Ο Απόστολος Σουγκλάκος ήταν παλαιστής του κατς και ηθοποιός. Αγαπήθηκε από τον κόσμο, ως μια από τις μεγαλύτερες cult φυσιογνωμίες του ‘80. Όπως έλεγε ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, στη ζωή του, εκτός από τους γονείς του είχε δύο μεγάλες αγάπες. Την πάλη και το σινεμά.
Ο αθλητισμός στη ζωή του Σουγκλάκου και η καριέρα στην πάλη
Ο Απόστολος Σουγκλάκος γεννήθηκε το 1950 στον Πειραιά και ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Το σχολείο ήταν για εκείνον αναγκαίο κακό και δεν ήταν καθόλου καλός μαθητής. Γι’ αυτό και το παράτησε και ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, όπου και εκεί δεν βρήκε αμέσως τον προσανατολισμό του.
Ξεκίνησε σε ηλικία 9 ετών με το ποδόσφαιρο παίζοντας στον Άρη Πειραιώς και τον Εθνικό Πειραιώς, στη θέση του τερματοφύλακα, αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι δεν του άρεσε το συγκεκριμένο άθλημα και το εγκατέλειψε.
Στη συνέχεια ασχολήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα με την πυγμαχία και τη σφαιροβολία, αλλά ούτε εκεί παρέμεινε. Μέχρι που είδε στη γειτονιά του στα Ταμπούρια κάποιους αγώνες πάλης και ενθουσιάστηκε: «Χώθηκα μέσα στο τσάμπα, και είδα τότε τον Καρυστινό κι όλους αυτούς οι οποίοι έμελλε μετά να είναι αντίπαλοί μου. Στο πρόσωπο αυτών, είδα τον Σουγκλάκο Ότι γουστάρω να γίνω παλαιστής. Πήγα ρώτησα πού γράφεσαι, πήγα στο Καραϊσκάκη μετά και γράφτηκα στον Ολυμπιακό, στην Ελληνορωμαϊκή και μετά με πήρε ο αείμνηστος ο Καρπόζηλος, μια μεγάλη δόξα της εποχής και μ’ έβαλε στο χώρο του κατς. Ήταν πολλοί παλαιστές, μεγάλες φίρμες, εγώ όμως ήμουν πιτσιρικάς. Αλλά την άρπαξα την πάλη αμέσως».
Ο Σουγκλάκος πήρε μέρος σε αμέτρητους αγώνες και λόγω της πάλης, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο.
Τις περισσότερες φορές κέρδιζε και γι’ αυτό έμεινε γνωστός σαν «ο άνθρωπος που δεν τον έδειρε κανείς».
Ο ίδιος είχε αναφέρει πως μια φορά κινδύνεψε η ζωή του στη Νιγηρία, όταν αγωνιζόταν με τον Μάικ Πάουερ. «Αυτός στη Νιγηρία ήτανε Θεός. Παλεύαμε και κατάλαβα ότι αν δεν καθόμουνα να χάσω… Την ώρα που τον κοπάναγα, μου βάλαν ένα όπλο στο κεφάλι. Ήταν ένας αγώνας δύσκολος, με την έννοια ότι ήμουν έφηβος και είχα την αγωνία αν θα κατέβω από το ρινγκ και δεν με καθαρίσουνε. Ώσπου τελικά, αναγκάστηκα και έχασα. Ήταν αγώνας με πολύ σασπένς». Παράλληλα με την καριέρα στην πάλη, ο Σουγκλάκος ξεκίνησε και την πορεία του σε έναν άλλο χώρο που τον γοήτευε εξίσου. Τον κινηματογράφο.
Ο Σουγκλάκος ηθοποιός
Όπως στην πάλη, έτσι και με τον κινηματογράφο, όλα ξεκίνησαν από τη γειτονιά του, όπου έτυχε να βρεθεί στα γυρίσματα μιας ιταλικής ταινίας. Λόγω του ιδιαίτερου παρουσιαστικού του, τράβηξε την προσοχή του σκηνοθέτη, ο οποίος του ζήτησε να κάνει τον κομπάρσο σε μια σκηνή βομβαρδισμού. Αυτή η πρώτη επαφή ήταν αρκετή για να μαγευτεί από το σινεμά και να αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά.
Αρχικά γράφτηκε σε ένα σωματείο κομπάρσων, μέσω του οποίου, του δόθηκε η ευκαιρία να εμφανιστεί, έστω και χωρίς να μιλάει, σε μεγάλες παραγωγές με διάσημους πρωταγωνιστές όπως ο Αυλωνίτης, ο Βέγγος και η Βουγιουκλάκη. Η συμμετοχή του σε ταινίες ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και έφτασε, τη δεκαετία του ’80 να γίνει ακόμα και πρωταγωνιστής σε βιντεοταινίες.
«Τα Καθάρματα» (1985) και « Το ρεμάλι της Αθήνας» (1986) είναι οι πιο γνωστές ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε. Παρόλο που συχνά ενσάρκωνε τον κακό ή τον σκληρό, ήταν μια πολύ συμπαθής φυσιογνωμία στο κοινό. Ο κόσμος τον αγαπούσε πολύ και το εκδήλωνε τα τελευταία χρόνια με τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου, στο Γκαγκάριν, όπου τον αποθέωνε. Ο σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης τον είχε χρίσει εμψυχωτή της διοργάνωσης και ο κόσμος ανταποκρινόταν κάθε χρονιά. Ο Σουγκλάκος εμφανίστηκε και στην τηλεόραση σε διάφορες εκπομπές όπως το «Χαμογελάτε είναι μεταδοτικό», του Ανδρέα Μικρούτσικου και οι «Αυπνίες» της Ανίτας Πάνια.
Το ξαφνικό τέλος
Ο Απόστολος Σουγκλάκος ασχολιόταν με τον κινηματογράφο μέχρι το τέλος της ζώης του. Τελευταία ταινία στην οποία συμμετείχε ήταν «Η επιστροφή των καθαρμάτων» το 2003, ενώ ετοιμαζόταν να παίξει και σε μια ακόμα ταινία του Νίκου Τριανταφυλλίδη, την οποία δεν πρόλαβε.
Έφυγε από τη ζωή ξαφνικά σε μικρή ηλικία (56 ετών), μετά από εγκεφαλικό που υπέστη τον Αύγουστο του 2006 στη Ρόδο, κατά τη διάρκεια επαγγελματικών υποχρεώσεων.
Νοσηλεύτηκε για δύο εβδομάδες, αλλά δεν τα κατάφερε. Πέθανε στις 5 Σεπτεμβρίου γεμίζοντας θλίψη όχι μόνο τους δικούς του ανθρώπους, αλλά και άγνωστους που τον ήξεραν μόνο από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο.
Οπως πολύ εύστοχα είχε πει τότε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης: «Η μοναδική φορά που στενοχώρησε άνθρωπο, είναι τώρα με τον θάνατό του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου