Ο Άθως δεν είναι ένας προορισμός όπως οι άλλοι. Όχι απλώς γιατί εκεί διασώζεται αλώβητο σχεδόν από το χρόνο το μοντέλο της μοναστηριακής ζωής, όχι γιατί είναι ένα «άβατο» της Όρθοδοξίας, ένα πραγματικά ξεχωριστό «κράτος εν κράτει» μέσα στα σύνορα της Ελλάδας.
Γιατί και μόνο η διαδικασία του να τον επισκεφτείς είναι μια πραγματική μυσταγωγία.
Γράφει ο A-L
Πρώτα απ’όλα εξασφάλισα την άδεια εισόδου στο Άγιο Όρος, για τρεις μόνο μέρες, κάθε μία με διαμονή σε διαφορετικό μοναστήρι, υποχρεωτικά.
Δύο μήνες πριν έπρεπε να γίνουν τα απαραίτητα τηλέφωνα, οι αιτήσεις, η αποστολή των φαξ προς τις μονές (ναι υπάρχουν και τέτοιες τεχνολογίες σε κάποια από τα μοναστήρια αν και σε άλλες δεν υπάρχει ακόμη ούτε ηλεκτρισμός).
Έπειτα οι ετοιμασίες. Ήταν Νοέμβρης και έτσι ήταν απαραίτητα τα αδιάβροχα και τα ζεστά παλτά, σκουφιά και γάντια για το κρύο, λίγες αλλαξιές ρούχα, φακός, ένα-δυο βιβλία το πολύ, σημειωματάριο και φωτογραφική μηχανή, γενικά ελαφρύς εξοπλισμός για τις πεζοπορίες.
Η μέρα πλησίαζε και όλα ήταν έτοιμα. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 5 το πρωί, πώς αλλιώς θα έφτανε κανείς από τη Λάρισα στην Ουρανούπολη για να προλάβει το καράβι των 9:45;
Το τοπίο έχτιζε ήδη από τα ξημερώματα τη μυσταγωγία του. Περνώντας δίπλα από τις λίμνες του Λαγκαδά, την Κορώνεια και τη Βόλβη, ένα πυκνό πέπλο ομίχλης κάλυπτε τον ορίζοντα και μέσα από τα ήσυχα ακίνητα νερά έμοιαζαν να αναδύονται μορφές αλλόκοτων πλασμάτων.
Λίγα λεπτά αργότερα ο ήλιος φάνηκε να ξεπροβάλλει κατακόκκινος στον ουρανό.
Άνοιξα το ραδιόφωνο για να ακούσω τις ειδήσεις, η κυβέρνηση ανήγγειλε συσκέψεις για τα νέα μέτρα, το έκλεισα νευρικά, για τις επόμενες τρεις μέρες σκόπευα να χάσω επαφή με την καθημερινότητα και να αφοσιωθώ στη φύση και στο ρυθμό ζωής των μοναχών.
Πέρασα οδηγώντας από το στενό των Μακεδονικών Τεμπών με το ποτάμι να ρέει ήρεμα ανάμεσα από πυκνά αιωνόβια πλατάνια και ακολούθησα τον παραλιακό δρόμο από το Σταυρό στην Ολυμπιάδα και από εκεί στην Ιερισσό.
Μέχρι να φτάσω στη Ουρανούπολη ο ήλιος πια είχε σηκωθεί ψηλά και ο ουρανός έλαμπε γαλάζιος.
Κάπου μακριά στη θάλασσα ένας ψαράς μάζευε τα δίχτυα του. Τα γαλανά νερά της παραλίας του χωριού, κάτω ακριβώς από τον Πύργο ξαφνιάζουν με τη διαύγειά τους.
Ο Πύργος που έχει γίνει σήμερα μουσείο για τη ζωή των Lochs, δεσπόζει στο παραλιακό μέτωπο.
H Joice και ο Sydney Loch αυστραλιανής καταγωγής είχαν έλθει στην Ευρώπη ως μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων για τους πρόσφυγες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και για περισσότερο από 50 χρόνια, διαμένοντας μόνιμα στον Πύργο, προσέφεραν κοινωνικό έργο και συνέγραφαν βιβλία.
Ο κόσμος συνωστίζεται στα μαγαζιά της προκυμαίας και στο εκδοτήριο των εισιτηρίων. Πρώτα περνάω από το γραφείο που εκδίδει τα «Διαμονητήρια» εκεί με περιμένει η άδεια εισόδου, πληρώνω το αντίτιμο των 25 ευρώ και δείχνω την ταυτότητα. Μόνο 110 επισκέπτες την ημέρα (100 'Έλληνες και 10 ξένοι) επιτρέπονται, οπότε είναι λογικό να αισθάνομαι ένας απ’τους λίγους τυχερούς.
Ο "Άγιος Παντελεήμων", το φεριμπότ του Αγίου Όρους έχει ακόμη σβηστές τις μηχανές, οπότε προλαβαίνω να πιω έναν τελευταίο εσπρέσο και να καταβροχθίσω μια ομελέτα με τυρί και πιπεριά σε ένα από τα καφενεία της παραλιακής οδού.
Στο τέλος το καράβι μας καλεί με ένα σφύριγμα, και όλοι κατευθύνονται προς τα εκεί, οι επισκέπτες, οι μοναχοί που επιστρέφουν από κάποια έξοδο, τα φορτηγά με τα τρόφιμα και τα προϊόντα.
Γιατί αν και υπάρχει και ένας χερσαίος δρόμος, στην πραγματικότητα η μοναδική σύνδεση του Άθω με τον έξω κόσμο είναι το καράβι και έτσι νιώθεις ότι πηγαίνεις σε νησί. Το καράβι βάζει μπροστά τις μηχανές, ενώ οι γλάροι αρχίζουν να πετάνε γύρω από την πρύμνη ζητιανεύοντας κανένα ξεροκόμματο.
Η Ουρανούπολη απομακρύνεται, σε λίγο χάνεται εντελώς, περνάμε δίπλα από το σημείο της ακτής όπου μία περίφραξη χωρίζει τους δύο κόσμους, την κοσμική από τη μοναστηριακή ζωή.
Και έπειτα ψηλά και άγρια βράχια και πευκόφυτες πλαγιές. Σε λίγο θα φανεί το πρώτο μοναστήρι, αν και ακόμα η Δάφνη, το κεντρικό λιμάνι όπου θα πιάσει το καράβι, είναι μακριά.
Τα πρώτα παραλιακά μοναστήρια της δυτικής πλευράς εμφανίζονται με τη σειρά. Μονή Δοχειαρίου, Μονή Ξενοφώντος, Μονή Παντελεήμονος (το Ρώσικο, όπως το λένε όλοι) και τέλος το λιμάνι της Δάφνης.
Λίγοι μοναχοί περιμένουν στην αποβάθρα κοντά στους Αρσανάδες (τα επίνεια των μοναστηριών) για να τους πάρει μαζί τους το καράβι.
Στο τέλος το λιμάνι της Δάφνης φαίνεται σε μια στροφή του καραβιού.Το ταξίδι διαρκεί πάνω από 3 ώρες, αλλά όταν φτάνεις πια βρίσκεσαι σε έναν άλλο κόσμο. Χρειάζεται να περάσεις διαδοχικές "Πύλες" για να φτάσεις σε αυτόν.
Την Πύλη της Ουρανούπολης, την Πύλη του καραβιού, την Πύλη της θάλασσας, Οι περισσότεροι ταξιδιώτες εξαφανίζονται μέσα στα λεωφορεία που πηγαίνουν στις Καρυές, την «πρωτεύουσα» ψηλά στο βουνό, άλλοι παραγγέλνουν έναν καφέ στο μοναδικό καφενείο του λιμανιού περιμένοντας κάποιο γνωστό να έρθει να τους πάρει με το 4Χ4.
Εγώ όμως δε βιάζομαι. Κάπου εκεί στο πλακόστρωτο του λιμανιού βλέπω ένα μικρό γατάκι, μαύρο-κατάμαυρο. Πηγαίνω κοντά, εκείνο δεν φοβάται. Του βρίσκω ένα όνομα, το βγάζω «Πόε».
Ο Πόε δεν είναι ένα απλό γατί, είναι ένα πλάσμα με πανέξυπνα μάτια και βλέμμα επίμονο, διαπεραστικό, ένα πλάσμα γεμάτο μυστήριο, όπως και η χερσόνησος του Άθω που υψώνεται ψηλά από πάνω μου....
Το ταξίδι έχει μόλις αρχίσει.
Γιατί και μόνο η διαδικασία του να τον επισκεφτείς είναι μια πραγματική μυσταγωγία.
Γράφει ο A-L
Πρώτα απ’όλα εξασφάλισα την άδεια εισόδου στο Άγιο Όρος, για τρεις μόνο μέρες, κάθε μία με διαμονή σε διαφορετικό μοναστήρι, υποχρεωτικά.
Δύο μήνες πριν έπρεπε να γίνουν τα απαραίτητα τηλέφωνα, οι αιτήσεις, η αποστολή των φαξ προς τις μονές (ναι υπάρχουν και τέτοιες τεχνολογίες σε κάποια από τα μοναστήρια αν και σε άλλες δεν υπάρχει ακόμη ούτε ηλεκτρισμός).
Έπειτα οι ετοιμασίες. Ήταν Νοέμβρης και έτσι ήταν απαραίτητα τα αδιάβροχα και τα ζεστά παλτά, σκουφιά και γάντια για το κρύο, λίγες αλλαξιές ρούχα, φακός, ένα-δυο βιβλία το πολύ, σημειωματάριο και φωτογραφική μηχανή, γενικά ελαφρύς εξοπλισμός για τις πεζοπορίες.
Η μέρα πλησίαζε και όλα ήταν έτοιμα. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 5 το πρωί, πώς αλλιώς θα έφτανε κανείς από τη Λάρισα στην Ουρανούπολη για να προλάβει το καράβι των 9:45;
Το τοπίο έχτιζε ήδη από τα ξημερώματα τη μυσταγωγία του. Περνώντας δίπλα από τις λίμνες του Λαγκαδά, την Κορώνεια και τη Βόλβη, ένα πυκνό πέπλο ομίχλης κάλυπτε τον ορίζοντα και μέσα από τα ήσυχα ακίνητα νερά έμοιαζαν να αναδύονται μορφές αλλόκοτων πλασμάτων.
Λίγα λεπτά αργότερα ο ήλιος φάνηκε να ξεπροβάλλει κατακόκκινος στον ουρανό.
Άνοιξα το ραδιόφωνο για να ακούσω τις ειδήσεις, η κυβέρνηση ανήγγειλε συσκέψεις για τα νέα μέτρα, το έκλεισα νευρικά, για τις επόμενες τρεις μέρες σκόπευα να χάσω επαφή με την καθημερινότητα και να αφοσιωθώ στη φύση και στο ρυθμό ζωής των μοναχών.
Πέρασα οδηγώντας από το στενό των Μακεδονικών Τεμπών με το ποτάμι να ρέει ήρεμα ανάμεσα από πυκνά αιωνόβια πλατάνια και ακολούθησα τον παραλιακό δρόμο από το Σταυρό στην Ολυμπιάδα και από εκεί στην Ιερισσό.
Μέχρι να φτάσω στη Ουρανούπολη ο ήλιος πια είχε σηκωθεί ψηλά και ο ουρανός έλαμπε γαλάζιος.
Κάπου μακριά στη θάλασσα ένας ψαράς μάζευε τα δίχτυα του. Τα γαλανά νερά της παραλίας του χωριού, κάτω ακριβώς από τον Πύργο ξαφνιάζουν με τη διαύγειά τους.
Ο Πύργος που έχει γίνει σήμερα μουσείο για τη ζωή των Lochs, δεσπόζει στο παραλιακό μέτωπο.
H Joice και ο Sydney Loch αυστραλιανής καταγωγής είχαν έλθει στην Ευρώπη ως μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων για τους πρόσφυγες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και για περισσότερο από 50 χρόνια, διαμένοντας μόνιμα στον Πύργο, προσέφεραν κοινωνικό έργο και συνέγραφαν βιβλία.
Ο κόσμος συνωστίζεται στα μαγαζιά της προκυμαίας και στο εκδοτήριο των εισιτηρίων. Πρώτα περνάω από το γραφείο που εκδίδει τα «Διαμονητήρια» εκεί με περιμένει η άδεια εισόδου, πληρώνω το αντίτιμο των 25 ευρώ και δείχνω την ταυτότητα. Μόνο 110 επισκέπτες την ημέρα (100 'Έλληνες και 10 ξένοι) επιτρέπονται, οπότε είναι λογικό να αισθάνομαι ένας απ’τους λίγους τυχερούς.
Ο "Άγιος Παντελεήμων", το φεριμπότ του Αγίου Όρους έχει ακόμη σβηστές τις μηχανές, οπότε προλαβαίνω να πιω έναν τελευταίο εσπρέσο και να καταβροχθίσω μια ομελέτα με τυρί και πιπεριά σε ένα από τα καφενεία της παραλιακής οδού.
Στο τέλος το καράβι μας καλεί με ένα σφύριγμα, και όλοι κατευθύνονται προς τα εκεί, οι επισκέπτες, οι μοναχοί που επιστρέφουν από κάποια έξοδο, τα φορτηγά με τα τρόφιμα και τα προϊόντα.
Γιατί αν και υπάρχει και ένας χερσαίος δρόμος, στην πραγματικότητα η μοναδική σύνδεση του Άθω με τον έξω κόσμο είναι το καράβι και έτσι νιώθεις ότι πηγαίνεις σε νησί. Το καράβι βάζει μπροστά τις μηχανές, ενώ οι γλάροι αρχίζουν να πετάνε γύρω από την πρύμνη ζητιανεύοντας κανένα ξεροκόμματο.
Η Ουρανούπολη απομακρύνεται, σε λίγο χάνεται εντελώς, περνάμε δίπλα από το σημείο της ακτής όπου μία περίφραξη χωρίζει τους δύο κόσμους, την κοσμική από τη μοναστηριακή ζωή.
Και έπειτα ψηλά και άγρια βράχια και πευκόφυτες πλαγιές. Σε λίγο θα φανεί το πρώτο μοναστήρι, αν και ακόμα η Δάφνη, το κεντρικό λιμάνι όπου θα πιάσει το καράβι, είναι μακριά.
Τα πρώτα παραλιακά μοναστήρια της δυτικής πλευράς εμφανίζονται με τη σειρά. Μονή Δοχειαρίου, Μονή Ξενοφώντος, Μονή Παντελεήμονος (το Ρώσικο, όπως το λένε όλοι) και τέλος το λιμάνι της Δάφνης.
Λίγοι μοναχοί περιμένουν στην αποβάθρα κοντά στους Αρσανάδες (τα επίνεια των μοναστηριών) για να τους πάρει μαζί τους το καράβι.
Στο τέλος το λιμάνι της Δάφνης φαίνεται σε μια στροφή του καραβιού.Το ταξίδι διαρκεί πάνω από 3 ώρες, αλλά όταν φτάνεις πια βρίσκεσαι σε έναν άλλο κόσμο. Χρειάζεται να περάσεις διαδοχικές "Πύλες" για να φτάσεις σε αυτόν.
Την Πύλη της Ουρανούπολης, την Πύλη του καραβιού, την Πύλη της θάλασσας, Οι περισσότεροι ταξιδιώτες εξαφανίζονται μέσα στα λεωφορεία που πηγαίνουν στις Καρυές, την «πρωτεύουσα» ψηλά στο βουνό, άλλοι παραγγέλνουν έναν καφέ στο μοναδικό καφενείο του λιμανιού περιμένοντας κάποιο γνωστό να έρθει να τους πάρει με το 4Χ4.
Εγώ όμως δε βιάζομαι. Κάπου εκεί στο πλακόστρωτο του λιμανιού βλέπω ένα μικρό γατάκι, μαύρο-κατάμαυρο. Πηγαίνω κοντά, εκείνο δεν φοβάται. Του βρίσκω ένα όνομα, το βγάζω «Πόε».
Ο Πόε δεν είναι ένα απλό γατί, είναι ένα πλάσμα με πανέξυπνα μάτια και βλέμμα επίμονο, διαπεραστικό, ένα πλάσμα γεμάτο μυστήριο, όπως και η χερσόνησος του Άθω που υψώνεται ψηλά από πάνω μου....
Το ταξίδι έχει μόλις αρχίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου