Η κρίση δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης προκλήθηκε από τη δημοσιονομική απελπισία στην οποία περιέπεσαν τα πιο ευάλωτα κράτη μέλη.
Μια δεκαετία μετά, οι κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων οικονομιών της Ευρωζώνης, όπως η γερμανική Bundesbank, σημαίνει συναγερμό – παρότι οι κεντρικές τράπεζες των ασθενέστερων οικονομιών «γράφουν» κέρδη.
Το εύρος των ζημιών θα αποκαλυφθεί τις επόμενες εβδομάδες καθώς οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης αναμένεται να παρουσιάσουν τις ετήσιες εκθέσεις αποτελεσμάτων τους.
Την περασμένη Πέμπτη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε ζημία 1,6 δισεκατομμυρίου ευρώ — την πρώτη της εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες.
Ωστόσο, ο ισολογισμός της αντικατοπτρίζει μόνο ένα κλάσμα των πράξεων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, οι περισσότερες από τις οποίες διενεργούνται από τις κεντρικές τράπεζες της Γηραιάς Ηπείρου.
Πολλές από αυτές, συμπεριλαμβανομένης της Bundesbank, η οποία θα δημοσιεύσει σχετική έκθεση την 1η Μαρτίου, θα αποκαλύψει ακόμη μεγαλύτερες απώλειες.
(Η Bundesbank πιθανότατα θα έρθει αντιμέτωπη με μικρές ζημίες για το 2022, οι οποίες ωστόσο θα διογκωθούν στα 26 δισ. ευρώ το 2023, εάν τα επιτόκια της ΕΚΤ παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα, όπως εκτιμά ο Daniel Gors, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες.)
Αυτή η ζημιογόνος τάση πρόκειται να συνεχιστεί ιδιαίτερα στις δημοσιονομικά συνετές χώρες, μεταξύ των οποίων είναι η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία – οι οποίες ήταν πιο δύσπιστες σε ό,τι αφορά τη λήψη μέτρων που οδηγούν τώρα σε ζημίες, ανασυνθέτοντας μια κατοπτρική εικόνα της ρήξης Βορρά-Νότου όταν ξέσπασε η κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Κάποιοι φοβούνται ότι η αντιστροφή του ρόλου θα μπορούσε να ανοίξει τις παλιές πληγές της κρίσης χρέους, που δίχασε την Ευρωζώνη.
Παράλληλα, εξεγείρεται το δημόσιο αίσθημα και τίθενται σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα του νομίσματος του ευρώ.
«Το χτύπημα στις κεντρικές τράπεζες του Νότου είναι πολύ μικρότερο και μπορείτε να στοιχηματίσετε ότι αυτό θα αυξήσει τις εντάσεις» δήλωσε ο Johan Van Overtveldt, Βέλγος πρόεδρος της επιτροπής προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Οι επικείμενες απώλειες των κεντρικών τραπεζών της ΕΕ «θα βγάλουν στην επιφάνεια πολλά προβλήματα, άμεσα ή έμμεσα».
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του δημόσιου χρέους, οι φορολογούμενοι από τη βόρεια Ευρώπη ένιωθαν συχνά ότι έπρεπε να πληρώσουν για τη δημοσιονομική απερισκεψία των νότιων γειτόνων τους.
Μη επιμερισμός κινδύνου σημαίνει μη κατανομή ζημιών
Σε περιόδους κερδοφορίας, η ΕΚΤ μεταβιβάζει τα κέρδη της στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, οι οποίες, με τη σειρά τους, παραδίδουν τα συνολικά κέρδη τους στις κυβερνήσεις τους.
Στο παρελθόν, η ΕΚΤ είχε δημιουργήσει κέρδη έως και 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία μοιράστηκε, ενώ οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ήταν γνωστό ότι εισπράττουν έως και 6,3 δισεκατομμύρια ευρώ η καθεμία.
Για να προφυλαχθούν σε περίπτωση ζημιών, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, διατηρούν μεγάλα κεφαλαιακά μαξιλάρια.
Αυτά σπάνια αξιοποιούνται, αλλά φέτος το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αναγκάστηκε να βουτήξει σε αυτά, ως έσχατη λύση, για να διατηρήσει τους λογαριασμούς του τακτοποιημένους.
«Δεν θα υπάρξει διανομή κερδών στις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ», ανέφερε η ΕΚΤ.
Άλλες ζημιογόνες τοπικές κεντρικές τράπεζες αναμένεται να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους για να αξιοποιήσουν τα κεφάλαιά τους.
Η πίεση των ισολογισμών αναζωπύρωσε την ανησυχία για τη βιωσιμότητα της συνοχής της ευρωζώνης.
Οι αναλυτές λένε ότι τα βόρεια μέλη της Ευρωζώνης πρέπει να κατηγορήσουν μόνο τους εαυτούς τους για τυχόν δημοσιονομικά ανοίγματα που σχετίζονται με αγορές ομολόγων – επειδή επιδιώκουν να προστατευθούν από τον κίνδυνο χρεοκοπιών των νότιων κρατών-μελών.
«Οι βόρειοι επέμειναν να μην επιμερίζεται κίνδυνος όταν ξεκίνησε το PSPP [το πρόγραμμα αγορών του δημόσιου τομέα]» δήλωσε ο Daniel Gros, οικονομολόγος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής, αναφερόμενος στα τρισεκατομμύρια ευρώ που ξόδεψε η ΕΚΤ.
«Αυτό σημαίνει ότι πλέον δεν μπορεί να γίνει επιμερισμός ζημιών».
Η πιθανή πολιτική έκρηξη λόγω των απωλειών επισημάνθηκε την περασμένη εβδομάδα όταν οι Financial Times δημοσίευσαν ένα άρθρο του καθηγητή Markus Kerber, ενός ευρωσκεπτικιστή με ιδιαίτερη επιρροή, ο οποίος προειδοποίησε ότι αυτές θα μπορούσαν να «υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο ευρώ, ειδικά στη Γερμανία» και ότι «πλησιάζει η απαραίτητη στιγμή αλήθειας για την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα».
Τι προκαλεί τις απώλειες;
Ο συνδυασμός του πληθωρισμού και των υψηλότερων επιτοκίων έχει επιβαρύνει πολλές δυτικές κεντρικές τράπεζες.
Στην Ευρωζώνη, ωστόσο, υπάρχει πρόσθετη πίεση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των ζημιών λόγω του ενιαίου νομισματικού συστήματος το οποίο τελεί άνευ δημοσιονομικής ένωσης, όπερ σημαίνει ότι το κόστος δεν θα κατανεμηθεί εξίσου μεταξύ των κρατών μελών.
Μεγάλο μέρος της πίεσης -καθώς και η απόκλιση – σχετίζεται με τα κολοσσιαία μέτρα στήριξης που πήραν οι κεντρικές τράπεζες για να αποτρέψουν την κατάρρευση της ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, καθώς και για να αποτρέψουν μια οικονομική κρίση κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19.
Σε αυτό το δυστοπικό πλαίσιο, για την Bundesbank, αυτό που κάποτε ήταν ισχυρό πλεονέκτημα –η ικανότητα της κυβέρνησής της να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια λόγω της σχετικής υγείας της οικονομίας της– έχει μετατραπεί σε βάρος.
Η Bundesbank πρέπει τώρα να επωμιστεί το κόστος ενός βουνού περιουσιακών στοιχείων αρνητικής απόδοσης που αποκτήθηκαν στο πλαίσιων αγορών περιουσιακών της στοιχείων, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει τώρα να πληρώσει το γερμανικό κράτος για την «προνομία» κατοχής γερμανικών ομολόγων.
Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των πιο αδύναμων χωρών, από την άλλη πλευρά, επωφελήθηκαν από τις γενναίες θετικές αποδόσεις που σημείωσαν όταν το χρέος των αντίστοιχων κυβερνήσεών τους ήταν πολύ συμπιεσμένο.
Οι επιδόσεις της ίδιας της ΕΚΤ έχουν πληγεί από συναλλαγματικές επιδράσεις στις διακρατήσεις σε δολάρια και τις πληρωμές της που συνδέονται με τη διαχείριση του συστήματος Target2.
Ένας άλλος παράγοντας που δημιουργεί ζημίες πηγάζει από την επίδραση που έχουν τα αυξανόμενα επιτόκια στα ποσά που πρέπει να πληρώσουν οι κεντρικές τράπεζες στις εμπορικές τράπεζες που διατηρούν πλεονάζουσα ρευστότητα στις καταθετικές τους διευκολύνσεις.
Καθώς τα επιτόκια ανεβαίνουν, τα ποσά αυτά γίνονται όλο και μεγαλύτερα.
Δεδομένου ότι η πλεονάζουσα ρευστότητα τείνει να ρέει σε οικονομικά ισχυρότερα κράτη μέλη, αυτό επιδεινώνει το πρόβλημα, αναγκάζοντας τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων κρατών να αποθηκεύουν μεγαλύτερο ποσοστό καταθέσεων με ολοένα και πιο βαριά ανταμοιβή.
Πάντως, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών επέμεινε αυτόν τον μήνα ότι τέτοια αποτελέσματα δεν έχουν σημασία, ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να λειτουργούν με αρνητικά ίδια κεφάλαια και ότι δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν.
Πάνω από όλα, αξιωματούχοι τονίζουν ότι οι απώλειες δεν έχουν καμία σχέση με τη νομισματική πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου