Μη νομίζετε, και στην Παλιά Αθήνα και τον Πειραιά, τα πράγματα δεν ήταν πάντα καλύτερα.
Ένας παλιός γλεντζές μας μιλάει για τα γλέντια στα κέντρα και τις γειτονιές της Παλιάς Αθήνας και του Πειραιά. Οι μαρτυρίες του έχουν προσωπικό χαρακτήρα, και συχνά μπλέκουν αδόκιμα χρονιές, περιόδους και πρόσωπα. Κρύβουν όμως αλήθεια και μια απαράμιλλη γοητεία. Απολαύστε τον:
«Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης τραγουδούσε στην περιοχή Σχιστό, στον Κορυδαλλό, σ’ ένα μεγάλο κέντρο, με την επωνυμία «Εγγλέζος». Ήταν το επώνυμο του ιδιοκτήτη του κέντρου. Μεγάλο όνομα για κείνα τα μέρη. Μετά ανοίξανε τα μαγαζιά στις Τζιτζιφιές. Όλοι οι τραγουδιστές περνούσαν από τον «Εγγλέζο», όπου ήταν οι «καθηγητές» και μετά από τον «Κεφάλα» και τον «Περιβόλα» στην Κοκκινιά. Νυφοπάζαρο λέγανε τον δρόμο αυτό. Ο ένας ήταν αριστερός, ο Περιβόλας, κι o Κεφάλας, δεξιός. Και ο Καζαντζίδης από τέτοια μέρη πέρασε πρώτα. Όλα τα τραγούδια ήταν ρεμπέτικα».
Ένας παλιός γλεντζές θυμάται
«Η Κοκκινιά είχε όλo κέντρα. Μικρασιάτες. Φτωχόκοσμος. Γλεντζέδες. Τα γλέντια τα κάνουν οι φτωχοί. Ταβέρνες. Κρασιά. Ουζερί… Η Κοκκινιά ήταν γειτονιά. Ο Μάρκος Βαμβακάρης εκείνο τον καιρό, δεν ήταν στην πιάτσα. Η μάνα του, η κυρά – Βαγγελιώ, ερχότανε συνέχεια στην μάνα μου, την Κυρά Φρόσω και ζητούσε αλάτι, καφέ ή κανά κρεμμύδι. Έτσι έκαναν τότε οι γειτόνοι, ζητούσαν ο ένας από τον άλλο κάτι που χρειάζονταν. Το καλοκαίρι που καθόμασταν στο πεζοδρόμιο, βλέπαμε ένα ψηλό που περνούσε κουστουμάτος κι είχε το μπουζούκι έτσι στον ώμο κι έναν μικρό μαζί (εν. το γιο του τον Στέλιο)και φώναζε: Γεια σας γειτόνοι… Η μάνα του μας έλεγε ότι είναι Συριανάκι κι είναι μπουζουξής και με τον μικρό πάνε και τραγουδάνε σε μαγαζιά», αναφέρει ένας παλιός Μυτιληνιός που ζούσε τότε στην Κοκκινιά και θυμάται την παλιά του γειτονιά και τα δύσκολα εκείνα χρόνια, τα προπολεμικά και τα μεταπολεμικά…
Ο κόσμος έβγαινε τότε προπάντων Σαββατοκύριακο. Οικογένειες με παιδιά. Μέσα του 50. Φτηνά μαγαζιά. Είχαν χύμα κρασί και φαγητό κατσαρόλας. Μια σαλάτα, μια φέτα, μια μερίδα μαρίδες. Από μεζέ είχε από κρέας μέχρι φασόλια. Ο κόσμος ήταν γεμάτος ταβέρνες. Αν πήγαινες εκείνη την εποχή και χαλούσες 20 δραχμές, στον «Περιβόλα» και στον «Κεφάλα» ήθελες 30. Όχι όπως τώρα που θα πάς και θέλεις 100 ευρώ, τουλάχιστον, για ένα μπουκάλι ουίσκι. Στις Τζιτζιφιές που τραγουδούσε τότε ο Βασίλης Τσιτσάνης με την Μαρίκα Νίνου και απέναντι η Σωτηρία Μπέλλου σ’ ένα διώροφο στο οικόπεδο στη γωνία της Θησέως. Εκεί τραγουδούσε κι ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Όλα τα καλά μπουζούκια τα είχαν οι Τζιτζιφιές. Εκεί ήταν το «Φαληρικόν» και το κέντρο «Ο Καλαματιανός». Όλα τ’ άλλα ήταν νεκρά, φουλ. Βγάζανε την σχολή οι τραγουδιστές στην Κοκκινιά κι έρχονταν μετά στις Τζιτζιφιές. Όλος ο κόσμος έκανε βόλτα στην παραλία, Από τις Τζιτζιφιές μέχρι Ειρήνης και Φιλίας η θάλασσα έφθανε 20 μέτρα από την Λεωφόρο Ποσειδώνος! Περνούσε και μια γραμμή του τραμ. Από το Έδεμ κατέβαινε. Μην κοιτάτε τώρα που την μπαζώσανε και πήγε ο δρόμος ένα στρέμμα μέσα. Ήταν και η ταβέρνα «Αρτζεντίνα» πάνω στην άμμο. Προτού να σκοτεινιάσει αρχίζανε τα όργανα. Μεγάλος συναγωνισμός. Μετά κατέβηκε ο Καζαντζίδης παραπέρα, προς το Μοσχάτο, άγνωστος εκείνα τα χρόνια. Μόνος του στην αρχή, μετά με την Μαρινέλλα. Δεν είχε ακόμα το όνομα που είχαν ο Τσιτσάνης κι ο Παπαϊωάννου.
Οι συγκοινωνίες ήταν λίγες τότε. «Ποιος είχε αμάξι τότε; Μόνο κάτι σαν τον Βαρδινογιάννη και σαν τον Κόκκαλη. Κανείς δεν είχε αμάξι. Όποιος είχε ποδήλατο ήταν πλούσιος κι έβαζε την καλύτερη γκόμενα επάνω!».
Η ατμόσφαιρα στα λαϊκά κέντρα της Παλιάς Αθήνας και του Πειραιά
Την ατμόσφαιρα στα κέντρα του ’50 μας μεταφέρει ο ίδιος γλεντζές της εποχής που έμενε τότε στην Κοκκινιά: «Στα μαγαζιά αν ήταν κανείς μερακλής σηκωνόταν και χόρευε κι έριχνε και κάτι ψηλά στην ορχήστρα…
Μια φορά χαμηλά στη Θησέως τραγουδούσε ο Σπύρος Ζαγοραίος. Μεγάλη ιστορία αυτός ο Ζαγοραίος. Αυτός τον καιρό που φύγαν οι Γερμανοί παρατήσανε νάρκες. Πιτσιρικάς ο Ζαγοραίος πήγε ν’ ανοίξει χειροβομβίδα, έσκασε και του έκοψε το χέρι. Εκείνο το βράδυ λοιπόν σηκώθηκε ένα κοντός να χορέψει. Του πήγαιναν, λοιπόν μπουκάλια, τα έβαζε το ένα πάνω στο άλλο και τ’ άδειαζε, μετά τα έσπαγε κι έβαζε φωτιά και καίγονταν! Ρώτησα μια λουλουδού τι ήταν αυτός και μου ’πε, εφοπλιστής και είναι καψούρης με την τραγουδίστρια. Στο μαγαζί τον έχουν στα όπα όπα…! Καυγάδες δεν γινόντουσαν. Μόνο αν κοίταζε κανείς τη γυναίκα του άλλου. Οι μάγκες έβγαζαν το ζωνάρι, το δένανε στο παντελόνι και σερνόταν κάτω στο δρόμο. Αν τους έλεγε κανείς αφελής κάτι γι’ αυτό έκανε τον μάγκα και σε φοβέριζε!».
Ο Πάνος Γαβαλάς με την Ρία Κούρτη τραγουδούσε όπως κατεβαίνεις τη Συγγρού, στον Αγ. Σώστη, σ’ ένα διώροφο μέσα σ’ ένα οικόπεδο. Στο «Λουζιτάνια». Είχε όνομα ο Γαβαλάς.
Απέναντι ακριβώς ήταν κι ένα άλλο κέντρο, την «Τριάνα του Χειλά» που πήγε μετά ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ο Καζαντζίδης έγινε όνομα το 60. Τότε που έφευγαν μετανάστες οι Έλληνες κι έπιασε το νόημα. Κάτι φίλοι μου οικοδόμοι από το Γαλάτσι, από εκείνα τα μέρη μαστοράντζες, μου είπαν ότι είχαν τον Καζαντζίδη εργάτη. Κουβαλούσε τούβλα, λάσπες, σοβάδες. Και όπως δούλευε, τραγουδούσε και πέρασε ένα από κάτω, τον άκουσε και τον πήρε κι έγινε ο Καζαντζίδης. Φτωχόπαιδο ήταν από τη Ν. Ιωνία.
Εκείνα τα χρόνια ήταν Γαβαλάς – Καζαντζίδης τα μεγάλα ονόματα, έκαναν συναγωνισμό». Στη «Λουζιτάνια» τραγουδούσε κι ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα. «Αυτός έλεγε… άλλα τραγούδια, όχι αυτά του Τσιτσάνη και του Παπαϊωάννου. Ο Παπαϊωάννου ήταν κι αυτός ιστορία. Τράκαρε με τ’ αμάξι και σκοτώθηκε ένα βράδυ που έφυγε από το κέντρο και πήγαινε προς Πέραμα μεριά. Ο Παπαϊωάννου πριν γίνει μεγάλος και τρανός φόρτωνε άμμο στο κάρο και την πήγαινε στις οικοδομές. Το σπίτι του ήταν πάνω στη Θησέως, στις Τζιτζιφιές.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες ήταν στη Ν. Ιωνία, στη Φιλαδέλφεια, στο Χαλάνδρι και φυσικά η Κοκκινιά στον Πειραιά. Από το 1992 έως τα τέλη του ’40. Το Χαλάνδρι δούλεψα στο Χαλάνδρι το ’56 και σοβατίζαμε ακριβώς στην πλατεία και είχε εκεί ουρητήρια. Είχε και γραμμή και περνούσε τρένο από εκεί και πήγαινε στο Λαύριο. Και το Μαρούσι τι ήτανε; Τίποτα δεν ήτανε. Το Χαλάνδρι και το Μαρούσι τώρα γίνανε. Εκεί να τα χρόνια ήταν το Παλαιό Ψυχικό, η αριστοκρατία και η Κηφισιά στο κέντρο της. Μετά έγινε η Φιλοθέη. Τα πλούσια παιδιά πηγαίνανε στο Αρσάκειο. Εκεί γύρω-γύρω ήταν το Π. Ψυχικό. Ούτε Πολιτεία υπήρχε, ούτε τίποτα. Στην Πολιτεία ήταν νταμάρια. Βγάζανε την κόκκινη πέτρα. Κοκκιναράς λεγότανε εκεί πάνω. Εκεί πήρανε τα οικόπεδα τζάμπα. Κρατικά ήτανε. Τα καταπατήσανε και τα πήρανε τζάμπα. Το πρώτο σπίτι που έγινε εκεί το έχτισε ο Θαλασσινός, ένας πολιτικός μηχανικός, Μικρασιάτης που γεννήθηκε στην Κρήτη, για ένα βουλευτή Κρητικό, ήμουν κι εγώ στο σοβάτισμα. Ήταν 1957-58. Χώματα ήταν κι άρχισαν να χτίζουν σιγά σιγά.
Είχε φήμη και το κέντρο του «Τζίμη του Χοντρού». Αχαρνών. Ούτε ξέρω από εκεί. Αυτός όταν έβγαλε το όνομα Τζίμης ο Χοντρός ήμουν παντρεμένος…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου