Αν γεννιόταν κι εδώ ένας Παπαδιαμάντης, πόσα θα είχε ν' αποκαλύψει και να ζωντανέψει
Στον ίσκιο του μοναδικού πλάτανου της πλατείας του Θεόφιλου Καΐρη, στη Χώρα της Άνδρου, ο Καραντώνης πίνει τον καφέ του παρέα με ένα Αθηναίο λόγιο.
Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του λιμανιού της Χώρας και ο φίλος του παρατηρεί ότι στην Άνδρο λείπει το «γραφικό» νησιώτικο ύφος που έχουν η Αίγινα, η Ύδρα, οι Σπέτσες και η Μύκονος.
— Καταλαβαίνεις; Εκεί όλα τα νησιώτικα γνωρίσματα είναι μαζεμένα στο γιαλό. Σου προσφέρονται άφθονα και σε καταχτούν αμέσως. Μα εδώ στην Άντρο; Το ύφος αυτό λείπει ολότελα. Δεν το παραδέχεσαι;
— Το παραδέχομαι! Μα αν ήθελες μια στιγμή να σου εξηγήσω αυτή τη διαφορά για την οποία μίλησες και που είναι πραγματική, ίσως να σου ’δινα τον τρόπο να αισθανόσουν και στην Άντρο κάτι που δεν θα το βρεις αλλού. Και για να μην πολυλογούμε: Εδώ το θαλασσινό χρώμα του τόπου δεν είναι, πώς να το πω, «λιμανίσιο». Είναι ωκεάνειο…
— Ωκεάνειο; ρώτησε ο φίλος δύσπιστα.
— Ναι, ωκεάνειο! Μην παραξενεύεσαι. Η Άνδρος μπορεί να ’ναι εδώ ριζωμένη στο Αιγαίο και να ’χει κι αυτή μερικά από τα πιο όμορφα ακρογιάλια, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι εδώ. Ταξιδεύει, δεκάδες χρόνια τώρα, σ’ όλες τις θάλασσες του κόσμου, σ’ όλα τα μακρινά πέλαγα, σ’ όλους τους ωκεανούς. Ταξιδεύει με τα μεγάλα της φορτηγά και τα υπερωκεάνειά της τα σύγχρονα, και μαζί της ταξιδεύει κι όλος αυτός ο κόσμος που μένει στο νησί. Όχι μονάχα τούτοι οι απόμαχοι ναυτικοί, που παίζουν τάβλι νοσταλγώντας τα παλιά τους καράβια, μα και κάθε κάτοικος εδώ, κι εκείνοι των μακρινών χωριών των χαμένων στις πρασινάδες. Γιατί από κάθε σπίτι λείπουν ένας και δυο και τρεις, και ταξιδεύουν πληρώματα με τα μεγάλα μας φορτηγά! Ένας ολόκληρος στόλος εμπορικός, καύχημα του νησιού και του τόπου, είναι αντριώτικος. Γι’ αυτό δεν έχουμε εδώ λιμάνι! Γιατί τα λιμάνια μας είναι σ’ όλα τα μέρη του κόσμου — κι είναι τα πιο μεγάλα και τα πιο ξακουστά λιμάνια. Νομίζω πως είναι περιττό να σου τα ονομάσω — τα ξέρει όλος ο κόσμος!
[…]
Αλλά το λιμάνι τούτο της Άντρου, για κάθε ντόπιο που ξέρει, είναι στοιχειωμένο από την αόρατη παρουσία του πλήθους των μεγάλων φορτηγών που ταξιδεύουν στις μακρινές θάλασσες, ενώ τα πληρώματά τους ονειρεύονται τη μικρή πατρίδα και τους δικούς τους — ναι, ονειρεύονται να πιουν ένα καφεδάκι κάτω από τούτο τον πλάτανο, να τα πουν με τους παλιούς φίλους και να διηγηθούν στους δικούς τους τα βάσανά τους, τις χαρές τους, τις θαλασσινές τους περιπέτειες.
Ονειρεύονται τα όμορφα χωριά του νησιού, με τους κήπους, τα φροντισμένα περιβόλια, τα κυπαρίσσια, τα τρεχούμενα νερά και τις… λιχουδιές, που τόσο νόστιμα τις ετοιμάζουν οι αντριώτισσες νοικοκυρές. Αυτό είναι το ειδικό θαλασσινό πνεύμα του νησιού μας, φίλε μου… Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η Χώρα δεν πήρε ψαράδικο, λιμανίσιο ύφος, γιατί δε μοιάζει με τη Μύκονο λόγου χάρη.
Η μικρή αυτή πόλη αναπτύχθηκε ακριβώς στην περίοδο της ακμής των βαποριών — κι έτσι αναπτύσσεται και τώρα. Αλλά είχε αρχίσει πια ο εικοστός αιώνας. Αν πας στις παλιές συνοικίες, στο Παραπόρτι, στην Καμάρα, θα δεις δρομάκια και σπίτια καθαρά νησιώτικα, γραφικά. Μα οι ναυτικοί που άρχιζαν να πλουτίζουν μετά το 1900, ήταν φυσικό να χτίζουν τα σπίτια τους απάνω στους νέους, τους «αστικούς ρυθμούς». Έτσι εγκαταλείφθηκε η παλιά, «νησιώτικη πόλη», και η νέα τράβηξε προς τα έξω, με καινούρια σπίτια, μεγάλα, άνετα, συγχρονισμένα για την εποχή.
Να γιατί το «ωκεάνειο πνεύμα» δε φαίνεται πουθενά μέσα στην ήσυχη τούτη, καθαρή και σιωπηλή πολίχνη. Μα αν μπούμε σ’ οποιοδήποτε καφενείο, σ’ οποιοδήποτε σπίτι, δε θ’ ακούσεις τίποτ’ άλλο παρά κουβέντες για μακρινές θάλασσες, για ταξίδια, για επιταγές, για την αγωνία των ξενιτεμένων, για ναύλους, κέρδη και ζημιές.
Μήπως κι αυτό δεν είναι «θαλασσινή ατμόσφαιρα», μήπως κι αυτό δεν είναι «θαλασσινή Ελλάδα»; Και μάλιστα Ελλάδα απλωμένη σε κοσμοπολίτικα κέντρα, σε διεθνείς διαστάσεις. Αν γεννιόταν κι εδώ ένας Παπαδιαμάντης, πόσα θα είχε ν’ αποκαλύψει και να ζωντανέψει.
Γιατί εδώ η θαλασσινή μας ζωή είναι ψυχή, ανάμνηση, φαντασία, ονειροπόληση, σχέδιο για το μέλλον. Δε χτυπά στα μάτια, μα μιλά στην ψυχή όσων καταλαβαίνουν τι θα πει ξενιτεμός, ωκεανός, ξένο λιμάνι, φτάσιμο του καραβιού, φορτηγό, ναύλος. Όποιον και να ρωτήσεις εδώ, θα σου μιλήσει σαν καλός γεωγράφος για τα πιο απίθανα λιμάνια του κόσμου. Αν πεις να ξουριστείς σ’ ένα κουρείο, θα ιδείς στολισμένους τους τοίχους με φωτογραφίες και εικόνες παλιών φορτηγών, που ανεμοδέρνονται στους μανιασμένους ωκεανούς ή που ναυαγούν σ’ αφιλόξενες ξέρες.
Στα σπίτια των εφοπλιστών, στις σάλες τους, θα δεις να συμπληρώνουν την επίπλωση μεγάλα ομοιώματα των καραβιών τους, φυλαγμένα σε τεράστιες γυάλες. Και κάθε μέρα σχεδόν, στ’ άσπρα ερημοκλήσια μας γίνονται λειτουργίες, για να ’χουν «καλό κατευόδιο» εκείνοι που θαλασσοδέρνουνται…
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ανδρέα Καραντώνη Ελληνικοί χώροι, Το ωκεάνειο πνεύμα ενός νησιού (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1979).
Οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο προέρχονται στο σύνολό τους από το διαδικτυακό τόπο του Andros Routes (androsroutes.gr).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου