Αμερικανοί στρατιώτες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Για πάρα πολλούς Αμερικανούς βετεράνους, το πραγματικό ταξίδι του επαναπατρισμού
ξεκινάει μέσα στο κεφάλι τους. Αυτός ο μακρύς, στριφογυριστός δρόμος προς την ψυχολογική σταθερότητα με τα τραύματα της ενεργούς δράσης. Ακόμα και σήμερα, είναι ένα θέμα που δεν προβάλλεται εύκολα λόγω του στίγματος που περιβάλλει την ψυχική υγεία.
Το 1980 και με μεγάλη αμφισβήτηση, η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση (American Psychiatric Association) πρόσθεσε τον όρο "PTSD" στο διαγνωστικό εγχειρίδιό της και το ταξινόμησε. Και όμως, εν αγνοία για πολλούς από εμάς, ο Αμερικανός σκηνοθέτης -με κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας και διασκευασμένου σεναρίου για την ταινία του 1948 "Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε"- σεναριογράφος και ηθοποιός του κινηματογράφου, ο Τζον Χιούστον (John Huston), το 1946 γύρισε μια επαναστατική ταινία για την αμερικανική κυβέρνηση ώστε να αντιστρέψει αυτό το στίγμα. Εκείνη την εποχή υπηρετούσε στο στρατό και κλήθηκε να γυρίσει μια εκπαιδευτική ταινία για στρατιώτες με διαταραχή μετατραυματικού στρες (Posttraumatic stress disorder, PTSD). Το ντοκιμαντέρ δεν είχε καν σενάριο (ανήκουστο για εκείνη την εποχή), αλλά συνδυάστηκε και με την φιλμ νουάρ κινηματογραφική ματιά του Χιούστον και έτσι προέκυψε ένα ωμό και δυνατό παράθυρο στην ευθραυστότητα των στρατιωτών. Όμως, η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι το κοινό δεν ήταν έτοιμο για την πραγματικότητα του PTSD και αποφάσισε να το κρατήσει απόρρητο για 30 χρόνια -για να μη χαλάσει ο μύθος του "Αμερικανού Υπερστρατιώτη".
Ο John Huston στα σκηνικά του The Unforgiven
Από την αρχή, το "Let there be Light" (Γενηθήτω φως), γνωστό στον στρατό των ΗΠΑ ως "PMF 5019" (Professional Medical Film), συνδεόμαστε με τους αρχικούς "χαρακτήρες" του. Το προσωπικό του Χιούστον έκανε περίπου 70 ώρες γυρίσματα και έκανε συναρπαστικό ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας μιας ώρας.
"Τώρα τα όπλα ησύχασαν. Τα χαρτιά της ειρήνης έχουν υπογραφεί", λέει ο αφηγητής -ο πατέρας του Χιούστον, Γουόλτερ, βραβευμένος με Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία του γιου του "Ο Θησαυρός της Σιέρα Μάντρε"- ενώ η κάμερα ανεβαίνει στις μαύρες θύρες ενός πλοίου, γεμάτο με στρατιώτες που επαναπατρίζονται. Η κάμερα συνεχίζει να κυλάει, οι άντρες γίνονται μικρότεροι και αρχίζει η συζήτηση των "αόρατων" σημαδιών τους από την μάχης. "Σε απομακρυσμένα μέρη, οι στρατιώτες ονειρεύτηκαν αυτή τη στιγμή", λέει ο Γουόλτερ Χιούστον, ενώ μια σιλουέτα κατεβαίνει το πλοίο, "αλλά για κάποιους άνδρες η στιγμή είναι πολύ διαφορετική από το όνειρο".
Εκείνη την εποχή, η αμερικάνικη μιντιακή κουλτούρα περιείχε τρία πράγματα: ακίνδυνη κωμωδία (Τρίο Στούτζες), τη δύναμη του Μοναχικού Καβαλάρη και ο,τιδήποτε ταίριαζε μεταξύ αυτών των δύο. Ίσως να γνωρίζετε τον Χιούστον -ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο Χέμινγουεϊ του κινηματογράφου- ως τον σκηνοθέτη του "Το Γεράκι της Μάλτας" (The Maltese Falcon, 1941), "Η Βασίλισσα της Αφρικής" (The African Queen, 1951) με τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Κάθριν Χέπμπορν, ή το "Οι Αταίριαστοι" (The Misfits, 1961) με την Μέριλιν Μονρόε. Ήταν επίσης ο πατέρας της αγαπημένης ηθοποιούς Αντζέλικα Χιούστον.
Το Γεράκι της Μάλτας είχε τεστάρει τα όρια του νέου κώδικα του Χόλιγουντ, του "Hays Code" -από τον Will H. Hays, τον πρώτο πρόεδρο της Ένωση Εταιρειών Κινηματογράφου της Αμερικής (Motion Picture Association of America), από το 1922 έως το 1945-, που οδήγησε σε μια εποχή ασφυκτικών, κωδικών "ηθικού" περιεχομένου για τους κινηματογραφιστές. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, ο Χιούστον κλήθηκε να υπηρετήσει στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, του ζήτησε να γυρίσει τρία προπαγανδιστικά ντοκιμαντέρ για τον στρατό: το Report from the Aleutians το 1943 (ασχολείται με την προετοιμασία για τη μάχη), το The Battle of San Pietro το 1945 (και αυτό δεν προβλήθηκε αρχικά εξαιτίας του αποφασιστικού περιεχομένου του) και το Let There Be Light -του οποίου ο τίτλος είναι η μετάφραση του εβραϊκού "yehi' or" (στην ελληνιστική Κοινή μετάφραση των Εβδομήκοντα μεταφράζεται ως "καὶ εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτω φῶς καὶ ἐγένετο φῶς"), που βρίσκεται στη Γένεση 1:3 του Τορά, το πρώτο μέρος της εβραϊκής Βίβλου-, ένας κώδικας για το σχέδιο του Χιούστον να αποκαλύψει τις αλήθειες του "κενού" και του "σκοταδιού".
Ο Huston, η Marilyn Monroe και ο σύζυγός της, Arthur Miller, στα σκηνικά του The Misfit
Ο Χιούστον δεν αστειευόταν. Τα συναισθήματα δεν αφαιρέθηκαν κατά τη διάρκεια σκηνών ύπνωσης και ψυχοθεραπείας. Δεν υπήρχαν ηθοποιοί, ούτε πρόβες και ατάκες. Αυτοί οι άνθρωποι χαμογελούν, φωνάζουν και τρέμουν. Το κάνουν μαζί, ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματός τους. Ως εκ τούτου, η ταινία είναι πραγματικά ένας ιστορικός θησαυρός.
"Επισκέφθηκα πολλά στρατιωτικά νοσοκομεία κατά τη φάση της έρευνας", δήλωσε αργότερα ο Χιούστον, "και τελικά αποφάσισα ότι το Mason General Hospital, στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, ήταν το καλύτερο μέρος για να γυρίσω την ταινία. Ήταν το μεγαλύτερο στην Ανατολή, και οι αξιωματικοί και οι γιατροί εκεί ήταν οι πιο συμπονετικοί και πρόθυμοι".
75 νέοι ασθενείς γινόντουσαν δεκτοί κάθε εβδομάδα εκεί και περίμεναν να ολοκληρώσουν ένα πρόγραμμα 8-10 εβδομάδων το οποίο, όπως το έθεσε ο Χιούστον, "αποκαθιστά αυτούς τους άνδρες σωματικά, διανοητικά και συναισθηματικά". Ως θεατές, ακολουθούμε μερικούς από τους άνδρες, από την ημέρα της άφιξής τους, μέχρι το λεπτό που το λεωφορείο τους βγάζει από το κέντρο.
Στο αποκορύφωμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, ο πανίσχυρος στρατηγός Πάτον επισκέφθηκε ένα νοσοκομείο μακριά από τις πρώτες γραμμές και βρήκε δύο στρατιώτες εκεί χωρίς εμφανή σωματικά τραύματα. Σε ένα περιστατικό που αργότερα δημοσιεύθηκε στον Τύπο ως "Τα χαστούκια του Πάτον", ο στρατηγός των ΗΠΑ χτύπησε και μάλωσε τους στρατιώτες, χλευάζοντας τα αόρατα αποτελέσματα του PTSD και κατηγορώντας τους για δειλία.
Το "slapping incident", από την ταινία Patton (1970)
Όταν τα γεγονότα διέρρευσαν στον Τύπο, ο Πάτον διατάχθηκε να ζητήσει συγγνώμη από τους άνδρες και παραγκωνίστηκε για σχεδόν ένα χρόνο. Όμως, η κοινή γνώμη ήταν σε μεγάλο βαθμό υπέρ του Πάτον. Έκτοτε, υπάρχει μια θεωρεία ότι ο ίδιος ο Πάτον υπέφερε από PTSD, κάτι που ίσως προκάλεσε συγκίνηση και παρορμητικότητα στη συμπεριφορά του. Εκείνη την εποχή, οι πολυπλοκότητες του PTSD, όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα, αναφέρονται ως "κόπωση μάχης" ή "σοκ οβίδων".
"Η αρχική ιδέα ήταν η ταινία να παρουσιαστεί σε εκείνους που θα μπορούσαν να δώσουν απασχόληση στην βιομηχανία, για να τους καθησυχάσουν ότι αυτοί οι άντρες δεν ήταν τρελοί αλλά αξιόπιστοι, όπως ο καθένας", είχε δηλώσει ο Χιούστον.
Υπάρχουν πολλές στιγμές που βλέπουμε τι βρίσκεται στη ρίζα του PTSD των στρατιωτών -αλλά πολλές φορές ξεκινάει με το τραύμα τους από τον πόλεμο και βυθίζεται πιο πολύ σε κάποιο επεισόδιο της παιδικής τους ηλικίας ή μια προϋπάρχουσα κατάσταση. Για παράδειγμα, ένας ασθενής ανέφερε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει μέχρι τα επτά του.
John και Anjelica Huston
Μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές συμβαίνει ανάμεσα σε έναν μαύρο στρατιώτη και έναν ψυχαναλυτή. "Πώς τα πας;" ρωτάει ο γιατρός. "Πολύ καλά", λέει ο στρατιώτης. Ο γιατρός ρωτά αν έχει "ξεσπάσματα κλαψίματος". Ο στρατιώτης απαντά, "Ναι. Πιστεύω ότι στο επάγγελμά σας αποκαλείται νοσταλγία. Προκλήθηκε όταν, πριν από τον πόλεμο, πήρα μια φωτογραφία της αγαπημένης μου". Ξεκινάει να κλαίει και ζητάει συγγνώμη γι' αυτό. Ο γιατρός τον σταματάει. "Όταν δείχνουμε συγκίνηση είναι μερικές φορές πολύ καλό. Μας ελαφρύνει", λέει ο γιατρός.
Η ταινία του Χιούστον δεν ήταν για τον στρατό των "σκληρών τύπων". Έδειχνε μια άλλη πλευρά.
Όταν ο στρατός είδε το τελικό προϊόν, ανώτερες δυνάμεις σταμάτησαν την προβολή της, αναφέροντας ανησυχίες για την ιδιωτικότητα των στρατιωτών. Σε αντίθεση με αυτό, ο στρατός ενέκρινε αρκετές σκηνές από το υλικό του Χιούστον (στο οποίο φαινόταν σαφέστατα τα πρόσωπα των στρατιωτών) για να δημοσιευτεί σε άρθρο του 1945 για το περιοδικό Life σχετικά με τη θεραπεία της "κούρασης από την μάχη" για τους τραυματίες στρατιώτες.
Έχοντας κρατήσει ένα αντίγραφο της ταινίας, ο Χιούστον λέγεται ότι το παρουσίασε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Τελικά, το 1981 η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών με τη βοήθεια του τότε Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ. Οι New York Times την αποκάλεσαν "εκπληκτικά κομψή ταινία".
Ακολουθεί ολόκληρη η ταινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου