Τον Απρίλιο του 1929 ο Χρήστος Ταταράκης – 33 χρόνων, από το Δογάν-κιόι της Ανατολικής Θράκης, κάτοικος Διδυμοτείχου– μαζί με τον γαμπρό του Σταυρακάκη μπήκαν στο σπίτι της μαμής Ντεντέ Σεντί Μολά στο Διδυμότειχο και αφού τη βασάνισαν με πυρακτωμένα σίδερα για να μαρτυρήσει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς της, τη στραγγάλισαν και έκλεψαν τα υπάρχοντά της. Οι ίδιοι, μαζί με άλλους δυο, τον Μάιο μπήκαν νύχτα στο σπίτι της Λουτσίας Τακβοριάν με σκοπό να τη ληστέψουν
Εκείνη την ώρα βρισκόταν στο σπίτι και η Χουριέτ, χήρα του Γιουσούφ Μπέη. Οι ληστές τις βασάνισαν με τρόπο φρικιαστικό. Οι δύο γυναίκες έδωσαν στους ληστές όλα τα χρήματα και τα τιμαλφή τους, εκείνοι όμως τις στραγγάλισαν για να μην αποκαλυφθούν. Καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο Κομοτηνής δις εις θάνατον.
Ο Μιράν Νερσέζ Σαρουχανιάν –23 χρόνων, πρόσφυγας από την Αρμενία, εγκατεστημένος στη Νιγρίτα– ήταν μέλος της συμμορίας του λήσταρχου Ναζαρέτ Αϊβαζιάν που δρούσε στην περιφέρεια των Σερρών. Στις 16 Οκτωβρίου 1926 έξω από ένα χωριό των Σερρών σκότωσε έναν χωρικό για να τον ληστέψει. Τη νύχτα της 25ης Οκτωβρίου 1926 ο Μιράν με άλλους δύο της συμμορίας λήστεψαν οχτώ ανθρώπους στον δρόμο Νιγρίτας – Σερρών. Στις 26 Οκτωβρίου λήστεψε και σκότωσε έναν χωρικό και σκότωσε έναν χωροφύλακα. Την ίδια μέρα λήστεψε έναν χωρικό, σκότωσε έναν γεωργό και έκλεψε το άλογό του.
Καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Σερρών τρις εις θάνατον.
Η ημερομηνία εκτέλεσης των δύο ορίστηκε η Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 1931, στις 7.30 το πρωί, και τόπος τα Χίλια Δέντρα, πίσω από το Γεντί Κουλέ.
Το τελευταίο βράδυ δύο μελλοθάνατων
Η διαταγή εκτέλεσης φτάνει στο Γεντί Κουλέ μετά τη διανομή του συσσιτίου. Ο διευθυντής διατάζει να καταρτιστούν τα πρακτικά και να μεταφερθούν οι μελλοθάνατοι από τον κοινό θάλαμο των θανατοποινιτών στο πειθαρχείο για να περάσουν εκεί την τελευταία νύχτα. Για να μην υποψιαστούν, δίνει εντολή στους φύλακες να πουν ότι το πρωί θα τους μεταφέρουν σε άλλη φυλακή.
Αφηγείται ο δεσμοφύλακας:
«Πηγαίνουμε πρώτα στον Ταταράκη.
— Σήκω, Χρήστο, του λέμε. Σε θέλει ο διευθυντής.Ο δόλιος, που ήταν ένας από τους ησυχότερους κατάδικους, μας άκουσε και τον κλείσαμε εύκολα στο νούμερο δύο. Ισως και να κατάλαβε τα κακά μαντάτα, μα δεν μίλησε.Κατόπιν πήγαμε στον Αρμένη, τον Μιράν. Θηρίο ανήμερο αυτός.— Φευγάτε, μας φώναξε, γιατί θα σας φάω όλους.
Οι άλλοι θανατηφόροι πήραν το μέρος του κι έτσι τον αφήκαμε. Κάτι είχε καταλάβει ο Μιράν, αλλά δεν ήταν και βέβαιος. Είχαν περάσει, βλέπετε, και δυόμισι χρόνια από τη μέρα της καταδίκης του και δεν μπορούσε εύκολα να πιστέψει πως θα τον χαλούσαν στο τέλος.Στις 4 το πρωί, που ήρθε η ενίσχυση, ξαναπήγαμε στον θάλαμο των θανατάδων. Ανοίξαμε την πόρτα με τα όπλα στα χέρια».
Ο Μιράν είχε μείνει άγρυπνος όλη τη νύχτα. Οι δεσμοφύλακες τον καλούν να τους ακολουθήσει.— Ελα, Μιράν. Εχεις μεταγωγή. Ταξίδι.— Τ’ αγύριστο ταξίδι, λέει εκείνος, που στο μεταξύ έχει καταλάβει τι τον περιμένει. Βγάζει από την τσέπη του έναν μεγάλο εγγλέζικο σουγιά.— Αν πλησιάσετε, σας σφάζω και αυτοκτονώ.
Τον περικυκλώνουν και με την απειλή των όπλων τον πιάνουν, τον πηγαίνουν σηκωτό στο νούμερο ένα και τον κλειδώνουν.
Συνεχίζει ο δεσμοφύλακας:«Φώναζε τότε, ούρλιαζε, έβριζε Χριστούς, Παναγίες, τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας. Ούτε ιερό ούτε όσιο δεν μας άφησε απείραχτο. Εμείς όμως όλο με το καλό πηγαίναμε, για να του γλυκάνουμε τις στερνές του ώρες. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, μα το αγρίμι δεν έπαιρνε από λόγια».
«Ζήτω η Αρμενία με τα παιδιά που βγάζει»
Τα χαράματα ο διευθυντής των φυλακών επισκέπτεται τους δύο μελλοθάνατους για να τους ανακοινώσει επίσημα τη διαταγή εκτέλεσης και να τους πει μερικές παρηγορητικές κουβέντες. Ο Ταταράκης ακούει τον διευθυντή άφωνος, ωχρός και συντριμμένος. Ο Μιράν βρίζει και τον διευθυντή και τη δικαιοσύνη και την κοινωνία. Εμφανίζονται δύο ιερείς για την τελευταία μετάληψη – ο ιερέας των φυλακών και ένας Αρμένιος ιερέας. Ο Μιράν μόλις βλέπει τον παπά εξαγριώνεται και τον περιλούζει με βρισιές και βλαστήμιες. Ο παπάς κάνει μεταβολή και φεύγει. Ο Ταταράκης εξομολογείται και μεταλαμβάνει.— Συγχώρα με, παπά μου, αν έφταιξα. Ετσι το ’φερε η κατάρα. Ο Μιράν, που δεν έχει πάψει ούτε στιγμή να ωρύεται, να βρίζει, να βλαστημάει, να απειλεί, να αναθεματίζει και να καταριέται, ζητάει να πιει.
— Φέρτε μου ούζο να μεθύσω!— Λίγο κονιάκ ζητάει και ο Ταταράκης από τον διπλανό θάλαμο.Ο διευθυντής διατάζει να τους φέρουν από μισή οκά.
Η ώρα πλησιάζει. Είναι 6.30. Το εκτελεστικό απόσπασμα έχει ήδη φτάσει στα Χίλια Δέντρα. Ενας δημοσιογράφος πλησιάζει στο παραθυράκι του πειθαρχείου νούμερο ένα.— Κουράγιο, Μιράν. Κοίτα να φανείς παλικάρι, όπως είσαι!Αντί για άλλη απάντηση, ο Αρμένης του εκσφενδονίζει το άδειο ποτήρι του, που χτυπάει πάνω στο κάγκελο του παραθυριού και σπάζει. Ο δημοσιογράφος του προσφέρει τσιγάρο. Εκείνος όχι μόνο δεν το δέχεται, αλλά του δίνει ένα από τα δικά του και τον υποχρεώνει με βαριές βρισιές να το πάρει. Του το ανάβει με το τσιγάρο που καπνίζει λέγοντας:
— Ετσι να καεί κι αυτός που μ’ έκαψε!
Υστερα αρχίζει να μιλάει:— Ακου, μωρέ συ, εγώ σκότωσα ένα παλικάρι ίσαμε κει πάνω. Παλικάρι σκότωσα, παλικαρίσια σκοτώνομαι. Γράφ’ το αυτό, βρε δημοσιογράφε, γιατί θα σε κομματιάσω. Εμένα που με βλέπεις εδώ δούλεψα, μωρέ, για την πατρίδα τη δικιά σας και για την Αρμενία όσο κανένας σας, ρε! Είμαι παλικάρι. Ζήτω η Αρμενία με τα παιδιά που βγάζει.
Αρχίζει να ξαναβρίζει τους πάντες και τα πάντα και ζητάει να του φέρουν τον Θανάση, έναν φίλο κατάδικο, για να τον αποχαιρετήσει. Μόλις τον είδε τον άρπαξε και τον φίλησε. — Αχ, Θανάση μου, με χάνεις! Με σκοτώνουν τα σκυλιά! Εχε γεια, Θανάση! Να μην ξεχνάς τον Μιράν που σ’ αγάπαγε. Χαιρέτα μου όλα τα παιδιά.
Στο μεταξύ οι χωροφύλακες έχουν βγάλει τον Ταταράκη από το νούμερο δύο και του φορούν τις χειροπέδες.— Τι θέλεις να μας πεις, Χρήστο; τον πλησιάζει ο δημοσιογράφος.— Ομολογώ ότι έκανα μια προστυχιά, αλλά δεν άξιζα τέτοια τιμωρία. Αχ, αυτοί οι Διδυμοτειχιανοί μού τα έκαναν όλα, γιατί αυτοί με κατηγόρησαν πως είμαι ένοχος. Προπαντός αυτός ο άτιμος ο γαμπρός μου. Ας έχουν χάρη που θα μου πάρουν τώρα το κεφάλι, αλλιώτικα θα τους έκανα όλους τασκεμπάπ! Εχω μια αδερφή κι έναν αδερφό στο Διδυμότειχο κι αληθινά μου πονάει η ψυχή που φεύγω χωρίς να τους δω. Εχω ακόμη κι άλλους συγγενείς που τους αγαπάω και μ’ αγαπάνε. Αν θέλεις, κάνε μια χάρη ενός ετοιμοθάνατου, που η καλή μου τύχη σ’ έφερε κοντά του. Γράψε με χοντρά γράμματα πως πάω άδικα των αδίκων και παρακάλεσε όλους τους Διδυμοτειχιανούς να με συγχωρέσουν, είτε τους έφταιξα είτε όχι.Στην πίσω πλευρά του Γεντί Κουλέ υπήρχε τούρκικο νεκροταφείο. Αργότερα έγινε χώρος εκτελέσεων πολιτικών και ποινικών κρατουμένων.
Οι χωροφύλακες βγάζουν στον διάδρομο τον Μιράν και του φοράνε τις χειροπέδες. — Αχ, πόσους έχω φάει σαν κι εσάς! Χαλάλι μου το αίμα τους!— Ωστε ομολογείς; τον ρωτάει ο μοίραρχος.— Δεν ομολογώ τίποτε, απαντάει ο Αρμένης και ξαναρχίζει τις παράφορες βρισιές.
«Ο Βενιζέλος κατέστρεψε τρία εκατομμύρια ψυχές»
Οι δύο μελλοθάνατοι οδηγούνται στο προαύλιο της φυλακής. Οι τριάντα χωροφύλακες του αποσπάσματος συνοδείας σχηματίζουν κλοιό γύρω τους και ξεκινούν για τον τόπο της εκτέλεσης, όπου βρίσκεται ήδη ο αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Γεωργιλάς και ο γραμματέας του Κακουργιοδικείου Κουκούλης. Το εκτελεστικό απόσπασμα παρατάσσεται. Εχουν μαζευτεί αρκετοί περίοικοι που αντιλήφθηκαν ότι θα γίνει εκτέλεση και πήγαν για να παρακολουθήσουν το μακάβριο θέαμα. Φτάνουν οι μελλοθάνατοι, το απόσπασμα που τους συνοδεύει με τον επικεφαλής μοίραρχο Νικηφοράκη, ο διευθυντής των φυλακών Μπενιψάλτης και ο γιατρός Τσιπάς. Η ώρα είναι 7.10.
Ο Ταταράκης παραμένει σιωπηλός, ενώ ο Μιράν μιλάει ακατάπαυστα. Τη μία διακηρύσσει την αθωότητά του και την άλλη παραδέχεται την ενοχή του.
— Ε, σεις! Εγώ σκότωσα έναν από σας στας Σέρρας και τώρα ήρθε η σειρά σας να με σκοτώσετε. Αλλά αν είσαστε παλικάρια, ελάτε σιμά και λύστε με.
Ζητάει από τον αντεισαγγελέα να καθυστερήσει την ώρα της εκτέλεσης για να προφτάσει να τα πει όλα. Οταν του ανακοινώνουν ότι η εκτέλεση θα γίνει στην ώρα της, στις 7.30, παθαίνει ντελίριο.Ο Ταταράκης προσπαθεί να αρθρώσει, αλλά κανένας ήχος δεν βγαίνει από το λαρύγγι του. Καπνίζουν και οι δύο ακατάπαυστα.
Ο Μιράν ανάβει ένα τελευταίο τσιγάρο και στρέφεται στον Ταταράκη.
— Αφού μαζί θα πάμε στον κάτω κόσμο, έλα αγκαλιασμένοι να ρουφήξουμε το τσιγάρο μας.
Είναι 7.20. Οι άντρες του αποσπάσματος παρουσιάζουν όπλα, οι παριστάμενοι πολίτες βγάζουν τα καπέλα τους και ο γραμματέας του κακουργιοδικείου διαβάζει μεγαλόφωνα τις καταδικαστικές αποφάσεις. Τον διακόπτουν οι φωνές του Μιράν.
— Ο Βενιζέλος κατέστρεψε τρία εκατομμύρια ψυχές και είναι ζωντανός. Ο φτωχός Μιράν που σκότωσε έναν χωροφύλακα του παίρνουν τώρα το κεφάλι.
Ο αντεισαγγελέας ρωτάει τον Μιράν αν θέλει να πει κάτι.
— Χάνομαι άδικα, αυτό ξέρω εγώ, του απαντάει. Αλλά μ’ εσάς που πουλάτε τη ζωή σας στο κράτος δεν μπορεί να κουβεντιάζει κανείς!
Στη συνέχεια απευθύνεται στον Ταταράκη και του κάνει την ίδια ερώτηση.— Οχι. Ο Σταυρακάκης την έπνιξε την Τουρκάλα.
Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος έχει δώσει το πρόσταγμα της προσοχής και της ετοιμασίας των όπλων επί σκοπόν. Πλησιάζει τους μελλοθάνατους και τους ρωτάει αν θέλουν να τους δέσει τα μάτια. Και οι δύο αρνούνται.
Ενώ οι άντρες σκοπεύουν, ο Μιράν κάνει δυο τρία βήματα προς το μέρος τους κραυγάζοντας:
—Βαράτε εδώ, στο κεφάλι!
Στη συνέχεια στρέφοντάς τους τα νώτα ξαναφωνάζει:
— Τώρα βαράτε κι εδώ!
Τον επαναφέρουν στη θέση του. Ακούγεται η φωνή του Ταταράκη:— Εχετε γεια, παιδιά, και συγχωράτε με.
Ο επικεφαλής δίνει το τελευταίο παράγγελμα «Πυρ!» και αντηχεί η ομοβροντία. Οι δύο κατάδικοι σωριάζονται στη γη ο ένας κοντά στον άλλο. Ο Ταταράκης δέχτηκε δύο σφαίρες στο στήθος και μία στο κεφάλι, που αφαίρεσε όλο το πάνω μέρος. Το θέαμα των σκορπισμένων μυαλών είναι τρομακτικό. Ο Μιράν χτυπήθηκε στο στήθος και το μέτωπο. Παρόλο που είναι νεκροί, τα σώματά τους σπαρταράνε. Δίνονται οι χαριστικές βολές.
Πλησιάζει ο γιατρός των φυλακών για να διαπιστώσει τον θάνατό τους. Η ταφή θα γίνει στους δύο λάκκους που ανοίχτηκαν τα χαράματα, λίγα μέτρα πιο πέρα από τον τόπο εκτέλεσης, στο πρόχειρο νεκροταφείο των φυλακών. Οι ιερείς διαβάζουν τις ευχές σύμφωνα με το δόγμα του καθενός και τα δύο σώματα ενταφιάζονται, ενώ οι επίσημοι και το απόσπασμα αποχωρούν.
https://tetysolou.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου