αγχώθηκα, αλλά μετά μου πέρασε. Εκείνον όμως τον είχαν μπουζουριάσει και με έδωσε για τη ληστεία.

Οι άνθρωποι που με πήραν, δεν με ήξεραν. Μου είπαν μόνο, «Αφού είναι να φύγει κάποιος από τη φυλακή, δεν έχει σημασία που δεν γνωριζόμαστε».


Οι μπάτσοι έστειλαν σήμα στη φυλακή ότι είμαι ύποπτος για ληστεία, πριν ακόμη μου ασκήσουν δίωξη. Με μετέφεραν από το καθεστώς ημιελεύθερης διαβίωσης στην κλειστή πτέρυγα της αγροτικής φυλακής. Έτσι κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Ακόμη δεν είχα μάθει ότι με είχε δώσει ο άλλος, αλλά πήρα κάτι τηλέφωνα και έμαθα ότι μου ετοιμάζουν δικογραφία. Καταλαβαίνω τότε ότι πρέπει να φύγω γιατί θα με προφυλάκιζαν και θα πήγαινα ξανά στις φυλακές της Κέρκυρας. Είπα σε δύο συγκρατούμενούς μου τι έχει συμβεί και τους ενημέρωσα ότι θα φύγω. Συμφώνησαν και οι δύο να με βοηθήσουν. Η ίδια η απόδραση ήταν πολύ εύκολη. Δεν υπάρχει καμιά ιδιαίτερη επιφυλακή στις φυλακές Κασσάνδρας, γιατί κανείς δεν περιμένει ότι ένας κρατούμενος θα αποδράσει από αγροτικές φυλακές. Αντί για ντουβάρια, έχει συρματόπλεγμα. Έκοψα λοιπόν το βράδυ ένα παραθυράκι από το μπάνιο και πήδηξα έξω.

Το δύσκολο ήταν το μετά. Ο τόπος ήταν εντελώς έρημος, για μεγάλη απόσταση υπήρχε μόνο η φυλακή και τίποτα άλλο, κι εγώ δεν ήξερα τον δρόμο. Μέσα στο σκοτάδι ήταν ακόμα πιο δύσκολο να βρω πού πρέπει να πάω. Έτσι, ένας φίλος κρατούμενος που ήξερε, αναγκάστηκε να έρθει μαζί μου για να με οδηγήσει. Περπατήσαμε περίπου μια ώρα για να με βγάλει στον δρόμο. Όταν φτάσαμε στον δρόμο, μου είπε «Τώρα περίμενε. Έχουμε ειδοποιήσει κάτι φίλους από τη Θεσσαλονίκη να έρθουν να σε πάρουν». Εκείνος ξαναγύρισε μέσα.



Ήμουν έτοιμος να κλάψω. Σκεφτόμουν πως δεν θα έρθει κανείς να με πάρει και εκεί που έλεγα «πάει, θα πεθάνω εδώ» έσκασαν δύο Audi μπροστά μου. Με έχωσαν στο αμάξι και μου είπαν ότι το ένα αμάξι θα πηγαίνει μπροστά για ασφάλεια και το άλλο πίσω, μέχρι να φτάουμε Θεσσαλονίκη. «Από τη Θεσσαλονίκη και μετά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι». Οι άνθρωποι που με πήραν, δεν με ήξεραν. Μου είπαν μόνο, «Αφού είναι να φύγει κάποιος από τη φυλακή, δεν έχει σημασία που δεν γνωριζόμαστε». Με άφησαν στο σταθμό του τρένου και μου έδωσαν 50 ευρώ για ασφάλεια, διότι ήμουν από τη φυλακή και δεν είχα πάνω μου καθόλου χρήματα. Μόνο μια ατζέντα με τηλεφωνικούς αριθμούς είχα επάνω μου και τίποτα άλλο.

Έτσι βρέθηκα δραπέτης, βράδυ, στον σταθμό, μόνος, με 50 ευρώ επάνω μου και με το τελευταίο τρένο για Αθήνα να έχει φύγει εδώ και ένα τέταρτο. Μετά από λίγο, ένας άνθρωπος που είχα ειδοποιήσει ήρθε με ένα «παπί», μου έδωσε μια σακούλα με χρήματα και είπε ότι η μόνη λύση για να πάω στην Αθήνα ήταν τα ΚΤΕΛ. Κι αυτά τα προλάβαινα οριακά. Ήμουν χεσμένος απ’ τον φόβο μου. Του ζήτησα αν μπορεί να με πάει και το μόνο που είπε ήταν «καβάλα».

Στα ΚΤΕΛ πρόλαβα το λεωφορείο που μόλις είχε ξεκινήσει. Ευτυχώς ο οδηγός σταμάτησε για να ανέβω. Μετά από ένα τέταρτο, εκεί που είχα χαλαρώσει και σκεφτόμουν ότι τώρα όλα είναι εντάξει και ότι θα φτάσω στην Αθήνα, μας σταμάτησε ένα μπλόκο της Αστυνομίας. Έψαχναν για μετανάστες χωρίς χαρτιά. Μπήκαν ένας μπάτσος από την μπροστινή πόρτα, ένας από την πίσω και ζητούσαν ταυτότητες. Είχα αρχίσει να τρέμω. Ο ένας με πλησίασε και ζήτησε και τη δική μου. Του λέω, «Μένω στις Συκιές -η μόνη περιοχή που ήξερα από τη Θεσσαλονίκη- είμαι φοιτητής στα ΤΕΙ και έχει αρρωστήσει η μάνα μου. Έφυγα επειγόντως και δεν πήρα μαζί μου ταυτότητα, ούτε ρούχα δεν πρόλαβα να πάρω». Ο μπάτσος δεν μου απάντησε και συνέχισε τον έλεγχο. Είχα χλωμιάσει γιατί πίστευα πως μόλις τελειώσει με τους άλλους, θα με κατεβάσει για εξακρίβωση και θα με πάει στο Τμήμα. Όταν όμως έφτασε στην πόρτα, κατέβηκε. Έψαχναν για μετανάστες και αφού άκουσαν ότι δεν μιλάω σπαστά ελληνικά, δεν ασχολήθηκαν παραπάνω.

Εκείνο το βράδυ έφτασα στην Αθήνα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία για το πώς μπορεί μια ποινή από τα 17 χρόνια να ανέβει στα 300.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου