Η ανακοίνωση των εκτιμήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ήρθε να επιβεβαιώσει τα θετικά σημάδια που είχαν ήδη καταγραφεί. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το 2019 έκλεισε με ρυθμό ανάπτυξης 2,2%, που είναι ψηλότερος από αυτόν που εκτιμούσε η κυβέρνηση και βελτίωσε την πρόβλεψή της για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2020 εκτιμώντας ότι θα φτάσει το 2,4% αντί του 2,3% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση.
Εάν σε αυτές τις ανακοινώσεις προσθέσουμε τις εκτιμήσεις για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που διατηρούνται υψηλά, παρότι υποτίθεται ότι πέρσι ήταν μια χρονιά με παρατεταμένη προεκλογική περίοδο και για πρώτη φορά «προεκλογικές παροχές» αλλά και το πρώτο πακέτο φοροελαφρύνσεων, αλλά και τη διαρκή υποχώρηση του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές με συμβολική (και συνάμα πραγματική) συμπύκνωση την υποχώρηση της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου κάτω από το 1%, διαμορφώνεται ένα τοπίο θετικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι συνεχίζεται παράλληλα, έστω και με όχι ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς, η αποκλιμάκωση της ανεργίας.
Δείτε επίσης: Πώς θα βρείτε το MEGA στην τηλεόραση σας
Όλα αυτά αντιστοιχούν σε μια σειρά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία. Είναι σαφές ότι μετά από την πιο μεγάλη και καταστροφική ύφεση που γνώρισε αναπτυγμένη οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες (με μια συμπίεση κοντά στο -25%),θα υπήρχε ούτως ή άλλως μια «ενδογενής» δυναμική ανάπτυξης καθώς σταδιακά θα επανέκαμπταν δραστηριότητες. Αυτό αφορά την αντίδραση όλων των παραγόντων της οικονομίας συμπεριλαμβανομένης μιας περιορισμένης επιστροφής και της κατανάλωσης, αλλά και το γεγονός ότι παρατεταμένη συμπίεση των μισθών διεύρυνε τα περιθώρια κερδοφορίας και έδωσε και ένα περιθώρια για νέες επενδύσεις, αν και σε περιορισμένο βαθμό.
Όλα αυτά τροφοδοτήθηκαν και από την επίδοση συγκεκριμένων κλάδων, όπως ήταν ο τουρισμός, καθώς η στροφή προς την Ελλάδα έναντι άλλων προορισμών επίσης έδωσε ενίσχυσε τόσο τις επιχειρήσεις της φιλοξενίας και του επισιτισμού όσο και άλλους κλάδους, με πιο χαρακτηριστική την αναζωογόνηση της αγοράς ακινήτων αλλά και των κατασκευών.
Ταυτόχρονα, στο θετικό κλίμα, αν και όχι ακόμη σε απτά οικονομικά αποτελέσματα, έχουν συντελέσει και εξελίξεις όπως η έγκριση του «Σχεδίου Ηρακλής» για τα «κόκκινα δάνεια» που για πρώτη φορά δείχνει να ανοίγει η προοπτική για να υπάρξει ξανά τραπεζική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Οι απειλές από το διεθνή παράγοντα
Όμως, θα ήταν λάθος να δούμε αυτά τα μηνύματα ως εγγύηση ότι θα συνεχιστεί μια ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό γιατί μπορεί να υπάρχει ο «ενδογενής» πυρήνας της συνεχιζόμενης επιστροφής από την παρατεταμένη ύφεση, όμως το διεθνές περιβάλλον δεν είναι απαραίτητα ευοίωνο.
Ούτως ή άλλως, το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είχε μπει σε επιβραδυνόμενη τροχιά, με ορισμένες χώρες όπως η Γερμανία να φλερτάρουν με την ύφεση, ήταν εξαρχής ένας παράγοντας ανησυχίας. Η ελληνική οικονομία μπορεί να μην έχει το βαθμό εξωστρέφειας άλλων ευρωπαϊκών οικονομιών αλλά πάντα επηρεάζεται από τις δυναμικές στην ευρωζώνη.
Και τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη πιο ανησυχητικά εάν πυκνώσουν τα σύννεφα στην παγκόσμια οικονομία. Και αυτό γιατί μπορεί να έπεσαν οι τόνοι ως προς τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ και Κίνας, αν και έχουμε ακόμη δρόμο μέχρι μια τελική και συνολική συμφωνία, όμως νέοι κίνδυνοι εμφανίζονται στο προσκήνιο.
Η υπόθεση με το νέο κορονοϊό είναι πολύ χαρακτηριστική. Ήδη η απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να επιβάλλει καραντίνα σε μεγάλες περιοχές, να παρατείνει δημόσιες διακοπές και να καλέσει και επιχειρήσεις σε περιορισμό δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της προσπάθειας να ελέγξουν την επιδημία, θεωρείται ότι θα επηρεάσει αρνητικά τους ρυθμούς ανάπτυξης στην Κίνα. Ήδη μιλάνε για -1% μικρότερες προβλέψεις, ενώ μπορεί οι συνολική υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης να και μεγαλύτερες.
Μόνο που τέτοια μεγέθη δεν αποτελούν απλώς προβλήματα για την Κίνα αλλά και για την παγκόσμια οικονομία. Αυτό επιτείνεται από τη δεσπόζουσα θέση που έχει η Κίνα στην παραγωγή τεχνολογικών προϊόντων και δη κρίσιμων ενδιάμεσων τεχνολογικών προϊόντων, στοιχείο που διακυβεύει συνολικά τις παραγωγικές αλυσίδες. Επιπλέον, η υποχώρηση του τουρισμού και η μείωση των αεροπορικών πτήσεων, όχι μόνο στην Κίνα αλλά πιθανώς και αλλού επίσης θα έχουν επίδραση στην παγκόσμια οικονομία. Ήδη δηλαδή υπάρχουν αρνητικά δεδομένα για την παγκόσμια οικονομία.
Και φυσικά εάν η επιδημία δεν περιοριστεί στην Κίνα και έχει σοβαρή εξάπλωση και σε άλλους πόλους της παγκόσμιας οικονομίας, τότε οι επιπτώσεις θα είναι μεγαλύτερες, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι τα βασικά μέτρα άμυνας που δοκιμάζονται, δηλαδή η αποφυγή συναθροίσεων, η ακύρωση δραστηριοτήτων, η παράταση αργιών, έχουν άμεσο οικονομικό αντίκτυπο.
Και όλα αυτά την ώρα που δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβλέπουν ότι ούτως ή άλλως τα επόμενα χρόνια, ο συνδυασμός ανάμεσα στα χαρακτηριστικά «φούσκας» που δείχνουν να αποκτούν ξανά οι αγορές και την επιβράδυνση (που ήταν αναμενόμενη ως έκφραση «ωρίμανσης») οικονομιών όπως η κινεζική θα οδηγούσαν την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση, ιδίως από τη στιγμή που τα εργαλεία των κεντρικών τραπεζών έχουν πλέον εξαντληθεί.
Οι κίνδυνοι από εξελίξεις στα εθνικά θέματα
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και τους κινδύνους από τις εξελίξεις στα εθνικά θέματα. Τυχόν όξυνση των ελληνοτουρκικών εντάσεων επίσης θα μπορούσε να είχε αρνητική επίπτωση στην ελληνική οικονομία, καθώς θα διαμόρφωνε ξανά ένα περιβάλλον ανασφάλειας, θα απέτρεπε επενδύσεις και θα είχε και αρνητική επίπτωση στον τουρισμό.
Ας μην ξεχνάμε ότι πλευρά της ελληνικής ανάκαμψης, ως προς τον τουρισμό αλλά όχι μόνο, το τελευταίο διάστημα ήταν και η αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα πολύ πιο ασφαλής από τον ευρύτερο περίγυρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Το ερώτημα της αναπτυξιακής στρατηγικής
Από εκεί και πέρα η πραγματική ανησυχία αφορά την ίδια την ελληνική οικονομία. Είναι σαφές ότι υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στην απλή επιστροφή από μακρά ύφεση, που είναι μια σχεδόν φυσιολογική αντίδραση καθώς σταδιακά μια οικονομία που είχε πέσει πολύ χαμηλά αρχίζει και ανακάμπτει και μια στιβαρή αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη.
Η δεύτερη είναι προφανές ότι δεν μπορεί να έρθει χωρίς τόνωση της ενεργού ζήτησης και χωρίς σημαντικές επενδύσεις.
Η τόνωση της ζήτησης, που θα επέτρεπε να «πάρει εμπρός» η αγορά, δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς σε επιμέρους φοροελαφρύνσεις ή στην αύξηση της απασχόλησης. Για να παίξει το ρόλο χρειάζεται να ιδωθούν παράμετροι όπως οι μισθοί όχι μόνο υπό την οπτική της ανταγωνιστικότητας (και δη της περιοριστικής ανταγωνιστικότητας κόστους εργασίας και μόνο) αλλά και υπό την οπτική της αναπτυξιακής δυναμικής. Επιπλέον, είναι σαφές ότι χωρίς βελτίωση της θέσης της μισθωτής εργασίας θα συνεχίσουμε να έχουμε φαινόμενα όπως το brain drain.
Από την άλλη, οι επενδύσεις παραμένουν ζητούμενο. Προφανώς και υπάρχουν επενδύσεις που είναι σε εξέλιξη, αν και με διάφορα εμπόδια (όπως είναι για παράδειγμα η προδιαγεγραμμένη καθυστέρηση του έργου στο Ελληνικό εξαιτίας των αναμενόμενων επιχειρηματικών ανταγωνισμών), αλλά εξακολουθούν να απουσιάζουν δύο κρίσιμα στοιχεία: οι μεγάλες επενδύσεις σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας (που δεν είναι προφανώς ούτε ο τουρισμός ούτε οι κατασκευές ούτε το real estate) και η πλήρης ενεργοποίηση της ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή των μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων. Όμως, οι δύο αυτές παράμετροι απαιτούν χάραξη πολιτικής, διαμόρφωση υποδομών και βέβαια την πλήρη αποκατάσταση της δυνατότητας τραπεζικής χρηματοδότησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου