«Το σκυλάδικο το σέβομαι και το αγαπάω, γιατί είναι ένας διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και πρέπει να είναι αρχαιοελληνικός. Δηλαδή, αντί για το σπάσιμο των πιάτων, είμαι σίγουρος ότι παλιά έσπαγαν αμφορείς».
Η παραπάνω δήλωση ανήκει στον αείμνηστο Τζίμη Πανούση, ο οποίος σε συνέντευξή του στο VICE είχε εκδηλώσει τον θαυμασμό του για το συγκεκριμένο παρακλάδι της νυχτερινής διασκέδασης.
Όταν αναφέρεται η λέξη «σκυλάδικο», σχεδόν όλοι φέρνουμε στο μυαλό μας το ίδιο πράγμα. Ένα μαγαζί στο οποίο εμφανίζονται λαϊκοί τραγουδιστές, όπου γίνεται μεγάλη κατανάλωση ουίσκι, με κιλά από γαρύφαλα να προσγειώνονται στη σκηνή.
Το οπτικοακουστικό κομμάτι θεωρείται από τους «ψαγμένους» ως ευτελές, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες ως τέτοια ορίζονται ακόμη και τα μεγάλα κέντρα διασκέδασης όπου εμφανίζονται τα πιο γνωστά ονόματα της «πίστας».
Από πού προέρχεται όμως αυτή η λέξη, η οποία χρησιμοποιείται σε κάθε γωνιά της χώρας και με ποια αφορμή δημιουργήθηκε;
Οι πιθανές απαντήσεις είναι αμέτρητες. Οι επικρατέστερες, όμως, είναι τρεις. Προέρχονται από τη δεκαετία του ‘30 και ίσως να είναι αλληλένδετες μεταξύ τους.
Τα σκυλιά της γειτονιάς
Κάποια μαγαζιά της εποχής είχαν αποφασίσει να σερβίρουν αυστηρά αλκοόλ, όμως όταν ήρθε η διατίμησή του αναγκάστηκαν να προσθέσουν στον κατάλογο και φαγητό. Βέβαια, τα πιάτα ήταν πραγματικά κακής ποιότητας με αποτέλεσμα οι πελάτες να τα δίνουν τελικά στα σκυλιά που περιτριγύριζαν τις αυλές των εν λόγω κέντρων διασκέδασης.
Όπως συμβαίνει λοιπόν στα σημεία όπου υπάρχει κόσμος που ταΐζει τα ζωάκια, αυτά επέστρεφαν με παρέα με αποτέλεσμα να υπάρχει κάθε βράδυ ένας μεγάλος αριθμός σκύλων που περίμενε καρτερικά για φαγητό.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, τα περισσότερα από αυτά τα μαγαζιά ήταν καλοκαιρινά -τύπου αυλές- και βρίσκονταν κοντά σε ήδη γνωστά μπουζουξίδικα της εποχής. Η δυναμική παρουσία των συμπαθέστατων τετράποδων αποτέλεσε έμπνευση για τη «βάπτιση» των εν λόγω κέντρων διασκέδασης.
Το βραστό κρέας
Μια παρόμοια εξήγηση είναι και η παρακάτω: Σε κάποια σκοτεινά στενά, στην άκρη του Πειραιά και της Αθήνας, άρχισε να εμφανίζεται ένα νέο είδος μαγαζιού. Συνήθως αποτελούνταν από δύο δωμάτια. Στο πρώτο σέρβιρε βραστό κρέας και κακής ποιότητας φαγητό, υπό τη συνοδεία ζωντανής ορχήστρας και στο δεύτερο βρισκόταν μια εργάτρια του σεξ. Οι πελάτες πλήρωναν «φιξ» για φαγητό και σεξ. Η ονομασία «σκυλάδικο» προέκυψε από ένα πολύ απλό γεγονός, που δεν είχε να κάνει με τα ίδια τα μαγαζιά.
Οι περιοχές στις οποίες βρίσκονταν ήταν έρημες, σχεδόν σαν εξοχή - μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τα ‘30s. Στα πέριξ, λοιπόν, κυκλοφορούσαν πολλά άγρια και αδέσποτα σκυλιά, από τα οποία έπρεπε να περάσεις αν ήθελες να βρεθείς στα εν λόγω μπαρ. Σύμφωνα με τη αυτήν τη θεωρία, κάπως έτσι ξεκίνησε η χρήση της λέξης «σκυλάδικα» στην αργκό της εποχής.
Η πειραιώτικη εξήγηση
Ένας αστικός θρύλος που κυκλοφορούσε για χρόνια στον Πειραιά, θέλει το «σκυλάδικο» να ξεκινάει την πορεία του από την περιοχή του Αγίου Διονυσίου. Εκεί υπήρχε ένα τεράστιο, άσχημο, οικοδομικό συγκρότημα που λειτουργούσε ως οίκος ανοχής υπό την ονομασία «Χαμαιτυπείο». Εκεί, οι εργάτριες του σεξ νοίκιαζαν από ένα μικρό δωμάτιο όπου υποδέχονταν τους πελάτες τους. Αξίζει να αναφέρω ότι μετέπειτα το κτίριο μετατράπηκε στη Φυλακή των Βούρλων.
Ωστόσο, οι λιγότερο τυχερές εργάτριες που δεν είχαν την οικονομική άνεση να νοικιάσουν ένα δωμάτιο, αναγκάζονταν να συνευρεθούν με τους πελάτες τους στον δρόμο. Αυτές έγιναν ευρύτερα γνωστές ως «σκυλούδες», αφού έκαναν σεξ σε σκοτεινά στενά του Πειραιά, όπου κυκλοφορούσαν αγέλες σκύλων.
Όλα αυτά προπολεμικά. Έπειτα από τον πόλεμο, η Τρούμπα έζησε μεγάλες στιγμές. Μεγάλα κέντρα διασκέδασης, όπου τραγουδούσαν όλα τα πρώτα ονόματα, άρχισαν να ανοίγουν εκεί. Ο αμερικάνικος στόλος που έφερνε το δολάριο στην τοπική αγορά έπαιξε μεγάλο ρόλο σε αυτήν τη μετακίνηση. Μαζί με όλα τα γνωστά κέντρα, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα «δευτερότριτα», με τις «σκυλούδες» να μεταφέρονται στα γύρω στενά. Έτσι, σιγά-σιγά ο όρος «σκυλάδικα» άρχισε να κάνει την παρουσία του αισθητή στην περιοχή και να μένει για πάντα.
Bonus: Λοιπές θεωρίες
Δεν είναι λίγος ο κόσμος που συνδέει την ονομασία με τον ήχο των λαϊκών που ακούγονταν στα συγκεκριμένα μέρη. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η χρήση συγκεκριμένων εφέ στα όργανα και στη φωνή ευθύνεται για όλο αυτό. Το γεγονός ότι κάποιοι κιθαρίστες χρησιμοποιούν το πετάλι “wah” που, όπως λένε, παραπέμπει σε γάβγισμα σκύλου, έκανε πολλούς να τα αποκαλούν έτσι. Επίσης, η χρήση του “echo” στη φωνή, κάνει τον τραγουδιστή να ακούγεται σαν σκυλί που παραπονιέται.
Άλλοι κατηγορούν τα «γυρίσματα» που κάνουν οι καλλιτέχνες του είδους και οι πιο τολμηροί την κακοφωνία τους. Ειδικά όσων τραγουδούν σε πιο παρακμιακά μαγαζιά. Οι τελευταίες θεωρίες αναφέρονται «τιμητικά», αφού είναι αρκετά μεταγενέστερες της ίδιας της λέξης και δεν προσφέρουν αρκετές λεπτομέρειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου