Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την επικίνδυνη όξυνση των διακρατικών ανταγωνισμών στην περιοχή που οριοθετούν Βαλκάνια-Αν. Ευρώπη-Καύκασος-Π. Κόλπος-Β. Αφρική, στο κέντρο της οποίας βρίσκονται Αν. Μεσόγειος-Μ. Ανατολή. Η συγκεκριμένη διαδικασία απορρέει:
Από την κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων (ΗΠΑ-ΕΕ-Κίνα-Ρωσία) για τη θωράκιση-βελτίωση της θέσης τους στην κορυφή του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, γεγονός που εκφράζεται με την ένταση των αντιπαραθέσεων τους σε διάφορες περιφέρειες του πλανήτη, για τον έλεγχο των στρατηγικών χώρων-περασμάτων, των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των αγορών, των εμπορικών και ενεργειακών οδών, των διαδρόμων μετακίνησης ανθρώπων κ.α.
Από την εκδήλωση αντίστοιχων ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε περιφερειακές δυνάμεις (π.χ. Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία), οι οποίες επίσης αποπειρώνται να εδραιώσουν-αναβαθμίσουν τη θέση τους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, εκμεταλλευόμενες των ανταγωνισμό των “μεγάλων” δυνάμεων.
Από την εκδήλωση της νέας καπιταλιστικής κρίσης, η οποία υποκινεί τα κράτη να δράσουν εντονότερα για την ενίσχυση-θωράκιση της θέσης τους στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ώστε να συντηρήσουν-διευρύνουν τα μερίδια των “εθνικών” τους μονοπωλίων στην εσωτερική και διεθνή αγορά, αλλά και να εκτονώσουν τη συντελούμενη όξυνση των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων προς το εξωτερικό.
Την ίδια ώρα στο ευρύτερο “κάδρο” της περιοχής αυτή την περίοδο ξεχωρίζουν:
Η προσπάθεια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ να περιορίσουν την επιρροή Ρωσίας-Κίνας-Ιράν. Κεντρικό στοιχείο αυτής της πολιτικής είναι η απόπειρα συμβιβασμού των ανταγωνιστικών συμφερόντων των συμμάχων τους, ώστε να συγκροτηθούν περιφερειακά μέτωπα ανάσχεσης των παραπάνω δυνάμεων. Σε αυτά τα πλαίσια, παράλληλα με την κριτική-πίεση που ασκούν σε Μόσχα-Πεκίνο-Τεχεράνη με αφορμή τη δηλητηρίαση του φιλοδυτικού Ρώσου πολιτικού Navalny, τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στη Λευκορωσία (σύμμαχος της Μόσχας), την επιχείρηση εγκατάστασης του κινεζικού δικτύου 5G στην Ευρώπη, την αρχή της επαναποδοχης του καθεστώτος Assad από τη «διεθνή κοινότητα», την εδραίωση της Ιρανικής παρουσίας σε Συρία-Ιράκ και την απροθυμία των ισχυρών φίλο-Ιρανικών οργανώσεων σε Λίβανο-Ιράκ να αποδεχθούν την Ευρωατλαντικη απαίτηση για μείωση της Ιρανικής παρεμβατικότητας στις δύο χώρες, προωθούν: Α) Την ομαλοποίηση των σχέσεων Σερβίας-Κοσσόβου, Ελλαδας-Τουρκιας, Τουρκίας-Αιγύπτου, Τουρκίας-Ισραήλ και Ισραήλ-Αραβικών μοναρχιών (ΗΑΕ, Μπαχρέιν). Β) Τη συνεννόηση των φίλο-δυτικών συμμάχων των GNA (Τουρκία-Κατάρ) – LNA (Αίγυπτος, ΗΑΕ) για τη σταθεροποίηση της Λιβύης. Γ) Τη διευθέτηση του Κυπριακού Δ) Την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στην Αν. Μεσόγειο, ιδιαίτερα μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας και Λιβάνου-Ισραήλ. Όλες οι παραπάνω διευθετήσεις προωθούνται στα πλαίσια μιας απόπειρας πλήρους ενσωμάτωσης της περιοχής στις Ευρωατλαντικες δομές, για την αποδοχή της οποίας προσφέρεται ως «τυρί» στις αστικές τάξεις και το αστικό πολιτικό προσωπικό των χωρών τους η συνεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών της πηγών και η περιφερειακή οικονομική συνεργασία με Ευρωατλαντικα κεφάλαια και καθοδήγηση, ενώ ζητείται η απομόνωση Μόσχας-Τεχεράνης-Πεκινου.
Η περεταίρω ανάπτυξη της συνεργασίας Ρωσίας-Ιράν και Κίνας-Ιράν. Η τελευταία δρομολογείται με τις ανακοινώσεις περί αναβάθμισης της συμφωνίας Ρωσίας-Ιράν του 2001, με ιδιαίτερη αναφορά στο στρατιωτικό τομέα και μάλιστα με ανοιχτό το ενδεχόμενο εγκατάστασης τριών Ρωσικών βάσεων στον Π. Κόλπο, αλλά και με την επιβεβαίωση της πρόθεσης Πεκίνου-Τεχεράνης να συνάψουν μια κολοσσιαία συμφωνία, με έμφαση στην προώθηση της Κινεζικής “Πρωτοβουλίας Belt & Road (BRI)”, τις εξαγωγές Ιρανικών υδρογονανθράκων στην Κινεζική αγορά και την ενίσχυση των στρατιωτικών τους δεσμών. Όλα αυτά σε μία περίοδο όπου οι στοχεύσεις και η συνεργασία των 3 Ευρασιατικών δυνάμεων στη Μ. Ανατολή, εξυπηρετούνται από γεγονότα όπως: Α) Ο πειρασμός που νιώθουν πολλές χώρες της Μ. Ανατολής να συνάψουν μεγάλες συμφωνίες με την Κίνα, με την οποία άλλωστε οι περισσότερες έχουν ήδη ισχυρότατους οικονομικούς δεσμούς. Β) Η “ρυμούλκηση” του Ιράκ προς τη Ρωσία, με μοχλό τις επενδύσεις της Μόσχας στον ενεργειακό τομέα της Βαγδάτης, η ισχυροποίηση της θέσης της Ρωσίας έναντι του συμμάχου της Haftar-LNA στη Λιβυή ως αποτέλεσμα της ήττας του τελευταίου στην Τρίπολη, αλλά και οι Ρωσικές επιτυχίες σχετικά με τη σταθεροποίηση της Συρίας, μέσω της επανέναρξης των εργασιών της “Συνταγματικής επιτροπής” για την εκπόνηση νέου συντάγματος, αλλά και της έντασης των συνομιλιών μεταξύ του καθεστώτος και πολιτικών παραγόντων από την περιοχή ελέγχου των Κούρδων, οι οποίες καθιστούν δυσκολότερη την παραμονή των Αμερικανικών δυνάμεων στη χώρα. Γ) Οι διαδικασίες αποκλιμάκωσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στο Ιράν και τις μοναρχίες του Π. Κόλπου.
Η αναγνώριση της Τουρκίας από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ ως σύμμαχο «κλειδί» για να «ξεκλειδώσει» η «πόρτα» της συνεκμετάλλευσης και να «κλειδώσει» η πόρτα για την επιρροή των Ρωσία-Κίνα-Ιράν στην περιοχή. Συνακόλουθα διευκολύνουν την Τουρκία στην αντιπαράθεση της με τη Ρωσία σε Συρία-Λιβύη, ανέχονται την επιθετική της ρητορική ή και τις επιθετικές της ενέργειες απέναντι σε άλλους συμμάχους τους (Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο) και εμφανίζονται πρόθυμοι να τη «δωροδοκήσουν», «σπρώχνοντας» προς αυτή μεγαλύτερο «μερίδιο» από μια ενδεχόμενη συνεκμετάλλευση του πλούτου της περιοχής, αλλά και αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να της επιτρέψουν να καταστεί κύριος ή συνδιαχειριστής σε ζώνες κυριαρχίας-κυριαρχικών δικαιωμάτων άλλων χωρών. Παράλληλα μέσω της καταδίκης τους προς την υποστήριξη της σε Ισλαμικές οργανώσεις, όπως η Hamas, της στήριξης τους σε σχήματα περιφερειακής συνεργασίας που απαρτίζονται από ανταγωνιστικές προς αυτήν χώρες και στα οποία η ιδία δε μετέχει (π.χ. Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ), της συμμετοχής των εταιρειών τους στην εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου αντίστοιχων χωρών, της καταφατικής στάσης τους στο ενδεχόμενο υλοποίησης αγωγών (π.χ. East Med) που παρακάμπτουν την επικράτεια της και την απειλή επιβολής κυρώσεων σε αυτήν στην περίπτωση ενεργοποίησης των S-400 ή περιοριστικών μέτρων στην περίπτωση συνέχισης των ερευνητικων-γεωτρητικων της δραστηριοτήτων σε μη οριοθετημένες περιοχές της Αν. Μεσογείου, επιχειρούν να την «πείσουν» να διευκολύνει τους σχεδιασμούς τους.
Η προθυμία των Ρωσία-Κίνα-Ιράν να αξιοποιήσουν την Τουρκία για να προωθήσουν τους σχεδιασμούς τους, παρά τις σημαντικότατα διαφορετικές προσεγγίσεις τους σε ζητήματα, όπως είναι για τη Ρωσία, η Ουκρανία, η Συρία και η Λιβυή, για το Ιράν η Συρία και η Υεμένη, αλλά και για την Κίνα οι τουρκόφωνοι-Μουσουλμάνοι Ουιγούροι στη δυτική επαρχία της Xinjiang. Η πρόσφατη επίτευξη εκεχειρίας στη Λιβύη, την οποία ακολούθησε η επανεκκίνηση του πολιτικού διαλόγου για τη διευθέτηση της σύγκρουσης στη χώρα, όπως και η ηρεμία που επικρατεί στην επαρχία Idlib της Συρίας, η οποία επέτρεψε τη συνέχιση των εργασιών της “Συνταγματικής Επιτροπής”, αποτελούν προϊόν κυρίως της ρωσοτουρκικής συνεργασίας και ομολογούν ότι η Μόσχα εξακολουθεί να αποδέχεται-προτιμά την Άγκυρα ως ανταγωνιστή-συνομιλητή της σε μια σειρά από περιοχές που βρίσκονται στο πεδίο του ενδιαφέροντος της. Αντίστοιχα η Τουρκία φαίνεται να έχει περίοπτη θέση στην Κινεζική BRI, μιας και ο σιδηρόδρομος Kars-Tbilisi (Τιφλίδα)-Baku επιδιώκεται να λειτουργήσει ως το τελευταίο τμήμα της χερσαίας διαδρομής της πριν την έξοδο της στη Μεσόγειο, αλλά και στο σχέδιο εξάπλωσης των Κινεζικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας στην περιοχή, αξιοποιώντας τα διερευνόμενα μερίδια τους στην Τουρκική αγορά. Συνακόλουθα δεν είναι τυχαίες οι διευκολύνσεις στην πρόσβαση σε ρευστότητα που δέχεται η εξασθενημένη Τουρκική οικονομία από την Κίνα, ούτε οι επενδύσεις της τελευταίας στις διαμετακομιστικές υποδομές της Τουρκίας. Τέλος η πρόσφατη συμφωνία Ιράν-Τουρκίας για τον πολλαπλασιασμό του μεταξύ τους εμπορίου, η εχθρική ρητορική της Τουρκίας προς το Ισραήλ και η επιθετική συμπεριφορά της προς την προοπτική ισχυροποίησης του Κουρδικού παράγοντα στην περιοχή, διευκολύνουν το Ιράν να αντέξει στην πίεση που του ασκούν οι ΗΠΑ, η προσέγγιση Ισραήλ-Αραβικών μοναρχιών και το αποσχιστικό Κουρδικό κίνημα.
Η απόπειρα της Τουρκίας να εδραιωθεί ως περιφερειακός ηγεμόνας και να αναδυθεί σε παγκόσμια δύναμη, εκμεταλλευόμενη τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ-Ρωσία, Κίνα, Ιράν. Γι’ αυτό το λόγο η Άγκυρα αξιοποιεί τους πολιτιστικούς δεσμούς της με τους τουρκόφωνους και τους τουρανικούς λαούς, για να αποκτήσει επιρροή σε χώρες και περιοχές που εκτείνονται από την Κασπία Θάλασσα έως την Κίνα και τη Σιβηρία. Αντίστοιχα χρησιμοποιεί την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη στρατιωτική της ισχύ (Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Κύπρος, Αιγαίο, Αν. Μεσόγειος) για να εδραιώσει μία δική της σφαίρα επιρροής στα πρώην εδάφη της. Τέλος εργαλειοποιεί την Ισλαμική θρησκεία στα πλαίσια της απόπειρας της να δημιουργήσει μία συμμαχία κρατών με δυνατότητες προβολής παγκόσμιας ισχύος, απευθυνόμενη στο Πακιστάν, τη Μαλαισία, την Ινδονησία, χώρες της Δυτ. Αφρικής και Αραβικές χώρες που παρεκκλίνουν από τις επιλογές της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ, στην οποία φιλοδοξεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Συνακόλουθα επιχειρεί να επανασυστηθεί σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ ως ισότιμος πλέον εταίρος-μέλος, ο οποίος μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες στη συμμαχία αλλά με τρόπο που δε θα ακυρώνονται τα δικά του συμφέροντα. Ως τέτοιες θα μπορούσαν να προβληθούν μία ενδεχόμενη σημαντική συμβολή της στη συγκράτηση των διαδικασιών περιφερειακής ολοκλήρωσης στην Κεντρική Ασία, στον περιορισμό της Κίνας στην νοτιοανατολική Ασία και της Ρωσίας στα Βαλκάνια, στο μετριασμό του αποτυπώματος των ΗΠΑ-Κίνα-Ιράν στη Μ. Ανατολή και την Αφρική, αλλά και στη διατήρηση ισχυρού ρόλου για ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ σε όλες αυτές τις περιοχές. Αντίστοιχα παρουσιάζεται σε Κίνα-Ιράν-Ρωσία ως Νατοϊκός παράγοντας που δε μπορεί να αγνοηθεί, αλλά ταυτόχρονα είναι ικανός να απαλείψει σημαντικές ανησυχίες τους. Σε αυτές θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν η εξάλειψη του κινδύνου απομόνωσης τους στη Μ. Ανατολή, η θωράκιση της παρουσίας τους στην Αφρική, η απομάκρυνση του κινδύνου περικύκλωσης τους και για την Κίνα ο περιορισμός της Ινδίας. Τέλος προβάλλεται στη “διεθνή κοινότητα” ως εξισορροπητής που μπορεί να αποτρέψει μια γενικευμένη σύγκρουση στην Ευρασία και να συμβάλλει στην προώθηση της περιφερειακής συνεργασίας.
Σε αυτά τα πλαίσια στα τέλη Σεπτέμβρη υπήρξε αναζωπύρωση της σύγκρουσης στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ μεταξύ των Αζερικών ενόπλων δυνάμεων και αυτών της Αρμενίας, καθώς οι τελευταίες συνδράμουν τις προσπάθειες των δυνάμεων της, αποσχισθείσας από το Baku και μη αναγνωρισμένης διεθνώς (ούτε από την Αρμενία), “Δημοκρατίας του Αρτσάχ” να αποκρούσουν την Αζερική επίθεση. Από τη μέχρι τώρα εξέλιξη των επιχειρήσεων προκύπτει ότι η επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στοχεύει στην ανακατάληψη εδαφών που έχασε στη σύγκρουση στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και όχι απλά στην ενίσχυση της θέσης του στην περίπτωση επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων για τη διευθέτηση του status quo της περιοχής. Για την ώρα φαίνεται ότι στόχος του είναι η ανακατάληψη περιοχών όπου κατοικούσαν ή κατοικούν πληθυσμοί Αζέρων και οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο παραδοσιακό Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ταυτόχρονα διακρίνεται η διάθεση της Τουρκίας να βοηθήσει ποικιλόμορφα το Baku στις προσπάθειες του, ενώ ούτε ο Ευρωατλαντικός παράγοντας, ούτε η Ρωσία εμφανίζονται διατεθειμένοι να αναλάβουν κάποιες δυναμικότερες πρωτοβουλίες για τον τερματισμό της σύγκρουσης, πέραν των «άσφαιρων» εκκλήσεων τους για ειρήνη και διάλογο. Ως εκ τούτου ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν και με τη βοήθεια της Άγκυρας φαίνεται να καταγράφει πλέον διακριτές επιτυχίες.
Παράλληλα γίνεται ορατό ότι οι εξελίξεις συμβαδίζουν (χωρίς να είναι γνωστό αν είναι υποκινούμενες) με τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του Ευρωατλαντικού συνασπισμού και της Ρωσίας στην περιοχή. ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ παρατηρούν να πολλαπλασιάζονται οι πιέσεις προς τη Ρωσία και μάλιστα στο μαλακό της υπογάστριο, δίχως ο ίδιοι να φανούν (σε αντίθεση με τη Λευκορωσία) ως υπαίτιοι της κατάστασης. Αντίστοιχα η Μόσχα παρακολουθεί την κυβέρνηση της Αρμενίας, η οποία έκανε σημαντική προσπάθεια το προηγούμενο διάστημα να μεταβάλλει το γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας προς τη “Δύση”, να αναγκάζεται να προσέλθει σε αυτή για βοήθεια. Μάλιστα το Κρεμλίνο δεν είναι υποχρεωμένο να συνδράμει στρατιωτικά το Erevan και να απωλέσει το ρόλο του ανεξάρτητου διαμεσολαβητή στη σύγκρουση, μιας και αυτή δε διεξάγεται στο έδαφος της Αρμενίας και έτσι δε το δεσμεύει η συμμετοχή των δύο χωρών στο στρατιωτικό “Οργανισμό για τη Συλλογική Ασφάλεια”. Πρόσθετα οι ζημιές που θα μπορούσε να υποστεί η Ρωσία από μια ορισμένη υποχώρηση της Αρμενίας στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ θα μπορούσαν να αναπληρωθούν από μια ενδεχόμενη εμβάθυνση της ρωσοτουρκικής συνεργασίας στον Καύκασο.
Ως εκ τούτων προκύπτουν σημαντικά περιθώρια “δράσης” για την Τουρκία, η οποία εξυπηρετώντας, δια της αποσταθεροποίησης στην παρούσα συγκυρία, τους δύο πιο ισχυρούς παράγοντες, αποκτά την αποδοχή τους στις τρέχουσες στοχεύσεις της. Οι τελευταίες αφορούν την αύξηση της επιρροής της στο τουρκόφωνο Αζερμπαϊτζάν, διαφημίζοντας παράλληλα τις στρατιωτικές υπηρεσίες που του προσφέρει στα άλλα τουρκόφωνα κράτη.
Πρόσθετα η επιρροή της Άγκυρας στο Μπακού μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο, ώστε το τελευταίο να περιορίσει τις επιχειρήσεις του σε πλαίσια που δεν ενοχλούν Ουάσιγκτον-Βρυξέλες-Μόσχα, διευκολύνοντας την Τουρκία να παρουσιάσει μία διπλωματική επιτυχία την κατάλληλη χρονική στιγμή.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Άγκυρα θα επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό της προς τη “διεθνή κοινότητα” ότι λειτουργεί ως σταθεροποιητικός παράγοντας, διεκδικώντας με αξιώσεις μία θέση στο Προεδρείο της “διαδικασίας του Μίνσκ”, η οποία είναι επιφορτισμένη με τη διευθέτηση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Συνακόλουθα δεν αποκλείεται από ένα σημείο και έπειτα η Τουρκία να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
* PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου