Μπορεί σήμερα να γιορτάζουμε το «ΟΧΙ», αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και το «ΝΑΙ». Το «ΝΑΙ» που ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού είπε στις δυνάμεις Κατοχής, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να στραφούν εναντίον των Ελλήνων.
Ο δωσιλογισμός είναι μία από τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας, που επιμελώς έμεινε κρυμμένη στο σκοτάδι. Υπήρξε για δεκαετίες ένα ταμπού της δημόσιας μνήμης του πολέμου. Όχι τυχαία καθώς εκείνοι που συνεργάστηκαν και δεν τιμωρήθηκαν, στελέχωσαν το μεταπολεμικό κράτος, με τους απογόνους τους να συνεχίζουν την παρακαταθήκη τους μέχρι και σήμερα.
Στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας του «Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα» για την Κατοχή στην Ελλάδα, είχαμε μιλήσει με τους ιστορικούς Στράτο Δορδανά και Δημήτρη Κουσουρή για τον δωσιλογισμό και τις προεκτάσεις του στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, δημοσιεύουμε μερικά ανέκδοτα αποσπάσματα από όσα είχαν πει στον φακό της εκπομπής.
Αυτοί που συνεργάστηκαν
Η Ελλάδα δεν είδε το πρόσωπο του φασισμού για πρώτη φορά στις 28 Οκτωβρίου του 1941. Ήδη από τις 4 Αυγούστου του 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανακοίνωσε την απόφασή του να αναστείλει επ' αόριστον την ισχύ των διατάξεων του Συντάγματος που κατοχύρωναν τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες και με τη συγκατάθεση του βασιλιά επέβαλε δικτατορία, οι Έλληνες είχαν πάρει μια πρώτη γεύση για το τι θα ακολουθούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η δικτατορία του Μεταξά είχε αρκετά εξωτερικά γνωρίσματα των φασιστικών καθεστώτων, αλλά ουσιαστικά κατατασσόταν από σύγχρονους παρατηρητές ως «απροσδιόριστο» περισσότερο και όχι ως φιλοφασιστικό καθεστώς. Παρόλ'αυτά, οι νέοι του Μεταξά, η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) με τη χαρακτηριστική σκούρα μπλε στολή και την άσπρη γραβάτα, που χαιρετούσαν δι’ ανατάσεως της δεξιάς χειρός τον δικτάτορα, επιδόθηκαν στην προπαγάνδα υπέρ του καθεστώτος αλλά και με ιδιαίτερη σκληρότητα, στον αγώνα κατά των κομμουνιστών και κατά των εν γένει δημοκρατικών πολιτών. Από τα «τάγματα» των νεολαίων αυτών θα γεννιόταν λίγο αργότερα ένα τέρας – Λερναία Ύδρα, που όσα κεφάλια και αν του κόψεις, παραμένει ζωντανό μέχρι και σήμερα...
«Οι γερμανικές αρχές Κατοχής είχαν χρησιμοποιήσει τα ρήγματα τα οποία υπήρχαν στις τοπικές κοινωνίες, ήδη από τον Μεσοπόλεμο. Ρήγματα τα οποία στηρίζονταν στην διαφορετικότητα της γλώσσας, των εθνοτικών ομάδων, των πολιτικών πεποιθήσεων και στη συνέχεια ήρθαν ακριβώς με μια πάρα πολύ εύστοχη πολιτική να ανοίξουν τα ρήγματα αυτά», λέει ο Στράτος Δορδανάς. «Όχι από την πρώτη στιγμή αλλά σταδιακά οι γερμανικές αρχές χτίσανε μια πολιτική στις κατεχόμενες χώρες η οποία ήταν πολιτική συνεργασίας μ’ εκείνους οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν μαζί τους. Δεν έγινε από την πρώτη στιγμή, γιατί στο σχεδιασμό τους επικρατούσε η άποψη ότι θα έπρεπε να πάρουν μαζί τους όλη την κοινωνία. Όταν λοιπόν αυτό δεν έγινε κατορθωτό έγινε φανερό ότι μόνο ένα μέρος των τοπικών κοινωνιών ήταν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τους Γερμανούς», εξηγεί.
«Κυρίως η συνεργασία ξεκίνησε τη στιγμή που ενδυναμώνονται τα κινήματα αντίστασης στις κατεχόμενες χώρες. Έτσι λοιπόν και στην περίπτωση της Ελλάδος από τις αρχές του 1943 όταν επανακάμπτει το κίνημα αντίστασης μέσα κυρίως από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, εκείνη είναι η χρονική στιγμή κατά την οποία οι Γερμανοί κάνουν δεκτές πλέον προτάσεις τις προηγούμενης περιόδου που είχαν απορρίψει κι εμφανίζονται από την άνοιξη του 1943 τα πρώτα δωσιλογικά τμήματα», λέει ο Στράτος Δορδανάς. «Αυτά καταρχάς ντύνονται κάτω από μία κίνηση κυβερνητική. Η κυβέρνηση Ράλλη ένας από τους όρους που θέτει στους Γερμανούς για να σχηματίσει κατοχική κυβέρνηση είναι να δημιουργηθούν εθνικά δοσιλογικά τμήματα. Πρόκειται για τους γερμανοτσολιάδες. Την ίδια στιγμή στην Πελοπόννησο, την Εύβοια και την Μακεδονία, η δημιουργία των Τμημάτων Ασφαλείας γίνεται απευθείας από τους Γερμανούς», συνεχίζει.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρκος που έδιναν τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ο εξής:
«Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον Άγιον τούτον όρκον ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανώτατου αρχηγού του Γερμανικού Στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Ανατεθησόμενός μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς δια μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεων μου, τας οποίας δια του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των Γερμανικών Στρατιωτικών Αρχών».
Γιατί κανείς αποφασίζει να ενταχτεί στα Τάγματα Ασφαλείας ή στην ομάδα «Χ» όμως και να υπακούσει στον Χίτλερ; Υπάρχουν λόγοι ιδεολογικοί; Λόγοι επιβίωσης; Τυχοδιωκτισμός; Ο λόγος είναι εθνοτικός; Έχουμε να κάνουμε με θρησκευτικές ή γλωσσικές διαφοροποιήσεις; Σύμφωνα με τους ιστοριογράφους που μελετούν την περίοδο της Κατοχής, όλα αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να εξετάζονται συλλογικά και να μην μπαίνει ο δωσιλογισμός κάτω από τη γενική ομπρέλα του «εθνικού προδότη».
Αυτοί που άφησαν απογόνους
Αντιμέτωποι οι Έλληνες με τους Έλληνες και το παρελθόν με το παρόν, δεν κατάφεραν να κόψουν ποτέ το νήμα της ιστορίας που τους ενώνει στο πέρας του χρόνου. «Είμαστε η σπορά των ηττημένων. Αυτοί είμαστε! Είμαστε οι εθνικιστές, οι εθνικοσοσιαλιστές, οι φασίστες!», δήλωνε ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος, λίγο πριν η νεοναζιστική οργάνωση περάσει για πρώτη φορά την πύλη του ελληνικού κοινοβουλίου στις εκλογές του 2012.
Κάπως έτσι από την 4η Αυγούστου του Μεταξά φτάσαμε στην μεταπολιτευτική «4η Αυγούστου» του Μιχαλολιάκου και ύστερα τη Χρυσή Αυγή, με ενδιάμεσους σταθμούς τους μετεμφυλιακούς «χίτες» του Γρίβα και τα ΤΕΑ, μια χούντα των συνταγματαρχών και το μεταδικτατορικό παρακράτος... εν κράτει.
Οι δίκες των δωσιλόγων στην Ελλάδα ξεκίνησαν αμέσως μετά την Απελευθέρωση και δεν ήταν τόσο λίγες όσο νομίζουμε. Ήταν αρκετές εκατοντάδες, αλλά το 85% των υποθέσεων αρχειοθετήθηκε. Στα αλήθεια μόνο τα «μικρά ψάρια» βρέθηκαν αντιμέτωποι με την μετα-κατοχική δικαιοσύνη. «Ο ρόλος δικαιοσύνης ήταν ένας ρόλος αναπαραγωγής των προηγούμενων κοινωνικών ιεραρχιών και πολιτικών σχεδιασμών και υπηρέτησε την επιλογή των κυρίαρχων τάξεων στην Ελλάδα, να μην προχωρήσουν σε κάποιου τύπου μεταπολεμικό συμβιβασμό με τις δυνάμεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, αλλά να προχωρήσουν στην πλήρη και συντριπτική καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος και μετά τον πόλεμο», θα πει ο Δημήτρης Κουσουρής.
«Ο εμφύλιος πόλεμος θα λειτουργήσει ως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Δηλαδή περνώντας όλος αυτός ο κόσμος της συνεργασίας και του δοσιλογισμού της Κατοχής μέσα απ’ τον εμφύλιο πόλεμο, αφού πρώτα καταγραφεί και καταδικαστεί, αναβαπτίζεται και επανεντάσσεται στον εθνικό κορμό, από το 'φιλεύσπλαχνο' κράτος της εθνικοφροσύνης. Και αρχίζουν σιγά – σιγά να χτυπούν τις πόρτες των πολιτικών γραφείων ζητώντας διάφορα επιδόματα ως 'αγωνιστές της εθνικής αντίστασης'. Το ίδιο το κράτος δέχεται να τους παραχωρήσει ένα μικρό κομμάτι από αυτό ως πρόνοια, αλλά όχι με το αζημίωτο. Είναι ακραιφνείς αντικομουνιστές, μπαρουτοκαπνισμένοι την περίοδο της κατοχής και τον εμφύλιο πόλεμο», λέει από την πλευρά του ο Στράτος Δορδανάς. «Αρχίζει λοιπόν να στήνεται μία βιομηχανία παροχών και συντάξεων και συγχωροχάρτια για τη συνεργασία με τους Γερμανούς, καθώς όλοι συμμετείχαν στον.... εθνικό απελευθερωτικό αγώνα», συμπληρώνει.
Κατά τα 7 χρόνια που η Ελλάδα μπήκε στον γύψο, στήνονται «εργοστάσια» παραγωγής βεβαιώσεων και αναγνωρίζονται όλοι ως αντιστασιακοί. Και κάπως έτσι η ιστορία ξαναγράφεται. «Το παρακράτος είναι το χέρι εφαρμογής του παρά-συντάγματος - της ειδικής δηλαδή νομοθεσίας που θέτει εκτός νόμου την κομμουνιστική αριστερά εκείνη την περίοδο - και που θα χρησιμοποιηθεί στις καίριες στιγμές όταν το καθεστώς θα μπορούσε να κλονιστεί. Τούτο συνέβη το 1963, για παράδειγμα, με τη δολοφονία Λαμπράκη. Είναι γνωστό ότι οι δολοφόνοι του Λαμπράκη, ο Γιοσμάς και οι λοιποί, ήταν δωσίλογοι στην Κατοχή. Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών φέρνει ξανά στο προσκήνιο όλο το απωθημένο παρελθόν του δωσιλογισμού που μέχρι τότε μπορούσε να κατοικοεδρεύει στις παρυφές του κυρίαρχου μπλοκ της κοινοβουλευτικής δεξιάς και ήρθε να πάρει την εξουσία και να επανα-νομιμοποιηθεί και δια νόμου», σημειώνει ο Δημήτρης Κουσουρής.
«Μετά την πτώση της χούντας, δεν υπήρξε κανενός τύπου βαθιά εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους ανθρώπους που στήριξαν, στελέχωσαν και εφάρμοσαν τελικά τη δικτατορία στην Ελλάδα. Η διαδικασία της από-χουντοποίησης ήταν εξαιρετικά περιορισμένη στους πρωταίτιους του πραξικοπήματος. Ωστόσο, όπως συνέβη και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η λογική της συνέχειας του κράτους υπερίσχυσε και τελικά επί της ουσίας είχαμε, μηχανισμούς της αστυνομίας, της χωροφυλακής και το δικαστικό μηχανισμό, οι οποίοι δε διέφεραν πάρα πολύ από τους μηχανισμούς που είχαν υπηρετήσει τα προηγούμενα χρόνια στη διάρκεια της δικτατορίας», λέει στη συνέχεια.
«Tα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης είναι χρόνια τα οποία χαρακτηρίζονται από αλλεπάλληλες επιθέσεις και βομβιστικές επιθέσεις σε cinema ή θέατρα για παράδειγμα, κάτι που δεν είναι, παρεμπιπτόντως ελληνική ιδιαιτερότητα», σημειώνει ο κ. Κουσουρής. «Θυμίζω ότι ήμασταν ακόμα σε χρόνια Ψυχρού Πολέμου, ότι διεθνή δίκτυα όπως η Gladio στην Ιταλία, δηλαδή αυτά τα διεθνή παραστρατιωτικά δίκτυο αναχαίτισης και απόκρουσης του κομμουνιστικού κινδύνου συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο. Αντιστοίχως, τα ακροδεξιά δίκτυα σε συνεργασία αλλά και αυτόνομα από τον κρατικό μηχανισμό συνέχιζαν την πορεία τους. Ανάμεσα σε εκείνους ήταν μεταξύ άλλων ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής», συνεχίζει.
Της Χρυσής Αυγής που υπήρξε τρίτη δύναμη στη Βουλή και οι επικεφαλής της όπως και δεκάδες μέλη της είναι υπόδικοι για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, κατηγορούμενοι ανάμεσα σε άλλα για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ο Δημήτρης Κουσουρής που το 1992, ως φοιτητής, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από το πρωτοπαλίκαρο του Μιχαλολιάκου, τον διαβόητο Περίανδρο, ευτυχώς γλίτωσε...
Μια χαρακτηριστική ιστορία
Ο διαβόητος δωσίλογος και ταγματασφαλίτης Ξενοφώντας Γιοσμάς, γνωστός και ως φον Γιοσμάς, συμμετείχε ως υπουργός Προπαγάνδας στην τελευταία φιλοναζιστική κυβέρνηση-φάντασμα της Βιέννης, υπό τον Έκτωρα Τσιρονίκο.
Το 1945 καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Το 1947 επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Γιοσμάς συνελήφθη και καταδικάστηκε και σε έναν επιπλέον χρόνο κάθειρξη και σε ισόβια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, για συνεργασία με τη γερμανική Μυστική Αστυνομία Στρατού. Το 1949 κατέθεσε αίτηση αναθεώρησης της απόφασης με την οποία του είχε επιβληθεί η θανατική ποινή, η οποία απορρίφθηκε. Με διάταγμα της 7ης Απριλίου 1950 ο βασιλιάς Παύλος του απένειμε χάρη, μετατρέποντας τη θανατική ποινή σε πρόσκαιρα δεσμά 20 ετών. Στα μέσα Νοεμβρίου 1950 το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων αποφάσισε τη συγχώνευση των έως τότε ποινών που του είχαν επιβληθεί και τελικά ο Γιοσμάς αφέθηκε ελεύθερος από τις φυλακές Επταπυργίου Θεσσαλονίκης στις 8 Ιουνίου 1952, έχοντας μείνει στη φυλακή για συνολικά 5 χρόνια.
Το 1960 μαζεύοντας παλιούς γνωστούς και συμπολεμιστές του, αλλά και νέα μέλη, ίδρυσε το «Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος». Ο Σύνδεσμος είχε έδρα την Θεσσαλονίκη και σκοπός του ήταν η αναγνώριση και ενίσχυση όσων συμμετείχαν στον «αντικομμουνιστικό αγώνα» κατά την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής. Έμβλημα του συνδέσμου ήταν ο γερμανικός Σιδηρούς Σταυρός. Το ίδιο έμβλημα έφερε και η εφημερίδα που εξέδιδε ο Γιοσμάς.
Το 1963 συνελήφθη ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Λαμπράκη. Το 1967 με την επιβολή της δικτατορίας όμως, πήρε σύνταξη ως αντιστασιακός. Κι επειδή... σόι πάει το βασίλειο, να σημειωθεί ότι ο γιος του φον Γιοσμά, Αλέξανδρος, ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του κατεβαίνοντας στην πολιτική αρχικά με το ΛΑ.Ο.Σ. και στη συνέχεια με τη Χρυσή Αυγή.
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου