Για την καταγωγή του Καραγκιόζη έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες. Πιο πειστική είναι
αυτή που τον θέλει να κατάγεται από τη μακρινή Ανατολή (Κίνα και Ινδία) και μέσω Τουρκίας να ήλθε στην Ελλάδα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο τουρκικός Καραγκιόζης (Karagöz = μαυρομάτης στα τουρκικά) διαδόθηκε σε όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από τον 17ο αιώνα, διασκεδάζοντας το κοινό με την ιθυφαλλική εμφάνισή του και την αισχρολογία του.
Πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον Καραγκιόζη στον ελληνικό χώρο έχουμε στις 18 Αυγούστου 1841, όταν η αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη» αναγγέλλει: «Την 21 του παρόντος, θα παρουσιαστεί εις Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζ-Αββάτην και Κουσζούκ-Μεϊμέτην». Το 1852 η εφημερίδα «Αθηνά» άσκησε κριτική στη διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών, διότι ανεχόταν «την εν τισιν καφενείοις παράστασιν του λεγόμενου Καραγκιόζη, ενώ άλλοτε αυστηρώς εμποδίζετο αύτη». Και κατήγγηλλε ότι «αισχρών και ασέμνων πράξεων σκηναί παρίστανται δια των νευροσπάστων εις τα βωμολοχικά τοιαύτα των Ασιατών θέατρα», ώστε η διαφθορά να περνάει σε ολόκληρη την κοινωνία, αφού «απειράριθμον πλήθος διαφόρων παίδων, και πολλοί μάλιστα εκ των μαθητών των γυμνασίων και των σχολείων μας» σύχναζαν εκεί κάθε βράδυ «αδιακόπως».
Ο εξελληνισμός του Καραγκιόζη πρέπει να ξεκίνησε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, από την Ήπειρο, όταν καραγκιοζοπαίχτες της εποχής εκείνης παρουσίαζαν την παράσταση με το Μεγαλέξανδρο και το φίδι, συνδέοντας έτσι για πρώτη φορά τον Καραγκιόζη με την ελληνική λαϊκή παράδοση. Η Πάτρα ήταν το μέρος, όπου ο Καραγκιόζης εξελληνίστηκε οριστικά μέσα από τις καινοτομίες, που επέφερε σε πρόσωπα και θέματα ο καραγκιοζοπαίχτης Μίμαρος, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σαραντούνη (1865-1912).
Ο Μίμαρος δημιούργησε νέους χαρακτήρες (Κολλητήρι, Σιορ Διονύσιος, Βεληγκέκας), έστρεψε τις παραστάσεις του Καραγκιόζη και προς το ηρωικό δράμα (με αναφορές στους ήρωες του ‘21), μεγάλωσε τη σκηνή, τοποθετώντας την καλύβα και το σαράι, ενώ άρχισε να φτιάχνει τις φιγούρες με χαρτόνι και όχι από τενεκέ, όπως κατασκευάζονταν μέχρι τότε. Ο μαθητής του Μίμαρου, Γιάννης Ρούλιας, δημιούργησε τον τύπο του Μπαρμπαγιώργου, ο Γιάννης Μώρος τον Σταύρακα και ο σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας (1871-1949) λιγότερο δημοφιλείς ήρωες, όπως τον Πεπόνια, τον Καικαί και τον Νώντα.
Οι παραστάσεις του Καραγκιόζη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη χώρα μας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσέλκυαν κόσμο κάθε ηλικίας. Σταδιακά, μετά τον πόλεμο και με την άνοδο του κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης άρχισε να χάνει την αίγλη του και περιορίστηκε μόνο στο παιδικό κοινό. Στις μέρες μας και τα παιδιά ακόμα δείχνουν να τον εγκαταλείπουν, έχοντας ανακαλύψει νέους ήρωες από την τηλεόραση και το διαδίκτυο.
Οι βασικοί ήρωες του Καραγκιόζη
αυτή που τον θέλει να κατάγεται από τη μακρινή Ανατολή (Κίνα και Ινδία) και μέσω Τουρκίας να ήλθε στην Ελλάδα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο τουρκικός Καραγκιόζης (Karagöz = μαυρομάτης στα τουρκικά) διαδόθηκε σε όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήδη από τον 17ο αιώνα, διασκεδάζοντας το κοινό με την ιθυφαλλική εμφάνισή του και την αισχρολογία του.
Πρώτη γραπτή μαρτυρία για τον Καραγκιόζη στον ελληνικό χώρο έχουμε στις 18 Αυγούστου 1841, όταν η αθηναϊκή εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη» αναγγέλλει: «Την 21 του παρόντος, θα παρουσιαστεί εις Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζ-Αββάτην και Κουσζούκ-Μεϊμέτην». Το 1852 η εφημερίδα «Αθηνά» άσκησε κριτική στη διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών, διότι ανεχόταν «την εν τισιν καφενείοις παράστασιν του λεγόμενου Καραγκιόζη, ενώ άλλοτε αυστηρώς εμποδίζετο αύτη». Και κατήγγηλλε ότι «αισχρών και ασέμνων πράξεων σκηναί παρίστανται δια των νευροσπάστων εις τα βωμολοχικά τοιαύτα των Ασιατών θέατρα», ώστε η διαφθορά να περνάει σε ολόκληρη την κοινωνία, αφού «απειράριθμον πλήθος διαφόρων παίδων, και πολλοί μάλιστα εκ των μαθητών των γυμνασίων και των σχολείων μας» σύχναζαν εκεί κάθε βράδυ «αδιακόπως».
Ο εξελληνισμός του Καραγκιόζη πρέπει να ξεκίνησε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, από την Ήπειρο, όταν καραγκιοζοπαίχτες της εποχής εκείνης παρουσίαζαν την παράσταση με το Μεγαλέξανδρο και το φίδι, συνδέοντας έτσι για πρώτη φορά τον Καραγκιόζη με την ελληνική λαϊκή παράδοση. Η Πάτρα ήταν το μέρος, όπου ο Καραγκιόζης εξελληνίστηκε οριστικά μέσα από τις καινοτομίες, που επέφερε σε πρόσωπα και θέματα ο καραγκιοζοπαίχτης Μίμαρος, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σαραντούνη (1865-1912).
Ο Μίμαρος δημιούργησε νέους χαρακτήρες (Κολλητήρι, Σιορ Διονύσιος, Βεληγκέκας), έστρεψε τις παραστάσεις του Καραγκιόζη και προς το ηρωικό δράμα (με αναφορές στους ήρωες του ‘21), μεγάλωσε τη σκηνή, τοποθετώντας την καλύβα και το σαράι, ενώ άρχισε να φτιάχνει τις φιγούρες με χαρτόνι και όχι από τενεκέ, όπως κατασκευάζονταν μέχρι τότε. Ο μαθητής του Μίμαρου, Γιάννης Ρούλιας, δημιούργησε τον τύπο του Μπαρμπαγιώργου, ο Γιάννης Μώρος τον Σταύρακα και ο σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας (1871-1949) λιγότερο δημοφιλείς ήρωες, όπως τον Πεπόνια, τον Καικαί και τον Νώντα.
Οι παραστάσεις του Καραγκιόζη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη χώρα μας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσέλκυαν κόσμο κάθε ηλικίας. Σταδιακά, μετά τον πόλεμο και με την άνοδο του κινηματογράφου, ο Καραγκιόζης άρχισε να χάνει την αίγλη του και περιορίστηκε μόνο στο παιδικό κοινό. Στις μέρες μας και τα παιδιά ακόμα δείχνουν να τον εγκαταλείπουν, έχοντας ανακαλύψει νέους ήρωες από την τηλεόραση και το διαδίκτυο.
Οι βασικοί ήρωες του Καραγκιόζη
- Καραγκιόζης: Ο πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών. Είναι κακάσχημος και καμπούρης, μόνιμα φτωχός και σαρκαστής των πάντων. Σοφίζεται χίλια τεχνάσματα για να τα βολέψει στη ζωή και τα καταφέρνει περίφημα, μ’ όλο που φορτώνεται καρπαζιές κάθε τόσο. Σύμφωνα με το συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου «το σπουδαιότερο μήνυμά του μπροστά στην απελπισία της νεοελληνικής ζωής είναι ο αντιστασιακός αμοραλισμός του και το αιώνιο κέφι του».
- Κολλητήρης και Κοπρίτης: Γιοι του Καραγκιόζη, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του πατέρα τους.
- Μπαρμπαγιώργος: Θείος του Καραγκιόζη, που εκφράζει τον πρωτόγονο, απλοϊκό, αλλά αχάλαστο Έλληνα. Ζει σε κάποιο χωριό της Ρούμελης και έρχεται στην πόλη για δουλειές ή για να βοηθήσει τον ανιψιό του.
- Χατζηαβάτης: Φοράει τουρκική φορεσιά και σκούφια. Είναι τίμιος και σοβαρός, αλλά συχνά ενδίδει στους πειρασμούς του Καραγκιόζη και διαπράττει μαζί του διάφορες μικροαπάτες. Του αρέσει να κολακεύει τους ισχυρούς και στη νεοελληνική ζωή έχει ταυτιστεί με τον δουλοπρεπή τύπο, «τον αιώνια συμβιβαστικό και συνεργαζόμενο πάντα με τις δυνάμεις κατοχής της εξουσίας.» (Ιωάννου)
- Σιορ-Διονύσιος ή Νιόνιος: Είναι κατά φαντασία αριστοκράτης, που δυτικοφέρνει και μιλάει με το ζακυνθινό ιδίωμα.
- Σταύρακας: Μάγκας και ψευτοπαλληκαράς, φίλος του Καραγκιόζη, που συχνά πυκνά τον χλευάζει.
- Βεληγκέκας: Τουρκαλβανός, εκτελεστικό όργανο του Πασά.
- Μορφονιός: Υπερβολικά άσχημος, με μεγάλο κεφάλι και τεράστια μύτη, που θεωρεί τον εαυτό του μέγα εραστή.
- Εβραίος: Κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη και μιλάει κακά ελληνικά.
- Μπέης: Πλούσιος αστός, που αναθέτει δουλειές στο Καραγκιόζη μέσω του Χατζηαβάτη.
- Βεζύρης ή Πασάς: Αντιπροσωπεύει την τουρκική εξουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου