Τα πρωινά, για να πάω στη δουλειά μου κοντά στην Ομόνοια, περπατώ την Αθηνάς. Ή την Αιόλου, ανάλογα τα κέφια. Μοναστηράκι, όλο ευθεία. Εργαλεία, ένα φυτώριο, ρούχα εργασίας, ή υπερμεγέθη για τεράστιους, απίθανους ανθρώπινους όγκους, θυμιατά, κουφέτα, προπό και design καφετέριες και φούρνοι είναι όλα ήδη ανοιχτά. Και κάπως θορυβώδη, μα όχι ακόμη.
Απέναντι, στο άλλο πεζοδρόμιο, πλεκτά καλάθια και βέργες που ανοίγουν φύλλο, πλάστες, σφραγίδες για τα πρόσφορα. Στρίβοντας Ευριπίδου αριστερά, πάω μονάχα για τις γεύσεις, τσάγια, ξένα και ντόπια μυρωδάτα, παρηγορητικά στο στόμα και την ψυχή που πάντα κρυώνουν το χειμώνα.
Όταν φτάνω στη Βαρβάκειο, γίνεται πια το σώσε. Φορτηγά κατεβάζουν γαρίδες Ατλαντικού, όλα τα νούμερα, κατεψυγμένες σε κιβώτια, νερά βρώμικα απ’ την ψαραγορά, προσέχω πάντα πού πατώ – τις προάλλες ένα κιβώτιο έσκασε μπρος στα πόδια μου, λίγο ακόμη και θα έτρωγα γαρίδες-σαγανάκι, εκεί δα στη μέση του δρόμου. Λουκάνικα που σε πεθαίνουν απ’ τη μυρωδιά, θυμάρια, ρίγανες, θρούμπια, δενδρολίβανα, μυρίζω αχόρταγα τα πάντα. Και τέλος κλουβιά, ζωάκια, ψαράκια για τη γυάλα και η γυάλα η ίδια, όλα για πούλημα.
Είναι ένας κόσμος που μπορεί να σε τρελάνει με τη ζωντάνια του. Χαρούμενος και αγχώδης, ολοφάνερα στριμωγμένος, μα ανθεκτικός και αποφασισμένος, ζει κάθε μέρα για την ίδια τη μέρα, όχι χθες και αύριο, σήμερα, απλά σήμερα, τώρα. Πριν την Κοτζιά, στα ξαφνικά, τρεχαλητά, φωνές, ακούγονται φάπες που πέφτουν, το κυνηγητό τα ησυχάζει όλα. Η «δόση» ήταν ζάχαρη, άχνη γλυκιά κι ανώδυνη, μα τα λεφτά ήταν αληθινά, δέκα ευρώ χαμένα.
Όταν πάλι θέλω ησυχία, κλειστά ρολά, νυσταγμένες όψεις, ερημιά, να μην προσέχω τα βήματά μου μα τις σκέψεις μου μόνο, παίρνω την Αιόλου. Ξυπνάει ένα κλικ πιο αργά κι έχει άλλη εικόνα. Ανεβαίνω την Αγίας Ειρήνης, ο μόνιμος άστεγος έχει ήδη ντυθεί, πλυθεί, εκμεταλλεύεται μια αδέσποτη βρυσούλα στο στενό, τα νερά πλημμυρίζουν το δρόμο, κάθεται στο σκαμνάκι του, δεν μιλά, κρατά μια ταμπελίτσα, θέλει βοήθεια. Στα σκαλιά της Αγίας Ειρήνης, πάντα κάθεται κάποιος άλλος που διεκδικεί τα λεφτά απ’ το κερί. Τα όλη-μέρα εστιατόρια έχουν απλώσει λάστιχα και πλένουν πεζοδρόμια, η νύχτα είναι βρώμικη.
Στην Αιόλου σκοπεύεις να ντυθείς, ρούχα, παπούτσια, δαντέλες και «καλά» φορέματα για γάμους και βαφτίσεις, οι αλλοδαποί που αντέχουν αγοράζουν από δω τα πολυποίκιλτα, που ανυπερθέτως λάμπουν. Είναι δρόμος που μπορεί να σε στολίσει, πάντα να παζαρέψεις, θα βρεις ακόμη και κοσμήματα των δυο ευρώ, απλά να παραστήσεις ότι φοράς το κάτι. Κουλούρι, κριτσίνι στη γωνία, ή χάζι αν αποφασίσω μοναχή να πιάσω μια θέση στον ωραίο «Κρίνο». Πάντοτε μέσα. Μετά τη Σοφοκλέους η εικόνα αλλάζει.
Ο κόσμος λιγοστεύει, γίνεται βιαστικός, πιο σκυθρωπός και φορτωμένος, πάντοτε στο καρότσι του είναι αφημένος εκείνος που αφέθηκε ακριβώς γι’ αυτό, να μεροκαματιάσει στη γωνία, μ’ ένα τρανζίστορ για παρέα. Σταδίου, η πρωινή απόλαυση τελειώνει. Μένει μια τελευταία στιγμή: οι μυρωδιές απ’ τον Λουμίδη, κι έπειτα ανοίγεται η Πατησίων, που είναι άλλη γοητεία.
Reader's Digest
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου