Ο πατέρας των αδελφών Πλαπούτα είναι μία σχεδόν μυθιστορηματική μορφή. Φόβος και τρόμος στην Πελοπόννησο, αθεράπευτος θαυμαστής του γυναικείου φύλου και φανατικός οπαδός του Κολοκοτρώνη.
O 19ος αιώνας είναι η περίοδος κατά την οποία οι κλέφτες και οι πρώην αρματολοί αποκτούν μια ιδιαίτερη θέση στο «πάνθεον» της ελληνικής ιστορίας. Είναι το διάστημα κατά το οποίο η προεπαναστατική τους δράση «γιγαντώνεται», λαμβάνοντας πολλές φορές μυθικές διαστάσεις. Διαβάζοντας τις περιγραφές που ακολουθεί πλήθος απομνημονευματογράφων, συγγραφέων και μελετητών, δύσκολα ξεχωρίζει κανείς την πραγματικότητα από τα μυθιστορηματικά στοιχεία με τα οποία περιβάλλουν τη ζωή τους.
ADVERTISING
Ωστόσο, από αυτά τα κείμενα αντιλαμβανόμαστε ότι οι σχέσεις τους με τους Οθωμανούς και τη διοίκηση δεν ήταν πάντοτε τεταμένες, όπως θέλουν οι βιογράφοι τους να υπερτονίσουν. Συχνά, βέβαια, έρχονταν σε αντιπαράθεση και συγκρούσεις, αλλά υπήρχαν στιγμές και περίοδοι κατά τις οποίες υπήρχαν αρμονικές σχέσεις συνεργασίας.
Ο, αναμφίβολα, ουσιαστικός ρόλος των οπλοφόρων της περιόδου, κατά τη διάρκεια της δεκαετούς Επανάστασης (Επανάσταση του 1821) εξαιτίας του εμπειροπόλεμου και των γνώσεων στη χρήση των όπλων και κυρίως της δράσης τους στη συγκρότηση του επαναστατικού στρατεύματος αποτέλεσε τη βάση αυτής της ματιάς, μέσα από την οποία αντιμετωπίστηκε συνολικά το παρελθόν τους και φιλοτεχνήθηκε με μαεστρία η ηρωική φυσιογνωμία τους. Πολλοί σύγχρονοι μελετητές εντόπισαν στη δράση και στη στάση αυτού του σώματος την μετέπειτα επαναστατική φλόγα, η οποία συνεπήρε ολόκληρο το έθνος και το οδήγησε στη σύγκρουση με τον πολύ πιο ισχυρό οθωμανικό στρατό.
Ο εγγονός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και γιος του Ιωάννη Κολοκοτρώνη (Γενναίου), με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Φαλέζ, γράφει σε τέσσερις συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 31 Μαρτίου μέχρι τις 5 Απριλίου του 1884 σχετικά με τον Κόλια Πλαπούτα, τον πατέρα των εμβληματικών φυσιογνωμιών και αγωνιστών του 1821 και στενών συνεργατών του Θ. Κολοκοτρώνη, Δημήτριου και Γεώργιου Πλαπούτα, πλέκοντας το εγκώμιό του.
Τον περιγράφει ως τέκνον του Έρωτος και της Ανδρείας, αποδίδοντάς του σχεδόν, μυθικές διαστάσεις. Ξεκινώντας το άρθρο του γράφει: «εάν θαυμάζη τις τους αρματωλούς Παναγιώταρον, Λάμπρο Κατσώνην, Ζαχαριάν, Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, και τον υιόν αυτού Θεόδωρον, τον μέγαν Ανδρούτσον, τον Μπουκουβάλαν, Καρατάσον και λοιπούς, οίτινες έπεσαν ηρωϊκώς μαχόμενοι κατά του δεσποτισμού, εκρεουργήθησαν ή εδολοφονήθησαν, και επί τέλους οι διαδοθέντες μετά την κατά 1806 καταστροφήν των κατέφυγον εις Ιταλίαν και πρώην Επτάνησον και ούτω τότε απέσβεσεν ο αρματωλισμός εις τε την Πελοπόννησον και την Στερεάν…-εάν θαυμάζη τις λέγω, τους γίγαντας προγόνους ημών της εποχής εκείνης…».
Ο θαυμασμός που απορρέει από το κείμενο είναι αποκαλυπτικός της ενοποίησης διαφορετικών δεδομένων, εποχών και συγκυριών, στοιχείων, πληροφοριών με σκοπό να ενταχθούν όλα σε μια ενιαία, ηρωϊκού τύπου αφήγηση. Έτσι, για παράδειγμα, ο Κόλιας Πλαπούτας εντάσσεται σε αυτήν την κατηγορία, μολονότι, όταν ξέσπασε η Επανάσταση, όντας υπέργηρος δεν ήταν σε θέση να συμμετάσχει στον ηρωικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, όπως επίσης και λόγω της ασθένειας από την οποία είχε προσβληθεί- ασθένεια η οποία δεν αντιμετωπιζόταν εκείνην την εποχή- δεν ήταν σε θέση να λάβει μέρος στην επανάσταση.
Ο Πλαπούτας, πρέπει να σημειωθεί, ήταν πολύ δεμένος συναισθηματικά με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Θεοδωράκην του, όπως έλεγε αφού «εκείνος μόνο εν τω κόσμω τον εθάμβωσε». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, αν και βρισκόταν σε πολύ προχωρημένη-για την εποχή- ηλικία και ο οργανισμός του ήταν ιδιαίτερα εξασθενημένος από την ασθένειά του, έσπευσε σε..φορείο στην πολιορκούμενη Τριπολιτσά για να δώσει σχετικές πολεμικές συμβουλές στον αγαπημένο του οπλαρχηγό.
Ο Τάκης Χ. Κανδηλώρος επίσης, λίγα χρόνια αργότερα, αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στη δράση του Κόλια Πλαπούτα στο βιβλίο του "Η Γορτυνία", που εκδίδεται το 1898 και αναφέρεται με λεπτομέρειες στη ζωή του. «Ο Κόλιας είναι ίσως η περιεργοτέρα Γορτυνιακή φυσιογνωμία επί Τουρκοκρατίας δια την τε μυστηριώδη μορφή του…» επισημαίνει.
Ο έκλυτος βίος, η μεγάλη αδυναμία στις γυναίκες και η σκληρότητα
Ο Κόλιας Πλαπούτας είχε γεννηθεί, άγνωστο το πότε ακριβώς, στα Σουλιμά, αρβανιτοχώρι της Τριφυλλίας, μη γνωρίζοντας να μιλά την ελληνική, ενώ υπήρξε γενάρχης της οικογένειας Πλαπούτα ή Κολιόπουλου. Σύντομα απομακρύνθηκε από την περιοχή, λόγω της ένοπλης διαμάχης που είχε με έναν Τούρκο αξιωματούχο. Το μοτίβο αυτό ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένο για τους κλέφτες και τους οπλοφόρους της περιόδου, δηλαδή η απομάκρυνσή τους από τη γενέτειρα, λόγω κάποιας σύγκρουσης που συνέβη με έναν Τούρκο, γεγονός που τους αναγκάζει να διαφύγουν από την περιοχή. Ο Κόλιας Πλαπούτας, αφού περιπλανήθηκε σε αρκετά αρβανίτικα χωριά, εγκαταστάθηκε οριστικά στον οικισμό Παλούμπα, όπου έχτισε αργότερα και το λιθόκτιστο σπίτι του.
Λόγω της δράσης και των ικανοτήτων του, ανέλαβε την ιδιότητα του καπόμπαση, δηλαδή αρχηγού των κάπων στην περιοχή της Λιοδώρας και εντάχθηκε στην υπηρεσία της οικογένειας Δεληγιάννη ή Αναγνωστόπουλου, δηλαδή της οικογένειας προκρίτων από τα Λαγκάδια Γορτυνίας. Οι περιγραφές, όμως, που τον ακολουθούν αναδεικνύουν έναν άνθρωπο ελεύθερο, ιδιαίτερα βίαιο που έκανε να μοιάζει πολύ στο σύνολο των συμπεριφορών του με τη ζωή ενός ισχυρού Οθωμανού. Το ακόλουθο περιστατικό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό: Μετά από σκληρή μάχη με τουρκικές δυνάμεις στην Καμηνίτσα στάλθηκε προς καταδίωξη του Πλαπούτα και των ανδρών του ο Χάτζιος, ο οποίος μάλιστα υποσχέθηκε ότι μόλις συλλάβει τον Πλαπούτα θα τον σουβλίσει ζωντανό, αφού πρώτα τον ξυρίσει. Ο Πλαπούτας όμως κινήθηκε πιο γρήγορα. Στις 15 Αυγούστου αιφνιδίασε τις δυνάμεις του Χάτζιου και εξουδετέρωσε τον αντίπαλό του πετώντας τον από το άλογο. Εν συνεχεία, τον οδήγησε στη Ζάτουνα της Αρκαδίας όπου του επιφύλαξε την τύχη που είχε υποσχεθεί ο Χάτζιος για αυτόν. Τον ξύρισε και τον σούβλισε ζωντανό λέγοντας χαρακτηριστικά: «Με τους Τούρκους που δεν πειράζουν Χριστιανούς, ο Κόλιας είν’ αδέλφι.
Μα όσοι πειράξουν Χριστιανό, ας δουν τι έπαθε ο Χάντζος».
Ο Κόλιας είχε παντρευτεί την Κυρατσώ από την οικογένεια Τζωρτζαίου, με την οποία είχε κάνει δύο γιους τους Δημήτριο και Γιώργο, κατοπινούς οπλαρχηγούς που έδρασαν κυρίως στην Επανάσταση. Είχε όμως σύμφωνα με τις πληροφορίες που μεταφέρουν οι βιογράφοι του, «σπιτώσει» μια μουσουλμάνα, ονόματι Λιόσια, με την οποία επίσης τεκνοποίησε, προκαλώντας όμως τη δυσαρέσκεια της νόμιμης συζύγου του και των υπόλοιπων παιδιών του.
Εκτός από βίαιος και ελεύθερος χαρακτήρας ο Κόλιας ήταν ένας άνθρωπος που έκανε σχεδόν ακόλαστη ζωή. Ο Φαλέζ εμπλουτίζει ακόμα περισσότερο την αναφορά σε σχέση με τον Κόλια και αναφέρεται σε τρεις δεσμούς που διατηρούσε παράλληλα, μια νόμιμη σχέση με την Κυρατσώ και δύο θεραπαινίδες μουσουλμάνες, την Λιόσια και μια ακόμα μουσουλμάνα την οποία όμως δεν την κατονομάζει. «Μετά των γυναικών του απέκτησε και άλλα τέκνα και σήμερα υπάρχουν τόσοι απόγονοί του, ώστε δύναται να πει κανείς ότι Παλούμπα και Πλαπούτας είναι ταυτόσημον», σημειώνει ο Φαλέζ. Ο Τ. Κανδηλώρος αναφέρεται σε δύο γυναίκες, την Κυρατσώ (την οποία χαρακτηρίζει ως κυρία), «αλλά φιλήδονος ων εκ φύσεως και ανατροφής πολλάκις ενυμφεύθη και δια της αριστεράς χειρός». Από τη σχέση του με την μουσουλμάνα θεραπαινίδα με το όνομα Λιόσια γεννήθηκαν οι Παρασκευάς και Θανάσης.
Η στάση της υπόλοιπης «νόμιμης» οικογένειας σε σχέση με την μουσουλμάνα Λιόσια δεν ήταν ανεκτική ή τουλάχιστον δεν ήταν πάντοτε ανεκτική. Σε αυτό το σημείο ο Τ. Κανδηλώρος είναι πολύ πιο αναλυτικός στην περιγραφή του: έτσι, αναφέρει ότι λόγω της σχέσης του με τις μουσουλμάνες δούλες που είχε «σπιτώσει», υπήρχαν πολλές αντιδράσεις από τα νόμιμα παιδιά του. Οι αντιρρήσεις αυτές ήταν τόσο ισχυρές που έφτασαν έως και τον φόνο. Ο Γιωργάκης Πλαπούτας σκότωσε με μανία τη μητέρα του Παρασκευά και του Θανάση «δια την ήσσονα της ιδίας μητρός εν τη οικία θέσιν, εθανάτωσε τη μητέρα του Παρασκευά Λιόσιαν ονόματι, ζυμώνουσαν παρά τον σωζόμενον έτι κλίβανον, θραύσας την κεφαλίν της δια πλαστηρίου, κατέλιπεν δε έκ τούτου επί τινά έτη την πατρικήν οικίαν διωχθείς υπό του Κόλλια, του άλλως δε μηδόλως πενθήσαντος».
Ήταν τέτοια η έλξη που ένιωθε προς το άλλο φύλο ο Κόλιας, που φαίνεται ότι δεν μπορούσε να του σταθεί τίποτα ως εμπόδιο. Όλοι περιγράφουν ένα άλλο περιστατικό με πρωταγωνιστή τον ίδιο που δείχνει το πάθος των ερωτικών του επιθυμιών. Γράφει ο Φαλέζ : ήτο μάλιστα και επιθετικός, διότι καθίστατο εκτός εαυτού εις την αντίκρυσιν ωραίας και δεν ελάμβανε υπ’ όψιν τίποτα. Έτσι, μόλις έφτασε στην Παλούμπα μια νύφη, ο Κόλλιας παρατήρησε την ομορφιά της και σχεδίασε τα πάντα προκειμένου να πέσει η νεαρά στην αγκαλιά του. «Ο Κόλιας ώρμησε εκ μέσου του σάλου προς τον οίκον, ήρπασε την νύφην επί των ώμων, εμακρύνθη και αφού την εθαύμασε, την επανάφερε και την άφηκεν εις την θύραν…». «Άμα εφύγατε, εφώναζε, ήρθε ένα θεργιό μαύρο και μ’ έσφιξε δυνατά, που δεν μπορούσα να φωνάξω π’ χε το στήθος μαλλιαρό και τα βυζιά κρεμασμένα σαν γυναίκα».
Όπως και αν έχει, ο Κόλλιας Πλαπούτας ήταν τόσο ξακουστός στα μέρη που το όνομά του μνημονεύεται στη δημοτική ποίηση στην οποία υμνούνται τα κατορθώματά του, όπως στο ακόλουθο πεντάστιχο.
"Δεν σ'τώπα Κεχαγιάμπεη και σένα Βέη-Ζουλάγα
Την Κυριακή να φύγετε στου Λάλα μη σταθήτε
Γιατί έφτασεν η κλεφτουργιά κι ο Κόλιας ο Πλαπούτας
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κι ακόμα ο λόγος λέει
Κι ο Γέρος Κόλιας έρχεται το κάστρο να τους πάρη"
Τον ύμνησαν επίσης και οι συντοπίτες του, οι Παλουμπαίοι
Λουκίσσα με τα κρύα νερά, με τους εφτά καντάλους
Και συ καϋμένε Μπαστηρά, με τα πολλά κεράσια
Και Λάλα με χανούμισες με της βαρειές κυράδες
Που δεν εμπεγεντούσανε τη γης για να πατήσουν
Τώρα πως καταντήσανε... Βαρελοκουβαρίστες!
Φέρνουν βαρέλια για ψωμί του Κόλια του Πλαπούτα.
Ο Στάθης Κουτρουβίδης είναι ιστορικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου