Ο Μορίς Ραβέλ (Maurice Ravel) ήταν γάλλος συνθέτης λόγιας μουσικής, από τους δημοφιλέστερους του 20ού
αιώνα. Εντάσσεται στο ρεύμα του μουσικού ιμπρεσιονισμού (μαζί με τον Κλοντ Ντεμπισί), αν και ο ίδιος απέρριπτε αυτή την κατάταξη. Είναι γνωστός για τη μουσική του επιδεξιότητα και την τελειότητα της μορφής και του ύφους σε έργα, όπως «Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα» (1899), «Ισπανική Ραψωδία» (1907), «Δάφνις και Χλόη» (1912), «Λα Βαλς» (1920), «Το παιδί και τα μάγια» (1925), «Μπολερό» (1928), αλλά και για την ενορχήστρωση της πιανιστικής σουίτας του Μόδεστου Μουσόργκσκι «Εικόνες από μια έκθεση» (1922). Υπήρξε από τους πρώτους ευρωπαίους συνθέτες που επηρεάστηκε από την τζαζ. Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι, θέλοντας να αποδώσει φόρο τιμής στον Ραβέλ, τον αποκάλεσε τον «πιο τέλειο από τους ωρολογοποιούς της Ελβετίας», θέλοντας να εξυμνήσει την πολυπλοκότητα και την ακρίβεια του έργου του.Η πρώτη σύνθεση
Ο Ζοζέφ Μορίς Ραβέλ γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1875 στο Σιμπούρ, ένα παραθαλάσσιο χωριό της νοτιοδυτικής Γαλλίας, στην περιοχή της Γαλλικής Βασκωνίας.
Ο πατέρας του ήταν Ελβετός και η μητέρα του βασκικής καταγωγής. Από πολύ νωρίς έδειξε το μουσικό του ταλέντο. Σε ηλικία μόλις 14 χρονών έγινε δεκτός στο Ωδείο του Παρισιού, όπου παρέμεινε ως το 1905. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέθεσε το πρώτο πολύ γνωστό έργο του «Παβάνα για μια νεκρή ινφάντα». Η λαμπρή φοίτηση του Ραβέλ στο Ωδείο του Παρισιού προκάλεσε μάλιστα κι ένα σκάνδαλο. Όταν η υπεσυντηρητική κριτική επιτροπή αρνήθηκε για τρίτη φορά να του απονείμει το «Βραβείο της Ρώμης» για τη σύνθεση, γνωστοί μουσικοί και κριτικοί δημοσίευσαν διαμαρτυρίες, εξωθώντας τον διευθυντή του Ωδείου, Τεοντόρ Ντιμπουά, σε παραίτηση.
O Ραβέλ δεν ήταν με καμία έννοια επαναστάτης μουσικός. Εργάστηκε μέσα στο πλαίσιο των καθιερωμένων μορφικών και αρμονικών συμβάσεων της εποχής του, διατηρώντας βαθιές ρίζες στην τονικότητα. Ωστόσο, η προσαρμογή και ο χειρισμός από μέρους του τού παραδοσιακού ιδιώματος ήταν τόσο έντονα προσωπικά και εξατομικευμένα, ώστε θα μπορούσε κανείς να πει ότι σφυρηλάτησε μια δική του γλώσσα. Ο Ραβέλ εμπλούτισε τη φιλολογία τού πιάνου με μία σειρά από αριστουργήματα, που ποικίλλουν από τα «Παιχνίδια του νερού» (1901) και τους «Καθρέφτες» (1905) έως στα εκπληκτικά «Γκασπάρ της νύχτας» (1908), «Ο τάφος του Κουπρέν» (1917) και τα δύο κοντσέρτα για πιάνο (1931). Από τα καθαρά ορχηστρικά του έργα, η «Ισπανική Ραψωδία» και το «Μπολερό» είναι τα πιο γνωστά και αποκαλύπτουν τη μαεστρία του στην τέχνη της ενορχήστρωσης.
Η συνεργασία με τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ για τα «Ρωσικά Μπαλέτα»
Η πιο λαμπρή στιγμή της σταδιοδρομίας του υπήρξε η συνεργασία του με τον ρώσο ιμπρεσάριο Σεργκέι Ντιαγκίλεφ για τα «Ρωσικά Μπαλέτα», του οποίου συνέθεσε το αριστουργηματικό μπαλέτο «Δάφνις και Χλόη» και την όπερα «Το παιδί και τα μάγια». Η μοναδική ριψοκίνδυνη απόπειρά του στην όπερα υπήρξε η σατιρική «Ισπανική Ώρα» (1911). Από τα τραγούδια που συνέθεσε αξίζει να αναφέρουμε τις «Φυσικές Ιστορίες» (1906), τα «Τρία ποιήματα του Στεφάν Μαλαρμέ» (1913) και τα «Τραγούδια από τη Μαδαγασκάρη» (1926). Μεταξύ 1904 και 1906 ο Μορίς Ραβέλ συνέθεσε, κατόπιν παραγγελίας, τα «Πέντε ελληνικά λαϊκά τραγούδια» για φωνή και πιάνο, βασισμένα σε δημοτικούς σκοπούς της Χίου. Τη μετάφραση των στίχων στα γαλλικά ανέλαβε ο χιώτικης καταγωγής μουσικοκριτικός και συγγραφέας Μιχαήλ Καλβοκορέσης που εκείνη την περίοδο ζούσε στο Παρίσι και γνώριζε τον Ραβέλ.
Η ζωή του Ραβέλ σε γενικές γραμμές ήταν ήσυχη. Ουδέποτε παντρεύτηκε και μολονότι δεν ήταν ακοινώνητος, είχε λιγοστούς φίλους. Τον περισσότερο καιρό παρέμενε στο σπίτι του κοντά στο δάσος του Ραμπουγέ συνθέτοντας. Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, ο Ραβέλ αρρώστησε βαριά, πράγμα που όχι μόνο τον εμπόδισε να γράψει έστω και μία ακόμη νότα, αλλά του κόστισε επίσης την ικανότητά του να μιλάει και να κινείται.
Έχοντας χάσει κάθε δυνατότητα επαφής με το περιβάλλον, ύστερα από μία αποτυχημένη χειρουργική επέμβαση που προσπάθησε v’ αποκαταστήσει τη ροή αίματος προς τον εγκέφαλό του, ο Μορίς Ραβέλ πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 1937 στο Παρίσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου