Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Αυγούστου 07, 2024

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ: Ο πολυτάλαντος ινδός νομπελίστας

 

Βραβευμένος με Νόμπελ ινδός ποιητής και δραματουργός, μυστικιστής στοχαστής και κοινωνικός

αναμορφωτής, δοκιμιογράφος, ζωγράφος, μουσικός και ηθοποιός.

Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ (Rabindranath Tagore) ήταν ινδός ποιητής και δραματουργός, μυστικιστής στοχαστής και κοινωνικός αναμορφωτής, δοκιμιογράφος, ζωγράφος, μουσικός και ηθοποιός. Με το έργο του συνέβαλε σημαντικά στην αλληλογνωριμία του ινδικού και του δυτικού πολιτισμού. Το 1913 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τον βαθύτατα ευαίσθητο, νέο και όμορφο στίχο του, με τον οποίο η ποιητική του σκέψη, εκπεφρασμένη στην αγγλική, έγινε μέρος της λογοτεχνίας της Δύσης».


Τα πρώτα χρόνια

Γόνος μιας πλούσιας οικογένειας λογίων και καλλιτεχνών, ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ γεννήθηκε στις 7 Μαΐου 1861 στην Καλκούτα της Δυτικής Βεγγάλης, που τότε ανήκε στη Βρετανική Ινδία. Ήταν το δέκατο τέταρτο παιδί του Μαχαρίσι (Μεγάλου Σοφού) Ντεβαντρανάθ Ταγκόρ και της Σαράντα Ντεβί. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα κατ’ οίκον, στη βεγγαλική γλώσσα, παράλληλα με μαθήματα αγγλικών. Γνώρισε από μικρός το έργο ινδών ποιητών που έγραψαν στην ίδια γλώσσα και σε ηλικία οκτώ ετών συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα.

Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ με τη δεκάχρονη σύζυγός του Μριναλίνι Ντεβί, λίγο μετά το γάμο τους το 1883
Το 1878 επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Αγγλία, προκειμένου να σπουδάσει νομικά, αλλά, ακολουθώντας την κλίση του, μυήθηκε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και μουσική. Δημοσίευσε τις εντυπώσεις του από αυτό το ταξίδι το 1881, με τίτλο «Επιστολές ενός ταξιδιώτη στην Ευρώπη». Έγραψε δύο μουσικά δράματα με τίτλους «Το πνεύμα του Βαλμίκι» και «Τραγικό κυνήγι» (1882), καθώς και μία σειρά ποιημάτων που εκδόθηκαν με τίτλο «Τραγούδια του λυκόφωτος» (1882).
Την περίοδο αυτή είχε μία μυστικιστική εμπειρία, η οποία του ενέπνευσε το ποίημα «Το ξύπνημα του καταρράκτη» της συλλογής «Τραγούδια της αυγής» (1883). Την ίδια χρονιά νυμφεύτηκε ένα κορίτσι 10 ετών, τη Μριναλίνι Ντεβί, η οποία ανήκε στην κάστα του και ο πατέρας του τού ανέθεσε τη διαχείριση των οικογενειακών κτημάτων. Την επόμενη περίοδο, στις πάμπολλες περιοδείες του, γνώρισε ολόκληρη τη Βεγγάλη και το 1890 επισκέφθηκε ξανά την Αγγλία. Τη δεκαετία του 1890 συνέχισε να εκδίδει ποιήματά του.

Η ίδρυση σχολής που μετεξελίχθηκε στο διεθνές Πανεπιστήμιο «Βίσβα Μπάρατι»
Ο Ταγκόρ πίστευε στην ανάγκη της πνευματικής ελευθερίας και της αρμονικής καλλιέργειας, και για να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση ίδρυσε τον Δεκέμβριο του 1901 μία σχολή ελευθέρων σπουδών στο Σαντινικετάν της Δυτικής Βεγγάλης, η οποία στα τέλη του 1921 μετεξελίχθηκε στο διεθνές Πανεπιστήμιο «Βίσβα Μπάρατι». Αμέσως μετά, υπέστη διαδοχικά σοβαρά πλήγματα από τον θάνατο της συζύγου του (1902), μιας θυγατέρας του (1903), του καλύτερου μαθητή του και ποιητή Σατίρ Τσάντρα Ρόι (1904), του πατέρα του (1905) και του νεώτερου γιου του (1907).


Όμως, δεν δίστασε να παρέμβει στα εθνικά θέματα με ένα πολιτικό δοκίμιο με τίτλο «Το εθνικό κίνημα» (1904), στο οποίο υποστήριξε την υπόθεση της ανεξαρτησίας της Ινδίας. Το 1912 εκδόθηκε στο Λονδίνο, στην Αγγλική, μία από τις σημαντικότερες ποιητικές συλλογές του με τίτλο «Γκιτάντζαλι» («Ποιητική Δωρεά»), την οποία αμέσως μετέφρασε στη Γαλλική ο Αντρέ Ζιντ με τίτλο «Λυρική προσφορά» («Offrande lyrique», 1913) και η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας την ίδια χρονιά.
Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ με τον Μαχάτμα Γκάντι
O Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον οδήγησε να αναπροσδιορίσει την πολιτική του σκέψη, κυρίως για να εκφράσει τις επιφυλάξεις του απέναντι στο φαινόμενο της όξυνσης του εθνικισμού, του οποίου είχε διαπιστώσει τις δυσμενείς επιπτώσεις ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των επισκέψεών του στην Ιαπωνία.
“Οχι” στον τιτλο του “Σερ”
Το 1915 τιμήθηκε με τον βρετανικό τίτλο του ιππότη («σερ»), τον οποίο αποποιήθηκε το 1919, μετά τη σφαγή του Αμριτσάρ, όπου οι βρετανικές δυνάμεις άνοιξαν πυρ σκοτώνοντας τουλάχιστον 400 αμάχους και τραυματίζοντας πάνω από 2000.


Τα τελευταία χρόνια της ζωής του περιόδευσε δίνοντας διαλέξεις σε πολλές χώρες σ’ ολόκληρο τον κόσμο (μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε το 1924), χωρίς να σταματήσει τη συγγραφική του δραστηριότητα. Εξέδωσε μυθιστορήματα και δράματα, καθώς και 21 ποιητικές συλλογές τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Η γνωριμία του με το ελληνικό κοινό έγινε μέσα από τις μεταφράσεις έργων του από τον αιγυπτιώτη λόγιο Κώστα Τρικογλίδη.

Ο Ταγκόρ υπήρξε επίσης σημαντικός ζωγράφος και προικισμένος μουσικός, γνωστός για τη μελοποίηση εκατοντάδων ποιημάτων. Τα χαρίσματά του αυτά, σε συνδυασμό με το σκηνοθετικό και υποκριτικό του ταλέντο, εκφράστηκαν στις ενδιαφέρουσες, πειραματικές ερασιτεχνικές παραστάσεις που οργάνωνε στο Σαντινικετάν.

Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ πέθανε στις 7 Αυγούστου 1941 στην Καλκούτα, σε ηλικία 80 ετών.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου