Ο Στέλιος Κυριακίδης υπήρξε θρυλική μορφή του ελληνικού αθλητισμού και
ίνδαλμα για πολλές γενιές Ελλήνων. Διακρίθηκε ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων, με σπουδαιότερη επιτυχία του την επικράτησή του στον ονομαστό Μαραθώνιο της Βοστώνης το 1946.Ο Στέλιος (Στυλιανός_ Κυριακίδης γεννήθηκε στην Πάφο της αγγλοκρατούμενης Κύπρου στις 15 Ιανουαρίου 1910 και ήταν το νεώτερο από τα πέντε παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Από μικρός αναγκάστηκε να βγει στην βιοπάλη για να βοηθήσει την πολυμελή οικογένειά του. Έκανε διάφορες δουλειές, χωρίς να έχει περάσει από το μυαλό του να ασχοληθεί με τον αθλητισμό. Αυτός που διέκρινε το ταλέντο του ήταν ο άγγλος γιατρός Ρέτζιναλντ Τσέβερτον, στη δούλεψη του οποίου ήταν ο νεαρός Στέλιος.
Ο Τσέβερτον, αθλητής και ο ίδιος στα νιάτα του, έγινε ο πρώτος προπονητής του και τόν ενθάρρυνε να λάβει μέρος στους Πρώτους Παγκύπριους Αγώνες (1932), όπου ο Κυριακίδης ανέδειξε το πλούσιο ταλέντο του. Κέρδισε τα 1.500μ. και τα 10.000μ. και ύστερα από δύο ημέρες τα 5.000μ. και τα 20.000μ.
Η φήμη του έφτασε γρήγορα μέχρι την Ελλάδα και το 1933 συμπεριελήφθη στην εθνική ομάδα για τους Βαλκανικούς Αγώνες Στίβου της Αθήνας, όπου κατέκτησε αργυρό μετάλλιο στον Μαραθώνιο με επίδοση 3:03:05.
Τον επόμενο χρόνο, συμμετείχε στους Βαλκανικούς Αγώνες του Ζάγκρεμπ. Εκεί στην γιουγκοσλαβική μεγαλούπολη και σημερινή πρωτεύουσα της Κροατίας, ο Στέλιος Κυριακίδης, νίκησε στα 10.000μ. με βαλκανικό ρεκόρ (33:49:0) και στον Μαραθώνιο με βαλκανικό ρεκόρ (2:49:31).
Το 1935, έλαβε μέρος εκτός συναγωνισμού στον Βαλκανικό Μαραθώνιο των Αθηνών και τερμάτισε δεύτερος. Τον ίδιο χρόνο στον Μαραθώνιο του πρωταθλήματος Αγγλίας κατετάγη δεύτερος.
Τό 1936, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, όπου κέρδισε όλα τα πανελλήνια πρωταθλήματα των μεγάλων αποστάσεων. Τον ίδιο χρόνο έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου στο αγώνισμα του Μαραθωνίου. Στις 9 Αυγούστου, ο Κυριακίδης τερμάτισε 11ος με πανελλήνιο ρεκόρ 2:43:20.
Ένα μήνα αργότερα στους Βαλκανικούς των Αθηνών νίκησε στα 10.000μ. με επίδοση 33.05.8 και στον Μαραθώνιο, με νέο ρεκόρ επί της κλασικής διαδρομής 2:49:10.
Τό 1937, στους Βαλκανικούς του Βουκουρεστίου νίκησε στο Μαραθώνιο (3:02.22) και στο Πρωτάθλημα της Αγγλίας βελτίωσε το πανελλήνιο ρεκόρ. Το 1938, στην Βαλκανιάδα του Βελιγραδίου τερμάτισε δεύτερος μετά τον Αθανάσιο Ραγάζο και το 1939 κέρδισε στη κλασική διαδρομή του Μαραθωνίου στην Βαλκανιάδα της Αθήνας.
Το 1938, με προτροπή φίλων του, δοκίμασε την τύχη του στον διεθνή Μαραθώνιο της Βοστώνης, όπου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει με τραύμα στο πόδι, εξαιτίας των καινούριων παπουτσιών που φορούσε. Όμως τέτοια ήταν αυτοπεποίθησή του, ώστε να δηλώσει στην τοπική εφημερίδα «Boston Globe»: «Μια μέρα θα ξανάρθω και θα νικήσω».
Κράτησε την υπόσχεσή του και το 1946 επανήλθε στην Βοστώνη και θριάμβευσε στον ονομαστό Μαραθώνιό της, στις 20 Απριλίου, συναγωνιζόμενος την αφρόκρεμα των αθλητών του αγωνίσματος, με επίδοση 2: 29: 27. Ήταν μια φανταστική επίδοση για τον έλληνα δρομέα, που αναγκάστηκε να πουλήσει κάποια από τα υπάρχοντά του για να εξασφαλίσει το πολυπόθητο εισιτήριο για την Βοστώνη. 14 λεπτά κάτω από την προσωπικό του ρεκόρ! Καθώς έκοβε πρώτος το νήμα του τερματισμού αναφωνούσε «Για την Ελλάδα!», σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Life
Με τις δάφνες της νίκης του παρέμεινε στις ΗΠΑ και ανέλαβε να συγκεντρώσει χρήματα και βοήθεια από πλούσιους αμερικανούς και έλληνες της διασποράς για τον χειμαζόμενο ελληνικό λαό, που μόλις είχε βγει από την λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εισερχόταν στην φρίκη του Εμφυλίου Πολέμου. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στις 23 Μαΐου 1946, του επιφυλάχθηκε υποδοχή ήρωα από χιλιάδες Αθηναίους.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής, παντρεύτηκε την Ιφιγένεια και μαζί της απέκτησε 3 παιδιά. Το 1943, συνελήφθη από τους Γερμανούς στο Χαλάνδρι, μαζί με άλλα 49 άτομα, ως αντίποινα για τον φόνο ενός Γερμανού στρατιώτη. Ο ίδιος γλύτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα, επειδή τόν αναγνώρισε ένας Γερμανός αξιωματικός που έτυχε να είναι μαραθωνοδρόμος. Όχι όμως και οι υπόλοιποι συλληφθέντες, που εκτελέστηκαν. Οι Γερμανοί κατακτητές δεν τόν ξαναενόχλησαν έκτοτε και αυτός βρήκε την ευκαιρία να παρέχει άσυλο σε στρατιωτικούς των συμμάχων.
Τον Αύγουστο του 1946, πήρε μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου του Όσλο, όπου δεν κατόρθωσε να τερματίσει, λόγω τραυματισμού. Το 1948, συμμετείχε στους πρώτους μεταπολεμικούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που έγιναν στο Λονδίνο. Πήρε μέρος στον Μαραθώνιο, στις 7 Αυγούστου, και τερμάτισε 18ος (2:49:00), αφού αντιμετώπισε πρόβλημα τραυματισμού κατά την διάρκεια του αγώνα. Ήταν το κύκνειο άσμα ενός θρύλου του ελληνικού αθλητιομού.
Μέχρι το τέλος της ζωής του, αφιερώθηκε στον αθλητισμό ως προπονητής και διοικητικός παράγοντας. Το 1956, υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Αθλητικού Ομίλου Φιλοθέης.
Ο Στέλιος Κυριακίδης πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 1987 στην Αθήνα, σε ηλικία 77 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου