Ο Αλ Πατσίνο είναι ένας από τους κορυφαίους ηθοποιούς της γενιάς του με γερό θεατρικό υπόβαθρο και
μοναδική παρουσία στην μεγάλη οθόνη, την οποία χαρακτηρίζουν το έντονο και εκρηκτικό υποκριτικό ύφος. Είναι ένας από τους λίγους ηθοποιούς που έχει τιμηθεί και με τα τρία μεγάλα αμερικανικά καλλιτεχνικά βραβεία: Όσκαρ για τον κινηματογράφο, Τόνι για το θέατρο και Έμμυ για την τηλεόραση.Ο Αλφρέντο Τζόζεφ Πατσίνο γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1940 στο ανατολικό Χάρλεμ της Νέας Υόρκης από γονείς ιταλικής (σικελικής) καταγωγής, τον ασφαλιστή και εστιάτορα Σαλβατόρε Πατσίνο από την Μεσίνα και την Ρόζα Τζεράρντι από το Κορλεόνε, την πρωτεύουσα της Μαφίας. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν δύο ετών και μεγάλωσε με την μητέρα του και τους παππούδες του στο Μπρονξ.
Αρχικά ήθελε να ασχοληθεί με το μπέιζμπολ, αλλά τελικά τον τράβηξε η υποκριτική. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, εγκατέλειψε το σχολείο και γράφτηκε ως εξαιρετικό ταλέντο σε καλλιτεχνικό σχολείο. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του έκανε διάφορες δουλειές, όπως ταχυδρόμος, θυρωρός και βοηθός σερβιτόρου.
Μετά την αποφοίτηση του συνέχισε τις θεατρικές σπουδές σε ανώτερο επίπεδο στην σχολή του Χέρμπερτ Μπέργκοφ, ενώ εμφανιζόταν σε παραστάσεις πειραματικών θιάσων, των λεγόμενων Off-Broadway. Έλαβε επιπλέον μαθήματα από τον Λι Στράσμπεργκ και έγινε ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της «μεθόδου».
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο
Το 1969, έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με ένα μικρό ρόλο στην ταινία «Me, Natalie» και τον ίδιο χρόνο κέρδισε το θεατρικό βραβείο Τόνι για την ερμηνεία του στο έργο του Ντον Πίτερσον «Does the Tiger Wear a Necktie?». Το 1971, έλαβε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στην δραματική ταινία του Τζέρι Σάτζμπεργκ «Πανικός στο Νιντλ Παρκ» («The Panic in Needle Park»).
Το ταλέντο του είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται και τον επόμενο χρόνο ο Φράνσις Φορντ Κόπολα του έδωσε την ευκαιρία να γίνει ένας από τους σταρ της μεγάλης οθόνης. Ο Πατσίνο συμμετείχε στην μαφιόζικη σάγκα «Ο Νονός», ερμηνεύοντας τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε, του γιού του αφεντικού, που με απροθυμία ανακατεύεται στις δουλειές της οικογένειας. Ο Πατσίνο ανέδειξε το πλούσιο ταλέντο του στις ταινίες «Το Σκιάχτρο» («Scarecrow», 1973) του Τζέρι Σάτζμπεργκ, «Σέρπικο» («Serpico», 1973) και «Σκυλίσια Μέρα» («Dog Day Afternoon», 1975) του Σίντνεϊ Λιούμετ. To 1974, ξανάπαιξε τον ρόλο του Μάικλ Κορλεόνε στον «Νονό Νο2».
«Ο Σημαδεμένος»
Ακολούθησαν μια σειρά από αποτυχίες με εξαίρεση τη μαύρη κωμωδία «Δικαιοσύνη για όλους» («...And Justice for All...», 1979) του Νόρμαν Τζούισον. Ο Αλ Πατσίνο ξαναβρήκε την φόρμα του και το εκρηκτικό υποκριτικό του ταμπεραμέντο στην ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Ο Σημαδεμένος» («The Scarface», 1983), στον ρόλο του μαφιόζου Τόνι Μοντάνα.
Μετά την αποτυχία της ταινίας του Χιού Χάντσον «Οι Επαναστάτες» («Revolution», 1985) και ένα αναγκαστικό διάλειμμα τεσσάρων ετών, ο Αλ Πατσίνο επανήλθε στο προσκήνιο με το ερωτικό θρίλερ του Χάρολντ Μπέκερ «Το ερωτικό αντικείμενο του εγκλήματος» («Sea of Love, 1989). Υποδύθηκε εκ νέου τον Μάικλ Κορλεόνε στο «Νονό Νο3», αλλά το ξεκαρδιστικό πορτρέτο ενός γκοτέσκου γκάνγκστερ στην ταινία του Γουόρεν Μπίτι «Ντικ Τρέισι» («Dick Tracy», 1990), του χάρισε την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Βραβείο Όσκαρ με «Άρωμα Γυναίκας»
Οι ταινίες «Φράνκι και Τζόνι» («Frankie and Johnny», 1991) και «Οικόπεδα με θέα» (« Glengarry Glen Ross», 1992), και οι δυο μεταφορές θεατρικών έργων, ανέδειξαν για μια ακόμη φορά το πλούσιο ταλέντο του. Το 1993, κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ για τον ρόλο ενός «ξινού» τυφλού άνδρα στην ταινία «Άρωμα Γυναίκας» («Scent of a Woman», 1992).
Στην φιλμογραφία του την δεκαετία του 90, περιλαμβάνονται η γκανγκστερική ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα «Υπόθεση Καρλίτο» («Carlito’s Way», 1993), το αστυνομικό δράμα του Μάικλ Μάν «Ένταση» («Heat», 1995), στο οποίο υποδύεται ένα ντετέκτιβ που κυνηγά ένα κλέφτη (Ρόμπερτ Ντε Νίρο), το επίσης αστυνομικό δράμα «Ντόνι Μπράσκο» («Donnie Brasco», 1997), στο ρόλο ενός χαμηλόβαθμου γκάνγκστερ που γίνεται άθελά του φίλος με πράκτορα του FBI και στο αθλητικό δράμα του Όλιβερ Στόουν «Κάθε Κυριακή» («Any Given Sunday», 1999) Την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε με τον Ράσελ Κρόου στο πολιτικό θρίλερ του Μάικλ Μαν «The Insider», που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και εστιάζεται στις προσπάθειες των καπνοβιομηχανιών να κρύψουν τις βλαβερές συνέπειες του καπνού.
Η επιτυχημένη καριέρα του Αλ Πατσίνο συνέχισε και τον 21ο αιώνα. Το 2002 συμπρωταγωνίστησε με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στο θρίλερ του Κρίστοφερ Νόλαν «Insomnia» και το 2007 εμφανίστηκε στην αστυνομική ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ «Η Συμμορία των 13» («Ocean's Thirteen»). Αφού τσαλάκωσε την δημόσια εικόνα του στην κωμωδία του Άνταμ Σάντλερ «Jack & Jill (2011), έπαιξε ένα γηραιό γκάγκστερ στην κομεντί «Νομοταγείς Τύποι» («Stand Up Guys» , 2012). Το 2014 υποδύθηκε έναν εκκεντρικό κλειδαρά στην δραματική ταινία «Η Κρυφή Ζωή του Manglehorn» («Manglehorn») και τον επόμενο χρόνο ένα βετεράνο ροκ σταρ στην κομεντί «Τίποτα Δεν Τελειώνει Κύριε Κόλινς» («Danny Collins»). To 2019 ξανασυναντήθηκε με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Τζο Πέσι στην επική γκανγκστερική ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Ο Ιρλανδός» («The Irishman»).
Τηλεόραση και θέατρο
Ο Αλ Πατσίνο έχει παίξει σε τηλεοπτικές παραγωγές που άφησαν εποχή («Angels in America», για το οποιο κέρδισε Emmy το 2004, «You Don’t Know Jack» για το οποίο κέρδισε Emmy το 2010, «Phil Spector»), ενώ δεν ξεχνάει την θεατρική του καταγωγή, έχοντας πρωταγωνιστήσει κατά περιόδους σε έργα των Σέξπιρ, Γουάιλντ και Μάμετ. Το ντοκιμαντέρ του «Looking for Richard» (1996) για την παράσταση του σεξπιρικού «Ριχάρδος Γ’», στην οποία πρωταγωνίστησε, επαινέθηκε ιδιαίτερα από την κριτική και παραμένει κλασικό στο είδος του.
Στην προσωπική του ζωή, οι κατά καιρούς σχέσεις - και είναι πολλές - τροφοδοτούν με υλικό τα κουτσομπολίστικα ΜΜΕ. Εκ πεποιθήσεως εργένης, έχει αποκτήσει τρία παιδιά, ένα με την δασκάλα υποκριτικής Τζαν Τάραντ και δύο με την ηθοποιό Μπέβερλι Ντ’ Άντζελο με την οποία είχε μια θυελλώδη σχέση από το 1996 έως το 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου