Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Φεβρουαρίου 28, 2024

Η μεγάλη απόδραση από τα Βούρλα


 Οπως κατέγραψε η σύζυγος του Κώστα Λατίφη, Κατίνα Τέντα-Λατίφη, τη θεαματική ενέργεια 27 υπόδικων και καταδικασμένων κομμουνιστών στις 17 Ιουλίου 1955.



Με το πτυχίο της Παντείου διορίστηκα στο υπουργείο Οικονομικών – Τμήμα Τελωνείου Πειραιώς, όπου εργάστηκα έως το 1955.

Δεν είχα διακόψει την επαφή μου με ανθρώπους οργανωμένους στο παράνομο Κόμμα και, πάντα βοηθούσα, είτε οικονομικά, είτε με διάφορες εξυπηρετήσεις. Μέσα απ’ αυτές τις διασυνδέσεις, όταν έγινε η μεγάλη δραπέτευση των 27 αγωνιστών, καταδικασμένων με βαρύτατες ποινές, από τις φυλακές των Βούρλων, με πλησίασαν και μου ζήτησαν οικονομική βοήθεια και σπίτια για να κρυφτούν και, στο τέλος, να τους βρω δυο διαβατήρια για να βγουν στην Ιταλία, δυο δραπέτες, ο Ανδρέας Βελής και ο Γκαστόν Βερναρδής.


Εδωσα το δικό μου διαβατήριο στον Βελή και, από ένα φίλο μου Γιώργο ..., δανείστηκα το δικό του για μια εβδομάδα και το έδωσα στον Γκαστόν. Στον φίλο μου δεν είπα την αλήθεια, αλλά ότι θα το έδινα σε κάποιον για να μου φέρει ένα σκούτερ. Τότε, στο τελωνείο, γίνονταν τέτοια αλισβερίσια κι εγώ, επειδή ήμουν τελωνειακός επιθεωρητής, είχα κάνει πολλές φορές στραβά μάτια στους πλοιάρχους των δρομολογίων, για να περάσουν λαθραία νάιλον κάλτσες και διάφορα ρούχα. Γι’ αυτό ένιωθαν σε μένα υποχρεωμένοι.

Τη βραδιά που θα αναχωρούσαν, 11 η ώρα τη νύχτα, εγώ ήμουν εκεί, τη διασύνδεση την είχα με τη Λένα Χριστοδούλου, γυναίκα του Γκαστόν, η οποία είχε βοηθήσει στη δραπέτευσή τους. Δεν τη γνώριζα από πριν, αυτή ήρθε και με βρήκε και μου είπε ότι θα είναι η ίδια με τον άνδρα της. Την ώρα του ελέγχου είπα στους ελεγκτές ότι «είναι δικοί μου άνθρωποι, μη τους ελέγχετε», εγγυήθηκα εγώ γι’ αυτούς. Η Λένα είχε δικό της διαβατήριο, ο Γκαστόν είχε του Γιώργου, με αλλαγμένη, όμως, τη φωτογραφία. Ετσι, πέρασαν οι δυο τους. Μετά από λίγες ημέρες, ήρθε η σειρά του Βελή, που είχε το δικό μου όνομα, αλλά, δική του φωτογραφία. Εφυγε κι αυτός. Η συμφωνία μας ήταν να βρουν τρόπο να μου τα επιστρέψουν άμεσα, διορθώνοντάς τα με τους μηχανισμούς που είχαν.



Εν τω μεταξύ, βούιξε ο τόπος από την είδηση της δραπέτευσης, με ανακοινώσεις από την Ασφάλεια ότι θα καταδικαστούν εις θάνατον αν πιαστούν οι δραπέτες και όσοι τους βοηθήσανε. Τα διαβατήρια, όμως, δεν έρχονταν. Οι Γκαστόν - Λένα και Βελής, από την Ιταλία, πήγαν στη Ρουμανία κι εκεί τα έδωσαν στο Κόμμα και αυτοί τα χρησιμοποίησαν, αδιαφορώντας για μένα και τον Γιώργο που κινδυνεύαμε! Οταν, αργότερα, βρέθηκα κι εγώ στη Ρουμανία και, με επιστολή μου στο Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής, διαμαρτυρήθηκα έντονα γι’ αυτό, διατυπώνοντας μάλιστα τη φράση «εγώ ήμουν δεύτερης διαλογής μέλος σας;» μου απάντησε ο Παρτσαλίδης ότι αυτός έφταιγε που δεν φρόντισε επιστραφούν.

Ο Γιώργος, τρομοκρατημένος από τα δημοσιεύματα, ήρθε και μου ζήτησε το διαβατήριο, διαφορετικά, είπε, θα πήγαινε στον Ρακιντζή της Ασφάλειας να με καταγγείλει για να γλιτώσει τις συνέπειες. «Κατάλαβα», είπε, «ότι είπες ψέματα, σε ξέρω από την Κατοχή, ότι ήσουν Αριστερός και ότι έχεις σχέση με τους δραπέτες». Μου έδωσε μια προθεσμία, αλλά, το διαβατήριο δεν ερχόταν και η Οργάνωση, από την οποία το ζητούσα, μου είπε να παραιτηθώ από το τελωνείο και να περάσω στη παρανομία. Γνώστης αυτής της υπόθεσης στο Κόμμα ήταν ο Σπύρος Δεληβοριάς, στέλεχος της Αντίστασης και του Κόμματος. Απ’ την άλλη, ο οικογενειακός γιατρός της οικογένειάς μας ήταν και συνεργάτης της Ασφάλειας Κουκακίου. Πληροφορήθηκε ότι πρόκειται να με συλλάβουν και με ειδοποίησε να φύγω.



Εγώ, ζήτησα τότε την εξυπηρέτηση του πλοιάρχου. «Θέλω», του είπα, «να πάω στην Ιταλία, να πάρω για την αδελφή μου μια γούνα, αλλά δεν έχω διαβατήριο». «Κανένα πρόβλημα», μου είπε, «θα έρθεις αύριο, 12 η ώρα το μεσημέρι, θα σε βάλουμε στο πλοίο, θα κρυφτείς στο καμαρίνι μου, θα σε βγάλουμε στην Ιταλία εμείς, και το βράδυ θα σε περιμένουμε να επιστρέψεις. Ευκαιρία, να κάνουμε κι εμείς κάτι για σένα».

Ετσι κι έγινε. Στην Ιταλία, η Αστυνομία με άφησε να βγω, αλλά ζήτησε εγγυητικές υπογραφές από τον πλοίαρχο τον Πετρόπουλο και από τον αντιπλοίαρχο ότι θα επιστρέψω. Εγώ όμως είχα εντολή από το Κόμμα να φύγω και να βρω τρόπο να φτάσω στη Ρώμη, στον διευθυντή της εφημερίδας «Unita» του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας.

Κατεβαίνοντας από το πλοίο, πήρα ταξί και πήγα στα γραφεία του Ιταλικού Κόμματος του Μπάρι, τους είπα ότι είμαι Ελληνας, παράνομος, τους ζήτησα βοήθεια και πράγματι μου έδωσαν εισιτήριο να φύγω με λεωφορείο για τη Ρώμη. Είχαν περάσει ήδη επτά ώρες από την ώρα που το πλοίο είχε φύγει για Πειραιά κι εγώ δεν είχα επιστρέψει. Ταξιδεύοντας όλη τη νύχτα, 10 -15 χιλιόμετρα πριν από τη Ρώμη κατέβηκα. Είχε πια ξημερώσει κι εγώ, από ένστικτο ότι μπορεί να γίνει έλεγχος, πήρα το τοπικό λεωφορείο για Ρώμη. Οι φόβοι μου είχαν επαληθευτεί, γιατί πιο κάτω στη διαδρομή η Αστυνομία είχε σταματήσει το λεωφορείο και ζητούσε από τους επιβάτες «passaporto». Πιο πέρα, ζήτησα από τον σοφέρ του τοπικού να με κατεβάσει και με τα πόδια πήγα στη Ρώμη, πήρα μια «Unita», είδα τη σύστασή της και πήγα εκεί. Ζήτησα τον διευθυντή της, του εξήγησα την περίπτωσή μου και μου είπε: «Θα σε βάλουμε να μείνεις κλεισμένος σε ένα σπίτι έως ότου επικοινωνήσουμε με το Κόμμα σας, να μας επιβεβαιώσει τα λεγόμενά σας».

Πέρασε καιρός, ήρθε η επιβεβαίωση και μου είπαν «Θα περιμένεις να σου στείλουν το διαβατήριό σου». Πέρασαν αρκετοί μήνες, με είχαν στείλει σε δικά τους καταστήματα, με έντυσαν, μου έδωσαν παπούτσια, με φωτογράφησαν και έβαλαν στο διαβατήριο μου τη φωτογραφία μου. Τότε διαπίστωσα πόσο μεγάλο και οργανωμένο ήταν το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Είχα ήδη μάθει την Ιταλική Γλώσσα, διαβάζοντας και συζητώντας. Στο σπίτι ερχόταν κανονικά εκπρόσωπος του Κόμματος, ο Pinni, και με αυτόν κάναμε συζητήσεις γύρω από τον ελληνικό Εμφύλιο.

Τον Δεκέμβριο του 1955, αφού όλα είχαν τακτοποιηθεί, έφυγα με τρένο, μέσω Αυστρίας - Ουγγαρίας, στην Πράγα, όπου, με υποδέχτηκε ο Μάρκος Βαφειάδης, ο οποίος με συνόδευσε σε ένα ξενοδοχείο που ήταν για τους ξένους. Εκεί, γνώρισα διάφορες προσωπικότητες του διεθνούς κινήματος, όπως τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Σε συνέχεια, με έστειλαν στο Βουκουρέστι και, για ένα χρόνο, στην πόλη του Ντεζ, όπου ήταν η Διαφώτιση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.

Επειδή ζήτησα να φοιτήσω, με έστειλαν στο Βουκουρέστι, στην Ακαδημία Οικονομικών Επιστημών -5ετής φοίτηση- την οποία τελείωσα και αμέσως διορίστηκα στο υπουργείο Εξωτερικού Εμπορίου, όπου εργάστηκα σε μεγάλες οικονομικές μελέτες, από τις οποίες οι δύο παρουσιάστηκαν στη Γενεύη, στη Διεθνή Συνδιάσκεψη Εμπορίου, από τον υπουργό Οικονομικών της Ρουμανίας, έφερναν όμως το όνομα το δικό μου και ενός Ρουμάνου συναδέλφου. Το θέμα ήταν «Η Παγκόσμια Κατάσταση των «Αδηλων Πόρων».

Στο Βουκουρέστι, παντρεύτηκα την συμφοιτήτριά μου Κατίνα Τέντα και αποκτήσαμε μια κόρη.

Ταυτόχρονα, με τη φοίτηση μου, χρησιμοποιήθηκα σαν εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Κόμματος, «Φωνή της Αλήθειας», επί εννέα χρόνια.

– Και ενώ ο Κώστας Λατίφης είχε εξαφανιστεί και δεν έδινε σημεία ζωής, η μητέρα του ήταν στο νοσοκομείο και στις 6 Αυγούστου 1955, ημέρα των γενεθλίων του, με τον αναστεναγμό «Αχ, ο Ντίνος μου!» εξέπνευσε από ανακοπή!–
Κατίνα Λατίφη


Τον καιρό της Κατοχής, η Κατίνα Τέντα - Λατίφη, μαθήτρια ακόμη, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Κυνηγήθηκε από παρακρατικές ομάδες, συνελήφθη, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Ικαρία απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερη ως ανήλικη έπειτα από γνωμοδότηση της Επιτροπής του ΟΗΕ. Φτάνοντας στον Πειραιά τη συνέλαβαν, δραπέτευσε και κατέφυγε στο βουνό όπου εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ). Εκεί γνώρισε τον Πέτρο Κόκκαλη και τη γυναίκα του, Νίκη.

Με την ήττα του ΔΣΕ πέρασε στις Ανατολικές Χώρες και το 1952, ως μέλος στην ομάδα του Ν. Μπελογιάννη, κατέβηκε παράνομα στην Αθήνα, όπου παρέμεινε έως το 1954, οπότε και διέφυγε πάλι στο εξωτερικό. Επέστρεψε στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1974, αμέσως μετά την πτώση της χούντας, όπου επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια που της είχαν στερήσει.

Σπούδασε στη Μόσχα, στο Βουκουρέστι και στο Παρίσι, κοινωνικές και οικονομικές επιστήμες, με ειδίκευση στο Διεθνές Εμπόριο. Οταν ήταν φοιτήτρια παντρεύτηκε τον οικονομολόγο Κώστα Λατίφη και απέκτησε μία κόρη.

Εργάστηκε ως διευθύντρια Εξαγωγών σε διάφορες εταιρείες (πετρελαιοειδών κ.α. ), κυρίως όμως σε αμπελοοινικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις έως τη συνταξιοδότησή της. Ασχολείται με την έρευνα και την καταγραφή της αντιστασιακής και εμφυλιοπολεμικής περιόδου.

Εχει εκδώσει το βιβλίο «Τα απόπαιδα» (Εξάντας, 1999, β΄ έκδοση: Αλεξάνδρεια, 2019, γαλλική έκδοση: Les enfants répudiés de Grèce, L’Harmattan, 2014), «Πέτρος Σ. Κόκκαλης - Βιωματική βιογραφία, 1896-1962» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011). Η Κατίνα Τέντα - Λατίφη κατάγεται από τον Αλμυρό Μαγνησίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου