Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Μαΐου 31, 2024

Φόνος στον Κόκκινο Αχυρώνα: Ένα έγκλημα που λύθηκε από ένα όνειρο

 

Σκίτσο του Κόκκινου Αχυρώνα 

Η Ann Marten ήταν κουρασμένη εξαιτίας ενός απαίσιου όνειρου. Δύο φορές είχε πεταχτεί στον ύπνο της επειδή έβλεπε τη θετή της κόρη, Maria, νεκρή και θαμμένη κάτω από έναν βρώμικο αχυρώνα μισό μίλι από το σπίτι που η Ann μοιραζόταν με τον σύζυγό της, τον Thomas, στο Polstead της Αγγλίας. Αρχικά, η Ann πίστεψε ότι ήταν απλά ένας κακός εφιάλτης -για την ακρίβεια, ήταν κάτι το ακαταλαβίστικο- αλλά όταν είδε ξανά το ίδιο όνειρο, άρχισε να το ξανασκέφτεται.



Μια μέρα, μίλησε στον Thomas για να βρει την ησυχία της. "Νομίζω, αν ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα να ψάξω τον Red Barn", του πρότεινε.

Σαστισμένος, ο Thomas την ρώτησε γιατί.

"Ονειρεύομαι συχνά την Maria, και δύο φορές πριν από τα Χριστούγεννα την είδα δολοφονημένη και θαμμένη στον Red Barn". Όπως του εξήγησε, θα του το έλεγε νωρίτερα, αλλά φοβήθηκε μην την πει προληπτική.

Ο Κόκκινος Αχυρώνας ήταν ένα πασίγνωστο ορόσημο στο Polstead, μια γραφική γωνιά στην κομητεία Σάφολκ της Αγγλίας. Είχε πάρει το όνομά του από την κόκκινη, τούβλινη οροφή του. Ήταν το τελευταίο γνωστό μέρος που συναντήθηκε η Maria Marten και ο εραστής της, William Corder. Το ζευγάρι χρησιμοποιούσε τον αχυρώνα ως σημείο των ραντεβού τους πριν φύγουν κρυφά για το Ίπσουιτς στις 18 Μαΐου του 1827.

Από τότε και για 11 μήνες, η οικογένεια της Maria δεν είχε νέα της. Οι Marten έγραφαν επιστολές στο ζευγάρι, αλλά η Maria δεν απαντούσε ποτέ. Όποτε ο Corder γυρνούσε στο Polstead, πάντα ανέφερε κάμποσες δικαιολογίες γιατί η Maria δεν απαντούσε: είχε δουλειές, μάλλον θα χάθηκαν οι επιστολές της, είχε χτυπήσει το χέρι της και δεν μπορούσε να γράψει. Όμως τους καθησύχαζε ότι ήταν ευτυχισμένη και, κυρίως, καλά.

Όταν όμως η σύζυγός του άρχισε να βλέπει τα άσχημα όνειρα, ο Thomas Marten αποφάσισε να ψάξει τον Κόκκινο Αχυρώνα. Αφού τον εξέτασε προσεκτικά και έβγαλε μπάζα από από το πάτωμα, πρόσεξε κάτι το ασυνήθιστο στη βρωμιά. Σύμφωνα με κάποιους, ο Thomas -εξολοθρευτής τυφλοπόντικων στο επάγγελμα- άρχισε να χώνει στο έδαφος ένα αιχμηρό όργανο της δουλειάς του, και, όταν το έβγαλε, έβγαλε μαζί και ένα κομμάτι σάπιας ανθρώπινης σάρκας.

Ο Thomas δεν χρειάστηκε να σκάψει πολύ για να ανακαλύψει ότι το όνειρο της συζύγού του ίσως ήταν αληθινό. Σε μια ρηχή τρύπα βρισκόταν ένας αποσυντεθειμένος ανθρώπινος σκελετός, τυλιγμένος σε ένα σάκο. Είχε μακριά μαλλιά και ένα πράσινο μαντήλι γύρω από το λαιμό του.

Μόλις είδε το πτώμα, ο Thomas δεν έσκαψε περισσότερο και ξεκίνησε για το σπίτι του. Εκεί, βρήκε την Ann και την ρώτησε αν θυμόταν την Maria να φοράει μαντήλι την ημέρα που το έσκασε, και αν ναι, τι χρώμα είχε. Η Ann προσπάθησε να θυμηθεί και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Η Maria φορούσε ένα μαντήλι που της είχε δώσει ο William Corder. "Ένα πράσινο", είπε.

Ο William Corder

Ο William Corder ήταν ταραχοποιός. Ήταν γιος ενός πλούσιου αγρότη, ένας καταφερτζής με τις γυναίκες (είχε το παρατσούκλι Foxey, δηλαδή Αλεπού), που πλαστογραφούσε επιταγές και έκλεβε ζώα από τις γειτονικές φάρμες. Μάλιστα, κάποια στιγμή έκλεψε τα γουρούνια του πατέρα του, τα πούλησε και κράτησε τα χρήματα.

Μερικοί λένε ότι ο νεαρός δεν ήθελε να έχει τέτοια ζωή. Ο Corder λέγεται ότι ήθελε να γίνει δάσκαλος ή δημοσιογράφος. Όταν όμως ο πατέρας του του αρνήθηκε να στηρίξει οικονομικά τις προσπάθειες του, ο Corder αντέδρασε και άρχισε να γεμίζει τον τραπεζικό λογαριασμό του με τους καρπούς μικρών εγκλημάτων.

Όποια και να ήταν τα κίνητρα του Corder, τίποτα δεν είχε σημασία για Maria Marten, μια 24χρονη μητέρα χωρίς σύζυγο. Το πρώτο της παιδί (πατέρας του οποίου ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Corder) πέθανε μικρό, αλλά το δεύτερο (πατέρας του οποίου ήταν ένα μέλος της καλής κοινωνίας που δεν ήθελε να παντρευτεί την κόρη ενός κυνηγού τυφλοπόντικων) ζούσε ακόμα. Ο δεύτερος πατέρας έστελνε συχνά χρήματα για να βοηθήσει το παιδί, αλλά γενικά ήταν απών από τη ζωή της Maria. Έτσι, όταν το 1825 ο William Corder επέστρεψε στο Polstead για να βοηθήσει την οικογενειακή φάρμα, η Maria ερωτεύτηκε αμέσως τον πανούργο γαλίφη.

Στην τελική, ο Corder έδειξε ότι μπορούσε να ανταπεξέλθει με υπευθυνότητα. Την ίδια χρονιά που επέστρεψε στην πόλη, ο πατέρας του πέθανε και δύο από τα αδέλφια του αρρώστησαν από φυματίωση, αφήνοντας τον νεαρό Corder μόνο του να διαχειριστεί το αγρόκτημα. Την εποχή που ανέλαβε αυτά τα καθήκοντα, ξεκίνησε το ρομάντζο του με την Maria.

Η Maria Marten. Μοντέλο για το σκίτσο αποτέλεσε η αδερφή της, Ann, που λέγεται ότι ήταν ίδιες - πηγή

Αρχικά, το ζευγάρι προσπάθησε να κρατήσει τη σχέση τους κρυφή. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια. Το 1826, η Maria έμεινε έγκυος για τρίτη φορά. Ο Corder πρότεινε να παντρευτούν λίγο μετά το γέννηση του βρέφους.

Όμως, μόλις δύο εβδομάδες μετά τη γέννησή του, το μωρό πέθανε στα χέρια της Maria. Ο πατέρας και η μητριά της έβαλαν το άψυχο βρέφος σε ένα κιβώτιο και το τύλιξαν με ένα μαντίλι. Ο Corder υποσχέθηκε να το θάψει κάπου ασφαλές.

Επίσης, ο ίδιος υποσχέθηκε ότι θα παντρευόταν την Maria, παρά το τραγικό συμβάν. Υπό μια προϋπόθεση: Έπρεπε να γίνει σύντομα. Σύμφωνα με τον Corder, υπήρχαν φήμες ότι ένας αστυνομικός θα τιμωρούσε τη Maria επειδή είχε και τρίτο παιδί εκτός γάμου. Το έγκλημά της αποκαλούνταν "bastardy" και τιμωρούνταν με δημόσιο μαστίγωμα.

Με απλά λόγια, έπρεπε να το σκάσουν.

Το βράδυ της 18 Μαΐου του 1827, ο Corder πήγε στο σπίτι του Marten και είπε στη Maria ότι είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Ο αστυνόμος, είπε, θα την συλλάμβανε από στιγμή σε στιγμή. Η Maria ξέσπασε σε κλάματα. Εν τω μεταξύ, η αδερφή της, η Ann, πρόσεξε ότι ο νεαρός είχε μαζί του όπλο. "Μου είπε να μην το σκαλίζω γιατί ήταν γεμάτο", ανέφερε.

Για να αποφύγουν τη σύλληψη, ο Corder είπε στη Maria να μεταμφιεστεί και της έδωσε ένα ανδρικό γιλέκο, ένα καπέλο, ένα παντελόνι και ένα πράσινο μαντήλι. Έβαλε τα υπόλοιπα ρούχα της σε μια τσάντα και της είπε να τον συναντήσει στον Κόκκινο Αχυρώνα, όπου θα μπορούσε να ντυθεί και πάλι με τα ρούχα της. Μετά, θα πήγαιναν στο Ίπσουιτς και θα παντρευόντουσαν.

Ο Corder βγήκε από την μπροστινή πόρτα, ενώ η Maria από την πίσω. Από τότε, δεν την είδε κανείς ξανά.

11 μήνες μετά τη φυγή τους, η αστυνομία βρήκε τον William Corder παντρεμένο με μια άλλη γυναίκα και να έχει δικό του οικοτροφείο θηλέων στο δυτικό Λονδίνο. Όταν τον προσέγγισε η αστυνομία, τον ρώτησε αν ήξερε κάποια Maria Marten.

"Δεν ξέρω καμία με αυτό το όνομα", απάντησε.

Αμέσως, το έγκλημα τράβηξε την προσοχή και την φαντασία του κοινού. Στην τελική, είχαν να κάνουν με την ιστορία ενός φτωχού κοριτσιού από την επαρχεία, μίας μόνης μητέρας, που την αποπλάνησε και ξεγέλασε ένας πλούσιος αλήτης, που την παρέσυρε στο θάνατό της με την υπόσχεση του γάμου. Εξίσου εκπληκτικό ήταν το γεγονός ότι το σώμα της φτωχής γυναίκας, υποτίθεται ότι, ανακαλύφθηκε χάρη σε ένα όνειρο. Για τις εφημερίδες, η ιστορία ήταν λαβράκι.

Λίγες ημέρες αφότου ανακαλύφθηκε το πτώμα, το Polstead γέμισε από κόσμο που ήταν περίεργος για την ιστορία. Για την ακρίβεια, όσο ο Corder ήταν στη φυλακή, το καλοκαιρινό πανηγύρι του Polstead είχε τους περισσότερους επισκέπτες από ποτέ, με μουσικούς και θεατρικές παραγωγές που αναφέρονταν στην δολοφονία του Κόκκινου Αχυρώνα.

Μέχρι την αρχή της δίκης του Corder στις αρχές του Αυγούστου, όλη η περιοχή ήξερε την τραγική ιστορία. Χιλιάδες συνέρρεαν στο Polstead για να δουν ιδίοις όμμασι την διαδικασία. Σχεδόν κάθε πανδοχείο στην περιοχή ήταν πλήρες. Την ημέρα πριν από την έναρξη της δίκης, πολλοί επισκέπτες δεν είχαν κρεβάτι να κοιμηθούν. Μάλιστα, λόγω των αξιώσεων για να δουν τη δίκη, κόπηκε εισιτήριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου