Ιταλός ποιητής και μυθιστοριογράφος, ελληνικής καταγωγής. Με το έργο του εξέφρασε τα
πατριωτικά εθνικά συναισθήματα των Ιταλών κατά την ταραγμένη περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, των Ναπολεόντειων Πολέμων και της επανόδου των Αυστριακών στη βόρεια Ιταλία. Τα ποιήματά του συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα της ιταλικής λογοτεχνίας.Ο Ούγος Φώσκολος (Ugo Foscolo) γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1778 στη Ζάκυνθο, που τότε ήταν κτήση της Βενετίας. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος (Niccolò), το οποίο αργότερα άλλαξε σε Ούγος (Ugo). Πατέρας του ήταν ο βενετός γιατρός Ανδρέας Φώσκολος (Andrea Foscolo), ο οποίος είχε γεννηθεί στην Κέρκυρα. Μητέρα του ήταν η Ζακυνθινή Διαμαντίνα Σπαθή.
Έζησε για ένα διάστημα, κατά τα παιδικά του χρόνια, στο Σπαλάτο (σημερινό Σπλιτ Κροατίας), όπου υπηρέτησε ο πατέρας του ως διευθυντής νοσοκομείου. Μετά τον θάνατο του πατέρα το 1788, η οικογένεια επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμενε ως το 1794, οπότε εγκαταστάθηκε στη Βενετία. Δάσκαλός του στη Ζάκυνθο ήταν ο ποιητής Αντώνιος Μαρτελάος, ο οποίος του εμφύσησε την αγάπη για την Ελλάδα, την οποία ο Φώσκολος διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στη Βενετία, φοίτησε σε σχολείο Ιησουϊτών κι επιδόθηκε στη μελέτη των κλασικών γραμμάτων και της ρητορικής. Εκεί γνωρίστηκε με τους λογοτεχνικούς κύκλους, στους οποίους πρωταγωνιστούσε η κόμισσα Ιζαμπέλα Θεοτόκη Αλμπρίτσι, με την οποία συνδέθηκε ερωτικά. Σε ηλικία 19 ετών παρουσίασε την τραγωδία «Θυέστης», η οποία ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία σε θέατρο της Βενετίας.
Στην αρχή αισθανόταν μεγάλο θαυμασμό για τον Ναπολέοντα και όταν ο τελευταίος ανέτρεψε τη βενετική ολιγαρχία, ο Φώσκολος έγραψε την ωδή «Στον Ελευθερωτή Βοναπάρτη» («A Bonaparte liberatore», 1797). Γρήγορα, όμως, απογοητεύθηκε, όταν ο Ναπολέων παραχώρησε τη Βενετία στους Αυστριακούς με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο (17 Οκτωβρίου 1797). Κατήγγειλε με θάρρος αυτή τη συναλλαγή στο μυθιστόρημά του «Οι τελευταίες επιστολές του Ιάκωβου Όρτις («Le ultime lettere di Jacopo Ortis», 1798).
Πάντως, όταν οι Αυστριακοί και οι Ρώσοι εισέβαλαν στην Ιταλία το 1799, ο Φώσκολος και άλλοι ιταλοί πατριώτες πολέμησαν στο πλευρό των Γάλλων. Έπειτα από τη μάχη του Μαρένγκο (14 Ιουνίου 1800), ονομάστηκε λοχαγός της ιταλικής μεραρχίας του γαλλικού στρατού.
Μετά την αφυπηρέτησή του, απασχολήθηκε για ένα διάστημα σε διάφορες θέσεις στο Μιλάνο, στη Μπολόνια και στη Φλωρεντία, όπου παράλληλα ζούσε έντονη και κάπως έκλυτη ζωή. Η συγκίνησή του από τη Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805) εκφράστηκε με ένα εγκώμιο του Νέλσωνα, το οποίο περιέλαβε στο αριστουργηματικό ποίημά του «Οι τάφοι» («I sepolcri», 1807), το οποίο ενέπνευσε το κίνημα του Ριζορτζιμέντο (το κίνημα για την ιταλική ενοποίηση, 1815-1871) και εξακολουθεί να είναι πολύ αγαπητό στο ιταλικό κοινό.
Το 1807, μετά από σύντομη παραμονή στη Γαλλία, επέστρεψε στην Ιταλία και το 1808 τοποθετήθηκε καθηγητής της Ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, αλλά στο τέλος του χρόνου η έδρα καταργήθηκε και ο Φώσκολος μετέβη στο Μιλάνο. Θεωρήθηκε ξανά ύποπτος, λόγω κάποιων σατιρικών αναφορών του στον Ναπολέοντα στην τραγωδία του «Αίας» («Ajace», 1811) και το 1812 εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου έγραψε το μεγάλο μέρος του περίφημου ποιήματός του «Οι Χάριτες» («Le Grazie»), το οποίο έμεινε ημιτελές. Το 1813 επανήλθε στο Μιλάνο.
Έπειτα από την πτώση του Ναπολέοντα, ο Φώσκολος αρνήθηκε να υπηρετήσει τους Αυστριακούς. Kατέφυγε εξόριστος στην Ελβετία και το 1816 στην Αγγλία, μαζί με τον φίλο του Ανδρέα Κάλβο. Ως ιταλός πατριώτης, έτυχε θερμής υποδοχής από τους φιλελεύθερους κύκλους του Λονδίνου. Τελικά, όμως, ο δύσκολος χαρακτήρας του και η άσωτη ζωή του τον αποξένωσαν από πολλούς άγγλους φίλους του. Για να κερδίζει τα προς το ζην, παρέδιδε μαθήματα και συνεργαζόταν με περιοδικά, όπου δημοσίευσε σημαντικά άρθρα για την ιταλική λογοτεχνία.
Το 1824, με επιστολή του στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, γραμμένη στα ελληνικά, εξέφρασε την επιθυμία να κατέλθει στην επαναστατημένη Ελλάδα. Πλην, όμως, η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε από τις στερήσεις και τις κακουχίες και δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιήσει την επιθυμία του.
Ο Ούγος Φώσκολος πέθανε στο Λονδίνο στις 10 Σεπτεμβρίου 1827, σε ηλικία 49 ετών. Το 1871 η σορός του μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία και τάφηκε στη Βασιλική του Τιμίου Σταυρού, πλάι στους τάφους επιφανών Ιταλών, όπως του Μιχαήλ Άγγελου, του Μακιαβέλι και του Γαλιλαίου. Το 1927 γιορτάσθηκε στη Ζάκυνθο η εκατονταετηρίδα του ποιητή, με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του και την έκδοση αναμνηστικού λευκώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου