Αυγούστου 06, 2021
Ιωάννης Καποδίστριας: Ο φωτισμένος κυβερνήτης- Ο πιστός Χριστιανός
Του Κώστα Δημ. Κονταξή*
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1831, λίγες μέρες πριν το αίμα του βάψει τα σκαλοπάτια του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο, ο Ιωάννης Καποδίστριας έγραψε στον επιστήθιο φίλο του και μεγάλο ευεργέτη της Ελλάδας, τον Ελβετό Ιωάννη- Γαβριήλ Eynard, και την ακόλουθη προφητική για τον εαυτό του φράση:
«Ας λέγουν και ας γράφουν ό,τι θέλουν. Θα έλθη όμως κάποτε καιρός, ότε οι άνθρωποι κρίνονται όχι σύμφωνα με όσα είπον ή έγραψαν περί των πράξεών των, αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεών των. Υπ’ αυτής της πίστεως, ως αξιώματος, δυναμούμενος έζησα μέσα εις τον κόσμον μέχρι τώρα, οπότε ευρίσκομαι εις την δύσιν της ζωής μου, και υπήρξα πάντοτε ευχαριστημένος δια τούτο. Μου είναι αδύνατον πλέον να αλλάξω τώρα. Θα συνεχίσω εκπληρών πάντοτε το χρέος μου, ουδόλως φροντίζων περί του εαυτού μου, και ας γίνη ό,τι γίνη1».
Και ήλθε, πράγματι, ο καιρός, που η ιστορία έκρινε, κρίνει και θα κρίνει, κατά την Ελένη Κούκκου, τον Καποδίστρια από τη μαρτυρία των πράξεών του, από το τεράστιο εθνικό του έργο, από την ανυπολόγιστη προσφορά του προς την Ελλάδα και τους Έλληνες. Από το έργο του, που ακόμα δεν το γνωρίζουμε σε βάθος, και από την προσφορά του, που ακόμα δεν μας είναι γνωστή σε όλες τις εκδηλώσεις της. Σωστά γράφτηκε, τελευταία, πως ο Καποδίστριας «είναι συγχρόνως ο μεγάλος γνωστός και ο μεγάλος άγνωστος» και ότι «εξακολουθεί ακόμα να αναδύεται από το σκοτάδι, μέσα από τα αδημοσίευτα αρχεία…2».
«ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας του Αντωνομαρία έζησε μίαν ζωήν μεγάλων διαστάσεων», παρατηρεί ο Παν. Ζέπος, «την οποίαν εσφράγισε με την υπέρτατην θυσίαν, ακριβώς την εποχή που η παρουσία του αποτελούσε εγγύησιν και ελπίδα δια το ταλαιπωρημένον και αναγεννώμενον έθνος. Ο εκλεπτυσμένος άρχοντας, ο δεξιοτέχνης διπλωμάτης και πολιτικός, ο απαράμιλλος διοργανωτής, ο μεγάλος ονειροπόλος, ο ασκητικός, ο έντιμος και αδιάφθορος, υπήρξεν ο αγωνιστής, που με τον αγώνα του τον καλόν εθεμελίωσε το νεώτερον ελληνικό κράτος, του έδωσε τα πρώτα του οριστικά σύνορα και του εφύσησε ψυχή και δύναμη δια να ορθοποδήση και να ακολουθήση τον δρόμον των μεγάλων του πεπρωμένων. Ο άνθρωπος με την βαθύχρωμη ρεδιγκόταν έδωσε σχήμα και μορφήν εις το τότε ασχημάτιστον και άμορφον ελληνικόν κράτος. Και την ανεκτίμητην αυτήν προσφοράν του επλήρωσε με την ζωήν του. Η θυσία του υπήρξε θυσία ήρωος και ο θάνατός του τραγωδία3».
Ο Καποδίστριας μεγάλωσε σε ένα καθαρά πατριαρχικό περιβάλλον, μαζί με τους άλλους οκτώ αδελφούς και αδελφές του, με έντονα θρησκευτική αγωγή και από τους δύο γονείς. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε από τους δασκάλους του τόπου του και από τα δώδεκα χρόνια του αισθάνεται έντονα την κλίση προς τη μελέτη της ορθόδοξης πίστης. Αυτή την κλίση θα του την καλλιεργήσει σε βάθος ο μοναχός Συμεών στη Μονή Πλατυτέρας, όπου σύχναζε ο νεαρός Καποδίστριας.
Το 1794, έχοντας συμπληρώσει την παιδεία που μπορούσε, τότε, να του προσφέρει η Κέρκυρα, έφυγε για τη Βενετία, για να σπουδάσει στο περίφημο, τότε, Πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Σπούδασε, βασικά, ιατρική και παρακολουθούσε ως ακροατής, όπως συνηθιζόταν τότε, και τις παραδόσεις των καθηγητών στον κλάδο της νομικής επιστήμης, έχοντας πάντα μιάν ιδιαίτερη κλίση προς τις φιλολογικές και φιλοσοφικές επιστήμες.
Στην Ιταλία, κυκλοφορούσαν, τότε, οι επαναστατικές ιδέες της γαλλικής επανάστασης και οι διακηρύξεις των υλιστικών θεωριών. Ο νεαρός Καποδίστριας βρέθηκε ξαφνικά, από το συντηρητικό περιβάλλον του σπιτιού του και της κλειστής κοινωνίας της Κέρκυρας, μέσα στο στρόβιλο των υλιστικών ρευμάτων της Δύσης και την έξαρση του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού. Η θεμελιωμένη, όμως, πάνω στις πνευματικές αξίες προσωπικότητά του έμεινε ανεπηρέαστη και ξένη απέναντι σε όσες ιδέες και τάσεις επιδίωκαν να συντρίψουν κάθε ισορροπία και σύνδεσμο ανάμεσα στις ελευθερίες και τα δικαιώματα και στα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του ανθρώπου.
Μονάχα σε ένα σημείο άφησε, κατά την Ελένη Κούκκου, τον εαυτό του συνειδητά ελεύθερο να επηρεαστεί από τις νέες ιδέες και τα πρωτοφανέρωτα ρεύματα: σε ό,τι αφορούσε στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην ισοπολιτεία και ισονομία ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους3.
Το 1797, σε ηλικία 21 ετών, μόλις, ο Καποδίστριας, «εφωδιασμένος με τον στέφανον της ιατρικής, της νομικής και της φιλοσοφίας», γύρισε στην Κέρκυρα, όπου άρχισε να ασκεί το ιατρικό έργο. Όπως ο ίδιος διηγόταν, αν και ένιωθε έμφυτη και δυνατή κλίση προς τη φιλοσοφία και τα γράμματα, αποφάσισε να ασκήσει, τελικά, την ιατρική, γιατί επιθυμούσε να θέσει την επιστήμη του και τον εαυτό του στην ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο λαός της Κέρκυρας, και κυρίως οι φτωχοί και οι δυστυχείς, ένιωσαν αμέσως την ευεργετική και αφιλόκερδη παρουσία του. Τους τελευταίους όχι μονάχα τους επισκεπτόταν και τους θεράπευε δωρεάν, αλλά τους έδινε και τα αναγκαία χρήματα, την κατάλληλη τροφή και τα απαραίτητα φάρμακα. « Οι πάσχοντες πτωχοί τον εκάλουν παρήγορον ιατρόν, ευεργέτην, πατέρα», σημειώνει ο Σπ. Δε Βιάζης5.
Ασχολήθηκε, για πρώτη φορά, με τη διαχείριση των κοινών, κατά τη ρωσοκρατία, όταν υπηρετώντας την Επτανησιακή Δημοκρατία, απέδειξε τις έμφυτες ικανότητές του στη διοίκηση και στην αντιμετώπιση των πολιτικών προβλημάτων. Αυτό υπήρξε η αφορμή να τον προσέξουν οι Ρώσοι και να τον καλέσουν, αργότερα, στην Αγία Πετρούπολη, όταν στα Επτάνησα ηγεμόνευαν οι Γάλλοι.
Το 1809, έφθασε στη Ρωσία. Και εκεί, η ευφυΐα του, αλλά και η καλή του τύχη του άνοιξε τους μεγάλους δρόμους στην καταπληκτική του σταδιοδρομία.
Γρήγορα σημείωσε τις πρώτες του επιτυχίες στη ρωσική διπλωματία. Οι εισηγήσεις του για την επίλυση των δύσκολων προβλημάτων της ζωής των λαών της Βαλκανικής χερσονήσου, η υπηρεσία του στη Βιέννη και η ανάληψη εμπιστευτικής θέσης στο Βουκουρέστι, όλα αυτά μαζί και περισσότερο από όλα η προσωπική του επαφή με τον τσάρο, καθιέρωσαν την καλή φήμη του Καποδίστρια ως ικανού διπλωμάτη.
Το 1815, διορίζεται, από τον τσάρο υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας και στη θέση αυτή παρέμεινε, μαζί με το Νέσσελφοντ, μέχρι το 1822, αναπτύσσοντας την απίθανη δραστηριότητά του, αγωνιζόμενος εναντίον των μηχανορραφιών του Μέττερνιχ και υπέρ των καταπιεζόμενων λαών και, ακόμη, προσπαθώντας, έντεχνα, να παρασύρει τον τσάρο σε κάποια συμπαράσταση προς τον ετοιμαζόμενο για το μεγάλο Αγώνα ελληνικό λαό.
Τον Αύγουστο του 1822, έφυγε από τη Ρωσία με αναρρωτική άδεια και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου θα περιμένει τη μεγάλη του ώρα. Και η ώρα αυτή θα φτάσει, όταν η Γ’ Εθνοσυνέλευση θα τον εκλέξει, τον Απρίλιο του 1827, Κυβερνήτη της Ελλάδας για μια επταετία6.
Στις 6 Ιανουαρίου 1828, ο Καποδίστριας αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο και στις 11 του ίδιου μήνα έφτασε στην Αίγινα. Αμέσως, τότε, ορκίσθηκε στην εκκλησία και άρχισε τον πολύπλευρο αγώνα του. Από την πρώτη στιγμή, ο Καποδίστριας βρέθηκε αντιμέτωπος με τα τεράστια προβλήματα, τα εκρηκτικά και ακανθώδη, που αποτελούσαν, τότε, την ελληνική πραγματικότητα. Από τα πρώτα του βήματα άρχισε η δύσκολη πορεία προς το Γολγοθά του, όπως ο ίδιος, προφητικά είχε προβλέψει όταν πληροφορήθηκε την εκλογή του7.
Σε συνομιλία του με το Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τον ένα από τους κατοπινούς δολοφόνους του, που τον επισκέφθηκε τότε, το 1828, στην Αίγινα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, είπε και τα εξής: «…Αν δεν μας αποστραφεί ο μεγαλοδύναμος και αξιωθούμε την ευλογία του, τα ακροθαλάσσιά μας θα στολισθούν από εύμορφες πολιτείες, η σημαία η ελληνική θα δοξάζεται εις τα πελάγη, ήμερα δένδρα θα ανθίζουν εις τα άγρια βουνά και οι ερημιές θα πληθύνουν από κατοίκους… ένα μόνο φοβούμαι και με δέρνει υποψία, τρέμω την απειρία σας· αν η νέα κυβέρνησις τύχει να συγκρουσθεί με συμφέροντα ξένων δυνάμεων… η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύει στην καρδιά μας Θεός ζηλότυπος, μόνο το αίσθημα το ελληνικό· ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης: Είθε οι νέοι της Ελλάδος να είναι βοηθοί μου και πρώτος εσύ8…».
Είναι μνημείο συνταρακτικό η συνομιλία αυτή του Κυβερνήτη με το Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Αν έχει αποδοθεί με ακρίβεια από τον Τερτσέτη, η συνομιλία αυτή δίνει ζωντανή την εικόνα της ερήμωσης και της καταστροφής που βρήκε ο Καποδίστριας κατά την άφιξή του, αλλά και παρασταίνει τους ελπιδοφόρους οραματισμούς του για τη σύνταξη του ακόμη μαχόμενου και τεμαχισμένου κράτους, που κλήθηκε να κυβερνήσει. Πιστός χριστιανός αποθέτει τις ελπίδες του στο Θεό, αλλά και βεβαιώνει ότι θα δώσει όλες του τις δυνάμεις για την επιτυχία του έργου του, ενός έργου που οραματίσθηκε καθαρά ελληνικό απαλλαγμένο από κάθε ξενολατρεία. Η συνομιλία του με το Γεώργιο Μαυρομιχάλη είναι έκφραση του συμβολαίου του με την πατρίδα. Με την πατρίδα, που θα υπηρετήσει, ολόψυχα, επί τρία χρόνια, οκτώ μήνες και λίγες ημέρες μέχρι την ημέρα της θυσίας του.
Ο Καποδίστριας, που έζησε τα περισσότερα χρόνια του έξω από την Ελλάδα, υπήρξε κατ’ εξοχήν Έλληνας, φορέας εκείνων των αρετών που κάνουν την ελληνική ιστορία, την ελληνική τέχνη και την ελληνική σκέψη βάθρο του πολιτισμού όλων των λαών της Ευρώπης. Υπήρξε, όμως, όπως ειπώθηκε και πιστός χριστιανός· σε κάθε ενέργειά του ζητούσε τη βοήθεια του Θεού και πίστευε, πάντα, ότι η σωτηρία της πατρίδας είναι θέλημά του. Οι προτροπές του θυμίζουν αποστολικά κείμενα και φανερώνουν την αγωνία του για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, «το ζώσιμον ή θανάσιμον ζήτημα της Ελλάδος10».
Στο πρώτο επίσημο γράμμα του προς τον Πρόεδρο της Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων, που αποφάσισε την εκλογή του ως Κυβερνήτη, ανάμεσα σε πολλά άλλα, γράφει: «…Αι μεν από χρόνου ροπαί πάντως εν χερσί Θεού κείνται· αλλ’ όμως και υμείς δύνασθε, κύριοι, να τας παρασκευάσετε δεξιάς. Έσται δε τούτο, βεβαιωθήτε, αν πιστοί εις τας αναλλοιώτους αρχάς της αγίας ημών πίστεως, ομοψύχως και αδόλως συνεργάζεσθε εις τα της κοινής σωτηρίας, οι μεν τα όπλα φέροντες ου μόνον ευάνδρως και αφωσιωμένως, αλλά και μετά πάσης πειθαρχίας προς τους κοσμήτορας11…».
Την ίδια ημέρα, 14 Αυγούστου 1827, έγραψε και στον Πρόεδρο της Προσωρινής Κυβερνήσεως της Ελλάδος, για να τονίσει, ανάμεσα σε άλλα, ότι η πατρίδα θα σωθεί με τη βοήθεια του Θεού: «…Ας καταγινώμεθα λοιπόν εις διεκπεραίωσιν της ενδόξου ταύτης υποθέσεως εν πίστει, εν αφιλοκερδεία, εν ομονοία, εν συνέσει, καθότι πρώτιστον πάντων των λοιπών έχομεν το κοινόν τούτο αγώνισμα, και ούτω του Θεού συναιρομένου σωθήσεται η πατρίς12…».
«Αν κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας μερικά χρόνια ακόμα- όταν πέθανε, δεν ήταν ούτε 56 ετών- θα ήταν άλλη η μοίρα αυτού του τόπου και πολλά δεινά που ακολούθησαν θα είχαν αποτραπή», παρατήρησε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. «ίσως λίγοι τότε να ήταν σε θέση να αναμετρήσουν το μέγεθος της εθνικής συμφοράς, που προκάλεσε ο θάνατός του. Μόνο η απόσταση μας επιτρέπει να τη δούμε σήμερα ολόκληρη, σε όλες της τις συνέπειες13».
Πηγή πολιτικού φρονηματισμού θα έπρεπε να μας είχαν γίνει τα σκοτεινά εκείνα χρόνια της πρώτης μεταπελευθερωτικής περιόδου. Το μέτρο- και μόνο αυτό- δίνει στον άνθρωπο ανθρωπιά και στον Έλληνα τη δύναμη να κάνει θαύματα. Δεν αρκούν οι πρόσκαιρες ηθικές πατριωτικές εξάρσεις, όταν τις ακολουθούν μακρές περίοδοι αφροσύνης και ακαταστασίας. Το μέτρο επιβάλλει τη συνέχεις και τη συνέπεια στους λόγους και στις πράξεις.
Ο Καποδίστριας μπορεί και πρέπει να μας γίνει υπόδειγμα, ζωντανή παρουσία του ε λ λ η ν ι κ ο ύ μ έ τ ρ ο υ.
*επίκουρου Καθηγητή Λαογραφίας
ΠΗΓΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου