Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι.
Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953.
Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη – Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Σταλιά-σταλιά, Τι σου ’κανα και μ’ εγκατέλειψες, Τι γλυκό να σ’ αγαπούν, Ο πενηντάρης, Μάλιστα κύριε, Ο πιο καλός ο μαθητής κ.ά. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.
Πήρε μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες (Κόκκινα Φανάρια, Λόλα, Οδός Ονείρων κ.ά.).
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. “Μάλιστα κύριε” (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα)».
10 Μαρτίου 1992,φεύγει ένας από τους συνθέτες που έντυσε με τη μουσική του ουκ ολίγες ταινίες…ο πολυαγαπημένος και ξεχωριστός Γιώργος Ζαμπέτας.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας,ο ερμηνευτής και ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού,γεννήθηκε στο Μεταξουργείο,στις 25 Ιανουαρίου του 1925.
Γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας,που ήταν κουρέας και η Μαρίκα Μωραΐτη,ανιψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική,αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός,«σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες.
Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο,τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του,σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του,λίγο πριν το θάνατό του.
Το 1932,σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο,ως μαθητής της α’ δημοτικού,παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.
Η γνωριμία του στα 1938 με το μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη,της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι»,κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία.
Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής,ο Ζαμπέτας δημιουργεί το πρώτο του συγκρότημα,με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα…»),Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»),Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»),Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.α.
Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο,ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ,που τον καθιέρωσε σαν ένα μοναδικό «σώου-μαν» στο χώρο.
Τη δεκαετία του ’60,πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης.
Ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου.
Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά»,«Τα ξημερώματα»,«Δεν έχει δρόμο να διαβώ» κ.α,παραμείναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70,όταν τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν,ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σώου,με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης»,«Ο πενηντάρης»,«Μάλιστα κύριε» κ.λ.π.,να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.
Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού,με τον Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Πηγαίος,αθυρόστομος,αλλά και μάγκας,απάντησε κάποτε,σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι:
«Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια».
Από το 1990 και μετά,οι δισκογραφικές εταιρείες και τα Μ.Μ.Ε. «ανακαλύπτουν» τα τραγούδια του,τα οποία κυριαρχούν ξανά,γνωρίζοντας νέα άνθηση,στις προτιμήσεις των ακροατών.
Δυστυχώς,ο ίδιος δεν βρίσκεται μόνο στη δύση της καριέρας,αλλά και της ζωής του.
Μετά από πολύμηνη ασθένεια,θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Σωτηρία»,στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν μόνο 67 ετών.
Σύμφωνα και με τη δήλωση του Λευτέρη Παπαδόπουλου:
«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού.
Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος,από την άποψη του προσωπικού ήχου,αλλά σαν σώου-μαν ήταν μοναδικός.
Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε,πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!».
Χαρακτηριστική του ήθους του μεγάλου δημιουργού ήταν και η δήλωση του Δημήτρη Μητροπάνου,ο οποίος τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του:
«Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι.
Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα».
Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη – Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Σταλιά-σταλιά, Τι σου ’κανα και μ’ εγκατέλειψες, Τι γλυκό να σ’ αγαπούν, Ο πενηντάρης, Μάλιστα κύριε, Ο πιο καλός ο μαθητής κ.ά. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. “Μάλιστα κύριε” (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα)».
10 Μαρτίου 1992,φεύγει ένας από τους συνθέτες που έντυσε με τη μουσική του ουκ ολίγες ταινίες…ο πολυαγαπημένος και ξεχωριστός Γιώργος Ζαμπέτας.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας,ο ερμηνευτής και ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού,γεννήθηκε στο Μεταξουργείο,στις 25 Ιανουαρίου του 1925.
Γονείς του ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας,που ήταν κουρέας και η Μαρίκα Μωραΐτη,ανιψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Γιώργος Ζαμπέτας έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική,αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός,«σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες.
Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο,τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του,σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε στη βιογραφία του,λίγο πριν το θάνατό του.
Το 1932,σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο,ως μαθητής της α’ δημοτικού,παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.
Η γνωριμία του στα 1938 με το μεγάλο Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας.
Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απόκτησε ένα άρρηκτο δεσμό με την πόλη,της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι»,κατά τη διάρκεια μια περιοδείας του στη Βρετανία.
Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής,ο Ζαμπέτας δημιουργεί το πρώτο του συγκρότημα,με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα…»),Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»),Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»),Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.α.
Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο,ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ,που τον καθιέρωσε σαν ένα μοναδικό «σώου-μαν» στο χώρο.
Τη δεκαετία του ’60,πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης.
Ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) και παράλληλα συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου.
Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά»,«Τα ξημερώματα»,«Δεν έχει δρόμο να διαβώ» κ.α,παραμείναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70,όταν τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν,ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σώου,με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης»,«Ο πενηντάρης»,«Μάλιστα κύριε» κ.λ.π.,να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.
Τα χρόνια του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού,με τον Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Πηγαίος,αθυρόστομος,αλλά και μάγκας,απάντησε κάποτε,σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι:
«Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια».
Από το 1990 και μετά,οι δισκογραφικές εταιρείες και τα Μ.Μ.Ε. «ανακαλύπτουν» τα τραγούδια του,τα οποία κυριαρχούν ξανά,γνωρίζοντας νέα άνθηση,στις προτιμήσεις των ακροατών.
Δυστυχώς,ο ίδιος δεν βρίσκεται μόνο στη δύση της καριέρας,αλλά και της ζωής του.
Μετά από πολύμηνη ασθένεια,θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Σωτηρία»,στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν μόνο 67 ετών.
Σύμφωνα και με τη δήλωση του Λευτέρη Παπαδόπουλου:
«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού.
Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος,από την άποψη του προσωπικού ήχου,αλλά σαν σώου-μαν ήταν μοναδικός.
Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε,πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!».
Χαρακτηριστική του ήθους του μεγάλου δημιουργού ήταν και η δήλωση του Δημήτρη Μητροπάνου,ο οποίος τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του:
«Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι.
Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου