Ιουνίου 28, 2024
Πέρα από τις Πύλες του Ασημένιου Κλειδιού
«Αγαπητέ κύριε Bishop, Ναι, με την φόρμουλα του Dho είναι δυνατό να δει κανείς την εσωτερική πόλη στους μαγνητικούς πόλους. Εγώ την έχω δει, κι ελπίζω σύντομα να ταξιδέψω εκεί. Όταν η Γη θα έχει εκκαθαριστεί. Όταν θα έλθετε στο Dunwich, ελάτε στην φάρμα, και θα ψάλλω την φόρμουλα του Dho για εσάς. Και το Dho-Hna. Και θα σας πω τις γωνίες των επιπέδων και τις φόρμουλες ανάμεσα στο Yr και στο Nhhngr.
Εκείνοι από τον αέρα, δεν μπορούν να βοηθήσουν χωρίς ανθρώπινο αίμα. Παίρνουν σώμα από αυτό, όπως ξέρετε. Όπως κι εσείς, επίσης, θα μπορείτε να το κάνετε, αν καταστραφείτε με άλλο τρόπο εκτός από το Σημάδι. Υπάρχουν κάποιοι εδώ γύρω που γνωρίζουν το Σημάδι και την δύναμή του. Μην μιλάτε άσκοπα. Προσέχετε την γλώσσα σας, ακόμη και στο Sabbat Σας είδα εκεί –κι εκείνο το πράγμα που περπατά μαζί σας με την μορφή μιας γυναίκας. Αλλά με την νέα όραση που μου έχει δοθεί από εκείνους που επικαλούμαι, το είδα με την αληθινή του μορφή, που κι εσείς πρέπει να έχετε δει. Έτσι, νομίζω ότι μια μέρα ίσως μπορέσετε να κοιτάξετε σε αυτό που μπορώ εγώ να καλέσω στην δική μου φυσιογνωμία, κι ίσως να μην σας τρομοκρατήσει.
Δικός σας, στο Όνομα Αυτού Που Δεν Πρέπει να Ονομαστεί… / 17 Ιανουαρίου 1928»
***
[…] Η λέξη “Κθούλου” (Cthulhu), υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει την αδέξια ανθρώπινη προσπάθεια, να αποδοθεί η φωνητική μιας τελείως μη ανθρώπινης λέξης. Το όνομα της εξωγήινης αυτής οντότητας επινοήθηκε από όντα των οποίων τα φωνητικά όργανα δεν ήταν σαν αυτά των ανθρώπων, ούτε είχαν καμιά συγγένεια με οποιοδήποτε στοιχείο της ανθρώπινης ομιλίας… Οι συλλαβές προσδιορίστηκαν από μια φυσιολογία παραγωγής ήχων, τελείως διαφορετική από την δική μας, κι έτσι ποτέ δεν θα μπορέσει να την προφέρει τέλεια ένα ανθρώπινο λαρύγγι…
Στις ιστορίες μου, έχουμε ανθρώπινα όντα που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την λέξη όσο καλύτερα μπορούν, αλλά το μόνο που πετυχαίνουν είναι να την προσεγγίζουν απλώς… Αυτό το πετυχαίνουν, χρησιμοποιώντας τον λάρυγγα τους μ’ έναν περίεργο τρόπο, για να μιμηθούν τον αυθεντικό ήχο, όπως τον είχαν ακούσει οι πρόγονοί τους από μη-ανθρώπινα λαρύγγια. Αυτή η περίεργη χρήση του ανθρώπινου λάρυγγα, δημιουργεί έναν ήχο παραπλήσιο με τον μη-ανθρώπινο ήχο. Αλλά δεν μοιάζει με καμία ανθρώπινη φωνή, ούτε με κανέναν ήχο από αυτούς που καθημερινά ακούμε. Είναι ένας ξένος, ασυνήθιστος ήχος, που τα ανθρώπινα όντα μπορούν να τον πετύχουν μόνο με μεγάλη προσπάθεια, κι αυτόν ούτε που θα σκεφτόντουσαν ποτέ να τον παράγουν, αν δεν ήταν να μιμηθούν κάτι τελείως μη-ανθρώπινο. Το είδος του ήχου που δημιουργείται μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μοιάζει στ’ αλήθεια με ομιλία, αλλά μοιάζει περισσότερο με τον ήχο που βγάζει ένας άνθρωπος όταν θέλει να μιμηθεί μιά σφυρίχτρα ατμού, ή το λάλημα ενός πετεινού, ή το ουρλιαχτό του ανέμου, ή το χλιμίντρισμα του αλόγου, με το στόμα του…
Όταν, στο The Call of Cthulhu (Το Κάλεσμα του Κθούλου, 1926), ο καθηγητής Έηντζελ ενδιαφέρθηκε για το θέμα, δεν είχε γίνει μέχρι τότε καμιά προσπάθεια να ενταχθεί το όνομα του κοιμώμενου αυτού ενοίκου της Ρ’λυέ, στο αλφάβητό μας –αν και ο Αμπντούλ Αλχαζρέντ είχε προσπαθήσει να το κάνει με τα αραβικά γράμματα, πράγμα που είχε επαναληφθεί και στα ελληνικά από τον Βυζαντινό μεταφραστή. Η λατινική μετάφραση απλώς αντέγραψε την ελληνική.
Τα γράμματα Κ Θ Ο Υ Λ Ο Υ (C T H U L H U) είναι απλώς αυτά που χρησιμοποίησε –με προχειρότητα και με ατέλειες, φυσικά– ο καθηγητής Έηντζελ, για να αναπαραστήσει το ονειρικό όνομα που του πρόφερε ο νεαρός καλλιτέχνης Γουίλκοξ….
Ο αυθεντικός ήχος –όσο πιο πιστά μπορούν να τον αναπαράγουν τα ανθρώπινα φωνητικά όργανα, ή τα ανθρώπινα γράμματα να τον καταγράψουν– θα μπορούσε να είναι κάτι σαν: “KHLUL’-HLOO”, με την πρώτη συλλαβή να προφέρεται λαρυγγικά και πολύ βαριά, και κάπως τραυλά. Το -ου (u) είναι κάπως μακρόσυρτο –όπως στο full– και η πρώτη συλλαβή δεν διαφέρει πολύ με το Klul ηχητικά, μιας και το h αντιπροσωπεύει την βαριά λαρυγγική προφορά. Η δεύτερη συλλαβή δεν έχει τόσο καλή απόδοση –ο συγκεκριμένος ήχος του L (λ) δεν μπορεί να προφερθεί με τον σωστό τρόπο.
Η κάπως προσεκτική περιγραφή του εξωγήινου αυτού ονόματος, ήταν για μένα ένα είδος διαμαρτυρίας, την οποία εκδηλώνω μονίμως, ενάντια στην παιδική και ηλίθια συνήθεια των περισσοτέρων συγγραφέων Φανταστικής Λογοτεχνίας και Επιστημονικής Φαντασίας, να παρουσιάζουν τελείως μη-γήινες οντότητες έτσι ώστε να έχουν μια ονοματολογία σαφέστατα ανθρώπινου χαρακτήρα, λες και όντα με εξωγήινα σωματικά όργανα θα μπορούσαν να μιλούν γλώσσες βασισμένες στα ανθρώπινα φωνητικά όργανα. Θα έπρεπε, κάθε όνομα που υποτίθεται ότι έχει επινοηθεί από μη-ανθρώπους, να διαμορφώνεται με τέτοιον τρόπο, που να μην συμφωνεί με καμιά από τις αρχές της ανθρώπινης φωνητικής και γλώσσας […]
Σε ένα από τα άρθρα αστρονομίας του στην εφημερίδα Gazette-News της Βόρειας Καρολίνας, το 1915, ο Χ. Φ. Λάβκραφτ γράφει:
[…] Πάνω από το νοτιοανατολικό ορίζοντα, έρπει ο Σκορπιός σε όλο το οργισμένο μεγαλείο του, με το λαμπρό φλογοκόκκινο άστρο του, τον Αντάρες, μια ταιριαστή παραβολή για τις φλογισμένες σκηνές που περιμένουν τους πολεμιστές μας στα πλημμυρισμένα από τους Ούννους λιβάδια της Γαλλίας. Ο Σκορπιός είναι ο πιο εντυπωσιακός και ο πιο χαρακτηριστικός από τους καλοκαιρινούς σχηματισμούς και θα λάμπει ακτινοβόλα στους μήνες που θα ακολουθήσουν. Δυτικά του Σκορπιού, φτάνοντας μέχρι το Μεσημβρινό, τα υψηλότερα τμήματα του Κενταύρου παρατάσσονται στον Ορίζοντα. Ολόκληρος αυτός ο αστρικός σχηματισμός, συμπεριλαμβανομένων και των λαμπρότερων αστέρων του, δεν είναι ποτέ ορατός από το δικό μας γεωγραφικό πλάτος. Ο Alpha Centauri, το πιο λαμπρό άστρο αυτού του αστερισμού, βρίσκεται σε απόσταση 25.000.000.000.000 μιλίων από το ηλιακό μας σύστημα. Αυτή η τόσο τεράστια σε γήινους όρους απόσταση είναι απειροελάχιστη, αν ιδωθεί σε διαστημική κλίμακα, και είναι μια ζωντανή απόδειξη για το απεριόριστο μέγεθος του ορατού Σύμπαντος, χωρίς να προσθέσουμε και την ασύλληπτη ιδέα του απερίγραπτου Απείρου που μας περικυκλώνει από παντού.
Η ιδέα του απεριόριστου Χώρου και Χρόνου είναι πραγματικά το πιο γοητευτικό και προκλητικό χαρακτηριστικό της επιστήμης της αστρονομίας. Η ανθρωπότητα, με τις εγωιστικές και μεγαλεπήβολες ιδέες που έχει για τον εαυτό της, κυριολεκτικά καταρρέει στο τίποτε, αν την παρατηρήσουμε σε σχέση με τις ανεξερεύνητες αβύσσους του Απείρου και της Αιωνιότητας που μας τριγυρίζει έξω από τον κλειστό κόσμο μας.
Ολόκληρη η περίοδος της ύπαρξης της ανθρωπότητας, ή του ήλιου και του ηλιακού συστήματος, ή ακόμη και του ίδιου του ορατού Σύμπαντος, δεν είναι παρά μια απειροελάχιστη στιγμή στην ιστορία των στροβιλιζόμενων σφαιρών και των αιθερικών ρευμάτων που συνθέτουν όλη τη μεγαλειώδη Δημιουργία, μια ιστορία που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ο Άνθρωπος, που απέχει τόσο πολύ από το να είναι το κεντρικό και υπέρτατο αντικείμενο της Φύσης, μέσα απ’ αυτό το πρίσμα διαφαίνεται ξεκάθαρα ως ένα απλό μικροσκοπικό γεγονός, ίσως μάλιστα ένα είδος τυχαίου δυστυχήματος, μιας ασύλληπτης εικόνας της Φύσης, που οι απεριόριστες εκτάσεις και μορφές της τον τοποθετούν σε ένα κοσμικό δευτερόλεπτο του Χωρόχρονου ως ένα από τα πιο ασήμαντα αντικείμενα.
Η παρουσία του ή η απουσία του, η ζωή του ή ο θάνατός του είναι φανερό πως αποτελούν τελείως αδιάφορα ζητήματα για το μέγα σχέδιο της Φύσης στην ολότητά του. Ακόμη και το αχανές Σύμπαν που μπορούμε να παρατηρήσουμε, δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό άτομο μέσα στην κυριολεκτικά απεριόριστη συμπαντική άβυσσο που προεκτείνεται όλο και μακρύτερα από όλες τις πλευρές. Ένας σύγχρονος συγγραφέας έχει επιχειρήσει να απεικονίσει το αστρονομικό άπειρο σε στίχους, περιγράφοντας ένα όνειρο ή όραμα κατ’ αυτόν τον τρόπο:
“Ολομόναχος μέσ’ στο διάστημα,
είδα ένα τρεμουλιαστό σμήνος από ασημένια φώτα,
που σημαδεύουν την στενή κοιλάδα
που οι θνητοί αποκαλούν απεριόριστο Σύμπαν.
Όπου κι αν κοιτούσα, η καθεμιά σαν εύθραυστο μικρό αστέρι,
έλαμπαν περισσότερες Δημιουργίες, μεγαλύτερες απ’ την δική μας.
Σαν σε μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, ο Γαλαξίας φανερώνει θαμπά
τις άπειρες τροχιές του στα αδύναμα γήινα μάτια,
κάθε τροχιά κι ένας ήλιος, κι έλαμπε όλη αυτή η θέα
στην περιπλανώμενη ψυχή μου,
σαν ένα κυματιστό πέπλο, στολισμένο με τρεμάμενα πετράδια.
Κι όμως, το καθένα τους ήταν ένα πανίσχυρο Σύμπαν από ήλιους,
κι όλο το Σύμπαν που ατένιζε το βλέμμα μου,
ένα φτωχό μοναχικό άτομο ήταν, που ταξίδευε στο Άπειρο” […]
Για το τέλος του παρατηρήσιμου Σύμπαντος.
[…] Αποτελεί μια από τις βασικές αρχές της επιστήμης της Φυσικής ότι ούτε η ύλη ούτε η ενέργεια μπορούν να δημιουργηθούν ή να καταστραφούν. Αφού τα άστρα και τα nebulae είναι μια συνεχής διανομή ενέργειας με την μορφή φωτός και θερμότητας, κι εφόσον δεν μπορούν να δημιουργήσουν περισσότερη για να αντικαταστήσουν αυτή που συνεχώς χάνουν, είναι επόμενο ότι κάποια μέρα η δραστηριότητά τους θα διαχέεται στο Άπειρο σαν αδιάφορα κύματα ακτινοβόλας θερμότητας, πολύ αδύναμα για να μπορέσουν να παράγουν κάποια αισθητά αποτελέσματα.
Η απόλυτη σκηνή ερήμωσης που θα ακολουθήσει θα είναι φρικιαστική, ο μεγαλύτερος τρόμος που γνώρισε ποτέ το Σύμπαν. Ένα αχανές Σύμπαν που θα έχει την μορφή παγωμένου τύμβου, ελάχιστα ημιφωτισμένο από μια αχνή μεσονύκτια λάμψη, πλημμυρισμένο από απίστευτη αρκτική παγωνιά, μέσα από το οποίο θα κυλούν σκοτεινοί παγωμένοι ήλιοι με τις τρομερές ορδές των νεκρών παγωμένων πλανητών τους, πάνω στους οποίους θα απλώνεται η σκόνη εκείνων των δυστυχισμένων θνητών που θα έχουν χαθεί για πάντα και για πάντα, καθώς τα κυρίαρχα άστρα τους έσβησαν από τον ουρανό[…]
Ο Χ. Φ. Λάβκραφτ γράφει το 1932 ” Πέρα από τις Πύλες του Ασημένιου Κλειδιού”
(Through the Gates of the Silver Key):
[…] Πανικόβλητος αντίκρισε θαμπά την ατέλειωτη απεραντοσύνη της φουρτουνιασμένης θάλασσας, που τα κύματά της χτυπούσαν ανελέητα τη μακρινή αντικρινή ακτή. Και μετά, η στιγμιαία σιωπή χάθηκε. Τα κύματα του μίλησαν σε μια γλώσσα με αφύσικους ήχους και άναρθρες λέξεις: “Ο Άνθρωπος της Αλήθειας είναι πέρα από το Καλό και το Κακό”, είπε με έμφαση η φωνή που δεν ήταν φωνή. “Ο Άνθρωπος της Αλήθειας πιστεύει ότι Όλα Είναι Ένα. Ο Άνθρωπος της Αλήθειας ξέρει ότι η Φαντασία είναι η Αλήθεια, ότι η Ψευδαίσθηση είναι η Πραγματικότητα και ότι η Ουσία είναι η Μεγάλη Απάτη…”
Κι ύστερα αναδύθηκε από τα κύματα εκείνο το λιθοχτισμένο τιτάνιο οικοδόμημα, και το βλέμμα του καρφώθηκε μαγεμένο στο περίγραμμα μιας γιγάντιας αψίδας, όχι πολύ διαφορετικής από εκείνη που πίστευε ότι είχε δει παλαιότερα σ’ εκείνη τη βαθιά σπηλιά, στη μακρινή, απατηλή επιφάνεια της τρισδιάστατης Γης. Συνειδητοποίησε ότι χρησιμοποιούσε το Ασημένιο Κλειδί, το κινούσε μ’ έναν τρόπο τελετουργικό, που δεν είχε διδαχθεί ποτέ του, αλλά πάντοτε το ήξερε ασυναίσθητα κάπου βαθιά μέσα του. Η διαδικασία έμοιαζε πολύ μ’ εκείνη που είχε ακολουθήσει για να ανοίξει την Εσωτερική Πύλη… Οδηγημένος από το ένστικτό του και από μια πρωτόγνωρη τυφλή αποφασιστικότητα, συνέχισε να πλέει, ώσπου πέρασε την Τελική Πύλη…
…Έπεσε ξαφνικά ζαλισμένος μέσα στις απέραντες κοινωνίες των αστεριών… Κοίταξε πίσω του και δεν είδε απλώς και μόνο μία Πύλη, αλλά αμέτρητες Πύλες. Σε μερικές απ’ αυτές είδε όντα να θορυβούν, αλλά δεν θυμόταν να τα είχε συναντήσει ξανά. Και τότε, ξαφνικά ένιωσε μεγαλύτερο τρόμο από εκείνον που θα μπορούσε να του προκαλέσει κάποιο απ’ αυτά τα απερίγραπτα όντα. Απ’ αυτόν τον απίστευτο τρόμο δεν μπορούσε να γλιτώσει, γιατί είχε να κάνει με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ακόμη και η Πρώτη Πύλη, του είχε αφαιρέσει κάτι από τη σταθερότητά του, τον είχε αφήσει αβέβαιο, όσον αφορά την ιδιοσυστασία του σώματός του και τη σχέση του με τα απροσδιόριστα αντικείμενα γύρω του. Αλλά η αίσθηση της αρμονίας τότε δεν είχε διαταραχτεί, είχε παραμείνει μαζί του. Εξακολουθούσε να είναι ο Ράντολφ Κάρτερ, ένα σταθερό όν σ’ ένα χώρο που οι διαστάσεις του άλλαζαν συνεχώς. Αλλά τώρα που είχε περάσει την Τελική Πύλη, συνειδητοποίησε ξαφνικά έντρομος ότι δεν ήταν ένα άτομο, αλλά πολλά!
Βρισκόταν σε πολλά μέρη ταυτόχρονα. Στη Γη, στις 7 Οκτωβρίου 1883, ένα μικρό αγόρι που ονομαζόταν Ράντολφ Κάρτερ, κάτω από το σιωπηλό φως του φεγγαριού βγήκε μέσα από τη σπηλιά, μέσα από τη Φωλιά του Φιδιού, και κατέβηκε τρέχοντας την πλαγιά… Αλλά, παράλληλα, την ίδια στιγμή, ενώ στη Γη ήταν το 1928, αυτός, μια φευγαλέα σκιά εκείνου του πλάσματος που κάποτε υπήρξε ο Ράντολφ Κάρτερ, έστεκε πάνω σ’ ένα βάθρο ανάμεσα από τους Μεγάλους Παλαιούς, σ’ έναν ασύλληπτο χώρο που βρισκόταν πέρα από τις γήινες διαστάσεις, σε κάτι σαν προέκταση της Γης. Στην άγνωστη και άμορφη κοσμική άβυσσο που ξετυλιγόταν ατέρμονα πέρα από την Τελική Πύλη, υπήρχε κι ένας άλλος Ράντολφ Κάρτερ. Αλλά υπήρχε και αλλού, σ’ ένα χάος από σκηνές αμέτρητες και ατέλειωτες, που οι συνεχείς και τερατώδεις διαφοροποιήσεις τους κόντευαν να τον τρελάνουν…
Υπήρχαν Κάρτερ που ανήκαν σε κάθε γνωστή και σε κάθε πιθανή εποχή της Γης. Αλλά και άλλοι, σε πιο μακρινές εποχές, που ο γήινος άνθρωπος όχι μόνο δεν μπορούσε να τις συλλάβει με την ξεπερασμένη γνώση του, αλλά ούτε καν να υποψιαστεί ή να φανταστεί. Υπήρχαν Κάρτερ με μορφές ανθρώπινες, αλλά και μη ανθρώπινες, σπονδυλωτοί και ασπόνδυλοι, συνειδητοί και ασυνείδητοι, νοήμονες και ενστικτώδεις, ζώα αλλά και όντα του φυτικού βασιλείου. Υπήρχαν ακόμη και Κάρτερ που δεν είχαν κανένα απολύτως κοινό με τη ζωή όπως αυτή διαμορφώθηκε στη Γη, οι οποίοι κινούνταν ελεύθερα ανάμεσα στο παρελθόν άλλων πλανητών, ηλιακών συστημάτων, γαλαξιών και κόσμων. Σπέρματα αιώνιας ζωής που ταξίδευαν από κόσμο σε κόσμο και από Σύμπαν σε Σύμπαν, διατηρώντας ωστόσο την ιδιοσυστασία τους.
Κοιτάζοντας φευγαλέα ολόγυρά του, άρχισε να θυμάται όνειρα, άλλα μισοξεχασμένα και άλλα ζωντανά, όνειρα που τα είχε δει μια φορά ή άλλα που τα έβλεπε συχνά, όνειρα που βίωνε όλα αυτά τα χρόνια από τον καιρό που είχε αρχίσει να ονειρεύεται. Ορισμένα απ’ αυτά είχαν μια τόσο εκπληκτικά στοιχειωμένη και τρομακτική φυσικότητα και οικειότητα, ένιωθε τόσο γνώριμο το περιεχόμενό τους, αλλά αδυνατούσε να το εξηγήσει και ήξερε ότι δε θα τα κατάφερνε να το κάνει με καμία γήινη λογική…. Αντιμετωπίζοντας όλη αυτή την ασύλληπτη πραγματικότητα, ο Ράντολφ Κάρτερ πανικοβλήθηκε. Τέτοιο τρόμο δεν είχε νιώσει ποτέ του ούτε ποτέ τον είχε υποψιαστεί, δεν τον είχε αισθανθεί ακόμη και τότε που μπήκαν μαζί με τον Χάρλεϋ Γουόρεν εκείνη την νύχτα σ’ εκείνη την αρχαία και αποτρόπαιη νεκρόπολη κάτω απ’ το χλωμό φως του φεγγαριού, απ’ όπου μονάχα ο ένας από τους δύο βγήκε ζωντανός.
Κανένας θάνατος, καμία καταστροφή, καμία θλίψη, κανένας πανικός δεν μπορεί να ξεπεράσει το μέγεθος της απελπισίας που προκαλεί η απώλεια της ταυτότητας ενός ανθρώπου. Εκείνος που καθημερινά ασχολείται με ασημαντότητες πιθανώς να μην έχει συναίσθηση του προβλήματος, ζει μέσα στη μακαριότητα της άγνοιας. Όμως αυτός που γνωρίζει τον εαυτό του και ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι δεν είναι εκείνος που πίστευε ότι είναι, δηλαδή ένα ξεχωριστό πλάσμα, ξεχωριστό απ’ όλα τ’ άλλα, όταν ξαφνικά καταλαβαίνει ότι δεν είναι ο εαυτός του, τότε η γνώση αυτή μπορεί να τον οδηγήσει στην υπέρτατη αποκορύφωση της αγωνίας και του τρόμου […]
***
[…] Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι άνθρωποι που κινούνται στα πεδία μας είναι λίγοι, και ότι το έργο μας είναι δεδομένο ότι θα περάσει στην ιστορία ως “Λογοτεχνία της Απόδρασης”… Κατά τη γνώμη μου, η “αίσθηση του Αγνώστου” είναι ένα μόνιμο και αυθεντικό μέρος της ανθρώπινης προσωπικότητας, ένα στοιχείο πολύ βασικό για να μπορέσει να το καταστρέψει η σίγουρη γνώση του σύγχρονου κόσμου ότι το Υπερφυσικό δεν υπάρχει πια… Είναι αλήθεια ότι δεν αντιλαμβανόμαστε πια την ύπαρξη υπερφυσικών δυνάμεων γύρω μας, και αναπόφευκτα οι διάφορες εκφάνσεις της Φανταστικής Λογοτεχνίας έχουν χάσει ένα πολύ μεγάλο μέρος από την δύναμη που είχαν να ταρακουνούν τα συναισθήματά μας.
Αλλά, παρ’ όλα αυτά, παραμένουν δύο σημαντικοί παράγοντες ανεπηρέαστοι απ’ αυτήν την αλλαγή -αντιθέτως μάλιστα, είναι επαυξημένοι: πρώτον, η αίσθηση μιας ανυπόμονης επανάστασης ενάντια στην αυστηρή τυραννία του Χώρου και του Χρόνου, και των φυσικών νόμων. Μια αίσθηση που οδηγεί όλη μας την φαντασία να οπλίσει τις μάχες που υποθετικά μπορούν να γίνουν για να καταρρίψουμε αυτήν την τυραννία. Και δεύτερον, μια φλογερή περιέργεια για τους μακρινούς τόπους του άγνωστου κοσμικού διαστήματος, που ξανοίγονται πέρα από την καταπιεσμένη μικρή σφαίρα του γνωστού μας κόσμου. Η ανεξερεύνητη δυνατότητα των ανθρώπινων ονείρων.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο παράγοντες που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, πιστεύω ακράδαντα πως το πεδίο του Παράξενου πρέπει απαραίτητα να συνεχίσει να έχει αιτία ύπαρξης, και η φύση του ανθρώπου πρέπει απαραίτητα να συνεχίσει να ψάχνει τον τρόπο να εκφραστεί με σύμβολα και φαντασίες, που έχουν να κάνουν με την έστω υποθετική κατάρριψη των φυσικών νόμων, και τη φανταστική προέκταση της γνώσης και της ανθρώπινης περιπέτειας, πέρα από τα μηχανιστικά δεσμά και τα σύνορα που ορθώνονται από την πραγματικότητα… Η συναισθηματική ανάγκη για απόδραση από την βεβαιότητα του κόσμου που μας περιβάλλει, συνεχίζει να είναι μια από τις πιο μόνιμες και καθοριστικές ανάγκες, τις πιο αγνές, και τις πιο δυναμικές.[…]
Γράφει ο Πιονιέρος του Υπερφυσικού Τρόμου Χάουαρντ Φίλλιπς Λάβκραφτ.
Ο Λάβκραφτ, ένας μανιώδης φυσιολάτρης, περιηγητής, θαυμαστής του παρελθόντος, ήταν και ο άνθρωπος που σε μερικά έργα του κατέβασε τις εσχατιές του σύμπαντος και ακατονόμαστες εξωγήινες οντότητες, στις φάρμες και στα απομονωμένα χωριά, ανάμεσα από τους απλούς ανθρώπους που κρύβουν το μυστικό της σχέσης τους με τα εισβάλλοντα εξωκοσμικά φαινόμενα και τις επαφές τους με ακατονόμαστα όντα, ακόμη και τις γενεαλογικές προσμίξεις που προέκυψαν από αυτά. Τις επαφές με το ακατανόητο. Χαρακτηριστική περίπτωση έργα του Λάβκραφτ όπως τα: The Dunwitch Horror (Ο Τρόμος του Ντάνγουιτς), The Shadow Over Insmouth (Η Σκιά του Ίνσμουθ), The Colour Out of Space (Το Χρώμα από το Διάστημα), The Whisperer in Darkness (Ο Ψιθυριστής στο Σκοτάδι), The silver key (Το ασημένιο κλειδί), Through the Gates of the Silver Key (Πέρα από το ασημένιο κλειδί) At the Mountains of Madness (Τα βουνά της Τρέλας), The Dream Quest of the Unknown Kadath (Η ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ), The Shadow Out of Time (Η Σκιά Πέρα απ’ το Χρόνο) κ.ά.
Οι περισσότερες από τις οντότητες της Μυθολογίας Κθούλου είναι μοχθηρές-δαιμονικές, και τελείως αδιάφορες προς την ανθρωπότητα. The Old Ones –Οι Μεγάλοι Παλαιοί. Οι πιθανόν καλοκάγαθοι Θεοί της Γης, The Elder Gods –Οι Πρεσβύτεροι Θεοί, δεν αναφέρονται ποτέ άμεσα, εκτός από τον Nodens, και σταδιακά απουσιάζουν όλο και πιο πολύ από τα διηγήματα. Στην νουβέλα The Dream Quest of Unknown Kadath και αλλού, απεικονίζονται ως σχετικά αδύναμοι και μάλλον κατώτεροι, προφανώς σύμβολα της ύστατης αδυναμίας των ανθρώπινων παραδόσεων και ονείρων. Χρησιμοποιήθηκαν από τον Λάβκραφτ μόνο για να εξηγηθεί το γιατί οι υπέρτερες αριθμητικά μοχθηρές εξωκοσμικές οντότητες δεν είχαν υπερνικήσει από καιρό την ανθρωπότητα, και για να παρέχει μια πηγή επικλήσεων με την οποία οι γήινοι θα μπορούσαν σε κάποιο βαθμό να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, όπως συμβαίνει π.χ. στο The Dunwitch Horror και στο The Case of Charles Dexter Ward (Η Περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Γουώρντ). Ο Λάβκραφτ αργότερα δεν επέτρεψε στο ανθρώπινο είδος καμία προστασία, εκτός ίσως από την τύχη, ενάντια στο Άγνωστο. Ο Λάβκραφτ είχε ωριμάσει ως κυνικός στοχαστής.
Σε Αντίθεση με τους Πρεσβύτερους Θεούς (Elder Gods), οι «Άλλοι Θεοί» ή «Εξώτεροι Θεοί» (Outer Gods), παρουσιάζονται ως πανίσχυροι και τρομεροί, αλλά «τυφλοί…άηχοι…σκοτεινοί…ανόητοι». Δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία ούτε καν στους Μεγάλους Παλαιούς και στην απειλή τους. Από τους Εξώτερους Θεούς, ο Αzathoth (Αζαθώθ) είναι η ανώτερη θεότητα, καταλαμβάνοντας τον ύψιστο θρόνο στο Πάνθεον της Μυθολογίας Κθούλου. Πρόκειται για μια παράλογη τιτάνια εξωγήινη οντότητα από κάποιον πολύ μακρινό πλανήτη ή διάσταση, ο «τυφλός, ηλίθιος Θεός», ο «ανόητος δαιμονικός σουλτάνος», «ο τυφλός Θεός που στέκει στο κέντρο του Απείρου», το «τερατώδες πυρηνικό χάος»… Μια τέτοια κορυφή στο Πάνθεον μπορεί να συμβολίζει μονάχα ένα πράγμα: το χωρίς αιτία και σκοπό, χωρίς νοημοσύνη, αλλά παρ’ όλα αυτά πανίσχυρο, Σύμπαν των υλιστικών επιστημονικών αντιλήψεων.
Κι ο αγγελιαφόρος του, το «Έρπον Χάος» (The Crawling Chaos), ο Nyarlathotep (Νυαρλαθοτέπ), δεν είναι ανόητος όπως ο αφέντης του, αλλά σατανικά νοήμων, που ο Λάβκραφτ τον παρουσιάζει ως έναν ευγενή Φαραώ. Από τις αναφορές στα έργα του Λάβκραφτ, συνθέτω την ιστορία του: Σε καιρούς πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης και έντασης, κάποιος που ποζάρει ως Φαραώ εμφανίζεται από την Αίγυπτο. Οι Fellahin και οι Βεδουίνοι τον προσκυνούν και τον λατρεύουν, «άγρια θηρία τον ακολουθούν ήρεμα και του γλύφουν τα χέρια» Κάνει μια διεθνή περιοδεία, σε πολλές χώρες, και δίνει διαλέξεις με παράξενες επιστημονικές επιδείξεις, κι αποκτά πολλούς θαυμαστές και οπαδούς, όπως, ας πούμε, ο Καλιόστρο ή κάποιος παρόμοιος μάγος. Αλλά, όπου εμφανίζεται, τον ακολουθεί το χάος, μια διάβρωση και αποσύνθεση του ανθρώπινου νου ακολουθεί, σύντομα όλου του κόσμου. Παντού ξεσπά αδικαιολόγητος πανικός και οι άνθρωποι αφήνουν τα σπίτια τους και περιπλανιούνται τρελοί. Η Φύση διασπάται, παραστρατεί, διαλύεται. Γίνονται σεισμοί, πανάρχαιες βυθισμένες πόλεις πνιγμένες στα φύκια εμφανίζονται μέσα από τις θάλασσες που υποχωρούν, παράλογες καταστάσεις δημιουργούνται. Η Γη τελειώνει.
Ο Nyarlathotep (που ως φιγούρα είναι κάτι σαν τον αντι-μεσσία του εξωκοσμικού τρόμου ή το ίδιο το χάος ενσαρκωμένο σε έναν τσαρλατάνο, μια ανθρώπινη εκδήλωση-προβολή στον κόσμο μας ενός καταστροφικού χαοτικού Θεού των τελευταίων ημερών), ο Φαραώ, σαφώς εκφράζει τον εμπαιγμό και την ειρωνεία ενός χαοτικού Σύμπαντος που ο άνθρωπος ποτέ δεν θα κατανοήσει και ποτέ δεν θα δαμάσει.
@GYPAS / miastala.com / 2019
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου