Φεβρουαρίου 27, 2024
Η παράξενη υπόθεση του καθηγητή και του αναζωογονημένου πτώματος
Μια μάλλον περίεργη ιστορία που περιστρέφεται γύρω από έναν καθηγητή ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της γερμανικής πόλης Χάλλε τον 18ο αιώνα.
Ο καθηγητής Φρίντριχ Κρίστιαν Γιούνκερ (Friedrich Christian Juncker) ήταν γιος του γιατρού και χημικού Τζοχάν Γιούνκερ (Johann Juncker), ο οποίος ήταν επίσης καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο και κάποτε διευθυντής των ιδρυμάτων Francke, τα οποία ήταν σχολεία για τα στερημένα, άπορα και ορφανά παιδιά, ενώ παρείχαν και ιατρική περίθαλψη σε φτωχούς. Ο καθηγητής έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να μπει η πόλη Χάλλε στο χάρτη ως ένα διεθνώς ισχυρό κέντρο κλινικής ιατρικής κατάρτισης, αιχμής των ιατρικών προσεγγίσεων και των μεθόδων διδασκαλίας. Το έργο του Φρίντριχ ως κληρονόμος ενός τέτοιου επιστήμονα ήταν δύσκολο, αλλά έκανε και ο ίδιος όνομα ως καλός καθηγητής και εξαιρετικός γιατρός. Όμως, είχε και μια απογοητευτική εμπειρία με ένα πτώμα που δε παρέμεινε νεκρό.
Εκείνες τις μέρες, οι ιατρικές σχολές είχαν πρόβλημα στο να πάρουν πτώματα για μελέτη και ανατομή, και συχνά εφάρμοζαν μεθόδους που σήμερα θα θεωρούνταν αμφιλεγόμενες. Ήταν μια εποχή που οι κλέφτες πτωμάτων πουλούσαν πτώματα που μόλις είχαν ξεθάψει σε ιατρικά ιδρύματα, ενώ ορισμένοι καθηγητές έσκαβαν οι ίδιοι τάφους και ξέθαβαν πτώματα μόνοι τους για να καλύψουν την ζήτηση. Ωστόσο, ο Γιούνκερ έβρισκε αυτές τις πρακτικές απαράδεκτες και προσβλητικές, οπότε έκανε αυτό που κατά τον ίδιο ήταν πιο έντιμο. Χρησιμοποιούσε τα σώματα πρόσφατα εκτελεσμένων εγκληματιών. Για να πάρει αυτά τα σώματα, είχε γνωριμίες και φαίνεται ότι ήξερε τι έκαναν αυτοί οι άνθρωποι για να πάρουν τα σώματα. Εκείνοι, απλώς εμφανίζονταν με τα πτώματα των νεκρών και ο Γιούνκερ τους καλοδεχόταν, συνήθως χωρίς ερωτήσεις.
Ένα βράδυ, ο Γιούνκερ είχε μια τέτοια παράδοση, δύο φρέσκων πτωμάτων που είχαν εκτελεστεί πρόσφατα. Ο καθηγητής δεν μπορούσε να πάει στο πανεπιστήμιο και να βάλει τα σώματα στην αίθουσα ανατομίας καθώς δεν είχε το κλειδί εκείνη τη στιγμή. Οπότε έκανε το αμέσως καλύτερο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Τα έβαλε σε ένα δωμάτιο και σκέφτηκε ότι θα τα μετέφερε το πρωί. Τα σώματα μεταφέρθηκαν, οι άνθρωποι που τα πήγαν έφυγαν και ο καθηγητής επέστρεψε στη μελέτη του, καθώς η οικογένειά του πήγαινε για ύπνο.
Περίπου τα μεσάνυχτα, η συγκέντρωση του Γιούνκερ διαταράχτηκε από έναν περίεργο ήχο. Ακούστηκε σαν βοή και γρατσούνισμα. Καθώς γυρνούσε μέσα στο σπίτι με τα κεριά προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν, του φάνηκε ότι ο θόρυβος προερχόταν από το δωμάτιο με τα πτώματα. Αρχικά πίστεψε ότι μπορεί να κλειδώθηκε η γάτα του μέσα, μαζί με τα πτώματα, και έτσι άνοιξε την πόρτα για να ρίξει μια ματιά. Καθώς κοιτούσε το δωμάτιο με το φως του κεριού που τρεμόπαιζε, είδε ότι ο ένας από τους σάκους με τα πτώματα ήταν σχισμένος και το πτώμα έλειπε -το άλλο ήταν ακόμα στη θέση του. Η πρώτη του αντίδραση ήταν ότι κάποιος το είχε κλέψει, και έτσι έλεγξε το σπίτι. Δεν βρήκε όμως ξεκλείδωτες πόρτες ή παράθυρα και κανένα σημάδι βίαιης εισόδου ή κάποιας εισβολής. Σαστισμένος, επέστρεψε στο σκοτεινό δωμάτιο και, καθώς κοιτούσε τον άδειο σάκο, την προσοχή του τράβηξε κάτι σαν αναστεναγμός σε μια γωνία. Αυτή τη φορά, όταν σήκωσε το κερί, το κερί φώτισε τη μορφή του χαμένου πτώματος να κάθεται στη γωνία σε μια καρέκλα, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Προφανώς, ο άντρας δεν ήταν νεκρός, και αφού καθάρισε το λαιμό του, είπε στον Γιούνκερ ότι το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι ήταν κρεμασμένος στην αγχόνη και μετά ξυπνήσει μέσα σε ένα σάκο σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο. Παρακάλεσε τον Γιούνκερ να μην τον γυρίσει πίσω, καθώς οι απαγωγείς του σίγουρα θα τον κρεμούσαν ξανά και του ζήτησε να τον βοηθήσει να κρυφτεί και να το σκάσει. Βλέποντας έναν υποτιθέμενο νεκρό άνδρα να κάθεται στο σκοτάδι, με το χλωμό πρόσωπο του να φωτίζεται από τα κεριά και να του μιλάει, ο καθηγητής πισωπάτησε και έκανε να υποχωρήσει.
Έκανε πίσω, βήμα-βήμα, κοιτώντας τον άντρα και κρατώντας το κερί στο χέρι του μέχρι που έφτασε στην πόρτα. Ο νεκρός τον ακολούθησε. Μια μορφή φρικιαστική σε εμφάνιση, γυμνός και να κινείται, το περασμένο της ώρας, η βαθιά σιωπή που επικρατούσε -όλα συνηγορούσαν στο να τον κατακλύσει η σύγχυση. Άφησε το μόνο κερί που έκαιγε και το δωμάτιο σκοτείνιασε. Πήγε στο δωμάτιό του και έπεσε στο κρεβάτι του. Ωστόσο, τον ακολούθησε και εκεί. Σύντομα, ο νεκρός αγκάλιαζε τα πόδια του. Ο καθηγητής φώναζε δυνατά και επαναλαμβανόμενα, "άφησε με! άφησε με!" και τελικά, ο νεκρός τον άφησε και του φώναξε, "Καλέ εκτελεστή, καλέ εκτελεστή! Δείξε έλεος! Αν καλέσεις κάποιον, η περιπέτειά μου θα γίνει γνωστή και θα με πιάσουν και θα με εκτελέσουν δεύτερη φορά. Στο όνομα της ανθρωπότητας, σε παρακαλώ, σώσε τη ζωή μου".
Ο "νεκρός" του είπε ότι ήταν λιποτάκτης και ότι δε θα τον λυπόντουσαν. Ο Γιούνκερ κατάλαβε επιτέλους ότι δεν ήταν φάντασμα, δεν ήταν κακός και ότι φοβόταν μην τον κρεμάσουν ξανά. Τον λυπήθηκε και συμφώνησε να τον βοηθήσει, αλλά δεν ήταν σίγουρος πώς να το κάνει. Προκειμένου να βοηθήσει τον άνδρα να δραπετεύσει, έπρεπε να τον φυγαδεύσει μέσα στη νύχτα χωρίς να τον δει κανείς, αλλά και να περάσει τους φρουρούς στις πύλες της πόλης. Ο Γιούνκερ έντυσε τον άνδρα με τα δικά του ρούχα και έριξε έναν μανδύα πάνω του, σχεδιάζοντας να τον παρουσιάσει ως συνάδελφό του από το πανεπιστήμιο. Προς έκπληξή τους, κατάφεραν και πέρασαν τους φρουρούς καθώς ο καθηγητής τους ενημέρωσε ότι κάποιος πέθαινε στα περίχωρα της πόλης και ότι αυτός και ο συνάδελφός του έπρεπε να πάνε επειγόντως. Όταν βρέθηκαν μακριά από τις πύλες της πόλης, ο "νεκρός" υποσχέθηκε αιώνια ευγνωμοσύνη στον Γιούνκερ και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.
Αυτό ήταν το τέλος της παράξενης ιστορίας του Γιούνκερ και του "ζωντανού πτώματος". Μέχρι 12 χρόνια αργότερα, όταν ο Γιούνκερ έκανε ένα ταξίδι στο Άμστερνταμ.
Τα παράξενα γεγονότα γράφτηκαν στο Professional Anecdotes:
Δώδεκα χρόνια αργότερα, ο Γιούνκερ είχε την ευκαιρία να πάει στο Άμστερνταμ, όπου τον πλησίασε ένας καλοντυμένος και ο οποίος, όπως ενημερώθηκε, ήταν ένας από τους πιο αξιοσέβαστους εμπόρους της πόλης. Ο έμπορος, με ευγενικό τόνο, ρώτησε αν ήταν καθηγητής Γιούνκερ της Χάλλε. Μόλις ο καθηγητής του απάντησε θετικά, του ζήτησε να δειπνήσουν μαζί. Ο καθηγητής συμφώνησε και πήγε στο σπίτι του εμπόρου, όπου βρήκε μια όμορφη γυναίκα και δύο υγιή παιδιά. Όμως, δεν μπορούσε να καταλάβει για τον υποδέχτηκαν τόσο εγκάρδια, μια οικογένεια η οποία πίστευε ότι του ήταν εντελώς άγνωστη.
Μετά από το δείπνο, ο έμπορος, τον πήγα στο γραφείο του και του είπε, "Δεν με θυμάσαι;". "Καθόλου". "Όμως εγώ θα σε θυμάμαι, και ποτέ δε θα χαθεί η μορφή σου από τη μνήμη μου: είσαι ο ευεργέτης μου: Είμαι αυτός που ζωντάνεψε στην ντουλάπα σου και στον οποίο έδωσες πολύ μεγάλη προσοχή. Όταν χωριστήκαμε, πήρα το δρόμο προς την Ολλανδία. Ήμουν καλός με τους λογαριασμούς, φαινόμουν ενδιαφέρον τύπος και σύντομα βρήκα δουλειά ως υπάλληλος ενός εμπόρου. Η καλή μου συμπεριφορά και ο ζήλος μου για τα συμφέροντα του αφεντικού μου, μου εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη του και την αγάπη της κόρης του. Όταν έφυγε από την επιχείρηση, τον διαδέχτηκα και έγινα ο γαμπρός του. Ωστόσο, δε θα έπρεπε να ζήσω για να έχω όλες αυτές τις απολαύσεις. Το σπίτι μου, η περιουσία μου και εγώ, στη διάθεσή σου.
Σίγουρα πρόκειται για μια πολύ περίεργη και ανατριχιαστική ιστορία. Αν και ο μυστηριώδης "νεκρός" δεν μπορεί να ήταν πραγματικό πτώμα, το γεγονός ότι επέζησε από την κρεμάλα, για να καταλήξει στο σπίτι του γιατρού, που σκόπευε να τον τεμαχίσει ως πτώμα και που τελικά δραπέτευσε με τη βοήθεια του, για να συνεχίσει και να έχει μια επιτυχημένη ζωή είναι πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, αν και ξεχασμένη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου