Περπατώντας κανείς στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας θλίβεται, όταν αναλογίζεται πόσο
διαφορετικό θα ήταν αν διατηρούσε την παλιά του, ενιαία κλασική εικόνα. Το χρονογράφημα του Τ. Μωραϊτίνη («ΕΘΝΟΣ», 1936) είναι εξοργιστικά αληθινό. Αλλά ποιος άκουγε τότε αυτές τις αδύναμες φωνές;
«Η Αθήνα που έρχεται. Παλαιός Αθηναίος μου γράφει για την Αθήνα που φεύγει και την Αθήνα που έρχεται. Και ευρίσκει πως η Αθήνα που έρχεται με τις πολυώροφες πολυκατοικίες, μοιάζει με ξιππασμένη νεόπλουτο που φορτώνεται τα μεταξωτά της και τα λιλιά της για να βγη στον περίπατο. Δεν έχει άδικο ο άνθρωπος. Όλα τα παλαιά αρχοντικά σπίτια με την σεμνή και επιβλητικήν όψιν τους, με το λευκόν τους μάρμαρον που εταίριαζε τόσο με το φως της αττικής ημέρας, γκρεμίζονται για να μπουν στη θέσι τους οι τεράστιοι, οι βαρείς και άκομψοι όγκοι των πολυκατοικιών και δεν είνε τα ιστορικά σπίτια που κατεδαφίζονται –αυτά δεν τα εσεβάσθημεν ποτέ-, είνε τα ωραία παλαιά, αλλά άριστα διατηρούμενα μέγαρα της οδού Πατησίων, της οδού Κηφισίας, της οδού Πανεπιστημίου.
Τουλάχιστον, αν εγκρεμίζοντο οι παληάτσες ή αν εκτίζοντο οι μάνδρες. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Οι μάνδρες και οι παληάτσες μένουν και γκρεμίζονται τα αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα που ήσαν τα στολίδια της πρωτευούσης.
Και έτσι η Αθήνα, η αρχοντική Αθήνα με την ευγένειαν που της έδινε η λιτή γραμμή της παλαιάς αρχιτεκτονικής, φεύγει για να παραχωρήσει τη θέσι της εις την πλουτήσασαν, αιφνιδίως, πλύντριαν, στους ξιππασμένους αντιαισθητικούς όγκους που ανεβαίνουν προς ένα ουρανόν, που δεν είνε ούτε αμερικανικός, ούτε γερμανικός, αλλά αττικός και δεν ανέχεται την αυθάδειαν του ουρανοξύστου.
Αλλά σας λέγουν: Είνε η αρχιτεκτονική της ανάγκης. Το παλαιόν σπίτι δεν αποδίδει. Το οικόπεδον πρέπει να χρησιμοποιηθή ολόκληρον, δεν πρέπει να μείνη ούτε ρούπι άκτιστο. Δένδρα πουθενά, φύλλο πράσινο πουθενά. Αναπνοή πουθενά, χαρά πουθενά. Όλα πρέπει να γίνουν εισόδημα. Αλλ’αυτό λέμε και εμείς. Είνε η Αθήνα που έρχεται με την μπακάλικη αντίληψη για να διαδεχθή την Αθήνα που φεύγει…».
διαφορετικό θα ήταν αν διατηρούσε την παλιά του, ενιαία κλασική εικόνα. Το χρονογράφημα του Τ. Μωραϊτίνη («ΕΘΝΟΣ», 1936) είναι εξοργιστικά αληθινό. Αλλά ποιος άκουγε τότε αυτές τις αδύναμες φωνές;
«Η Αθήνα που έρχεται. Παλαιός Αθηναίος μου γράφει για την Αθήνα που φεύγει και την Αθήνα που έρχεται. Και ευρίσκει πως η Αθήνα που έρχεται με τις πολυώροφες πολυκατοικίες, μοιάζει με ξιππασμένη νεόπλουτο που φορτώνεται τα μεταξωτά της και τα λιλιά της για να βγη στον περίπατο. Δεν έχει άδικο ο άνθρωπος. Όλα τα παλαιά αρχοντικά σπίτια με την σεμνή και επιβλητικήν όψιν τους, με το λευκόν τους μάρμαρον που εταίριαζε τόσο με το φως της αττικής ημέρας, γκρεμίζονται για να μπουν στη θέσι τους οι τεράστιοι, οι βαρείς και άκομψοι όγκοι των πολυκατοικιών και δεν είνε τα ιστορικά σπίτια που κατεδαφίζονται –αυτά δεν τα εσεβάσθημεν ποτέ-, είνε τα ωραία παλαιά, αλλά άριστα διατηρούμενα μέγαρα της οδού Πατησίων, της οδού Κηφισίας, της οδού Πανεπιστημίου.
Τουλάχιστον, αν εγκρεμίζοντο οι παληάτσες ή αν εκτίζοντο οι μάνδρες. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Οι μάνδρες και οι παληάτσες μένουν και γκρεμίζονται τα αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα που ήσαν τα στολίδια της πρωτευούσης.
Και έτσι η Αθήνα, η αρχοντική Αθήνα με την ευγένειαν που της έδινε η λιτή γραμμή της παλαιάς αρχιτεκτονικής, φεύγει για να παραχωρήσει τη θέσι της εις την πλουτήσασαν, αιφνιδίως, πλύντριαν, στους ξιππασμένους αντιαισθητικούς όγκους που ανεβαίνουν προς ένα ουρανόν, που δεν είνε ούτε αμερικανικός, ούτε γερμανικός, αλλά αττικός και δεν ανέχεται την αυθάδειαν του ουρανοξύστου.
Αλλά σας λέγουν: Είνε η αρχιτεκτονική της ανάγκης. Το παλαιόν σπίτι δεν αποδίδει. Το οικόπεδον πρέπει να χρησιμοποιηθή ολόκληρον, δεν πρέπει να μείνη ούτε ρούπι άκτιστο. Δένδρα πουθενά, φύλλο πράσινο πουθενά. Αναπνοή πουθενά, χαρά πουθενά. Όλα πρέπει να γίνουν εισόδημα. Αλλ’αυτό λέμε και εμείς. Είνε η Αθήνα που έρχεται με την μπακάλικη αντίληψη για να διαδεχθή την Αθήνα που φεύγει…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου