Η σκηνοθέτις Βάλερι Κοντάκου κι ο συγγραφέας Χρήστος Αστερίου
διηγούνται το making of του ντοκιμαντέρ “Queen of the Deuce” που περιγράφει την μυθιστορηματική ζωή της Τσέλι Γουίλσον που έστησε τη δική της αυτοκρατορία στη "χρυσή εποχή του αμερικάνικου πορνό".Από τον Παναγιώτη Μένεγο
Εβραία. Θεσσαλονικιά. Δύο φορές σύζυγος. Τέσσερις φορές μητέρα. Μετανάστρια στις ΗΠΑ. Επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Επιχειρηματικό δαιμόνιο. Σινεφίλ. Παράγοντας. Ιδιοκτήτρια πορνοσινεμά. Παραγωγός ερωτικών ταινιών. Bisexual. Τζογαδόρισσα. Φανατική καπνίστρια. Καρδιοπαθής. Πρωτοπόρος για την gay κοινότητα.
Φεμινιστικό ιcon.
Μισή άγγελος.
Μισή διάβολος.
H Τσέλι Γουίλσον ήταν απλά larger than life.
Όλα ξεκίνησαν, όπως συνήθως συμβαίνει. σε ένα μπαρ. Ήταν 2015 κι ο συγγραφέας Χρήστος Αστερίου βρισκόταν στη Νέα Υόρκη, κάνοντας έρευνα για το επόμενο βιβλίο του. Κανονίζει να βρεθεί με μια φίλη του για ποτό. Εκείνη αργεί, αλλά του λέει ότι μπορεί, όσο την περιμένει, να γνωριστεί με ένα ζευγάρι που θα ήταν η παρέα τους για το βράδυ. Είναι η σκηνοθέτις Βάλερι Κοντάκου με τον σύζυγό της. Πιάνουν την κουβέντα, περί ανέμων και υδάτων, νεοϋορκέζικων.
Ο Αστερίου της λέει για μια ιστορία -άσχετη με την έρευνα του- που έμαθε και και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του. Για μια Ελληνίδα που για πάνω από δύο δεκαετίες ήταν το «αφεντικό» της περιοχής του Deuce, «στους 42 Δρόμους, μεταξύ 7ης και 8ης Λεωφόρου», κάτω από την Times Square. Ήταν η πιο κακόφημη γειτονιά της πόλης, αναπόσπαστο κομμάτι της 70s νεοϋρκέζικης μυθολογίας, όπως είδαμε πρόσφατα και στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά των Ντέιβιντ Σάιμον και Τζορτζ Πελεκάνος. Πορνες, νταβατζήδες, ναρκωτικά, «μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους όπλα», πουλημένοι μπάτσοι, σκουπίδια, κακόφημα ξενοδοχεία, ύποπτα «σαλόνια» και σινεμά με ταινίες κατάλληλες μόνο «για ενηλίκους». Η Τσέλι Γουίλσον, η Εβραιοπούλα από τη Θεσσαλονίκη, ήταν η ιδιοκτήτρια των κινηματογράφων. Ήταν η «βασίλισσα του πορνό» της Νέας Υόρκης.
Ο συγγραφέας Χρήστος Αστερίου στη Νέα Υόρκη.
Η Κοντάκος δεν εκπλήσσεται από την ιστορία. Τη γνωρίζει από πρώτο χέρι. Στα 15 της έκοβε εισιτήρια στα σινεμά της Τσέλι (που τα Σαββατοκύριακα έπαιζαν ταινίες της Φίνος Φιλμς «για όλη την οικογένεια»). Είχε, συνεπώς, πλήρη επίγνωση του μύθου της «σιδηράς κυρίας», τη θαύμαζε που μπορούσε να μιλάει με την ίδια άνεση στους πολιτικούς και τους μαφιόζους, που ήταν ο ορισμός της sui generis προσωπικότητας, που είχε περισσευούμενα πάθη αλλά και μια σπάνια ικανότητα να κάνει το δικό της. Και να βγάζει λεφτά από αυτό. Σε εκείνη λοιπόν την μπάρα στο Μανχάταν γεννήθηκε η ιδέα του Queen of the Deuce, ενός φιλμ που πήρε 6 χρόνια για να ολοκληρωθεί, πριν λίγες εβδομάδες προβλήθηκε σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και τώρα ετοιμάζεται να παιχτεί και στην Αθήνα.
Η σκηνοθέτις Βάλερι Κοντάκου.
Για να γίνει πραγματικότητα, βέβαια, όπως μου λένε τόσο ο ο συγγραφέας-ερευνητής (σε ένα μικρό καφέ των Εξαρχείων) όσο και η σκηνοθέτις (σε ένα ημίωρο zoom call), έπρεπε να πασχίσουν πολύ. Τόσο για να βρουν τα χρήματα, όσο και για να μπορέσουν να φωτίσουν όλες τις παράπλευρες πτυχές μιας ιστορίας που, σε σημεία της, φαίνεται πολύ καλή για να είναι αληθινή.
«Κάναμε κυριολεκτικά δουλειά ντετέκτιβ. Ατέλειωτο ψάξιμο στο ίντερνετ, ξεψάχνισμα των σόσιαλ μίντια, ξεφύλλισμα τηλεφωνικών καταλόγων. Φάγαμε πολλά άκυρα από ανθρώπους που είτε δε θυμούνταν είτε δεν ήθελαν να μιλήσουν. Και, φυσικά, αρκετοί δεν ήταν εν ζωή για να μας βοηθήσουν», λέει ο Χρήστος Αστερίου, εξηγώντας πώς κατέληξε στην γνωριμία με τον γιο της Τσέλι, Ντάνιελ (για τους φίλους Ντίνο) Μπουρλά, που υπήρξε καθοριστική για το πρότζεκτ.
Το αρχικό «μπίνγκο!» μετριάστηκε από το γεγονός ότι ο Ντίνο ζούσε στον… Άγιο Δομίνικο. Αλλά, πια το πρότζεκτ είχε αρχίσει να παίρνει σχήμα. Κι έτσι, Κοντάκου κι Αστερίου μπήκαν στο αεροπλάνο κι άλλαξαν τρεις πτήσεις μέχρι να φτάσουν στην Καραϊβική. Ο Ντινο, που έφυγε από τη ζωή πριν λίγους μήνες, δε θέλησε να μιλήσει on camera, δεν υπάρχει στην ταινία. Ίσως γιατί δεν είχε καλές σχέσεις με τη μητ΄έρα του όταν εκείνη πέθανε το 1994. Όμως, η, εξίσου μυθιστορηματική, δική του ζώη ξεκλείδωσε πολλές γωνίες του Queen of the Deuce. Γιατί η Τσέλι Γουίλσον δεν ήταν μόνο «βασίλισσα της Νέας Υόρκης». Ήταν επίσης, ή ίσως κυρίως, επιζήσασα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος.
Ο Χρήστος Αστερίου με τον γιο της Τσέλι, Ντίνο, στον Άγιο Δομίνικο.
«Μετά τη συνάντησή μας στη ΝΥ, γυρίσαμε στην Ελλάδα, μπλέξαμε με την καθημερινότητα, για έναν χρόνο περίπου το ξεχάσαμε. Εγώ όμως εξακολούθησα την έρευνα. Κι έτσι, ψάχνοντας, βρήκα ένα προφίλ στο Facebook με μια παράξενη φωτογραφία. Ήταν ο Ντάνιελ Μπουρλά, του άφησα μήνυμα. Μόλις κατάλαβα ότι ήταν ο γιος της, ήξερα ότι είχαμε χτυπήσει φλεβα.
Ξεκινήσαμε να μιλάμε, ήταν καχύποπτος στην αρχή, όμως στο τρίτο μέιλ μου έστειλε ασπρόμαυρες φωτογραφίες της μητέρας του από τη Θεσσαλονίκη του 1920 να οδηγεί αυτοκίνητο φορώντας κοστούμι και γραβάτα. Κι επίσης με προσκάλεσε να τον επισκεφτώ για να μου πει περισσότερα».
Η Τσέλι Γουίλσον στη Θεσσαλονίκη
Η Τσέλι Γουίλσον γεννήθηκε την ημέρα των Χριστουγέννων του 1908 ως Ραχήλ Σερρέρο, Σεφαραδίτισσα Εβραία της Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε, μάλλον παρά τη θέλησή της, χώρισε και βρέθηκε προπολεμικά στην Αθήνα. Να παίζει χαρτιά με τη Ρένα Βλαχοπούλου στην οδό Λυκούργου και να ανήκει στον στενό κύκλό του δημάρχου Κοτζιά. Μπήκε κυριολεκτικά στο τελευταίο καράβι για τις ΗΠΑ, προκειμένου να γλιτώσει από τον ναζιστικό όλεθρο που κατάλαβε ότι ερχόταν, αφήνοντας τα δύο παιδιά της στην Ελλάδα. (Ο Ντινο έζησε δύο χρόνια κρυμμένος σε μια βιβλιοθήκη στην Πατησίων, μετά βρέθηκε σε κιμπούτς στο Ισραήλ - η Πολέτ έμεινε μαζί με τη γραμματέα της μητέρας της στη γειτονιά-«άβατο» του Βύρωνα με ένα γράμμα που έλεγε «μην τη δώσεις σε κανέναν».).
Η Ραχήλ έγινε Τσέλι στη Νέα Υόρκη. Πέρασε δύσκολα, για πολλά χρόνια -πριν τα μεγαλεία- έζησε πουλώντας φιστίκια και χοτ ντογκ στον δρόμο. Ξαναπαντρεύτηκε κι έκανε άλλα δύο παιδιά. Επιβίωσε. «Η ιστορία της είναι πολλά πράγματα, αλλά πάνω απ’ όλα είναι μια ιστορία επιβίωσης. Φυσικά, είχε κι ανασφάλειες, αλλά ως άνθρωπος αντλούσε από τη δύναμη να προχωρά και να μη μετανιώνει για τίποτα», λέει η Βάλερι Κοντάκου. «Ήθελα να κάνω ντοκιμαντέρ για την Τσέλι πολλά χρόνια, αλλά όλο το άφηνα. Δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς ήθελα να πω, μάλλον λόγω των αντιφάσεών της. Ας πούμε, εκμεταλλευόταν ή όχι τους ανθρώπους; Μεγαλώνοντας όμως ωριμάζεις και αντιλαμβάνεσαι την γκρίζα περιοχή των πραγμάτων… και των ανθρώπων. Τίποτα δεν είναι μόνο άσπρο ή μόνο μαύρο».
Νύχτες στο Mykonos
Νύχτες στο Mykonos: στο εστιατόριό της η Τσέλι Γουίλσον υποδεχόταν την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, την Καίτη Λαμπροπούλου, την Ζωζώ Σαπουντζάκη και την παλιά της φίλη Ρένα Βλαχοπούλου. Αλλά και την Σίρλεϊ Μακ Λέιν.
Νύχτες στο Mykonos: στο εστιατόριό της η Τσέλι Γουίλσον υποδεχόταν την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, την Καίτη Λαμπροπούλου, την Ζωζώ Σαπουντζάκη και την παλιά της φίλη Ρένα Βλαχοπούλου. Αλλά και την Σίρλεϊ Μακ Λέιν.
Νύχτες στο Mykonos: στο εστιατόριό της η Τσέλι Γουίλσον υποδεχόταν την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, την Καίτη Λαμπροπούλου, την Ζωζώ Σαπουντζάκη και την παλιά της φίλη Ρένα Βλαχοπούλου. Αλλά και την Σίρλεϊ Μακ Λέιν.
Νύχτες στο Mykonos: στο εστιατόριό της η Τσέλι Γουίλσον υποδεχόταν την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, την Καίτη Λαμπροπούλου, την Ζωζώ Σαπουντζάκη και την παλιά της φίλη Ρένα Βλαχοπούλου. Αλλά και την Σίρλεϊ Μακ Λέιν.
Νύχτες στο Mykonos: στο εστιατόριό της η Τσέλι Γουίλσον υποδεχόταν την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, την Καίτη Λαμπροπούλου, την Ζωζώ Σαπουντζάκη και την παλιά της φίλη Ρένα Βλαχοπούλου. Αλλά και την Σίρλεϊ Μακ Λέιν.
Η Βάλερι Κοντάκου γεννήθηκε στο Κουίνς, οι γονείς της είχαν καταγωγή από την Σπάρτη. To Queen of the Deuce είναι το τέταρτο ντοκιμαντέρ που σκηνοθετεί, έχει αναμειχθεί σε αρκετά ακόμα ως παραγωγός. «Χαίρομαι που έκανα αυτήν την ταινία, γιατί αναμετρήθηκα με μια εποχή που έζησα όταν ήμουν μικρή. Πήγαινα να δουλέψω, στα 16 μου ανήλικη ακόμα, τις Κυριακές στο ταμείο του Tivoli και σταματούσα 1-2 στάσεις πιο πριν στο μετρό για να περπατήσω στην περιοχή του Deuce και να νιώσω την αδρεναλίνη μιας απόλυτα ζωντανής πόλης. Ήταν ο λόγος που λάτρεψα τη Νέα Υόρκη. Σήμερα, δεν αντέχω να την βλέπω να εξελίσσεται σε μια Ντίσνεϋλαντ για τουρίστες».
Το Tivoli ήταν το πρώτο σινεμά που ενοικίασε η Τσέλι στα 60s για να παίζει Βουγιουκλάκη στην ομογένεια. Κάπιος της το πρότεινε, έκλεισε ένα καλό (για εκείνη) ντιλ, και σύντομα τις καθημερινές το πρόγραμμα είχε πορνό. Το ένα σινεμά, έγινε περισσότερα (πάντα με ονόματα αρχαίων ελλήνων θεών όπως Eros, Venus, Adonis), η ενοικίαση του χώρου έγινε ιδιοκτησία, το επιχειρηματικό μοντέλο καθετοποιήθηκε: προβολή-παραγωγή-διανομή. Η Τσέλι Γουίλσον έστησε μια μικρή αυτοκρατορία που έβγαζε πολλά χρήματα, πάντα σε μαύρες σακούλες. Τόσα πολλά που δεν την πείραζε να χάνει μεγάλα ποσά σε αλβανικές μπαρμπουτιέρες στην Αστόρια ή σε τραπέζια πόκερ στο διαμέρισμά της (πάνω από το τσοντάδικο) με συνδαιτυμόνες ακόμα κι αφεντικά της Μαφίας.
The Deuce, «στους 42 δρόμους, μεταξύ 7ης και 8ης Λεωφόρου»: Ο χάρτης με τα ερωτικά σινεμά στο κέντρο του Μανχάταν.
Την ίδια στιγμή, στην εναλλαγή 60s με 70s, η Αμερική ζει την έκρηξη της «χρυσής εποχής της πορνογραφίας». Το 1972, το Βαθύ Λαρύγγι γίνεται το φιλμ που αλλάζει τους κανόνες και προβάλλεται (με διπλάσια τιμή εισιτηρίου) σε ένα ευρύ δίκτυο κινηματογράφων. «Ναι, πιστεύω ότι εκείνη η εποχή ήταν πιο προοδευτική σε σχέση με σήμερα. Ήταν πολύ έντονο το στοιχείο του πειραματισμού, όλοι ψάχνονταν. Μιλάμε για μια εποχή που το Βαθύ Λαρύγγι έγινε mainstream, ενώ σήμερα έχουν σχεδόν εκλείψει οι ερωτικές σκηνές από τις ταινίες του Χόλιγουντ. Υπάρχει ένας εκβιαστικός καθωσπρεπισμός στις μέρες μας που έχει οδηγήσει σε έναν νέου τύπου συντηρητισμό» λέει η σκηνοθέτις.
«Ο Πόνος και η Ευχαρίστηση: Πίσω από την Ελληνική Πόρτα», η μάρκιζα του κινηματογράφου Adonis δεν άφηνε και πολλά στη φαντασία.
Λιγότερο από ακτιβιστική διάθεση και περισσότερο από επιχειρηματικό ένστικτο, η Τσέλι έγινε πρωτοπόρος και στην gay πορνογραφία. Το sleazy έπος A Night at the Adonis, γυρίστηκε μάλιστα μέσα στον κινηματογράφο της. Η Βάλερι Κοντάκου σημειώνει χαμογελώντας τρυφερά μια ατάκα ενός gay φωτογράφου που ακούγεται στο φιλμ, «μας έλεγε πώς βρήκε την αγάπη στις σκοτεινές αίθουσες των σινεμά που έπαιζαν πορνό». .
Ήταν κι άλλα, πολλά πράγματα η Τσέλι Γουίλσον. Καταρχάς, η σεξουαλικότητά της. «Ήταν tomboy ως παιδί», λέει ο Χρήστος Αστερίου και συμπεραίνει ότι «μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι ήταν πάντα αμφισεξουαλική. Υπήρχαν ερωμένες, τις αποκαλούσε “βοηθούς” και κάποια στιγμή εκτόπισαν από το σπίτι τον δεύτερο σύζυγό της που πήγε στο Πουέρτο Ρίκο (για να επιστρέψει αρκετά χρόνια μετά ηλικιωμένος και σχεδόν τυφλός, προκειμένου να δεχθεί την φροντίδα της). Ο γιος της ο Ντίνο μου είπε ότι είναι σίγουρος ότι του είχε “φάει” ένα μοντέλο που έβγαινε».
Να επιστρέψουμε λίγο στον Ντίνο, άλλη περίπτωση κι αυτός: playboy που είχε συνδεθεί με πολλές διάσημες της εποχής (ίσως και την Τζέιν Φόντα), κολλητός του Νίκου Κούνδουρου με επίσης τεράστιο κύκλο και ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία, του ανατέθηκε από τη μάνα του κάποια στιγμή να ανοίξει «ένα κουτουκάκι για να παίζει μουσική μια “βοηθός” της μπουζουξού που είχε μείνει χωρίς δουλειά». Το «κουτουκάκι» έγινε τελικά το περίφημο εστιατόριο Mykonos, διακοσμημένο με ζωγραφιές από το χέρι του - μόλις βραβευμένου με Όσκαρ για τον Ζορμπά - Βασίλη Φωτόπουλου. Κόστισε μια περιουσία, ο Ντίνο τα άκουσε από την Τσέλι, αλλά στο τέλος εκείνη καμάρωνε για το νεοϋρκέζικο hot spot στο οποίο έτρωγαν και διασκέδαζαν μέχρι το πρωί ο Ωνάσης, η Αλίκη, η Μελίνα, ο Κούρκουλος, αλλά και η Σίρλεϊ Μακ Λέιν.
Μια γυναίκα που επιβάλλεται είναι κι ένα σύμβολο γυναικείας ενδυνάμωσης πολλές δεκαετίες μάλιστα πριν καθιερωθεί ο όρος. Φτάνει αυτό για να την χαρακτηρίσουμε φεμινιστικό πρότυπο; «Ασφαλώς και ήταν. Με τον τρόπο της, ίσως χωρίς πλήρη συνείδηση της φεμινιστικής ταυτότητας, όμως σίγουρα σε ενέπνεε», απαντά η Βάλερι Κοντάκος. Δεν έρχεται όμως αυτό σε αντίφαση με τον χώρο του πορνό; Πώς μπορεί να είναι πρότυπο κάποια που έβγαζε κέρδη από την εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος; Στις ταινίες της Τσέλι έπαιζαν μοντέλα ή κορίτσια π.χ. από το χώρο της μουσικής που ήθελαν να κερδίσουν λίγο χρόνο στη μεγάλη πόλη, μέχρι να τους κάτσει η ευκαιρία του αμερικάνικου ονείρου. Έπαιζαν και οι πόρνες που έκαναν πιάτσα στην περιοχή; «Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι παραγωγές της ήταν σοφτ πορνό. Επίσης, τότε, τη δεκαετία του ’60 και του ’70, πολλοί άνθρωποι που ήθελαν να κάνουν κινηματογράφο και δεν μπορούσαν, έβρισκαν στις ερωτικές ταινίες καταφύγιο για να ψηθούν στη δουλειά και να βγάλουν κι ένα χαρτζιλίκι παραπάνω. Κι έτσι έφτιαξαν μια κοινότητα, την οποία θυμούνται με νοσταλγία - τουλάχιστον αυτό καταλάβαμε εμείς από όσους και όσες μιλήσαμε.
Δεν υπήρχε η αίσθηση ότι εκμεταλλεύονταν τις γυναίκες. Δε νομίζω, επίσης, ότι δούλευαν πόρνες στις ταινίες της Τσέλι. Ίσως, αλλά μάλλον όχι. Κοίτα, η βιομηχανία άλλαξε προς το χάρντκορ πολύ αργότερα. Για να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση με το ίντερνετ και την πλήρη εμπορευματοποίηση. Ήταν αρκετά αθώα ακόμα εκείνα τα χρόνια».
Οι κόρες της Τσέλι, Μπόντι και Πολέτ, ξεφυλλίζουν άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες
Δεν ήταν πάντως εύκολο για την οικογένειά της να συμφιλιωθούν με όλες τις διαστάσεις της προσωπικότητας της Τσέλι. «Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που και τους φοβάσαι, αλλά και τους συμπαθείς, Αλλά, υπήρχε πάντα ο φόβος να μην ξεσπάσει». Στα παιδιά και τα εγγόνια της πήρε χρόνια, ακόμα και μετά το θάνατό της, να αποδεχθούν την αλήθεια για τις φιλίες της, τις σχέσεις της, τον τρόπο που έβγαζε τα χρήματα με τα οποία έζησαν ή τα οποία κληρονόμησαν. «Την καλύτερη σχέση την είχε μαζί της ο εγγονός της ο Ντέιβιντ, ίσως επειδή έγινε κινηματογραφιστής», λέει η Κοντάκου.
Ο ερχομός του βίντεο και η επέλαση του AIDS στις αρχές των 80s γκρέμισαν την αυτοκρατορία της. Αλλά, ή ίδια είχε κάνει το κουμάντο της. Ήταν αρκετά προνοητική ώστε να επενδύσει σε real estate ή/και χρυσό. Κι ο Ρούντολφ Τζουλιάνι ως δήμαρχος «καθάρισε» το Deuce εφαρμόζοντας τη θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» που άνοιξε τον δρόμο στο ατέρμονο gentrification. Υπό αυτήν την έννοια, το Queen of the Deuce είναι και μια ερωτική επιστολή προς μια πόλη και μια εποχή, με όλες τις λαθροχειρίες που συνεπάγεται συνήθως η νοσταλγία. Για παράδειγμα, όλοι αγαπήσαμε (εκ των υστέρων μέσα από βιβλία, δίσκους, αφιερώματα στα περιοδικά και ντοκιμαντέρ) τη Νέα Υόρκη των 70s όταν ήταν «το πιο κουλ μέρος της Κόλασης». «Αλλά, πόσο επαφή θα είχαμε στ’ αλήθεια με εκείνη την πλευρά της αν ζούσαμε τότε στην πόλη;», αναρωτιέται εύλογα ο Χρήστος Αστερίου, προσθέτοντας ότι «μιλήσαμε με ανθρώπους που είχαν τότε μόλις γυρίσει από το Βιετνάμ και μας έλεγαν ότι στον πόλεμο ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια».
Αντί επιλόγου, ρώτησα την σκηνοθέτη Βάλερι Κοντάκου, τι θα ρωτούσε την Τσέλι αν με κάποιον τρόπο την έβλεπε μπροστά της; Τι δεν απάντησε η μακροχρόνια έρευνα για το ντοκιμαντέρ; «Θα την ρωτούσα τι έγινε όταν πήγε στο Ισραήλ και κατάφερε να βγάλει από τη χώρα, και να πάρει μαζί στης στη NY τον γιο της τον Ντάνι. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για εκείνο το ταξίδι, ακριβώς μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα τέλη της δεκαετίας του ’40».
Το Queen of the Deuce θα προβληθεί στον κινηματογράφο Άστορ [Σταδίου 28 (είσοδος από στοά Κοραή)] τις Παρασκευές 31/3 και 7/4 στις 22.00. Θα ακολουθήσει πάρτι και τις δύο βραδιές. Στη Θεσσαλονίκη, επόμενες προβολές τις Πέμπτες 6 & 12/4 στην Αίθουσα «Σταύρος Τορνές» στο Λιμάνι.
Κείμενο: Παναγιώτης Μένεγος
Φωτογραφίες: Αρχείο Οικογένειας Γουίλσον/ Exile Films/ Χρήστου Αστερίου
Art Director: Γρηγόρης Κολλάρος
Motion Designer: Σμαρώ Σαχπαζίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου