Σε κάθε περίπτωση είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι ημέρες που ακολουθούν τον θάνατο ενός πνευματικού ανθρώπου είναι εκείνες που μπορεί κάποιος να αλιεύσει τις περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο που έζησε, για όσα δημιούργησε. Τότε οι φίλοι που γνώριζαν τον εκλιπόντα ελευθερώνονται από τους τύπους και γράφουν δύο λόγια παραπάνω για εκείνον που ποτέ δεν θα εξιστορούσαν όταν ζούσε. Οι περισσότεροι όμως ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν να πουν τίποτα για εκείνον που έφυγε, παρά το γεγονός ότι ίσως να καθόταν για χρόνια στο διπλανό από αυτούς γραφείο στην εργασία ή να ήταν για χρόνια γείτονάς τους. Κι έτσι σιωπούν από αμήχανη άγνοια. Όπως και ο Νιρβάνας είχε γράψει κάποτε που είχε παρευρεθεί μόνος στην κηδεία του Βολανάκη, στον θάνατο μετριούνται οι φίλοι της ζωής.
Ο Ρώμος Φιλύρας πέθανε νοσηλευόμενος στο Δρομοκαΐτειο ίδρυμα ακολουθώντας και αυτός τον δρόμο που είχαν χαράξει οι Γεώργιος Βιζυηνός και πολλοί άλλοι. Όμως ο Φιλύρας δεν θα είναι ο τελευταίος έγκλειστος του Δρομοκαΐτειου αφού τον δρόμο αυτό θα ακολουθήσει στη συνέχεια και ο φίλος του Γεράσιμος Βώκος που θα βρεθεί κι αυτός στο «Σπίτι των ζωντανών ανθρώπων». Ο Φιλύρας βρέθηκε στο Δρομοκαΐτειο κλεισμένος αρκετά χρόνια πριν τον θάνατό του ωστόσο σε αντίθεση με τους άλλους προαναφερόμενους λογοτέχνες εκείνος δεν θα σιγήσει μόλις βρεθεί σε αυτό. Αντίθετα θα γράψει πλήθος ποιημάτων που θα χαρίσει απλόχερα στους φίλους που τον επισκέπτονταν. Η συγγραφή των ποιημάτων αυτών γινόταν σε περιόδους που ο Φιλύρας ανακτούσε την πνευματική του διαύγεια. Ο εγκλεισμός του οφειλόταν στη σύφιλη που ήταν αθεράπευτη νόσος τότε και που οδηγούσε σταδιακά στην τρέλα τους ασθενείς. Οι συφιλιδικοί οδηγούνταν τότε στα ψυχιατρεία.
Οι ελεγχόμενες κατοχικές εφημερίδες της εποχής στρίμωξαν την αναγγελία θανάτου του ανάμεσα στα τεράστια σε μέγεθος άρθρα που αποτελούσαν τα «προπαγανδιστικά» νέα της ημέρας και που αποδείκνυαν τον θρίαμβο της γερμανικής πολεμικής μηχανής. «Οι Γερμανοί εκυρίευσαν και άλλα ρωσικά οχυρά εις την οχυρωμένην περιοχήν του Στάλινγκραντ. Εβομβαρδίσθησαν ο λιμήν και αι αποθήκαι του Αστρακάν» ήταν η είδηση που σχεδόν όλες οι εφημερίδες αναπαρήγαγαν.[1]
Ισχυρίζονταν ότι ήταν θέμα ωρών να πέσει το Στάλινγκραντ στα χέρια των Γερμανών, που φυσικά ουδέποτε συνέβη. Ο εκλιπών εργάτης του πνεύματος είχε γίνει γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας, ωστόσο το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Οικονομόπουλος.
Γεννημένος το 1888 στο Δερβένι Κορινθίας ήρθε στον Πειραιά σε μικρή ηλικία ακολουθώντας τον πατέρα του Βασίλειο που ήταν εκπαιδευτικός στο επάγγελμα. Ο ίδιος επέλεξε να γίνει δημοσιογράφος ενώ παράλληλα δημοσίευε στίχους σε διάφορα περιοδικά όπως το «Χαραυγή» της Μυτιλήνης, στο «Διάπλαση των Παίδων» αλλά και στο «Νουμά» του Ταγκόπουλου όταν ακόμα ο Φιλύρας ήταν μόλις 12 ετών!
Η εφημερίδα "ΣΚΡΙΠ" του 1905 στα νέα από τον Πειραιά καταγράφει ότι ένας δεκαπεντάχρονος ποιητής έχει δημοσιεύσει τρία χρόνια νωρίτερα (δηλαδή από το 1902) ποίημα μαζί με εικόνα του στο περιοδικό "Νουμάς" και ότι έχει γίνει ήδη γνωστός στον φιλολογικό κόσμο (φ. 20 Μαρτίου 1905, σελ. 2, "Το ΣΚΡΙΠ εις στον Πειραιά).
Η πρώτη του ποιητική συλλογή «Ρόδα στον αφρό» δημοσιεύθηκε το 1911 και κατέταξε τον Φιλύρα μεταξύ των εκλεκτών ποιητών, ενώ στη συνέχεια εξέδωσε τον «Γυρισμόν» (1919), τις «Ερχόμενες» (1920), την «Κλεψύδρα», τον «Πιερρότον» (1922) αρθρογραφώντας παράλληλα δημοσιογραφικά σε γνωστές εφημερίδες και περιοδικά.
Ο Φιλύρας υπήρξε ένα ανήσυχο πνεύμα, αφηνιασμένη ποιητική διάνοια, που κατέκλυζε με στίχους ποιημάτων του όλα τα ημερήσια, εβδομαδιαία ή μηναία έντυπα της εποχής του. Χάριζε απλόχερα ποιήματά του στους φίλους του σε αντίθεση με τον ποιητή και φίλο του Λάμπρο Πορφύρα που ποτέ δεν πρόσφερε ποίημα σε κανέναν. Ο κύκλος φίλων του περιελάβανε όλους τους Πειραιώτες λογοτέχνες με τους οποίους συναντιόταν στο καφενείο του Διονυσιάδου εκεί που τη θέση του αργότερα κατέλαβε ο κινηματογράφος Σπλέντιτ. Για τη λογοτεχνική συντροφιά του Διονυσιάδου έχει αναφερθεί και ο Παύλος Νιρβάνας ότι αποτελείτο από τον Άγγελο Κοσμή, Γεράσιμο Βώκο, Αλέξανδρο Βραχνό, Γεώργιο Ζουφρέ, Σπύρο Μελά, Άριστο Καμπάνη, Λάμπρο Πορφύρα και άλλες τεράστιες πνευματικές προσωπικότητες που τότε ζούσαν στον Πειραιά. Σε αντίθεση με τους περισσότερους πνευματικούς δημιουργούς της εποχής του, ο Φιλύρας δεν ήταν απομονωμένος στους κύκλους των ποιητών και της διανόησης. (Περισσότερα στην ανάρτηση "Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική σχολή της Φρεαττύδας").
Ο κύκλος του Διονυσιάδου δεν ήταν η μοναδική παρέα του. Ζούσε την εποχή του και θα λέγαμε ότι υπήρξε άνθρωπος της διασκέδασης. Του άρεσαν οι χοροί, οι ωραίες κυρίες, τα εκλεπτυσμένα μέρη όπως το ξενοδοχείο «ΑΚΤΑΙΟΝ» στο Νέο Φάληρο όπου σύχναζε. Η ζωή του παρουσίαζε πραγματικά μεγάλες αντιθέσεις. Διότι ενώ τα βράδια ακολουθούσε τα χνάρια της κοσμικής ζωής, τα πρωινά εργαζόταν στις εφημερίδες ως αστυνομικός συντάκτης!
"Φτάνει
Ήρθα με την αγάπη μου στον κόσμο σου
στης ηδονής ανάμεσα τους θύτες
και σούφερα το μύρο της ζωούλας μου
δίπλα στους ταπεινούς και τους ακρίτες
Ήσουν γυρμένη κι ήρθα με τ' όνειρο
στον εαυτό σου πρώτα να σε υψώσω
κι ως τώρα φτάνει που με συλλογίζεσαι
και με κοιτάς εκστατικά ως τόσο!"
Στις στήλες της εφημερίδας «Νέα Ημέρα» κατέγραφε τα εγκλήματα και άλλα συμβάντα από τα αστυνομικά δελτία. Από τα σαλόνια του «ΑΚΤΑΙΟΝ» στα διάφορα αστυνομικά τμήματα του Πειραιά και της Αθήνας προκειμένου να συλλέξει τα στοιχεία για τα άρθρα του. Πολλές φορές η βραδινή πλευρά της ζωής του λειτουργούσε σε βάρος της πρωινής. Έτσι έχανε συμβάντα για τα οποία στη συνέχεια έτρεχε σε φίλους του αστυνομικούς συντάκτες άλλων εφημερίδων για να τον πληροφορήσουν. Κάθε μικροτραυματισμός, μικροκλοπή ή απατεωνιά καταγραφόταν επιμελώς από τον Φιλύρα, ώστε αργότερα να επιλέξει τα σημαντικότερα για να τα συμπεριλάβει στην καθημερινή του στήλη. Κι όταν δεν έβρισκε να γράψει τίποτα το αξιόλογο, κατέγραφε τα λεγόμενα «καροδρομκά» δηλαδή τα τροχαία ατυχήματα που γίνονταν στους δρόμους του Πειραιά και της Αθήνας. Τα αποκαλούσε «καροδρομικά» έχοντας περιπαιχτικό χαρακτήρα και τον προσδιορισμό αυτόν τον είχε μεταδώσει και στους άλλους αστυνομικούς συντάκτες με τους οποίους συνεργαζόταν. Θεωρούσε υπερβολικό το χαρακτηρισμό τέτοιων ατυχημάτων ως «τροχαία», αφού τα περισσότερα οχήματα που κυκλοφορούσαν ακόμα ήταν τα κάρα!
Γενικώς στον Φιλύρα άρεσαν τα αστεία και οι φάρσες. Πάντα στα γραφεία των εφημερίδων όπου εργάστηκε οι συνάδελφοί του τον πρόσεχαν μήπως και τους σκαρώσει καμιά φάρσα. Τους μόνους που κρατούσε σε απόσταση ήταν οι διάφοροι κριτικοί των εφημερίδων τους οποίους θεωρούσε «τρομερούς και φοβερούς τύπους» Αυτοί οι «αυτοαποκαλούμενοι κριτικοί ποίησης που δεν μπορούν να γράψουν ούτε στίχο κι όμως ασκούν κριτική για όλα εκείνα που οι άλλοι γράφουν». Για αυτό και όταν είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ρόδα στον Αφρό» χώρισε τα τεύχη σε δύο ντάνες. Στη πρώτη ήταν τα τεύχη εκείνα που θα έστελνε στους φίλους και συνεργάτες του. Στην δεύτερη εκείνα που θα έστελνε στους κριτικούς των εφημερίδων. Έπιανε τα τεύχη της πρώτης ντάνας και για ώρες έγραφε αφιερώσεις στους φίλους του. Μεγάλες στο μέγεθος αφιερώσεις πλημμυρισμένες από αισθήματα φιλίας αλλά και πειράγματα που ποτέ δεν απέφευγε. Στα τεύχη της άλλης ντάνας έγραφε κολακείες αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε περισσότερο έμοιαζαν με ειρωνείες. «Προς τον Μέγαν κριτικόν κύριον…..».
Οι φίλοι του που τα έβλεπαν έλεγαν να σταματήσει και ότι οι κριτικοί θα τον πιάσουν όταν καταλάβουν ότι τους ειρωνεύεται και θα του κάνουν τη ζωή δύσκολη. Τότε ο Φιλύρας τους έλεγε «Ποτέ. Οι κολακείες πάντα πιάνουν σε αυτούς. Οι Έλληνες κριτικοί χάφτουν τα παχιά λόγια σαν τους λουκουμάδες. Να δεις που θα γράψουν πώς τα «Λόγια στον αφρό» είναι αριστούργημα. Για να σε λιβανίσουν, πρέπει να τους λιβανίσεις. Ξέρεις να κρατάς λιβανιστήρι κάτω από τις μύτες των κριτικών; Ξέρεις να τους μπουκώνεις με μοσχολίβανο; Σώθηκες, αναδείχθηκες, επικράτησες…».[2]
Ο Φιλύρας στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1913 επιστρατεύθηκε κανονικά όπως άλλωστε συνέβη και με όλους τους λογοτέχνες της εποχής του. Κανείς δεν διανοήθηκε να απέχει από το εθνικό κάλεσμα. Βρέθηκε στο τρομερό Μπιζάνι που εκτός από τις φονικές μάχες που έγιναν εκεί, δερνόταν αμείλικτα από το χιόνι και το κρύο. Τοποθετήθηκε στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής παρά το γεγονός ότι έπασχε από μεγάλη μυωπία που δεν του επέτρεπε να δει ούτε σε απόσταση μερικών μέτρων. Στο Μπιζάνι ο Φιλύρας έπαθε κρυοπαγήματα και τον μετέφεραν στην Αθήνα. Νοσηλεύθηκε στο Μαράσλειο όπου πολλοί φίλου του συχνά τον επισκέπτονταν. Έλεγαν ότι θα του ακρωτηριάσουν δύο δάκτυλα και από τα δύο πόδια. Τότε κάποιος από τους φίλους του για να ελαφρύνει κάπως την κατάσταση τον ρώτησε αν θα συνέχιζε να γράφει ποιήματα. Κι εκείνος απάντησε «Εγώ ω βλακίστατε, δεν είμαι από τους ποιητάς που γράφουν στίχους με τα πόδια. Τους γράφω με τα χέρια μου και για αυτό τα σεβάστηκε η τρομερή παγωνιά του Μπιζανίου».[3]
Για την πολεμική περίοδο του Ρώμου Φιλύρα αφιέρωσε σχετικώς ποίημα ο φίλος του Γεράσιμος Βώκος που δημοσίευσε στο περιοδικό «Καλλιτέχνης».[4]
«Πώς το λες στο τραγούδι σου
τα Βουνά της Ηπείρου;….
Άγρια, αμείλικτα, τρομερά
Σούδωσαν στην αιώνια σφραγίδα
Μιας θυσίας, από τα λευκά σάβανά τους.
Ύστερα που στον πράσινο θάλαμο,
Που το φως του κήπου
Σούφτειανε ένα φωτοστέφανο
Σαν βυζαντινή αγιογραφία
Στην οδύνη, στους στεναγμούς
Των πληγωμένων συμπολεμιστών σου
Θαρρώ πως μια τέτοια θυσία
Είναι το ωραιότερο τραγούδι σου».
Από τα γνωστά περιστατικά που καταγράφηκαν στη ζωή του Φιλύρα ήταν κι ένα που από πολλούς θεωρήθηκε αρχικώς φάρσα του Φιλύρα, όμως αποδείχθηκε ότι δεν ήταν παρά ένα τυχαίο γεγονός. Από τα δελτία της διεύθυνσης Αστυνομίας έγινε γνωστό ότι κάποιος στρατιώτης, ο Ιωάννης Οικονομόπουλος (αυτό είπαμε ήταν το πραγματικό όνομα του Φιλύρα), που βρισκόταν σε στρατιωτικό νοσοκομείο αυτοκτόνησε. Καθώς όλοι οι συντάκτες των αστυνομικών ρεπορτάζ των εφημερίδων γνωρίζονταν μεταξύ τους, το όνομα Ιωάννης Οικονομόπουλος συνδυαζόμενο με την ιδιότητα του Φιλύρα που εκείνη την εποχή υπηρετούσε και μάλιστα σε νοσοκομείο, ήταν στοιχεία ικανά να τους πείσουν πως εκείνος που αυτοκτόνησε ήταν ο Φιλύρας!
Καθώς γνώριζαν τις φάρσες που συχνά έκανε, αρχικά ήταν διστακτικοί και περίμεναν να διασταυρώσουν την πληροφορία. Τηλεφώνησαν στα γραφεία της Διεύθυνσης Αστυνομίας για να μάθουν αν πράγματι ο στρατιώτης λεγόταν Ιωάννης Οικονομόπουλος και αν υπήρχε αυτοκτονία. Και αφού τα επιβεβαίωσαν, την άλλη κιόλας μέρα οι συνάδελφοι του Φιλύρα έπιασαν στις εφημερίδες τους να γράφουν για τον ποιητή που αυτοκτόνησε, για τα ποιήματά του και το έργο του. Μέσα σε ένα 24ωρο ο Φιλύρας είχε γίνει γνωστός ακόμα και σε όσους δεν τον γνώριζαν μέσα από τη νεκρολογία του. Μόνο που ο Φιλύρας ήταν ζωντανός! Ωστόσο διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν φάρσα δική του, από εκείνες που κανόνιζε στους φίλους του συνήθως. Ένας δυστυχισμένος στρατιώτης που από τραγική σύμπτωση λεγόταν κι εκείνος Ιωάννης Οικονομόπουλος και υπηρετούσε στο ίδιο στρατιωτικό νοσοκομείο με τον Φιλύρα είχε αυτοκτονήσει! Όμως ακόμα κι έτσι είχε υπάρξει παρέμβαση του Φιλύρα! Διότι ο Φιλύρας που είχε μάθει για το περιστατικό αν και γνώριζε ότι το πιο πιθανό ήταν να πιστέψουν ότι ήταν εκείνος ο αυτόχειρας, δεν έπραξε απολύτως τίποτα. Ακόμα και την επομένη που οι εφημερίδες είχαν δημοσιεύσει τη νεκρολογία του, ούτε και τότε δεν έκανε τίποτα. Απλώς καθόταν στο νοσοκομείο και μάλλον από εκεί απολάμβανε όλο το σούσουρο που η λανθασμένη είδηση είχε δημιουργήσει γύρω από το όνομά του. Η παρεξήγηση όμως δεν θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Έτσι ο Φιλύρας φρεσκοξυρισμένος και καλοντυμένος όπως ήταν πάντα, εμφανίστηκε στα γραφεία των εφημερίδων απολαμβάνοντας κάθε εμφάνισή του ξεχωριστά, αφού διασκέδαζε ιδιαίτερα τις στιγμές εκείνες που οι συνάδελφοί του τον έβλεπαν ξαφνικά μπροστά τους. Δεν άργησαν οι εφημερίδες στη θέση της νεκρολογίας να δημοσιεύουν διαψεύσεις με αιτία την παρεξήγηση του ονόματος και της ίδιας θέσης. Και πάλι το όνομα του Φιλύρα ήρθε στις εφημερίδες προσφέροντάς του μια ακόμα ευκαιρία διαφήμισης. Έλεγε τότε ο Φιλύρας στους φίλους του «Ιωάννη Οικονομόπουλε, έχυσες το αίμα σου, εθυσίασες τη ζωή σου για να με κάνεις εμένα ένδοξο!».
Το 1916 ο Φιλύρας θα γράψει για το περιστατικό αυτό ένα εύθυμο πεζογράφημα με τίτλο «Ο θεατρίνος της ζωής» ενώ για χρόνια επαναλάμβανε στους φίλους του «Υπήρξα τα πάντα στη ζωή μου μέχρι και αυτοκτόνος!» [5]
Τη χρονιά εκείνη και με δεδομένο ότι ως αστυνομικός συντάκτης δεν τα κατάφερνε, ίσως διότι δεν επεδείκνυε το απαιτούμενο ενδιαφέρον, αποφάσισε να καταταγεί στον στρατό με τον οποίο έτσι κι αλλιώς είχε αποκτήσει σχέση από την προγενέστερη κατάταξή του στους Βαλκανικούς πολέμους. Κατατάχθηκε ως υπαξιωματικός γραφέας και μέχρι το 1924 είχε φτάσει στον βαθμό του υπολοχαγού με τον οποίο αποστρατεύθηκε καθώς διαγνώστηκε με ανίατη αφροδίσια πάθηση.
Ο Φιλύρας κατάφερε να προσελκύσει πολλές γυναίκες των Αθηνών. Ήταν λάτρης του ωραίου φύλου και της καλής ζωής. Ως προς αυτόν τον τομέα οι φίλου του θεωρούσαν ότι είχε το «κοκκαλάκι της νυχτερίδας» καθώς ως τα κατάφερνε καλά χωρίς να διαθέτει ιδιαίτερα όμορφη εμφάνιση. Κατά την έκφραση της εποχής υπήρξε ένας γόης και ήταν διαρκώς ερωτευμένος. Άλλαζε διαρκώς τις γυναίκες και δεν έχανε τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονταν. Αυτή η συστηματική ενασχόλησή του τον οδήγησε δυστυχώς στο να κολλήσει σύφιλη που όπως είπαμε στη εποχή εκείνη οδηγούσε πρώτα τους ανθρώπους στην τρέλα κι ύστερα στον θάνατο. Ακόμα και όταν διαγνώστηκε η αρρώστια ο Φιλύρας δεν έχασε την όρεξη για τους γνωστούς αστεϊσμούς του. Όταν το ανακοίνωσε στους φίλους του, ακόμα και τότε άδραξε την ευκαιρία να χρωματίσει την δύσκολη στιγμή με τον δικό του τρόπο. «Παιδιά» τους είπε «από τώρα και στο εξής αντί για Φιλύρα θα με λέτε Ρώμο» και έβαλε ένα Συ… μπροστά από το επίθετό του. «Ιδού το νέο μου όνομα!».
Στην Αθήνα μια πάροδος της Λεωφόρου Ηρακλείου κοντά στην οδό Πατησίων φέρει προς τιμή του το όνομά του «οδός Φιλύρα Ρώμου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου