Ο Γούντι Άλεν είναι ένα από τα «ιερά τέρατα» της αμερικάνικης κωμωδίας και από τους σημαντικότερους
δημιουργούς στην ιστορία του κινηματογράφου. Σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ηθοποιός, σεναριογράφος, συγγραφέας αλλά και μουσικός είναι γνωστός για τις γλυκόπικρες κινηματογραφικές κωμωδίες του, στις όποιες συνυπάρχουν στοιχεία παρωδίας, σλάπστικ και παραλόγου. Και όχι μόνο.Στο έργο του ανιχνεύεται το δραματικό στοιχείο πίσω από την κωμική επιφάνεια, που παραπέμπει στο μεγάλο σουηδό σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, τον κινηματογραφιστή που έχει επιδράσει περισσότερο από κάθε άλλον στο έργο του.
Ζωντανός θρύλος στον θεσμό των Όσκαρ, με 4 αγαλματάκια και 16 υποψηφιότητες στο ενεργητικό του, δεν έχει παραστεί σε καμία τελετή απονομής, παρά μόνο σε μια το 2002, για να απευθύνει έκκληση στους παράγοντες της μεγάλης οθόνης να συνεχίζουν να γυρίζουν ταινίες στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη, που σπάνια αποχωρίζεται, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Και αυτό γιατί τις Δευτέρες (τα Όσκαρ απονέμονται Κυριακή) συνηθίζει να παίζει κλαρινέτο σε ένα μικρό τζαζ-κλαμπ της Νέας Υόρκης.
Τα παιδικά χρόνια και οι σπουδές του
Ο Άλεν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα (αργότερα το άλλαξε σε Χέιγουντ Άλεν) γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1935 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, σ’ ένα μεσοαστικό εβραϊκό περιβάλλον, από όπου προέρχεται μεγάλο μέρος του θεματικού υλικού του. Ο ρωσοεβραϊκής καταγωγής πατέρας του δούλευε ως σερβιτόρος και χαράκτης διαμαντιών, ενώ η αυστροεβραϊκής καταγωγής μητέρα του κρατούσε τα βιβλία στο μπακάλικο του πατέρα της.Έχει μια μικρότερη αδελφή, την Λέτι (Άρονσον), η οποία αργότερα δούλεψε μαζί του και είναι η παραγωγός των ταινιών του.
Από μικρός ο Γούντι έπαιζε κλαρινέτο και διασκέδαζε τους συνομηλίκους του με ταχυδακτυλουργικά κόλπα, δυο χόμπι που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Σε ηλικία 15 ετών έβγαλε τα πρώτα του χρήματα, όταν άρχισε να γράφει αστεία για μια τοπική εφημερίδα. Μόλις τελειώσει το Λύκειο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης για να σπουδάσει επικοινωνία και κινηματογράφο, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές, όταν απέτυχε στο μάθημα της κινηματογραφικής παραγωγής. Στην συνέχεια γράφτηκε στο «Σίτι Κόλετζ» της Νέας Υόρκης για να σπουδάσει κινηματογράφο, αλλά και πάλι εγκατέλειψε τις σπουδές του. Ό,τι έχει καταφέρει μέχρι σήμερα ο Γούντι Άλεν το οφείλει αποκλειστικά στο πλούσιο ταλέντο του και μόνο.
Το πρώιμο έργο του
Ό Γούντι Άλεν άρχισε να γράφει κωμικούς μονολόγους από πολύ νωρίς, θέλοντας να γίνει θεατρικός συγγραφέας, και αρχικά εργάστηκε στην τηλεόραση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, παρά την αγοραφοβία του, άρχισε να εμφανίζεται ως σταντ-απ κωμικός σε νυχτερινά κέντρα και κλαμπ, με αρκετή επιτυχία. Σταδιακά δημιούργησε ένα χαρακτήρα γεμάτο ανασφάλειες και αμφιβολίες, ο όποιος μεγαλοποιεί τα άγχη και τις αποτυχίες του.
Μέσα σε λίγα χρόνια άρχισε να γράφει και να σκηνοθετεί θεατρικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες στις οποίες συχνά πρωταγωνιστούσε. Εμφανίστηκε και έγραψε το σενάριο της ταινίας «Χαρέμι για δύο» («What’s New, Pussycat?», 1965) και το 1967 έπαιξε τον ανιψιό του Τζέιμς Μποντ στην ταινία -παρωδία του είδους «Καζίνο Ρουαγιάλ» («Casino Royale»).
Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1966, είχε γυρίσει την πρώτη του ταινία με τίτλο «What’s up, Tiger Lily», που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια γιαπωνέζικη ταινία, της οποίας άλλαξε την σειρά των σκηνών, προσέθεσε κάποιες άλλες με αποτέλεσμα η ταινία από μια περιπέτεια τύπου Τζέιμς Μποντ να αποκτήσει κωμική διάσταση. Την ίδια χρονιά παρουσίασε στο Μπρόντγουεϊ το πρώτο του θεατρικό του έργο «Don’t Drink the Water» (στην Ελλάδα παίχτηκε με τον τίτλο «Μέσα οι Αμερικάνοι»).
Μέσα στο 1966 ξεκίνησε και την συνεργασία του με το περιοδικό «The New Yorker» με χιουμοριστικά κείμενα, τα οποία αργότερα συγκέντρωσε και κυκλοφόρησε στα βιβλία «Without Feathers» (1975) και «Getting Even (1978)». Και τα δυο έχουν εκδοθεί στα ελληνικά.
Ο Γούντι Άλεν την δεκαετία του ’70
Η πρώτη πραγματική ταινία που σκηνοθέτησε ήταν τό «Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία» («Take the Money and Run», 1969), μια φαρσοκωμωδία με ήρωα έναν κλέφτη της κακιάς ώρας, που προσπαθεί να μάθει τα κόλπα της δουλειάς βλέποντας αστυνομικές ταινίες. Η χαμηλού προϋπολογισμού ταινία του πήγε καλά στο ταμείο και του εξασφάλισε ένα συμβόλαιο με την «Γιουνάιτεντ Άρτιστ»
Στις επόμενες ταινίες του, «Μπανάνες» («Bananas», 1971), «Όσα θέλατε νά μάθετε γιά τό σεξ και φοβόσασταν να ρωτήσετε» («Everything You Always Wanted to Know About Sex but Were Afraid to Ask», 1972), «Υπναράς» («Sleeper», 1973), χρησιμοποίησε ένα ευρηματικό στιλ, βασισμένο στα κωμικά επεισόδια, εξασφαλίζοντας έτσι σημαντική θέση στον χώρο τής κινηματογραφικής κωμωδίας.
Στην ταινία του 1975 «Ο Ειρηνοποιός» («Love and Death»), μια παρωδία των ρωσικών μυθιστορημάτων τού 19ου αιώνα, άρχισαν να διακρίνονται τα πρώτα σημάδια σοβαρότητας κάτω από την κωμική επίφαση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε με την επόμενη ταινία του «Ο νευρικός εραστής» («Annie Hall», 1977), στην οποία πρωταγωνιστούσε με την Νταϊάν Κίτον. Πρόκειται για την ερωτική σχέση ενός κωμικού συγγραφέα με μια παράξενη κοπέλα, την Άνι Χολ του αγγλικού τίτλου. Αν και ο ίδιος το αρνήθηκε η ταινία έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς εκείνη την περίοδο οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας διατηρούσαν δεσμό.
Η ταινία σηματοδότησε επίσης την εμφάνιση μιας κινηματογραφικής περσόνας που πολλοί πίστευαν ότι ήταν απλώς μια επέκταση του εαυτού του: ένας νευρωτικός, εξωφρενικός, καταθλιπτικός, ηθικιστικός, πεσιμιστής, εμμονικός με την θνητότητά του άνδρας, που βρίσκει παρηγοριά για την υπαρξιακή του απελπισία στην τέχνη και την αγάπη. Στην ταινία αυτή, μία από τις καλύτερες του, κέρδισε και τα πρώτα του Όσκαρ, αυτά του σεναρίου και της σκηνοθεσίας.
Την ίδια περίοδο πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Ωραίος και σέξι» («Play it Again, Sam», 1972), κινηματογραφική μεταφορά δικού του θεατρικού έργου από τον Χέρμπερτ Ρος και «Η Βιτρίνα» («The Front», 1976), που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Ριτ με θέμα τους «μαυροπινακισμένους» του Χόλιγουντ την εποχή του Μακαρθισμού.
Τα επόμενα έργα του Γούντι Άλεν αποτέλεσαν ένα παράδοξο μίγμα κωμωδίας
και φιλοσοφικού στοχασμού, μια αντιπαράθεση της καθημερινής κοινοτοπίας με τους μεγάλους προβληματισμούς. Το δράμα «Εσωτερικές σχέσεις («Interiors», 1978), ένας φόρος τιμής στον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ακολούθησε η θαυμάσια κομεντί «Μανχάταν» («Manhattan», 1979), που θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως η κορυφαία δημιουργία του. Γυρισμένη σε μαυρόασπρο φιλμ με την μουσική του Γκέρσουιν είναι μια ωδή στην Νέα Υόρκη, την πόλη που σπάνια αποχωρίζεται ο σκηνοθέτης.
Ο Γούντι Άλεν την δεκαετία του ’80
Στην δεκαετία του ‘80 ο Γούντι Άλεν ήταν ένας φτασμένος δημιουργός, που απολάμβανε τον θαυμασμό των σινεφίλ, των κριτικών και της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Σπουδαίοι και δημοφιλείς ηθοποιοί με υψηλό κασέ επιζητούσαν να παίξουν στις ταινίες του με την μίνιμουμ αμοιβή του σωματείου τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τουλάχιστον 15 ηθοποιοί που συμμετείχαν σε ταινίες του κέρδισαν υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Την περίοδο αυτή γύρισε τις ταινίες «Ζωντανές αναμνήσεις» («Stardust Memories», 1980), «Ζέλιγκ» («Zelig», 1983), «Ο ατσίδας του Μπρόντγουεϊ («Broadway Danny Rose, 1984»), «Το πορφυρό ρόδο τού Καΐρου» («The Purple Rose of Cairo», 1985), «Η Χάνα και οι αδελφές της («Hannah and Her Sisters», 1986), στις οποίες προσπάθησε, συχνά με εξαιρετικά αποτελέσματα, να συνδυάσει το παράλογο χιούμορ του με ρεαλιστικότερους αφηγηματικούς άξονες, μεγαλύτερη ποικιλία χαρακτήρων και φαινομενικά ελαφρά, αλλά στο βάθος ουσιαστικά θέματα.
Από τις ταινίες που ακολούθησαν, οι «Μέρες ραδιοφώνου» («Radio Days», 1987) συνεχίζουν την ίδια προσπάθεια, ενώ οι δύο επόμενες, «Σεπτέμβρης» («September», 1988) και «Μια άλλη γυναίκα» («Another Woman», 1989), επιστρέφουν, με μεγαλύτερη επιτυχία, στο δραματικό κλίμα των «Εσωτερικών Σχέσεων».
Ο Γούντι Άλεν την δεκαετία του ’90
Η δεκαετία του 90 ξεκινάει για τον Άλεν με την ταινία «Άλις: Άπιστη ή Απατημένη» («Alice»), με πρωταγωνίστρια την σύντροφό του Μία Φάροου, η οποία δίνει την καλύτερη ερμηνεία της σε ταινία του. Τον επόμενο χρόνο πρωταγωνιστεί με τη Μία Φάροου στην ταινία του Πολ Μαζέρσκι «Σκηνές έρωτα και απιστίας» («Scenes from a Mall», 1991) δίπλα στην Μπέτι Μίντλερ και γυρίζει μια ακόμη ταινία, την μαύρη κωμωδία «Σκιές και Ομίχλη» ( «Shadows and Fog», 1991), στην οποία εκτός από την Μία Φάροου παίζει και η Μαντόνα, καθώς και την κομεντί «Παντρεμένα Ζευγάρια» («Husbands and Wives», 1992), με πρωταγωνίστρια την Μία Φάροου, στην τελευταία τους συνεργασία, λίγο πριν ξεσπάσει η θύελλα στις μεταξύ τους σχέσεις. .
Έχοντας δύο γάμους στο ενεργητικό του (τον πρώτο σε ηλικία 18 ετών και τον δεύτερο με την ηθοποιό Λουίζ Λάσερ), ο Γούντι Άλεν έχει μια μακροχρόνια σχέση με την Μία Φάροου, που δεν θα καταλήξει σε τρίτο γάμο. Ζουν σε ξεχωριστά σπίτια στο Σέντραλ Παρκ του Μανχάταν και μαζί μεγαλώνουν τα υιοθετημένα παιδιά της συντρόφου του και το μοναδικό δικό τους. Ώσπου το 1992 ξεσπάει το σκάνδαλο που θα αμαυρώσει την εικόνα του και θα τον καταδιώκει μέχρι σήμερα. Γίνεται γνωστό ότι διατηρεί δεσμό με την υιοθετημένη κόρη της συντρόφου του και του διάσημου διευθυντή ορχήστρας Αντρέ Πρεβέν, την 21χρονη Σουν Γι Πρεβέν και ότι έχει αποπλανήσει κάποια από τα υιοθετημένα παιδιά της Φάροου
Το ζευγάρι χωρίζει και ύστερα από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες, που φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού Τύπου, η Μία Φάροου κερδίζει την επιμέλεια των δύο υιοθετημένων παιδιών τους και του μοναδικού δικού τους, παρότι δεν αποδείχθηκε η κατηγορία για αποπλάνησή τους από τον Άλεν. Η δημόσια εικόνα του δέχεται μεγάλο πλήγμα και πολλοί τον κατηγορούν ως υποκριτή. Το κοινό τον εγκαταλείπει στις ΗΠΑ, όχι όμως και οι Ευρωπαίοι σινεφίλ που εξακολουθούν να εκτιμούν το έργο του και να τον στηρίζουν οικονομικά. Τελικά η σχέση του με την Σουν Γι θα επισημοποιηθεί και το 1997 θα γίνει η τρίτη του σύζυγος.
Μέσα στην δίνη της προσωπικής του περιπέτειας, ο Γούντι Άλεν συνεχίζει ακάθεκτος να γυρίζει ταινίες: «Μυστηριώδεις φόνοι στο Μανχάταν» («Manhattan Murder Mystery»,1993), «Σφαίρες πάνω από το Μπροντγουέι» («Bullets over Broadway»,1994) και «Ακαταμάχητη Αφροδίτη» («Mighty Aphrodite»,1995»), με αναφορές στην αρχαιοελληνική τραγωδία.
Στις επόμενες ταινίες του θα συμμετάσχουν πλήθος αστεριών της μεγάλης οθόνης. Στο μιούζικαλ « Όλοι λένε: Σ’Αγαπώ» ( «Everyone Says I Love you»,), που γυρίστηκε εκτός από την Νέα Υόρκη, στο Παρίσι και την Βενετία, πρωταγωνιστεί η Τζούλια Ρόμπερτς, Στο μαυρόασπρο «Διασημότητες» («Celebrity», 1998), οι Κένεθ Μπράνα, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Γουαϊνόνα Ράιντερ και Σαρλίζ Θερόν, ενώ στο «Συμφωνίες και Ασυμφωνίες» («Sweet and Lowdown», 1999) ο Σον Πεν δίνει μια αξιομνημόνευτη παράσταση ως κιθαρίστας της τζαζ.
Το 1997, ο Γούντι Αλεν υποδύθηκε ένα πετυχημένο συγγραφέα με πλούσια και ταραχώδη ερωτική ζωή, που διακατέχεται από διαφόρων ειδών ψυχώσεις, νευρώσεις και εμμονές, στην κωμωδία «Διαλύοντας τον Χάρι» («Deconstructing Harry»).
Ο Γούντι Άλεν την χιλιετία του 2000
Η νέα χιλιετία βρίσκει τον Γούντι Άλεν σε δαιμονιώδη φόρμα. Από το 2000 και μετά γυρίζει κάθε χρόνο από μια ταινία, πολλές και δύο μέσα στον χρόνο. Τα έργα του είναι χαμηλού προϋπολογισμού (για τα αμερικανικά μέτρα) και με ανεξάρτητους παραγωγούς, που όμως δεν προσθέτουν σπουδαία πράγματα στην φιλμογραφία του. Διατηρούν όμως ένα υψηλό επίπεδο και δεν απογοητεύουν του πάμπολλους οπαδούς του.
Το «Match Point» (2005) είναι σίγουρα η πιο σημαντική ταινία του αυτής της περιόδου, ένα σκοτεινό δραματικό θρίλερ στα χνάρια του Χίτσκοκ, που γυρίστηκε στην Μεγάλη Βρετανία και ήταν η πιο ανορθόδοξη δημιουργία του. Ένα έργο για το ρόλο που παίζει η τύχη στην ζωή, που ήταν στα σχέδιά του για πολλά χρόνια, όπως είχε δηλώσει. Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Σεναρίου, το οποίο κέρδισε το 2012 για την ρομαντική κωμωδία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» («Midnight in Paris»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου