Τους τελευταίους μήνες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανοί πολίτες και στρατιώτες που δραπέτευσαν από τον σοβιετικό στρατό πέθαναν όταν βυθίστηκε το MV Wilhelm Gustloff.
Τον Ιανουάριο του 1945, μέχρι τη στιγμή που η Σοβιετική Ένωση εισήλθε στο ανατολικό μέτωπο της Γερμανίας, ήταν σαφές ότι το πλεονέκτημα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν με τους Συμμάχους. Η πτώση του Γ' Ράιχ ήταν αναπόφευκτη και, μετά από λίγους μήνες, το Βερολίνο θα υπέκυπτε. Ιστορίες βιασμών και δολοφονιών από εκδικητικές σοβιετικές δυνάμεις ενέπνευσαν τρόμο στον γερμανικό πληθυσμό και ώθησε πολλούς που ζούσαν στον δρόμο του Κόκκινου Στρατού να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να προσπαθήσουν να βρεθούν σε ασφαλές μέρος.
Η επαρχία της Ανατολικής Πρωσίας, που σύντομα επρόκειτο να διαιρεθεί μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Πολωνίας, μαρτυρούσε αυτό που οι Γερμανοί ονόμασαν "Επιχείρηση Hannibal", μια τεράστια προσπάθεια εκκένωσης για να μεταφερθούν άμαχοι, στρατιώτες και εξοπλισμός στην Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας. Οι Γερμανοί πολίτες που αναζητούσαν διαφυγή από τους προελαύνοντες Σοβιετικούς συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι της πόλης Gotenhafen (τη σημερινή πόλη Γκντύνια στην Πολωνία), όπου ήταν ελλιμενισμένο το πρώην πολυτελές υπερωκεάνιο Βίλχελμ Γκούστλοφ (MV Wilhelm Gustloff). Οι νεοαφιχθέντες κατέκλυσαν την πόλη, αλλά δεν υπήρχε γυρισμός. Αν μπορούσαν να φτάσουν στην αποβάθρα και να επιβιβαστούν, το Γκούστλοφ τους πρόσφερε ένα ταξίδι μακριά από την πολιορκημένη Ανατολική Πρωσία.
Ωστόσο, το πρόβλημα ήταν ότι το ναυτικό της Σοβιετικής Ένωσης περίμενε για τυχόν μεταφορικά μέσα και βύθισε το Γκούστλοφ, πιθανώς, στην μεγαλύτερη θαλάσσια καταστροφή στην ιστορία. Ο αριθμός των νεκρών από τη βύθισή του ανήλθε σε χιλιάδες -ορισμένοι τον ανεβάζουν σε 9.000-, επισκιάζοντας κατά πολύ εκείνους του Τιτανικού και της Λουζιτάνια μαζί.
Στις 30 Ιανουαρίου του 1945, οι περισσότεροι από τους εκτιμώμενους 10.000 επιβάτες του Γκούστλοφ -στους οποίους περιλαμβάνονται εκπαιδευόμενοι σε υποβρύχια και μέλη της Γυναικείας Ναυτικής Βοηθητικής Υπηρεσίας- θα πέθαιναν λίγες ώρες μετά την επιβίβασή τους.
Η επαρχία της Ανατολικής Πρωσίας, που σύντομα επρόκειτο να διαιρεθεί μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Πολωνίας, μαρτυρούσε αυτό που οι Γερμανοί ονόμασαν "Επιχείρηση Hannibal", μια τεράστια προσπάθεια εκκένωσης για να μεταφερθούν άμαχοι, στρατιώτες και εξοπλισμός στην Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας. Οι Γερμανοί πολίτες που αναζητούσαν διαφυγή από τους προελαύνοντες Σοβιετικούς συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι της πόλης Gotenhafen (τη σημερινή πόλη Γκντύνια στην Πολωνία), όπου ήταν ελλιμενισμένο το πρώην πολυτελές υπερωκεάνιο Βίλχελμ Γκούστλοφ (MV Wilhelm Gustloff). Οι νεοαφιχθέντες κατέκλυσαν την πόλη, αλλά δεν υπήρχε γυρισμός. Αν μπορούσαν να φτάσουν στην αποβάθρα και να επιβιβαστούν, το Γκούστλοφ τους πρόσφερε ένα ταξίδι μακριά από την πολιορκημένη Ανατολική Πρωσία.
Ωστόσο, το πρόβλημα ήταν ότι το ναυτικό της Σοβιετικής Ένωσης περίμενε για τυχόν μεταφορικά μέσα και βύθισε το Γκούστλοφ, πιθανώς, στην μεγαλύτερη θαλάσσια καταστροφή στην ιστορία. Ο αριθμός των νεκρών από τη βύθισή του ανήλθε σε χιλιάδες -ορισμένοι τον ανεβάζουν σε 9.000-, επισκιάζοντας κατά πολύ εκείνους του Τιτανικού και της Λουζιτάνια μαζί.
Στις 30 Ιανουαρίου του 1945, οι περισσότεροι από τους εκτιμώμενους 10.000 επιβάτες του Γκούστλοφ -στους οποίους περιλαμβάνονται εκπαιδευόμενοι σε υποβρύχια και μέλη της Γυναικείας Ναυτικής Βοηθητικής Υπηρεσίας- θα πέθαιναν λίγες ώρες μετά την επιβίβασή τους.
Πριν από τον πόλεμο, το Γκούστλοφ των 25.000 τόνων είχε χρησιμοποιηθεί "για να δώσει πολυτέλεια στους Ναζί", σημείωσε το Associated Press το 1937, μέρος του "Strength Through Joy" (Ισχύς Μέσω της Διασκέδασης) που είχε σκοπό να ανταμείψει τους πιστούς εργάτες. Το πλοίο ονομάστηκε προς τιμήν του ηγέτη των Ναζί στην Ελβετία που είχε δολοφονηθεί από έναν Εβραίο φοιτητή ιατρικής το 1936. Ο Χίτλερ είχε πει στην κηδεία του Γκούστλοφ ότι θα ήταν "στις τάξεις των αθανάτων μαρτύρων του έθνους μας".
Όμως, λόγω της κατάστασης του πολέμου, σύντομα, το Γκούστλοφ χρησιμοποιήθηκε ως πλωτό νοσοκομείο και πλοίο υποστήριξης-ενδιαίτησης και, προτού επαναχρησιμοποιηθεί βιαστικά για την μαζική εκκένωση, δεν είχε διατηρηθεί αξιόπλοο για χρόνια. Παρά το γεγονός ότι νωρίτερα τους είχε απαγορευτεί η φυγή, οι Γερμανοί πολίτες κατάλαβαν μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Η σοβιετική προέλαση τους είχε αποκόψει από τους χερσαίους δρόμους. Ο καλύτερος δρόμος διαφυγής ήταν η Βαλτική.
Αρχικά, οι Γερμανοί αξιωματούχοι εξέδωσαν και έλεγξαν εισιτήρια, αλλά μέσα στο χάος και τον πανικό, το κρύο, την εξάντληση και την πείνα, όλο και περισσότεροι απελπισμένοι στριμώχνονταν σε κάθε διαθέσιμο χώρο του πλοίου. Χωρίς κάποια αξιόπιστη πηγή, ο ακριβής αριθμός των επιβαινόντων κατά τη διάρκεια της βύθισης δε θα γίνει ποτέ γνωστός, αλλά αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι, όταν το μεσημέρι της 30ης Ιανουαρίου το πλοίο σάλπαρε, μετέφερε κόσμο πολλές φορές πάνω από την προβλεπόμενη χωρητικότητά του -είχε ναυπηγηθεί με χωρητικότητα λιγότερο από 2.000 επιβάτες.
Από νωρίς, οι αξιωματικοί του πλοίου αντιμετώπισαν μια σειρά από προβλήματα. Να πλεύσουν στα γεμάτα ναρκοπέδια ρηχά νερά ή στα βαθύτερα νερά που κρυβόντουσαν υποβρύχια; Αργότερα, ο τότε υποπλοίαρχος Paul Vollrath του πλοίου έγραψε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα επαρκή πλοία συνοδείας "παρά την προειδοποίηση για ένα υποβρύχιο στην περιοχή που επρόκειτο να περάσουμε". Όταν έπεσε το σκοτάδι, προς απογοήτευση του Vollrath, άναψαν τα φώτα πλοήγησης του πλοίου, αυξάνοντας έτσι την ορατότητα, αλλά καθιστώντας το τεράστιο πλοίο στόχο για τα εχθρικά υποβρύχια.
Αργότερα εκείνο το βράδυ, καθώς το Γκούστλοφ έπλεε δυτικά προς την γερμανική πόλη του Κίελου, ο Χίτλερ εκφώνησε την τελευταία του ραδιοφωνική ομιλία και διέταξε το έθνος "να προετοιμαστεί με ακόμη μεγαλύτερο, σκληρότερο πνεύμα αντίστασης. Περιμένω από όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια να συνεχίσουν να υποστηρίζουν αυτόν τον αγώνα με απόλυτο φανατισμό". Οι μάταιες προτροπές του μεταδόθηκαν στα ερτζιανά -και μεταδόθηκαν και στο ίδιο πλοίο- 12 χρόνια μετά από την ημέρα που ανέλαβε επίσημα την εξουσία στις 30 Ιανουαρίου του '33.
Αρχικά, οι Γερμανοί αξιωματούχοι εξέδωσαν και έλεγξαν εισιτήρια, αλλά μέσα στο χάος και τον πανικό, το κρύο, την εξάντληση και την πείνα, όλο και περισσότεροι απελπισμένοι στριμώχνονταν σε κάθε διαθέσιμο χώρο του πλοίου. Χωρίς κάποια αξιόπιστη πηγή, ο ακριβής αριθμός των επιβαινόντων κατά τη διάρκεια της βύθισης δε θα γίνει ποτέ γνωστός, αλλά αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι, όταν το μεσημέρι της 30ης Ιανουαρίου το πλοίο σάλπαρε, μετέφερε κόσμο πολλές φορές πάνω από την προβλεπόμενη χωρητικότητά του -είχε ναυπηγηθεί με χωρητικότητα λιγότερο από 2.000 επιβάτες.
Από νωρίς, οι αξιωματικοί του πλοίου αντιμετώπισαν μια σειρά από προβλήματα. Να πλεύσουν στα γεμάτα ναρκοπέδια ρηχά νερά ή στα βαθύτερα νερά που κρυβόντουσαν υποβρύχια; Αργότερα, ο τότε υποπλοίαρχος Paul Vollrath του πλοίου έγραψε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα επαρκή πλοία συνοδείας "παρά την προειδοποίηση για ένα υποβρύχιο στην περιοχή που επρόκειτο να περάσουμε". Όταν έπεσε το σκοτάδι, προς απογοήτευση του Vollrath, άναψαν τα φώτα πλοήγησης του πλοίου, αυξάνοντας έτσι την ορατότητα, αλλά καθιστώντας το τεράστιο πλοίο στόχο για τα εχθρικά υποβρύχια.
Αργότερα εκείνο το βράδυ, καθώς το Γκούστλοφ έπλεε δυτικά προς την γερμανική πόλη του Κίελου, ο Χίτλερ εκφώνησε την τελευταία του ραδιοφωνική ομιλία και διέταξε το έθνος "να προετοιμαστεί με ακόμη μεγαλύτερο, σκληρότερο πνεύμα αντίστασης. Περιμένω από όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια να συνεχίσουν να υποστηρίζουν αυτόν τον αγώνα με απόλυτο φανατισμό". Οι μάταιες προτροπές του μεταδόθηκαν στα ερτζιανά -και μεταδόθηκαν και στο ίδιο πλοίο- 12 χρόνια μετά από την ημέρα που ανέλαβε επίσημα την εξουσία στις 30 Ιανουαρίου του '33.
Σύντομα, το παραπλέον σοβιετικό υποβρύχιο S-13, υπό τη διοίκηση του Αλεξάντερ Μαρινέσκο (Alexander Marinesko), ο οποίος ήταν σε δύσκολη θέση λόγω της συνήθειάς του να καταναλώνει αλκοόλ, εντόπισε το μεγάλο, φωτισμένο πλοίο. Για έναν διοικητή που ήθελε να ενισχύσει τη φήμη του, το πλοίο αποτελούσε εύκολο στόχο -ίσως να γινόταν ήρωας αν το βύθιζε.
Λίγο μετά τις 9 το βράδυ, το S-13 εξαπέλυσε τρεις τορπίλες, ένα μήνυμα επιθυμίας των Σοβιετικών για εκδίκηση για τα δεινά που προκάλεσαν στον σοβιετικό πληθυσμό οι Ναζί. Οι εκρήξεις επηρέασαν τους χώρους διαμονής του πληρώματος, τον χώρο της πισίνας που στέγαζε μέλη του Γυναικείου Ναυτικού Βοηθητικού και, τέλος, το μηχανοστάσιο και τα κάτω καταστρώματα, προκαλώντας θανατηφόρα χτυπήματα στο πλοίο και παγιδεύοντας πολλούς επιβάτες χωρίς τρόπο διαφυγής.
Σύντομα, το Γκούστλοφ έγινε η σκηνή ενός τρελού αγώνα επιβίωσης. Ακόμη και για εκείνους που μπορούσαν να βγουν από το θανάσιμα χτυπημένο πλοίο και να αναζητήσουν ασφάλεια στα ανοιχτά νερά, ο τεράστιος αριθμός των επιβατών ξεπέρασε κατά πολύ τη χωρητικότητα των σωσίβιων λέμβων. Ο 10χρονος τότε επιζών Horst Woit είδε ανθρώπους -πολλούς από αυτούς παιδιά- να ποδοπατούνται μέχρι θανάτου σε μια προσπάθεια να ανέβουν τις σκάλες και να βρεθούν σε μια διαθέσιμη λέμβο -το πλοίο είχε πάρει κλίση προς την πλευρά του λιμανιού, οπότε καμία από τις λέμβους στη δεξιά πλευρά δεν ήταν προσβάσιμη. Ο Woit έκοψε τα σχοινιά με ένα μαχαίρι που είχε πάρει από τη στολή του θείου του και ήταν ένας από τους λίγους τυχερούς που ανέβηκαν σε μια βάρκα που απομακρύνθηκε από το πλοίο. "Πολλοί πήδηξαν. Και μετά προσπάθησαν όλοι να ανέβουν στη λέμβο και φυσικά σε τραβούσαν και τους χτυπούσαν στο κεφάλι και στα χέρια με ένα κουπί. [Ήταν] απλώς φρικιαστικό, απλά απαίσιο. Οι περισσότεροι από αυτούς πέθαναν", είπε αργότερα στο BBC.
Μερικά μέτρα χώριζαν τους διασωθέντες από τους καταδικασμένους. "Ίσως, η απόφαση να μην πάρω άλλους και να τους αφήσω στη μοίρα τους ήταν η πιο δύσκολη που χρειάστηκε να πάρω ποτέ", έγραψε ο Vollrath. "Μέσα στο σκάφος υπήρχε ασφάλεια, στην άλλη πλευρά, βέβαιος θάνατος".
Για όσους παρέμειναν στο κατάστρωμα, έγινε φανερό ότι ο θάνατος στο παγωμένο νερό ήταν σίγουρος. Αργότερα, ένας άλλος επιζών, ο Heinz Schön, ο οποίος αφιέρωσε χρόνια στη μελέτη του ναυαγίου από το οποίο είχε επιζήσει, αφηγήθηκε σε ένα ντοκιμαντέρ στο National Geographic Channel την οδυνηρή απόφαση ενός πατέρα που κρεμάστηκε από το πλοίο -φορώντας το περιβραχιόνιο με τη σβάστικα- να πυροβολήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όταν τέλος έβαλε το όπλο στο κεφάλι του, οι σφαίρες είχαν τελειώσει. "Και μετά γλίστρησε πίσω από τη νεκρή γυναίκα του και τα παιδιά του στο παγωμένο, χιονισμένο κατάστρωμα".
Καθώς πλησίαζαν οι γερμανικές λέμβοι διάσωσης που κλήθηκαν από το πλήρωμα του Γκούστλοφ για να παραλάβουν τους επιζώντες, αντιμετώπισαν το ίδιο δίλημμα με τις άλλες λέμβους: ποιον να παραλάβουν και πότε να σταματήσουν. Άλλωστε, κινδύνευαν και οι ίδιοι από το S-13. Ο κυβερνήτης του τορπιλοβόλου T-36, Robert Hering, όταν το πλοίο του γέμισε πλήρως, έπρεπε να πάρει την απόφαση να αφήσει πίσω του πολλούς, και στη συνέχεια έπρεπε να κάνει ελιγμούς αποφυγής για να μην έχει την ίδια μοίρα με το Γκούστλοφ.
Λίγο μετά τις 9 το βράδυ, το S-13 εξαπέλυσε τρεις τορπίλες, ένα μήνυμα επιθυμίας των Σοβιετικών για εκδίκηση για τα δεινά που προκάλεσαν στον σοβιετικό πληθυσμό οι Ναζί. Οι εκρήξεις επηρέασαν τους χώρους διαμονής του πληρώματος, τον χώρο της πισίνας που στέγαζε μέλη του Γυναικείου Ναυτικού Βοηθητικού και, τέλος, το μηχανοστάσιο και τα κάτω καταστρώματα, προκαλώντας θανατηφόρα χτυπήματα στο πλοίο και παγιδεύοντας πολλούς επιβάτες χωρίς τρόπο διαφυγής.
Σύντομα, το Γκούστλοφ έγινε η σκηνή ενός τρελού αγώνα επιβίωσης. Ακόμη και για εκείνους που μπορούσαν να βγουν από το θανάσιμα χτυπημένο πλοίο και να αναζητήσουν ασφάλεια στα ανοιχτά νερά, ο τεράστιος αριθμός των επιβατών ξεπέρασε κατά πολύ τη χωρητικότητα των σωσίβιων λέμβων. Ο 10χρονος τότε επιζών Horst Woit είδε ανθρώπους -πολλούς από αυτούς παιδιά- να ποδοπατούνται μέχρι θανάτου σε μια προσπάθεια να ανέβουν τις σκάλες και να βρεθούν σε μια διαθέσιμη λέμβο -το πλοίο είχε πάρει κλίση προς την πλευρά του λιμανιού, οπότε καμία από τις λέμβους στη δεξιά πλευρά δεν ήταν προσβάσιμη. Ο Woit έκοψε τα σχοινιά με ένα μαχαίρι που είχε πάρει από τη στολή του θείου του και ήταν ένας από τους λίγους τυχερούς που ανέβηκαν σε μια βάρκα που απομακρύνθηκε από το πλοίο. "Πολλοί πήδηξαν. Και μετά προσπάθησαν όλοι να ανέβουν στη λέμβο και φυσικά σε τραβούσαν και τους χτυπούσαν στο κεφάλι και στα χέρια με ένα κουπί. [Ήταν] απλώς φρικιαστικό, απλά απαίσιο. Οι περισσότεροι από αυτούς πέθαναν", είπε αργότερα στο BBC.
Μερικά μέτρα χώριζαν τους διασωθέντες από τους καταδικασμένους. "Ίσως, η απόφαση να μην πάρω άλλους και να τους αφήσω στη μοίρα τους ήταν η πιο δύσκολη που χρειάστηκε να πάρω ποτέ", έγραψε ο Vollrath. "Μέσα στο σκάφος υπήρχε ασφάλεια, στην άλλη πλευρά, βέβαιος θάνατος".
Για όσους παρέμειναν στο κατάστρωμα, έγινε φανερό ότι ο θάνατος στο παγωμένο νερό ήταν σίγουρος. Αργότερα, ένας άλλος επιζών, ο Heinz Schön, ο οποίος αφιέρωσε χρόνια στη μελέτη του ναυαγίου από το οποίο είχε επιζήσει, αφηγήθηκε σε ένα ντοκιμαντέρ στο National Geographic Channel την οδυνηρή απόφαση ενός πατέρα που κρεμάστηκε από το πλοίο -φορώντας το περιβραχιόνιο με τη σβάστικα- να πυροβολήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όταν τέλος έβαλε το όπλο στο κεφάλι του, οι σφαίρες είχαν τελειώσει. "Και μετά γλίστρησε πίσω από τη νεκρή γυναίκα του και τα παιδιά του στο παγωμένο, χιονισμένο κατάστρωμα".
Καθώς πλησίαζαν οι γερμανικές λέμβοι διάσωσης που κλήθηκαν από το πλήρωμα του Γκούστλοφ για να παραλάβουν τους επιζώντες, αντιμετώπισαν το ίδιο δίλημμα με τις άλλες λέμβους: ποιον να παραλάβουν και πότε να σταματήσουν. Άλλωστε, κινδύνευαν και οι ίδιοι από το S-13. Ο κυβερνήτης του τορπιλοβόλου T-36, Robert Hering, όταν το πλοίο του γέμισε πλήρως, έπρεπε να πάρει την απόφαση να αφήσει πίσω του πολλούς, και στη συνέχεια έπρεπε να κάνει ελιγμούς αποφυγής για να μην έχει την ίδια μοίρα με το Γκούστλοφ.
Το Wilhelm Gustloff πριν από την πρώτη του πλεύση το 1938 και μετά τη δοκιμή του στο λιμάνι του Αμβούργου
Μόλις μια ώρα μετά το χτύπημα των τορπιλών του S-13, το Γκούστλοφ βυθίστηκε.
Μέχρι το επόμενο πρωί, τα νερά γύρω του γέμισαν με πτώματα, πολλά από αυτά ήταν παιδιών που επέπλεαν ανάποδα λόγω των σωσιβίων τους. Από το πλωτό νεκροταφείο, μόνο ένας είναι γνωστός ως επιζών, ένα βρέφος τυλιγμένο σφιχτά με κουβέρτες σε μια σωσίβια λέμβο, περικυκλωμένο από νεκρούς. Ο αξιωματικός που το βρήκε, το υιοθέτησε και το ανάθρεψε. Από τους επιβάτες που είχαν επιβιβαστεί την προηγούμενη μέρα, περίπου μόνο 1.000 είχαν επιζήσει.
Τους φρενήρεις τελευταίους μήνες του πολέμου, η τραγωδία, παρά το μέγεθός της, τράβηξε ελάχιστη προσοχή. Καμία από τις δύο πλευρές -η ναζιστική Γερμανία που κόντευε να ηττηθεί και η Σοβιετική Ένωση που ήταν καθ' οδόν για τη νίκη- δεν είχε κίνητρο να μεταδώσει ευρέως τους θανάτους τόσων πολλών πολιτών. Μέχρι να φτάσει η είδηση του Γκούστλοφ στις ΗΠΑ θα περνούσαν εβδομάδες αλλά και τότε, εμφανίστηκαν μόνο μερικές σύντομες ιστορίες που αναφέρονταν σε αποσπάσματα από φινλανδικές ραδιοφωνικές εκπομπές.
Επιπλέον, το Γκούστλοφ δεν ήταν το μόνο που βυθίστηκε στη Βαλτική κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Hannibal. Εβδομάδες αργότερα, ο Μαρινέσκο βύθισε και το γερμανικό επιβατηγό General von Steuben -τα εύσημα που επιζητούσε άργησαν να έρθουν και η φήμη του δεν ανέκαμψε όσο ζούσε ακόμα, αλλά τιμήθηκε μετά θάνατον για τις ενέργειές του στον πόλεμο. Την άνοιξη, η βύθιση του νορβηγικού μεταγωγικού MV Goya πρόσθεσε ακόμη 7.000 θύματα στην Βαλτική και το γερμανικό υπερωκεάνιο SS Cap Arcona, που βύθισαν οι βρετανικές δυνάμεις, ακόμη 4.500 θύματα, κρατούμενους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Υπό αυτή τη σκοπιά, το Γκούστλοφ ήταν ακόμη μια τραγωδία σε έναν πόλεμο γεμάτο απώλειες. Μέχρι τότε, "υπήρχε ένα στίγμα σχετικά με τη συζήτηση οποιουδήποτε είδους γερμανικού πόνου κατά τη διάρκεια του πολέμου μετά από όλα όσα έκαναν οι Ναζί στην υπόλοιπη Ευρώπη", έγραψε ο Edward Petruskevich, επιμελητής του διαδικτυακού Μουσείου "Wilhelm Gustloff". "Το Γκούστλοφ ήταν απλώς ακόμη ένα θύμα πολέμου, μαζί με τα αμέτρητα άλλα μεγάλα πλοία των Γερμανών που βυθίστηκαν".
Ακόμα κι αν οι λεπτομέρειες του Γκούστλοφ ή άλλων γερμανικών πλοίων ήταν ευρύτερα ή άμεσα γνωστές, λαμβάνοντας υπόψη το κυρίαρχο δημόσιο αίσθημα στους Συμμάχους, μπορεί να μην είχε προκαλέσει μεγάλη συμπάθεια. Μετά από χρόνια ολοκληρωτικού πολέμου, η πτώση του Γ' Ράιχ σήμαινε ότι οι Γερμανοί άμαχοι βρέθηκαν απλά "στη λάθος πλευρά της ιστορίας".
Ακόμα κι αν οι λεπτομέρειες του Γκούστλοφ ή άλλων γερμανικών πλοίων ήταν ευρύτερα ή άμεσα γνωστές, λαμβάνοντας υπόψη το κυρίαρχο δημόσιο αίσθημα στους Συμμάχους, μπορεί να μην είχε προκαλέσει μεγάλη συμπάθεια. Μετά από χρόνια ολοκληρωτικού πολέμου, η πτώση του Γ' Ράιχ σήμαινε ότι οι Γερμανοί άμαχοι βρέθηκαν απλά "στη λάθος πλευρά της ιστορίας".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου