Μια συνέντευξη που είχε δώσει ο Στέλιος Καζαντζίδης και ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε
δημοσιευτεί. Ο Γιώργος Λιάνης, 17 χρόνια μετά τον θάνατο του τραγουδιστή, θέλησε να «δώσει» στη δημοσιότητα, την κατάθεση της ψυχής του, που κρατούσε καλά κρυμμένη σε ένα συρτάρι. Ο γνωστός δημοσιογράφος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Real» όλα όσα του είχε διηγηθεί ο αείμνηστος Στέλιος Καζαντζίδης.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε μιλήσει για ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα της ζωής του, όταν έχασε τον πατέρα του. Όπως αναφέρει στην ανέκδοτη συνέντευξή του: «Κάποτε, φτάσαµε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί υπήρχε ένα καράβι που είχε ειδικά χορηγηθεί από την κυβέρνηση για να µεταφέρει όλους τους πρόσφυγες που είχαµε έρθει στη Μακεδονία. Το καράβι το έλεγαν “Κορινθία”. Μπήκαµε στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και φτάσαµε στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Λίγους µήνες µετά, ο πατέρας µου πέθανε. Και βέβαια, η αιτία του θανάτου του ήταν το άγριο ξύλο, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Ένα άγριο και άδικο ξύλο.
Αν είχε κάνει κάτι, θα σ’ το ’λεγα, Γιωργολιάνη, αλλά δεν είχε κάνει τίποτα.Ανέλαβα σε νεαρή ηλικία µεγάλες ευθύνες. Τη µάνα µου Γεσθηµανή και έµβρυο τον µικρούλη αδελφό µου που αργότερα τον ονοµάσαµε Στάθη. Έκανα όλες τις δουλειές του κόσµου. Πουλούσα νερό µε στάµνα στην Οµόνοια, πουλούσα τσιγάρα, δούλευα στη λαχαναγορά. Το νερό άφηνε χρηµατάκια τότε. Ήταν δυσεύρετο. ∆εν υπήρχαν και τα ψυγεία. ∆ούλεψα σε εργοστάσια, δούλεψα σε οικοδοµές, αν και στενοχωριόµουν πολύ, γιατί µόλις έπιανα να ξεκινήσω, είχα µπροστά την εικόνα του πατέρα µου. Αυτός µε τα άγια χέρια του έκτισε το σπιτάκι του στη Νέα Ιωνία, πέτρα-πέτρα και δωµάτιο-δωµάτιο και µας το έκανε ένα δίπατο παλάτι. Με πιάνουν κλάµατα όταν τα θυµάµαι όλα αυτά».
Φαντάζοµαι, Στέλιο, ότι η γεµάτη από τόσες αδικίες ζωή σου, όταν ανδρώθηκες, όταν πήγες φαντάρος, θα καλυτέρευσε.
«Γιωργολιάνη, δεν καλυτερεύει η ζωή του γιου ενός αριστερού στον στρατό. Απεναντίας χειροτέρεψε. Θυµάµαι καλά ότι οι ανώτεροί µου µε κοίταζαν µε µίσος. Μέχρι που µε αποκάλεσαν “διαφθορέα του Ελληνικού Στρατού”, “άνθρωπο του εύκολου κέρδους”. Αργότερα, η µοίρα µού έφερε κι άλλο χουνέρι. Ερωτεύτηκα την Γκρέυ, την ερωτεύτηκε ένας ταγµατάρχης όταν ερχόταν να µε δει, και µε ξαπόστειλε στη Μακρόνησο. Χωρίς κανέναν άλλο λόγο. Εκεί είδα ανθρώπους να βασανίζονται αναίτια. Άγρια. Ήταν µάρτυρες του Ιεχωβά. Είναι µια θρησκεία µε την οποία δεν ασχολήθηκα ποτέ. Και για την οποία δεν ξέρω πολλά πράγµατα. Αλλά ξέρω ότι οι πιστοί αυτής της θρησκείας στον στρατό βασανίστηκαν γιατί αρνήθηκαν να πάρουν όπλο. Αυτά τα παιδιά ήταν µορφωµένα και πολλά ήταν πλούσιων οικογενειών. Η λιγότερη φυλακή που έτρωγαν ήταν 10 χρόνια. Όταν είδα λοιπόν ότι υπάρχουν µεγαλύτερες αδικίες από τη δική µου, κατάλαβα ότι στη ζωή δεν µπορείς να έχεις κέντρο τον εαυτό σου. Υπάρχουν και οι άλλοι εκτός από εσένα».
∆εν έκανες τότε όνειρα για τη ζωή σου; ∆εν σκέφτηκες να κάνεις µια οικογένεια; ∆εν θέλησες να δεις τη ζωή σου να λάµπει µέσω ενός δικού σου παιδιού;
«Ασφαλώς κι εγώ θέλησα να κάνω οικογένεια. Κάποτε το είχα σκεφτεί και προσπάθησα. Κι έφτασα και στον γάµο. Αλλά ξέρεις, οι γυναίκες που χειροκροτούνται, δύσκολα κάνουν σπίτι. Αυτές ανήκουν στον κόσµο. ∆εν ανήκουν ούτε σε σένα, ούτε στην οικογένεια».
Τη σπανιότητα της φωνής σου, το χάρισµα το µεγάλο που έχεις, πότε το ανακαλύπτεις και πού το αποδίδεις;
«Στα πάρτι µέσα, τα παιδιά το κατάλαβαν νωρίς και µε έβαζαν να τραγουδάω κάθε βράδυ. Στα εργοστάσια που δούλευα, στα υφαντουργεία, µε έβαζαν και τραγουδούσα. Όλοι τραγουδούσαµε τότε. Μια µέρα, ένας γνωστός του Γιάννη Παπαϊωάννου µε πήρε από το χέρι και µε πήγε στην “Τριάνα” του Χειλά, να µ’ ακούσει. Μ’ άκουσε λοιπόν ο κυρ-Γιάννης, αυτός ο θαυµάσιος άνθρωπος, και φαίνεται ότι ενέκρινε τη φωνή µου, γιατί µου ζήτησε την άλλη ηµέρα να πάω σπίτι του, να µου διδάξει ένα καινούργιο τραγούδι».
∆εν είχες κάποια κληρονοµικότητα, κάποιον συγγενή που να είχε ταλέντο ανάλογο µε το δικό σου;
«Γιωργολιάνη, µου ξύνεις πληγές. Στην κληρονοµικότητα πιστεύω εγώ. Έχω ασχοληθεί. Εεε, το αρσενικό είναι σε θέση να κληρονοµήσει µέχρι και την ελίτσα που έχει ο πατέρας σε κάποιο σηµείο του προσώπου. Κι εγώ είχα στην οικογένειά µου µια γιαγιά, στα βάθη της Ανατολής, που η µάνα µου έλεγε ότι υπήρξε µία από τις καλύτερες µοιρολογίστρες της Τουρκίας. Την καλούσαν πάντα σε κηδείες υψηλών προσώπων και αµειβόταν ηγεµονικά. Ήταν σπαρακτική η φωνή της. Την άκουσα κι εγώ µερικές φορές. Και νοµίζω πως από εκεί ξεκινάει η ρίζα της δικής µου φωνής».
Μήπως θυµάσαι κανένα περιστατικό πιο παλιό, ας πούµε από τα χωράφια που δούλευες στο Κιλκίς ή εκεί που βοηθούσες τον πατέρα σου στις οικοδοµές; Θυµάσαι τον εαυτό σου να τραγουδάει τότε;
«Βεβαίως, λες για τα χρόνια της Κατοχής. Τραγουδούσα πάντα στη φύση. Αισθανόμουν πιο άνετα, γιατί τραγουδούσα όσο δυνατά ήθελα. Μου λέγανε ότι τραγουδούσα τόσο δυνατά, ώστε από τα σηµεία που βρισκόμουν τα βραδάκια, έφτανε η φωνή µου µέχρι τα σπίτια του χωριού και οι άνθρωποι έβγαιναν στα µπαλκονάκια για να την ακούσουν και µετά, όταν γύριζα εγώ στο σπίτι, µου έδιναν ό,τι καλύτερο είχαν: πετιμέζι, γλυκό σπιτικό, φρούτα, αυτά που φύλαγαν για τα παιδιά τους. Τα θυµάµαι πολύ καλά αυτά».
Πότε έγραψες το πρώτο δικό σου τραγούδι;
«Γιωργολιάνη, ωραία ερώτηση. Το πρώτο τραγούδι που έγραψα είναι το “Η κοινωνία µε κατακρίνει”».
Τι λες; Αυτό είναι τραγουδάρα!
«Χαίροµαι που σ’ αρέσει. Αυτό το τραγούδι το έγραψα όλο µόνος µου. Και στίχους και µουσική. Όταν ήµουν 17 χρόνων. Άσχετα αν το είπα σε δίσκο το 1957».
Πώς σου ’ρθε και έγραψες ένα τέτοιο κοινωνικό τραγούδι;
«Γιατί; Λίγα είναι αυτά που σου εξιστόρησα; Λίγα είναι αυτά που είχα τραβήξει; Ολόκληρη η Νέα Ιωνία εκείνα τα χρόνια ήταν φωλιά βασάνων».
δημοσιευτεί. Ο Γιώργος Λιάνης, 17 χρόνια μετά τον θάνατο του τραγουδιστή, θέλησε να «δώσει» στη δημοσιότητα, την κατάθεση της ψυχής του, που κρατούσε καλά κρυμμένη σε ένα συρτάρι. Ο γνωστός δημοσιογράφος δημοσίευσε στην εφημερίδα «Real» όλα όσα του είχε διηγηθεί ο αείμνηστος Στέλιος Καζαντζίδης.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε μιλήσει για ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα της ζωής του, όταν έχασε τον πατέρα του. Όπως αναφέρει στην ανέκδοτη συνέντευξή του: «Κάποτε, φτάσαµε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί υπήρχε ένα καράβι που είχε ειδικά χορηγηθεί από την κυβέρνηση για να µεταφέρει όλους τους πρόσφυγες που είχαµε έρθει στη Μακεδονία. Το καράβι το έλεγαν “Κορινθία”. Μπήκαµε στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και φτάσαµε στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Λίγους µήνες µετά, ο πατέρας µου πέθανε. Και βέβαια, η αιτία του θανάτου του ήταν το άγριο ξύλο, από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Ένα άγριο και άδικο ξύλο.
Αν είχε κάνει κάτι, θα σ’ το ’λεγα, Γιωργολιάνη, αλλά δεν είχε κάνει τίποτα.Ανέλαβα σε νεαρή ηλικία µεγάλες ευθύνες. Τη µάνα µου Γεσθηµανή και έµβρυο τον µικρούλη αδελφό µου που αργότερα τον ονοµάσαµε Στάθη. Έκανα όλες τις δουλειές του κόσµου. Πουλούσα νερό µε στάµνα στην Οµόνοια, πουλούσα τσιγάρα, δούλευα στη λαχαναγορά. Το νερό άφηνε χρηµατάκια τότε. Ήταν δυσεύρετο. ∆εν υπήρχαν και τα ψυγεία. ∆ούλεψα σε εργοστάσια, δούλεψα σε οικοδοµές, αν και στενοχωριόµουν πολύ, γιατί µόλις έπιανα να ξεκινήσω, είχα µπροστά την εικόνα του πατέρα µου. Αυτός µε τα άγια χέρια του έκτισε το σπιτάκι του στη Νέα Ιωνία, πέτρα-πέτρα και δωµάτιο-δωµάτιο και µας το έκανε ένα δίπατο παλάτι. Με πιάνουν κλάµατα όταν τα θυµάµαι όλα αυτά».
Φαντάζοµαι, Στέλιο, ότι η γεµάτη από τόσες αδικίες ζωή σου, όταν ανδρώθηκες, όταν πήγες φαντάρος, θα καλυτέρευσε.
«Γιωργολιάνη, δεν καλυτερεύει η ζωή του γιου ενός αριστερού στον στρατό. Απεναντίας χειροτέρεψε. Θυµάµαι καλά ότι οι ανώτεροί µου µε κοίταζαν µε µίσος. Μέχρι που µε αποκάλεσαν “διαφθορέα του Ελληνικού Στρατού”, “άνθρωπο του εύκολου κέρδους”. Αργότερα, η µοίρα µού έφερε κι άλλο χουνέρι. Ερωτεύτηκα την Γκρέυ, την ερωτεύτηκε ένας ταγµατάρχης όταν ερχόταν να µε δει, και µε ξαπόστειλε στη Μακρόνησο. Χωρίς κανέναν άλλο λόγο. Εκεί είδα ανθρώπους να βασανίζονται αναίτια. Άγρια. Ήταν µάρτυρες του Ιεχωβά. Είναι µια θρησκεία µε την οποία δεν ασχολήθηκα ποτέ. Και για την οποία δεν ξέρω πολλά πράγµατα. Αλλά ξέρω ότι οι πιστοί αυτής της θρησκείας στον στρατό βασανίστηκαν γιατί αρνήθηκαν να πάρουν όπλο. Αυτά τα παιδιά ήταν µορφωµένα και πολλά ήταν πλούσιων οικογενειών. Η λιγότερη φυλακή που έτρωγαν ήταν 10 χρόνια. Όταν είδα λοιπόν ότι υπάρχουν µεγαλύτερες αδικίες από τη δική µου, κατάλαβα ότι στη ζωή δεν µπορείς να έχεις κέντρο τον εαυτό σου. Υπάρχουν και οι άλλοι εκτός από εσένα».
∆εν έκανες τότε όνειρα για τη ζωή σου; ∆εν σκέφτηκες να κάνεις µια οικογένεια; ∆εν θέλησες να δεις τη ζωή σου να λάµπει µέσω ενός δικού σου παιδιού;
«Ασφαλώς κι εγώ θέλησα να κάνω οικογένεια. Κάποτε το είχα σκεφτεί και προσπάθησα. Κι έφτασα και στον γάµο. Αλλά ξέρεις, οι γυναίκες που χειροκροτούνται, δύσκολα κάνουν σπίτι. Αυτές ανήκουν στον κόσµο. ∆εν ανήκουν ούτε σε σένα, ούτε στην οικογένεια».
Τη σπανιότητα της φωνής σου, το χάρισµα το µεγάλο που έχεις, πότε το ανακαλύπτεις και πού το αποδίδεις;
«Στα πάρτι µέσα, τα παιδιά το κατάλαβαν νωρίς και µε έβαζαν να τραγουδάω κάθε βράδυ. Στα εργοστάσια που δούλευα, στα υφαντουργεία, µε έβαζαν και τραγουδούσα. Όλοι τραγουδούσαµε τότε. Μια µέρα, ένας γνωστός του Γιάννη Παπαϊωάννου µε πήρε από το χέρι και µε πήγε στην “Τριάνα” του Χειλά, να µ’ ακούσει. Μ’ άκουσε λοιπόν ο κυρ-Γιάννης, αυτός ο θαυµάσιος άνθρωπος, και φαίνεται ότι ενέκρινε τη φωνή µου, γιατί µου ζήτησε την άλλη ηµέρα να πάω σπίτι του, να µου διδάξει ένα καινούργιο τραγούδι».
∆εν είχες κάποια κληρονοµικότητα, κάποιον συγγενή που να είχε ταλέντο ανάλογο µε το δικό σου;
«Γιωργολιάνη, µου ξύνεις πληγές. Στην κληρονοµικότητα πιστεύω εγώ. Έχω ασχοληθεί. Εεε, το αρσενικό είναι σε θέση να κληρονοµήσει µέχρι και την ελίτσα που έχει ο πατέρας σε κάποιο σηµείο του προσώπου. Κι εγώ είχα στην οικογένειά µου µια γιαγιά, στα βάθη της Ανατολής, που η µάνα µου έλεγε ότι υπήρξε µία από τις καλύτερες µοιρολογίστρες της Τουρκίας. Την καλούσαν πάντα σε κηδείες υψηλών προσώπων και αµειβόταν ηγεµονικά. Ήταν σπαρακτική η φωνή της. Την άκουσα κι εγώ µερικές φορές. Και νοµίζω πως από εκεί ξεκινάει η ρίζα της δικής µου φωνής».
Μήπως θυµάσαι κανένα περιστατικό πιο παλιό, ας πούµε από τα χωράφια που δούλευες στο Κιλκίς ή εκεί που βοηθούσες τον πατέρα σου στις οικοδοµές; Θυµάσαι τον εαυτό σου να τραγουδάει τότε;
«Βεβαίως, λες για τα χρόνια της Κατοχής. Τραγουδούσα πάντα στη φύση. Αισθανόμουν πιο άνετα, γιατί τραγουδούσα όσο δυνατά ήθελα. Μου λέγανε ότι τραγουδούσα τόσο δυνατά, ώστε από τα σηµεία που βρισκόμουν τα βραδάκια, έφτανε η φωνή µου µέχρι τα σπίτια του χωριού και οι άνθρωποι έβγαιναν στα µπαλκονάκια για να την ακούσουν και µετά, όταν γύριζα εγώ στο σπίτι, µου έδιναν ό,τι καλύτερο είχαν: πετιμέζι, γλυκό σπιτικό, φρούτα, αυτά που φύλαγαν για τα παιδιά τους. Τα θυµάµαι πολύ καλά αυτά».
Πότε έγραψες το πρώτο δικό σου τραγούδι;
«Γιωργολιάνη, ωραία ερώτηση. Το πρώτο τραγούδι που έγραψα είναι το “Η κοινωνία µε κατακρίνει”».
Τι λες; Αυτό είναι τραγουδάρα!
«Χαίροµαι που σ’ αρέσει. Αυτό το τραγούδι το έγραψα όλο µόνος µου. Και στίχους και µουσική. Όταν ήµουν 17 χρόνων. Άσχετα αν το είπα σε δίσκο το 1957».
Πώς σου ’ρθε και έγραψες ένα τέτοιο κοινωνικό τραγούδι;
«Γιατί; Λίγα είναι αυτά που σου εξιστόρησα; Λίγα είναι αυτά που είχα τραβήξει; Ολόκληρη η Νέα Ιωνία εκείνα τα χρόνια ήταν φωλιά βασάνων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου