Είναι ένα τοπίο εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς η οποία συμπορεύεται με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, όπου το πέτρινο στοιχείο παίζει καθοριστικό ρόλο.
Στην Καρδαμύλη, άλλωστε, μπορεί κάποιος άνετα να γνωρίσει τα χαρακτηριστικά δείγματα της μανιάτικης κατοικίας.
Οι πλακόστρωτοι δρόμοι, τα μικρά σοκάκια και τα μαγαζάκια τα οποία βρίσκονται κυριολεκτικά πάνω στη θάλασσα, θα σας κάνουν πολλές φορές να νιώσετε ότι είστε σε κάποιο ελληνικό νησί και μάλλον αυτό δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα αφού το πανέμορφο αυτό χωριό δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από κάποιο νησί του Ιονίου ή του Αιγαίου.
Η πλούσια βλάστηση της περιοχής με τους ελαιώνες και τα κυπαρίσσια, οι πανέμορφες παραλίες της με τα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά, το γραφικό λιμανάκι με τα καραβάκια και το θεατρικό σκηνικό της με τον μεσσηνιακό κόλπο να πρωταγωνιστεί σε αυτό και τον Ταΰγετο να «παρακολουθεί από ψηλά», την κάνουν ένα από τα πιο γοητευτικά παραθαλάσσια χωριά της μεσσηνιακής Μάνης και της Ελλάδας εν γένει. Η θέα, άλλωστε, στον μεσσηνιακό κόλπο θα σας αιχμαλωτίσει, ειδικά κατά τη δύση του ηλίου…
Η Καρδαμύλη πιθανότητα οφείλει το όνομά της στα πολλά κάρδαμα που υπήρχαν στην περιοχή. Είναι μαζί με την Κυπαρισσία από τις πόλεις του Μυκηναϊκού Βασιλείου του Νέστορος που έχουν διατηρήσει το ίδιο το όνομά τους στο πέρασμα των χρόνων. Το όνομά της, άλλωστε, μνημονεύεται από τον Όμηρο, ως μία από τις επτά πόλεις που πρόσφερε ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα.
Την ομορφιά της Καρδαμύλης είχε υμνήσει και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του «Μάνη».
Ο μεγάλος ταξιδιωτικός συγγραφέας και φιλέλληνας έγραφε:
Η ήρεμη γοητεία της Καρδαμύλης μεγάλωνε με κάθε ώρα που περνούσε. Αποσδόκητα, ανακαλύψαμε ένα μικρό ξενοδοχείο, με λίγα δωμάτια, πάνω από ένα μπακάλικο που ανήκε στον Σωκράτη Φαληρέα, τον ξάδελφο, όπως έμαθα μετά, ενός φημισμένου γλύπτη, φίλου μου στην Αθήνα. Κι ακόμα πιο απροσδόκητα, δίχως νάναι επιδεικτικό ήτανε πολύ αναπαυτικό, ή τουλάχιστον έτσι μας φάνηκε ύστερα απ’ τις τραχειές τελευταίες μέρες. Η φιλόφρονη βαθειά φωνή του γιγάντιου ιδιοκτήτη, ενός πολιτισμένου, ευχάριστου οικοδεσπότη, που σταματούσε κάθε τόσο να πιάσει κουβέντα, δημιουργούσε μια ράθυμη ατμόσφαιρα, απ’ την οποία η οξύτητα του χρόνου, η βία κ’ η σπουδή είχαν εξαφανιστεί.
Η αβίαστη γοητεία γεμίζει ολόκληρη τη μικρή αυτή πόλη. Το καλοκαίρι δροσίζεται απ’ τ’ αεράκι του κόλπου. Το μεγάλο παραπέτασμα του Ταΰγετου εμποδίζει τους παρείσακτους ανέμους απ’ τον βοριά και την ανατολή. Η τραμουντάνα δεν την αγγίζει. Μοιάζει μ’ εκείνα τα Ηλύσια πεδία, όπου, όπως λέει ο Όμηρος, η ζωή είναι πιο εύκολη για τους ανθρώπους· όπου δεν πέφτει χιόνι, ούτε φυσούν δυνατοί άνεμοι, ούτε πέφτει βροχή κ’ οι μελωδικοί δυνατοί άνεμοι φυσούν πάντα από τη θάλασσα, για να φέρνουνε τη δροσιά σ’ αυτούς που ζουν εκεί. Ήθελα πολύ να γίνω ένας απ’ αυτούς και να εγκατασταθώ σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο για μήνες, με βιβλία και χαρτί για γράψιμο.
Γυρνώντας ύστερα από ένα πολύωρο μπάνιο στη θάλασσα πέρα από τους καλαμιώνες, είδαμε ένα αγόρι να κρατάει απ’ την ουρά ένα μεγάλο ασημένιο ψάρι: μια σάλπα. Τ’ αγόρασα και την ώρα που το μαγειρεύανε στην ταβέρνα του Πάνου Πονηρέα, εμείς κάναμε μια βόλτα κάτω στο δρομάκο, όπου ο Πέτρος Βραβάκος με τη γυναίκα του κάθονταν στη δροσιά, έξω από το «Παντοπωλείον».
Πάνω στον ένα βρισκότανε μια ασβεστωμένη εκκλησιά και στον άλλον μια μικρογραφία από ένα ερειπωμένο οχυρό, με μια μεγάλη καμάρα που έχασκε. Η επιφάνεια της θάλασσας γέμιζε με χρυσαφένιες ραβδώσεις που αλλάζανε, με το πέσιμο του ήλιου, σε απαλό θειαφί με μενεξελιές κουκίδες εδώ κι εκεί. Πιο πέρα ο ακύμαντος κόλπος απλωνόταν ανεμπόδιστα μέχρι την αντικρυνή χερσόνησο που σκοτείνιαζε.
Λίγο αργότερα, με τη σκέψη του ψαριού που ψηνότανε στα κάρβουνα, ο νους μας πλανήθηκε πίσω στην Καλαμάτα (κρυμμένη τώρα στο λαμπερό μοιχό του κόλπου) μερικά χρόνια πριν.
Λίγο αργότερα, με τη σκέψη του ψαριού που ψηνότανε στα κάρβουνα, ο νους μας πλανήθηκε πίσω στην Καλαμάτα (κρυμμένη τώρα στο λαμπερό μοιχό του κόλπου) μερικά χρόνια πριν.
Με μια ξαφνική, σιωπηλή, απόφαση προχωρήσαμε ντυμένοι στη θάλασσα φέρνοντας το σιδερένιο τραπέζι κ’ ύστερα τις τρεις καρέκλες μερικά μέτρα πιο μέσα. Καθήσαμε, μέχρι τη μέση μας στο δροσερό νερό, γύρω από το ομορφοστρωμένο τραπέζι, που φαινότανε μαγικά υψωμένο λίγους πόντους πάνω απ’ το νερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου