Στα τέλη της δεκαετία του ’20 και στις αρχές του ’30 οι τάσεις της μόδας πρόσταζαν τα φαντεζί
χρωματιστά γιλέκα. Ήταν η εποχή που κάθε μοντέρνος άνδρας έπρεπε απαραιτήτως να φορά πιτσιλωτό γιλέκο από μαύρο ύφασμα. Σε κάθε άλλη περίπτωση θεωρούσε τον εαυτό του υποδεέστερο. Η απόκτηση ενός τέτοιο γιλέκου δεν ήταν εύκολη για τον καθένα, καθώς για τα δεδομένα της εποχής, ήταν πανάκριβο.
Ο Σπύρος Ολλανδέζος, παρόλο που ήταν πολύ καλός βιολιστής, συνθέτης και τραγουδιστής, δεν διέθετε ένα τέτοιο γιλέκο. Από το πάλκο της ταβέρνας, όπου έπαιζε, έβλεπε τους θαμώνες να φοράνε τα φαντεζί γιλέκα και ζήλευε. Είχε καημό να φτιάξει ένα γιλεκάκι και όλο έλεγε μέσα του «άμα μου τα φέρει βολικά ο ύψιστος και μου περισσέψουν θα το φτιάξω, που θα μου πάει…».
Ο Ολλανδέζος ήταν λίγο παχουλός και μελαμψός. Ήταν γνωστός για την καλλιτεχνική του δεξιοτεχνία, ενώ οι δοξαριές του χάρισαν πολλές κατακτήσεις. Μεταξύ αυτών και μία, μεσόκοπη, για την εποχή, μοδίστρα, η Αρετή, η οποία φημιζόταν για την τέχνη της.
Σε κάποιο ραντεβού τους ο Ολλανδέζος εξομολογήθηκε στην Αρετή τον μεγάλο του καημό. Το γιλέκο. Η Αρετή, χωρίς να του πει τίποτα, άρχισε να μαζεύει σιγά σιγά τα χρήματα, που χρειάζονταν ώστε να αγοράσει τα υλικά για το γιλέκο. Πήρε φόδρα μεταξωτή, σιντεφένια κουμπιά και ένα μαύρο ύφασμα με κουκκίδες κόκκινες. Λίγο πριν από τη γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, η Αρετή είχε ράψει το γιλέκο του αγαπημένου της. Του το προσέφερε ως δώρο την ημέρα της γιορτής του, που συναντήθηκαν.
Όταν το πήρε στα χέρια του ο Σπύρος πέταξε από τη χαρά του. Έβγαλε αμέσως το σακάκι του και μπροστά στην Αρετή φόρεσε το γιλεκάκι. Ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, κορδώθηκε και τη ρώτησε: «Σ’αρέσει; Σ’αρέσει; Πες μου, μου πάει; Μου πάει;» Α΄ερμηνεία: Νίτσα Μωρέτη- Πέτρος Κυριακός, 1932 Η Αρετή τον κοίταξε στα μάτια τρυφερά και γεμάτη χαρά του απάντησε: «Είναι πάρα πολύ ωραίο, Σπύρο μου, σου πάει τρελά», ενώ πρόσθεσε ακόμη: «το γιλεκάκι που φορείς εγώ στο έχω ραμμένο».
Αυθόρμητα ο Ολλανδέζος την αγκάλιασε και της είπε: «Το ξέρω, Αρετούλα μου, με πίκρες και με βάσανα το’ χεις φοδραρισμένο». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο Σπύρος και μια μελωδία ξεπετάχτηκε από τα χείλη του κι απ’ τα βάθη της ψυχής του… Η μελωδία που του βγήκε εκείνη τη στιγμή έσμιξε με τις φράσεις που είχαν προηγουμένως ειπωθεί και έγιναν ένα πανέμορφο τραγούδι, μια αθάνατη καντάδα, που ακόμα και στις μέρες μας τραγουδιέται. Oι στίχοι του τραγουδιού ολοκληρώθηκαν με τη βοήθεια του Ι. Θεοδωρίδη.
χρωματιστά γιλέκα. Ήταν η εποχή που κάθε μοντέρνος άνδρας έπρεπε απαραιτήτως να φορά πιτσιλωτό γιλέκο από μαύρο ύφασμα. Σε κάθε άλλη περίπτωση θεωρούσε τον εαυτό του υποδεέστερο. Η απόκτηση ενός τέτοιο γιλέκου δεν ήταν εύκολη για τον καθένα, καθώς για τα δεδομένα της εποχής, ήταν πανάκριβο.
Ο Σπύρος Ολλανδέζος, παρόλο που ήταν πολύ καλός βιολιστής, συνθέτης και τραγουδιστής, δεν διέθετε ένα τέτοιο γιλέκο. Από το πάλκο της ταβέρνας, όπου έπαιζε, έβλεπε τους θαμώνες να φοράνε τα φαντεζί γιλέκα και ζήλευε. Είχε καημό να φτιάξει ένα γιλεκάκι και όλο έλεγε μέσα του «άμα μου τα φέρει βολικά ο ύψιστος και μου περισσέψουν θα το φτιάξω, που θα μου πάει…».
Ο Ολλανδέζος ήταν λίγο παχουλός και μελαμψός. Ήταν γνωστός για την καλλιτεχνική του δεξιοτεχνία, ενώ οι δοξαριές του χάρισαν πολλές κατακτήσεις. Μεταξύ αυτών και μία, μεσόκοπη, για την εποχή, μοδίστρα, η Αρετή, η οποία φημιζόταν για την τέχνη της.
Σε κάποιο ραντεβού τους ο Ολλανδέζος εξομολογήθηκε στην Αρετή τον μεγάλο του καημό. Το γιλέκο. Η Αρετή, χωρίς να του πει τίποτα, άρχισε να μαζεύει σιγά σιγά τα χρήματα, που χρειάζονταν ώστε να αγοράσει τα υλικά για το γιλέκο. Πήρε φόδρα μεταξωτή, σιντεφένια κουμπιά και ένα μαύρο ύφασμα με κουκκίδες κόκκινες. Λίγο πριν από τη γιορτή του Αγίου Σπυρίδωνα, η Αρετή είχε ράψει το γιλέκο του αγαπημένου της. Του το προσέφερε ως δώρο την ημέρα της γιορτής του, που συναντήθηκαν.
Όταν το πήρε στα χέρια του ο Σπύρος πέταξε από τη χαρά του. Έβγαλε αμέσως το σακάκι του και μπροστά στην Αρετή φόρεσε το γιλεκάκι. Ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, κορδώθηκε και τη ρώτησε: «Σ’αρέσει; Σ’αρέσει; Πες μου, μου πάει; Μου πάει;» Α΄ερμηνεία: Νίτσα Μωρέτη- Πέτρος Κυριακός, 1932 Η Αρετή τον κοίταξε στα μάτια τρυφερά και γεμάτη χαρά του απάντησε: «Είναι πάρα πολύ ωραίο, Σπύρο μου, σου πάει τρελά», ενώ πρόσθεσε ακόμη: «το γιλεκάκι που φορείς εγώ στο έχω ραμμένο».
Αυθόρμητα ο Ολλανδέζος την αγκάλιασε και της είπε: «Το ξέρω, Αρετούλα μου, με πίκρες και με βάσανα το’ χεις φοδραρισμένο». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο Σπύρος και μια μελωδία ξεπετάχτηκε από τα χείλη του κι απ’ τα βάθη της ψυχής του… Η μελωδία που του βγήκε εκείνη τη στιγμή έσμιξε με τις φράσεις που είχαν προηγουμένως ειπωθεί και έγιναν ένα πανέμορφο τραγούδι, μια αθάνατη καντάδα, που ακόμα και στις μέρες μας τραγουδιέται. Oι στίχοι του τραγουδιού ολοκληρώθηκαν με τη βοήθεια του Ι. Θεοδωρίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου