Ο Βοσνιοσέρβος σκηνοθέτης Εμίρ Κουστουρίτσα είναι ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους
κινηματογραφιστές, που αναδύθηκαν την δεκαετία του ’80. Οι ταινίες του στο σουρεαλιστικό ύφος ενός λαϊκού πανηγυριού αναδεικνύουν την συμπάθειά του σε ανθρώπους που κινούνται στο περιθώριο της κοινωνίας, ενώ παράλληλα αποδίδουν την παράνοια της Γιουγκοσλαβίας πριν από την διάλυσή της.Ο Εμίρ Κουστουρίτσα γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1954 στο Σαράγεβο της τότε Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης,που αποτελούσε ομοσπονδιακό τμήμα της Γιουγκοσλαβίας (από το 1992 η Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι ανεξάρτητο κράτος). Ο πατέρας του Μουράτ Κουστουρίτσα ήταν δημοσιογράφος και η μητέρα του Σένκα Νουμάνκαντιτς δικαστική υπάλληλος. Οι γονείς του ήταν Σέρβοι μουσουλμάνοι, αλλά μη θρησκευόμενοι. Πολύ αργότερα ο Εμίρ Κουστουρίτσα, που δήλωνε άθεος. θα βαπτιστεί χριστιανός ορθόδοξος και θα λάβει το όνομα Νεμάνια.
Ο Εμίρ Κουστουρίτσα σπούδασε κινηματογράφο στην σχολή FAMU της Πράγας και αρκετά νωρίς έδειξε τις δυνατότητες και το ταλέντο του, όταν η σπουδαστική ταινία του «Γκουέρνικα», βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι.
Ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία ως σκηνοθέτης στην τηλεόραση του Σαράγεβο. Το 1978 σκηνοθέτησε την τηλεταινία «Έρχονται οι νύφες», που δημιούργησε αρκετό θόρυβο για τις ερωτικές της σκηνές και τον επόμενο χρόνο την τηλεταινία «Καφέ Τιτανικός», μια διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του νομπελίστα συγγραφέα Ίβο Άντριτς, τα έργα του οποίου αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον σκηνοθέτη.
Το 1981 εισήλθε δυναμικά στο ευρωπαϊκό κινηματογραφικό στερέωμα με το οικογενειακό δράμα «Θυμάσαι την Ντόλι Μπελ;», που αφηγείται την ιστορία μιας φτωχής οικογένειας που καταδυναστεύεται από ένα αυταρχικό πατέρα με φόντο την δεκαετία του ’60. Η ποιητική και νοσταλγική ταινία του νεαρού σκηνοθέτη, σε σενάριο του Βόσνιου συγγραφέα Αμπντουλάχ Σιντράν, απέσπασε τον «Χρυσό Λέοντα» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Το 1985, ο Κουστουρίτσα ξανασυνεργάστηκε με τον Σιντράν στην ταινία «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές», που ανατρέχει στην δεκαετία του ’50 για να μας παρουσιάσει την εισβολή της πολιτικής στην ζωή ενός μικρού παιδιού. Η ταινία απέσπασε τον «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ των Κανών και ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο «Καιρός των Τσιγγάνων (1989) είναι η πιο πολυσυζητημένη και δημοφιλής ταινία του Κουστουρίτσα. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί με συμπάθεια τη ζωή και τα έθιμα των τσιγγάνων, περιγράφοντας τσιγγάνικες γιορτές, μεθύσια και γκροτέσκους λαϊκούς τύπους Φιλοδοξία του ήταν να στήσει έναν πλατύ πίνακα της παράνοιας της Γιουγκοσλαβίας, μέσα από μια ιστορία τσιγγάνικης βεντέτας. Ο Κουστουρίτσα κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και καθιερώθηκε ως ένας σημαντικός σκηνοθέτης που παραλληλίστηκε με τον Φεντερίκο Φελίνι και τον Λουίς Μπουνιουέλ. Το σάουντρακ της ταινίας γνώρισε μεγάλη επιτυχία και σηματοδότησε την διεθνή καριέρα του Γκόραν Μπρέγκοβιτς.
Το 1990 αποδέχθηκε την πρόσκληση του Μίλος Φόρμαν να αναλάβει τη θέση του ως καθηγητής στο τμήμα κινηματογράφου του πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Τρία χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία «Arizona Dream» με πρωταγωνιστές τους Τζόνι Ντεπ, Φέι Νταναγουέι και Τζέρι Λιούις. Θεωρείται ως η πιο αδύνατη ταινία του, καθότι το δημιουργικό του πνεύμα και η αχαλίνωτη φαντασία του δεν μπόρεσαν να χωρέσουν στα καλούπια του Χόλιγουντ. Θαυμάζεται όμως για ορισμένες εκπληκτικές σκηνές της, αλλά και για τo σάουντρακ της ταινίας που υπογράφουν ο Γκόραν Μπρέγκοβιτς και ο Ίγκι Ποπ («In the Deathcar»). Παρ όλα αυτά το «Arizona Dream» κέρδισε την «Αργυρή Άρκτο» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Το 1995 ο Κουστουρίτσα επανήλθε στην Ευρώπη και το γνώριμο ύφος του με την ταινία «Underground», μια παραβολή για την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, που περιλαμβάνει την αξιομνημόνευτη σκηνή του βομβαρδισμού του ζωολογικού κήπου του Βελιγραδίου από τους Γερμανούς το 1941. Η ταινία κέρδισε το «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών για δεύτερη φορά. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθε στον κόσμο των τσιγγάνων με την κωμωδία «Άσπρη Γάτα, Μαύρη Γάτα» που τιμήθηκε με τον «Αργυρό Λέοντα» του Φεστιβάλ της Βενετίας.
Από το 2000 και μετά γύρισε μόνο τρεις ταινίες μεγάλου μήκους, οι οποίες δεν προσθέτουν κάτι σημαντικό στο ήδη σπουδαίο έργο του: «Η ζωή είναι ωραία» (2004), «Οι 3 υποσχέσεις» και το πολεμικό δράμα «No Milky Way» (2016) με πρωταγωνίστρια τη Μόνικα Μπελούτσι. Την ίδια περίοδο γύρισε τα ντοκιμαντέρ «Super 8 Stories» (2001) για την ροκ μπάντα του, No Smoking Orchestra, «»Maradona» (2008) για τον αργεντίνο σούπερσταρ της μπάλας Ντιέγο Μαραντόνα και «El Pepe: A Supreme Life» (2018) για τον ουρουγουανό πολιτικό Χοσέ Μουχίκα. Επίσης συμμετείχε στις σπονδυλωτές ταινίες: «All the Inbisible Children» (2005) και «Κουβέντες με τους Θεούς» (2014).
Ο Κουστουρίτσα εκτός από τις δικές του έχει εμφανισθεί ως ηθοποιός και σε δημιουργίες άλλων σκηνοθετών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ταινίες: «Ο δήμιος του Σαν Πιέρ» του Πατρίς Λεκόντ (2000), «Ο καλός κλέφτης» του Νιλ Τζόρνταν (2002) και «Νικόστρατος: Ένα ξεχωριστό καλοκαίρι» του Ολιβιέ Ορλέ, που γυρίστηκε στη Σίφνο και τη Μήλο.
Παράλληλα, εδώ και χρόνια κάνει μια δεύτερη καριέρα ως μουσικός. Ξεκίνησε ως μπασίστας σε διάφορα ροκ γκρουπ της πατρίδας του και αργότερα σχημάτισε το δικό του συγκρότημα «No Smoking Orchestra». Το 2007, παρουσίασε στο Παρίσι την πανκ όπερα «Ο καιρός των τσιγγάνων», που βασίζεται στην ομώνυμη ταινία του.
Ο Εμίρ Κουστουρίτσα είναι νυμφευμένος με την Μάγια Μάντιτς και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά. Ο Στρίμπορ Κουστουρίτσα (γ. 1979), παίζει ντραμς στους «Νο Smoking Orchestra» και έχει γράψει μουσική για τις ταινίες του πατέρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου