Η Αθήνα της κατοχής έχει προσφέρει μικρούς και μεγάλους ήρωες. Λησμονημένους για χρόνια από την επίσημη Πολιτεία, μα ολοζώντανους στη μνήμη των συντρόφων τους και θρύλους στην ιστορία κάθε γειτονιάς. Στον Υμηττό, τρία νεανικά πρόσωπα, άνοιγαν την πόρτα ενός μικρού σπιτιού στην οδό Αγραίων 47. Το "καμμένο σπίτι" όπως το είπαν οι κάτοικοι της περιοχής, το "κάστρο" όπως το χαρακτήρισε η Σοφία-Μαυροειδή-Παπαδάκη στο εμβληματικό της ποίημα-παρακαταθήκη στην ιστορία.
Τρεις νέοι, τρεις Επονοελασίτες ο 18χρονος διμοιρίτης Δημήτρης Αυγέρης και οι 17χρονοι Κώστας Φολτόπουλος και Θάνος Κιοκμενίδης, πέρασαν στην αθανασία, όταν στις 28 Απριλίου του 1944, έδωσαν μια σκληρή όσο και άνιση μάχη, απέναντι σε 200 Γερμανούς και ταγματασφαλίτες, που από κάποιο προδοτικό βαθύ λαρύγγι είχαν πληροφορηθεί ότι σε αυτό το σπιτάκι, περιφρουρούταν ένα σημαντικό μέρος του οπλισμού που χρησιμοποιούσε η 1η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Στον Υμηττό δρούσε ο 2ος Λόχος.
Πάνω ο Κώστας Φολτόπουλος, δεξιά ο Δημήτρης Αυγέρης και κάτω ο Θάνος Κιοκμενίδης...
Οι στρατιωτικοί προσδιορισμοί ήταν ,βέβαια, σχηματικοί για το πραγματικό μέγεθος των αντιστασιακών οργανώσεων αν και όπως επισημαίνει η ιστορικός Φιλιώ Τόλια "τον Απρίλη του 1944, το κίνημα πλέον είχε γιγαντωθεί. Από τις τεράστιες κινητοποιήσεις και απεργίες που είχαν προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια, περνούσε σε ένα σπάνιο για όλη την Ευρώπη ένοπλο αγώνα μέσα στην πόλη, με ευρύτατη λαϊκή συμμετοχή αλλά και σφοδρή αντίδραση από τους ναζί. Κάθε μάχη, κάθε αντιστασιακή ενέργεια -ειδικά στις ανατολικές συνοικίες- όπου η δύναμη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ αυξανόταν καθημερινά, οι Γερμανοί μαζί με τους συνεργάτες τους, "τιμωρούσαν" με συνεχόμενα μπλόκα συλλήψεις και εκτελέσεις, θέλοντας να κάμψουν το ηθικό και το φρόνημα, χωρίς επιτυχία.
Οι στρατιωτικοί προσδιορισμοί ήταν ,βέβαια, σχηματικοί για το πραγματικό μέγεθος των αντιστασιακών οργανώσεων αν και όπως επισημαίνει η ιστορικός Φιλιώ Τόλια "τον Απρίλη του 1944, το κίνημα πλέον είχε γιγαντωθεί. Από τις τεράστιες κινητοποιήσεις και απεργίες που είχαν προηγηθεί τα προηγούμενα χρόνια, περνούσε σε ένα σπάνιο για όλη την Ευρώπη ένοπλο αγώνα μέσα στην πόλη, με ευρύτατη λαϊκή συμμετοχή αλλά και σφοδρή αντίδραση από τους ναζί. Κάθε μάχη, κάθε αντιστασιακή ενέργεια -ειδικά στις ανατολικές συνοικίες- όπου η δύναμη του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ αυξανόταν καθημερινά, οι Γερμανοί μαζί με τους συνεργάτες τους, "τιμωρούσαν" με συνεχόμενα μπλόκα συλλήψεις και εκτελέσεις, θέλοντας να κάμψουν το ηθικό και το φρόνημα, χωρίς επιτυχία.
Η ΤΑΡΑΓΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 44
Αν δούμε τα γεγονότα σε χρονική σειρά, διαπιστώνουμε ότι σχεδόν καθημερινά, υπήρχαν αντιστασιακές ενέργειες. Μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην περίοδο όπου έχει ξεκινήσει η μεγάλη αντεπίθεση των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο, οι Γερμανοί υποχωρούν και όλα δείχνουν ότι ο πόλεμος δεν θα αργήσει να τελειώσει με τη νίκη του κόκκινου στρατού.
Η Καισαριανή αλλά και οι ανατολικές συνοικίες γενικότερα, μπαίνουν στο μάτι Γερμανών και ντόπιων συνεργατών. Στις 5 Απρίλη οι Γερμανοί κρεμάνε σε κοινή θέα στου Ζωγράφου πέντε μέλη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ που είχαν συλλάβει, ως αντίποινα της δολοφονίας ενός ταγματασφαλίτη λοχαγού στις 25/3. Τους κρεμάνε σε πιπεριές, βγάζουν φωτογραφίες, προς εκφοβισμό .Στις 21/4 ο ΕΛΑΣ αποκρούει μια μεγάλη επίθεση στην Καισαριανή, ενώ μια μέρα μετά ξεσπάει γενική απεργία των δημοσίων υπαλλήλων. Μετά τη μάχη στον Υμηττό, ακολουθεί η εκτέλεση των 200 κομμουνιστών στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, την πρωτομαγιά ..."
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, γίνεται και η πολύωρη μάχη στο "Κάστρο του Υμηττού", όταν οι τρεις νεαροί Επονίτες κλείνονται στο μικρό σπιτάκι στο οποίο είχαν διανυκτερεύσει και πολεμούν μέχρι την τελευταία τους σφαίρα. Η θυσία του γεννάει ένα από τα πιο ηρωϊκά κατορθώματα της αντίστασης. "Σας νικήσαμε τέρατα" φωνάζει ο Δημήτρης Αυγέρης όταν του τελειώνουν τα πυρομαχικά και δέχεται τα ομαδικά πυρά για να πέσει νεκρός. Ήδη έχουν σκοτωθεί ο Φωλτόπουλος στο πατάρι, όπου είχε ταμπουρωθεί και ο Κιοκμενίδης που πρόλαβε να καταστρέψει ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού.
Από τις οκτώ το πρωί όταν Γερμανοί και ταγματασφαλίτες κύκλωσαν το σπίτι, μέχρι αργά το μεσημέρι, όπου έπεσαν οι τελευταίες τουφεκιές, οι μαχητές-υπερασπιστές όχι μόνο αρνούνται να παραδοθούν, αλλά αφήνουν την εντύπωση ότι μέσα στο κάστρο δεν είναι τρία νεαρά παιδιά, αλλά ένας λόχος μπαρουτοκαπνισμένων ανταρτών.\
Το σπίτι μετά τη μάχη και το ιστορικό σύνθημα "Διαβάτη που περνάς..."
Ούτε το αντιαρματικό κανόνι που επιστρατεύεται από του "Μαλτσινιώτη" (το εργοστάσιο πολεμικού υλικού στο οποίο έγινε και το μεγάλο σαμποτάζ στους κινητήρες των γερμανικών αεροπλάνων με πρωταγωνιστές τον Γεώργιο Ιβανόφ και μέλη του ΕΑΜ), ούτε η βενζίνη που ρίχνουν από τα παράθυρα για να βάλουν φωτιά, πτοούν τα τρία αμούστακα παιδιά.
"Δεν ξέρουμε τις ακριβείς λεπτομέρειες της μάχης, παρά μόνο την ημερήσια διαταγή που εκδόθηκε από τον ΕΛΑΣ, οι διηγήσεις και οι μαρτυρίες, όπως είναι λογικό να διαφέρουν, όλοι ωστόσο συμφωνούν ότι υπήρξε προδοσία και πως οι τρεις μαχητές πολέμησαν για ώρες, αποκρούοντας όλες τις επιθέσεις. Το σπίτι αυτό το χρησιμοποιούσαν συχνά ΕΑΜ και ΕΠΟΝ και γι αυτό εκείνη την ημέρα το επισκέφτηκαν οι τρεις μαχητές, ενώ παράλληλα λειτουργούσε και σαν αποθήκη μέρους του οπλισμού" λέει η Φ.Τόλια.
Σε άπταιστη στρατιωτική διάλεκτο, η ημερήσια διαταγή του Α Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ αναφέρει: "Ούτω ο διμοιρίτης Αυγέρης Δημήτριος και οι μαχηταί Φολτόπουλος Κωνσταντίνος και Κιοκμενίδης Αθανάσιος, την 28.04.1944, εκεί, εις τον οικίσκον του Υμηττού , έστησαν λαμπρόν ηρώον δόξη. Το ολοκαύτωμα των αξίων και υπερόχων αυτών μαχητών του ΕΛΑΣ των Αθηνών, πυρσός πατριωτισμού, πυρπολεί τας ψυχάς μας τας ημέρας αυτάς. Αιωνία η μνήμη των τριών ανδρείων…"
Να σημειωθεί ότι στην ομάδα του Αυγέρη, ανήκε και ο Πέτρος Μπουλούμπεης, ο οποίος όμως δεν μπόρεσε να βρεθεί μαζί με τους τρεις συναγωνιστές του. Συγκλονισμένος από τον θανατό τους, πρωταγωνίστησε στις εκδηλώσεις μετά τη μάχη για να τιμηθούν οι ήρωες, με το κλείσιμο των μαγαζιών στη συνοικία κλπ. Αργότερα, στη διάρκεια του εμφυλίου, εκτελέστηκε (το 1948) αφήνοντας ένα γράμμα στην οικογένεια του, το οποίο φιλοξενείται σε ένα τοίχο του μουσείου
Η ΘΥΣΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
Στο βιβλίο του "Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944" (εκδόθηκε το 1979) ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, γραμματέας της ΚΟΑ από τον Απρίλιο του 1943, δίνει την εικόνα της άγριας μάχης: "Η μάχη άρχισε στις 8 η ώρα το πρωί. Έριχναν οι πολιορκητές, γερμανοτσολιάδες και Γερμανοί, το καυτό τους σίδερο πάνω στο μικρό σπίτι με τους όλμους και τα πολυβόλα τους και από μέσα τους απαντούσαν οι τρεις υπερασπιστές με τις χειρομβοβίδες και τα λίγα όπλα που κρατούσαν στα χέρια τους. Άγρια συνεχιζόταν η μάχη ως την ώρα που ο ένας ήρωας, ο Φολτόπουλος, έγειρε στο πάτωμα. Οι άλλοι δυο λεβέντες χτυπούσαν με μεγαλύτερο μίσος.
Οι όλμοι τρύπησαν τους τοίχους του σπιτιού και το πάτωμα πήρε φωτιά. Μα οι Επονοελασίτες ακόμα πολεμούσαν. Κι όταν είδαν ότι τα πυρομαχικά πλησίαζαν στο τέλος, έπιασε ο ένας τη γωνιά για να καταστρέψει τον οπλισμό κι ο άλλος συνέχιζε τη μάχη. Σε λίγο έπεσε κι ο Κιοκμενίδης. Συνέχιζε να ρίχνει. Τραυματίστηκε, μα πάλι η μάχη δεν σταμάτησε. Πέρασε και το μεσημέρι και το σπίτι-κάστρο εξακολουθούσε να αντιστέκεται. Και στις τρεις και μισή το απόγευμα, ύστερα από 9 ώρες μάχης, οι γυναίκες της γειτονιάς είδαν να βγαίνει τρικλίζοντας ο Δημήτρης Αυγέρης.
Ο Αυγέρης φώναξε: Σας νικήσαμε τέρατα. Κάτι θέλησε να φωνάξει, μα δεν πρόλαβε. Μια ριπή τον έριξε κάτω"
Μέρος του εσωτερικού του σπιτιού, που έχει μετατραπεί σε μουσείο
Ακόμα πιο συγκλονιστική είναι η γραφή του Δημήτρη Ψαθά. Στο βιβλίο του η "Αντίσταση" (1945) ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και μοναδικός χρονογράφος, στα νιάτα του μέλος του ΕΑΜ, εξιστορεί, βαθιά συγκινημένος, το γεγονός:
"Το σπίτι του Υμηττού. Κοντά διακόσιοι είναι οι πολιορκητές-τσολιάδες, Γερμανοί. Στήνουν στις γύρω ταράτσες πολυβόλα, στήνουν όλμους, κυκλώνουν το "οχυρό". Είναι 8:50 και δεν υπάρχει στενό που να μπορεί να περάσει ούτε μυίγα. Σ' ένα ύψωμα κοντά εκεί, ανεβαίνει ένας αξιωματικός των ταγμάτων ασφαλείας και φωνάζει:
- Τομάρια παραδοθείτε! Παραδοθείτε, καθάρματα, γιατί θα σας κάψουμε. Κι εσάς και το σπίτι!
.... Ωρες ολόκληρες περνούν, φτάνει ψηλά ο ήλιος κι όμως το φρούριο δε λέει να πέσει. Το υλικό των δυο παιδιών φτάνει στο τέλος του. Τότε κρατά ο ένας μονάχα την αντίσταση κι ο άλλος καταστρέφει τα όπλα, μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Βροχή πέφτουν οι όλμοι, οι χειροβομβίδες παίρνει φωτιά το σπίτι. Πέφτει την ώρα τούτη ο δεύτερος, ο Κιοκμενίδης. Έμεινε ένας πια να παλαίψει με όλα τα θεριά, ο Αυγέρης.
Λαβωμένος κάθεται εκεί και συνεχίζει την αντίσταση. Κοντεύει το απόγευμα. Δεν αντέχει άλλο το κορμί. Και τρεκλίζοντας βγαίνει στην πόρτα και φωνάζει: Σας νικήσαμε τέρατα!
Σωριάζεται με μια ριπή. Χυμάνε τότε οι Γερμανοί, χυμάνε οι τσολιάδες επάνω στο παιδί που ψυχομαχά και ζητά λίγο νερό να βρέξει το καμμένο του λαρύγγι. Με μια κλωτσιά τον αποτελειώνει ένας Γερμανός. Και τότε οι πολεμιστές του Χίτλερ μπαίνουν μέσα στο σπίτι να βρούν τις εκατοντάδες των πολεμιστών που κράτησαν την άμυνα του Κάστρου τόσες ώρες. Στέκονται απορημένοι. Τρία παιδιά. Φορτώνουν στ' αυτοκίνητά τους τα τρία κουφάρια και φεύγουν ντροπιασμένοι.
Κρυφό προσκύνημα γίνεται ο τόπος που πέσαν τα παιδιά. Βάζουν πετραδάκια γύρω στα σημεία που πέσαν τα κορμιά και ανάβουν καντήλια γυναικούλες. Και τα κορίτσια φέρνουν λουλούδια και στεφάνια σε αυτούς τους τάφους. Και γίνεται "θρύλος" το Κάστρο του Υμηττού" για να το τραγουδήσει αργότερα η μούσα του αγώνα:
Κάστρο δεν ήταν. Ένα σπίτι απλό,
βαμμένο απ' τα συνθήματα του αγώνα.
σαν όλα τ' άλλα εκεί στον Υμηττό,
μα τ' όρισε η τύχη προμαχώνα
Κάστρο δεν ήταν, μ' άντεξε σαν κάστρο
ολάκερη μια μέρα, και βωμός
υψώθηκε, κι ολόλαμπρο άστρο
στην αίγλη του το πήρε ο ουρανός"
Ακόμα πιο συγκλονιστική είναι η γραφή του Δημήτρη Ψαθά. Στο βιβλίο του η "Αντίσταση" (1945) ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και μοναδικός χρονογράφος, στα νιάτα του μέλος του ΕΑΜ, εξιστορεί, βαθιά συγκινημένος, το γεγονός:
"Το σπίτι του Υμηττού. Κοντά διακόσιοι είναι οι πολιορκητές-τσολιάδες, Γερμανοί. Στήνουν στις γύρω ταράτσες πολυβόλα, στήνουν όλμους, κυκλώνουν το "οχυρό". Είναι 8:50 και δεν υπάρχει στενό που να μπορεί να περάσει ούτε μυίγα. Σ' ένα ύψωμα κοντά εκεί, ανεβαίνει ένας αξιωματικός των ταγμάτων ασφαλείας και φωνάζει:
- Τομάρια παραδοθείτε! Παραδοθείτε, καθάρματα, γιατί θα σας κάψουμε. Κι εσάς και το σπίτι!
.... Ωρες ολόκληρες περνούν, φτάνει ψηλά ο ήλιος κι όμως το φρούριο δε λέει να πέσει. Το υλικό των δυο παιδιών φτάνει στο τέλος του. Τότε κρατά ο ένας μονάχα την αντίσταση κι ο άλλος καταστρέφει τα όπλα, μην πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Βροχή πέφτουν οι όλμοι, οι χειροβομβίδες παίρνει φωτιά το σπίτι. Πέφτει την ώρα τούτη ο δεύτερος, ο Κιοκμενίδης. Έμεινε ένας πια να παλαίψει με όλα τα θεριά, ο Αυγέρης.
Λαβωμένος κάθεται εκεί και συνεχίζει την αντίσταση. Κοντεύει το απόγευμα. Δεν αντέχει άλλο το κορμί. Και τρεκλίζοντας βγαίνει στην πόρτα και φωνάζει: Σας νικήσαμε τέρατα!
Σωριάζεται με μια ριπή. Χυμάνε τότε οι Γερμανοί, χυμάνε οι τσολιάδες επάνω στο παιδί που ψυχομαχά και ζητά λίγο νερό να βρέξει το καμμένο του λαρύγγι. Με μια κλωτσιά τον αποτελειώνει ένας Γερμανός. Και τότε οι πολεμιστές του Χίτλερ μπαίνουν μέσα στο σπίτι να βρούν τις εκατοντάδες των πολεμιστών που κράτησαν την άμυνα του Κάστρου τόσες ώρες. Στέκονται απορημένοι. Τρία παιδιά. Φορτώνουν στ' αυτοκίνητά τους τα τρία κουφάρια και φεύγουν ντροπιασμένοι.
Κρυφό προσκύνημα γίνεται ο τόπος που πέσαν τα παιδιά. Βάζουν πετραδάκια γύρω στα σημεία που πέσαν τα κορμιά και ανάβουν καντήλια γυναικούλες. Και τα κορίτσια φέρνουν λουλούδια και στεφάνια σε αυτούς τους τάφους. Και γίνεται "θρύλος" το Κάστρο του Υμηττού" για να το τραγουδήσει αργότερα η μούσα του αγώνα:
Κάστρο δεν ήταν. Ένα σπίτι απλό,
βαμμένο απ' τα συνθήματα του αγώνα.
σαν όλα τ' άλλα εκεί στον Υμηττό,
μα τ' όρισε η τύχη προμαχώνα
Κάστρο δεν ήταν, μ' άντεξε σαν κάστρο
ολάκερη μια μέρα, και βωμός
υψώθηκε, κι ολόλαμπρο άστρο
στην αίγλη του το πήρε ο ουρανός"
Μια γραφομηχανή και συνθήματα σε ένα από τα δωμάτια του σπιτιού
Ο Αχιλλέας Βαφειάδης αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Υμηττού στην ομιλία του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση για το Κάστρο (15/6/1966), δίνει μια άλλη, μυθική θα έλεγε κανείς, διάσταση που φέρνει στο νου τον Ιμπραήμ και το φιλί του στο μέτωπο του νεκρού μετά τη μάχη στο Μανιάκι, Παπαφλέσσα:"Οι Γερμανοί σπεύδουν να μπουνε στο σπίτι για να πιάσουν το λόχο των ανταρτών που φαντάζονταν πως θα' βρισκαν μέσα. Σέρνουν τότε τα πτώματα των δυο παιδιών, του Φολτόπουλου και του Κιοκμενίδη και τα τοποθετούν πλάι στο νεκρό Αυγέρη.
Ο επικεφαλής της φρουράς, Γερμανός υπαξιωματικός, τα περιεργάζεται σιωπηλός και σε μια στιγμή ακούγεται το πρόσταγμα: Παρουσιάστε! Η φρουρά παρουσιάζει όπλα, αποδίδοντας τιμές στους ηρωϊκούς νεκρούς και αποσύρεται συντεταγμένη, ενώ οι τσολιάδες του Πλυτζανόπουλου έχουν αποσυρθεί πολύ πιο πριν με τη λήξη της μάχης και τον σκοτωμό του Αυγέρη".
Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ο άλλοτε μαχητής της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, Λευτέρης Τσικουράκης, βρισκόταν στην Πλατεία Υμηττού όταν ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Έφτασε στο σπίτι όταν όλα είχαν τελειώσει. Η μαρτυρία του, όπως καταγράφηκε από την Ειρήνη Καρρά στην έκδοση του Δήμου Υμηττού το 1997:
"Όταν μπήκαμε μέσα ο μεν Κωστάκης (Φολτόπουλος) ήτανε σκοτωμένος απάνω στο πατάρι, ήταν ακριβώς έτσι (σχεδιάζει) και κιτρινισμένος από καπνό. Γιατί αυτοί οι Γερμανοί, σημειωτέον, ανέβηκαν πάνω και ρίξανε μέσα βενζίνη κι έτσι κάηκε μέσα. Μέσα είχε πατώματα (σ.σ εννοεί ξύλινα), τώρα το έχουνε κάνει μωσαϊκό. Ο Κιοκμενίδης ήτανε, όπως βλέπετε, εκεί στο χώρισμα αυτό, στο χωλάκι, πεσμένος έτσι ακριβώς κι αυτός κατακίτρινος κι εδώ ο Αυγέρης ήταν ακριβώς στην πόρτα....
... Τα παιδιά τα βγάλαμε και τα ξαπλώσαμε εδώ, έναν δύο, τρεις. Οι Γερμανοί φύγανε κι εμείς κάναμε το τραγικό λάθος. Μας τους πήρανε. Την ώρα εκείνη, δεν πως, ειδοποιήσανε το αυτοκίνητο του Δήμου και τους ρίξανε σαν σκυλιά μέσα... Και τους πήγαν απ' ευθείας στο Νεκροταφείο και τους παράχωσαν απευθείας. Σήμερα δεν υπάρχουν τάφοι, δεν υπάρχει τίποτα. Κανείς δεν πήγε στο Νεκροταφείο, ούτε οι οικογένειες, ούτε κανείς".
Ο Αχιλλέας Βαφειάδης αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Υμηττού στην ομιλία του, στην πρώτη μεταπολεμική εκδήλωση για το Κάστρο (15/6/1966), δίνει μια άλλη, μυθική θα έλεγε κανείς, διάσταση που φέρνει στο νου τον Ιμπραήμ και το φιλί του στο μέτωπο του νεκρού μετά τη μάχη στο Μανιάκι, Παπαφλέσσα:"Οι Γερμανοί σπεύδουν να μπουνε στο σπίτι για να πιάσουν το λόχο των ανταρτών που φαντάζονταν πως θα' βρισκαν μέσα. Σέρνουν τότε τα πτώματα των δυο παιδιών, του Φολτόπουλου και του Κιοκμενίδη και τα τοποθετούν πλάι στο νεκρό Αυγέρη.
Ο επικεφαλής της φρουράς, Γερμανός υπαξιωματικός, τα περιεργάζεται σιωπηλός και σε μια στιγμή ακούγεται το πρόσταγμα: Παρουσιάστε! Η φρουρά παρουσιάζει όπλα, αποδίδοντας τιμές στους ηρωϊκούς νεκρούς και αποσύρεται συντεταγμένη, ενώ οι τσολιάδες του Πλυτζανόπουλου έχουν αποσυρθεί πολύ πιο πριν με τη λήξη της μάχης και τον σκοτωμό του Αυγέρη".
Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ο άλλοτε μαχητής της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, Λευτέρης Τσικουράκης, βρισκόταν στην Πλατεία Υμηττού όταν ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Έφτασε στο σπίτι όταν όλα είχαν τελειώσει. Η μαρτυρία του, όπως καταγράφηκε από την Ειρήνη Καρρά στην έκδοση του Δήμου Υμηττού το 1997:
"Όταν μπήκαμε μέσα ο μεν Κωστάκης (Φολτόπουλος) ήτανε σκοτωμένος απάνω στο πατάρι, ήταν ακριβώς έτσι (σχεδιάζει) και κιτρινισμένος από καπνό. Γιατί αυτοί οι Γερμανοί, σημειωτέον, ανέβηκαν πάνω και ρίξανε μέσα βενζίνη κι έτσι κάηκε μέσα. Μέσα είχε πατώματα (σ.σ εννοεί ξύλινα), τώρα το έχουνε κάνει μωσαϊκό. Ο Κιοκμενίδης ήτανε, όπως βλέπετε, εκεί στο χώρισμα αυτό, στο χωλάκι, πεσμένος έτσι ακριβώς κι αυτός κατακίτρινος κι εδώ ο Αυγέρης ήταν ακριβώς στην πόρτα....
... Τα παιδιά τα βγάλαμε και τα ξαπλώσαμε εδώ, έναν δύο, τρεις. Οι Γερμανοί φύγανε κι εμείς κάναμε το τραγικό λάθος. Μας τους πήρανε. Την ώρα εκείνη, δεν πως, ειδοποιήσανε το αυτοκίνητο του Δήμου και τους ρίξανε σαν σκυλιά μέσα... Και τους πήγαν απ' ευθείας στο Νεκροταφείο και τους παράχωσαν απευθείας. Σήμερα δεν υπάρχουν τάφοι, δεν υπάρχει τίποτα. Κανείς δεν πήγε στο Νεκροταφείο, ούτε οι οικογένειες, ούτε κανείς".
'ΗΤΑΝΕ ΝΕΟΙ, ΗΤΑΝ ΠΑΙΔΙΑ (ΚΙ ΕΤΥΧΕ ΝΑ' ΝΑΙ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΣΟΔΕΙΑ)
Ο Υμηττιώτης αντιστασιακός γνώριζε πολύ καλά, τους τρεις νεαρούς συναγωνιστές και γειτονόπουλα του: Αντιγράφουμε από την ίδια έκδοση: "Ο Κωστάκης ο Φολτόπουλος ήταν σαν κοριτσάκι, με ένα μαλάκι μακρύ, τον λέγαμε κορίτσι εμείς. Σεμνός ήταν και ο Κιοκμενίδης και λίγο άλλαζε ο Αυγέρης ως προς τις δημόσιες σχέσεις. Ήτανε παιδιά, ειδικά ο Κιοκμενίδης ήταν πολύ μαζεμένο παιδάκι. Αφού ερχότανε και ... εμάς μας έλεγε μεγάλους, μεας έδινε ραντεβού και τέτοια πράγματα ή στην πλατεία συζητάγαμε, λέγαμε και κανένα αισχρόλογο, εμείς που ήμασταν από εργατικές οικογένειες.
Τα παιδιά ήταν μαθητές και οργανωμένοι στην ΕΠΟΝ και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, λόγω ηλικίας. Τα παιδιά ήταν συμμαζεμένα, μικρά παιδιά. Με τον Αυγέρη ήμαστε συμμαθητές και τα σπίτια μας ήταν δίπλα-δίπλα....
... Κυνηγούσαν τον Αυγέρη. Διότι ο Αυγέρης, να' χετε υπόψιν σας, είχε πάει στους τσολιάδες. Τον πήραν και αυτόν σαν τους άλλους. Νομίζανε πως θα φτιάχνανε την Ελλάδα. Πήγε κι αυτός μια μέρα, είδε τα αίσχη, σηκώθηκε κι έφυγε. Και στη συνέχεια τον κυνηγούσαν αυτοί πια. Γιατί πια πήγε εναντίον τους. Και τους άλλους τους ψιλοκυνηγούσανε..."
Χαλκογραφία με τις μορφές των τριών μαχητών έξω από το σπίτι της οδού Αγραίων ΧΑΛΚΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΑΧΗΤΩΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΓΡΑΙΩΝ
Ο Υμηττός, που είχαν δημιουργήσει οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, όταν αποφάσισαν να πάνε προς τον "Παράδεισο" (έτσι ονομαζαν την περιοχή, λόγω της μεγαλύτερης "απλωσιάς" σε σχέση με τα στενά σοκάκια του Βύρωνα αλλά και την βλάστηση που υπήρχε) χτίστηκε σιγά-σιγά με μικρά σπίτια όπως αυτό της οδού Αγραίων.
Ο Λευτέρης Τσικουράκης περιγράφει το κλίμα στην συνοικία που ο ίδιος έζησε μαζί με τους τρεις ήρωες του Κάστρου: "Γενικά στον Υμηττό, δηλαδή, η κατάσταση ήταν υπέρ του ΕΑΜ. Η πιο ηρωική συνοικία ήταν ο Υμηττός, όχι γιατί είμαι Υμηττιώτης... Έχω επίσημη κατάσταση με 41 επιχειρήσεις του 2ου Λόχου... Στον Βύρωνα, στην Καισαριανή, στην Ηλιούπολη, στο Φάρο.... Ο κόσμος στον Υμηττό ήταν δημοκρατικός, ο περισσότερος. Μπορούσες, όταν έμπαινες στον Υμηττό, να μην αντιληφθείς τη δημοκρατικότητα του..."
Ο Υμηττός, που είχαν δημιουργήσει οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, όταν αποφάσισαν να πάνε προς τον "Παράδεισο" (έτσι ονομαζαν την περιοχή, λόγω της μεγαλύτερης "απλωσιάς" σε σχέση με τα στενά σοκάκια του Βύρωνα αλλά και την βλάστηση που υπήρχε) χτίστηκε σιγά-σιγά με μικρά σπίτια όπως αυτό της οδού Αγραίων.
Ο Λευτέρης Τσικουράκης περιγράφει το κλίμα στην συνοικία που ο ίδιος έζησε μαζί με τους τρεις ήρωες του Κάστρου: "Γενικά στον Υμηττό, δηλαδή, η κατάσταση ήταν υπέρ του ΕΑΜ. Η πιο ηρωική συνοικία ήταν ο Υμηττός, όχι γιατί είμαι Υμηττιώτης... Έχω επίσημη κατάσταση με 41 επιχειρήσεις του 2ου Λόχου... Στον Βύρωνα, στην Καισαριανή, στην Ηλιούπολη, στο Φάρο.... Ο κόσμος στον Υμηττό ήταν δημοκρατικός, ο περισσότερος. Μπορούσες, όταν έμπαινες στον Υμηττό, να μην αντιληφθείς τη δημοκρατικότητα του..."
"ΔΙΑΒΑΤΗ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΣ..."
Το ηρωικό σπίτι γίνεται αμέσως σύμβολο της αντίστασης και το ίδιο βράδυ ο γραμματέας της ΕΠΟΝ Υμηττού, Νίκος Παπαδόπουλος, γράφει το ιστορικό σύνθημα που έμεινε εκεί για να να θυμίζει την θυσία των τριών παιδιών:
"Διαβάτη που περνάς από το σπίτι των τριών ηρώων του Υμηττού γονάτισε, σφίξε τη γροθιά σου κι ορκίσου εκδίκηση"
Σύμφωνα με το βιβλίο "Το τιμωρό χέρι του λαού" που υπογράφει ο Ιάσωνας Χανδρινός, οι έρευνες για τον εντοπισμό των προδοτών κατέληξαν στην εκτέλεση (από την ΟΠΛΑ) ενός άνδρα που συμμετείχε στη μεταφορά των όπλων στο σπίτι και μιας γυναίκας ιδιοκτήτριας, μάλιστα, του σπιτιού.
Ένα χρόνο μετά (22/4/1945) ο Ριζοσπάστης κυκλοφορεί με ένα αφιέρωμα στη μάχη στο μικρό σπιτάκι που κρύβει η ανηφόρα της οδού Αλφειωνίας
Το φύλλο του Ριζοσπάστη, ένα χρόνο μετά την θυσία των τριών παιδών στο Κάστρο του Υμηττού
Η θύελλα του εμφυλίου και η Ελλάδα που δεν έπρεπε να μιλάει για την αντίσταση και τους ήρωες της, κράτησαν κλειστά τα στόματα: "Στην αρχή υπήρχε λίγο φοβία. Μιλάμε για τον κόσμο, δεν μιλάμε για τους οργανωμένους. Μετά σκοτώσανε του Κιοκμενίδη τον αδερφό, τον Γιώργο, στην Πλατεία" αφηγείται ο Τσικουράκης.
Έπρεπε να φτάσουμε στο 1966, για να τιμηθούν οι τρεις Επονίτες. Το σπίτι, που δεν ήταν κάστρο, αλλά άντεξε σαν κάστρο, έστεκε στην ίδια θέση για να θυμίζει στους διαβάτες την ιστορία. Αργότερα, μετά τη χούντα και επί δημαρχίας Ανδρέα Λεντάκη το σπίτι πέρασε στην ιδιοκτησία του Δήμου Υμηττού και κυρήχθηκε διατηρητέο.
Με πρωτοβουλία και δωρεά του αντιστασιακού Πέτρου Μπουρδουκούτα κι ενώ Δήμαρχος Υμηττού ήταν ο Δημήτης Αργιανάς έγινε μια μεγάλη ανακαίνιση και το σπίτι μετατράπηκε σε μουσείο-σύμβολο του έπους της αντίστασης. Από την εποχή της συνένωσης του Υμηττού με τη Δάφνη υπάρχει ένα σημαντικό θέμα συντήρησης, καθώς ο χώρος ανοίγει λίγες φορές το χρόνο και μόνο όταν είναι προγραμματισμένο.
Είναι το ελάχιστο χρέος, απέναντι στους ήρωες αλλά και στις οικογένειες τους, άνθρωποι των οποίων συμμετέχουν κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις μνήμης: "Είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε τον ιερό αυτό τόπο ενεργό. Αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας, της εποχής που ο λαός δρούσε οργανωμένος, διεκδικώντας την ελευθερία του και ονειρευόμενος μια διαφορετική -μετά τον πόλεμο- ζωή. Η συνεισφορά του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ της ΕΠΟΝ, της Εθνικής Αλληλεγγύης, ήταν τεράστια.
Κορυφαίες αντιστασιακές ενέργειες, σπάνια σαμποτάζ, η ακύρωση της πολιτικής επιστράτευσης πρώτα απ' όλα, μοναδική σε όλη την Ευρώπη, η αντιμετώπιση της πείνας που θέρισε την Αθήνα, ήρθαν με χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο, στις διαδηλώσεις και με αμέτρητα θύματα.
Ο ένοπλος αγώνας έγινε ακόμα πιο αιματηρός και τα ηρωϊκά κατορθώματα στο Κάστρο του Υμηττού, ή στο Μπιζάνι της Καλλιθέας, δείχνουν την αυταπάρνηση των μαχητών, που ήξεραν ότι δεν υπήρχε διέξοδος, αλλά πολέμησαν μέχρι την τελευταία τους σφαίρα" σημειώνει η Φιλιώ Τόλια
Έτσι κι αλλιώς ο Υμηττός δεν ξέχασε ποτέ. Ο θρύλος του Αυγέρη, του Κιοκμενίδη και του Φολτόπουλου ζει πάντα στα σοκάκια της συνοικίας και κάθε 28 Απρίλη το μικρό σπιτάκι της οδού Αγραίων ξαναγίνεται πελώριο -σαν τη ψυχή τους- κάστρο...
Η θύελλα του εμφυλίου και η Ελλάδα που δεν έπρεπε να μιλάει για την αντίσταση και τους ήρωες της, κράτησαν κλειστά τα στόματα: "Στην αρχή υπήρχε λίγο φοβία. Μιλάμε για τον κόσμο, δεν μιλάμε για τους οργανωμένους. Μετά σκοτώσανε του Κιοκμενίδη τον αδερφό, τον Γιώργο, στην Πλατεία" αφηγείται ο Τσικουράκης.
Έπρεπε να φτάσουμε στο 1966, για να τιμηθούν οι τρεις Επονίτες. Το σπίτι, που δεν ήταν κάστρο, αλλά άντεξε σαν κάστρο, έστεκε στην ίδια θέση για να θυμίζει στους διαβάτες την ιστορία. Αργότερα, μετά τη χούντα και επί δημαρχίας Ανδρέα Λεντάκη το σπίτι πέρασε στην ιδιοκτησία του Δήμου Υμηττού και κυρήχθηκε διατηρητέο.
Με πρωτοβουλία και δωρεά του αντιστασιακού Πέτρου Μπουρδουκούτα κι ενώ Δήμαρχος Υμηττού ήταν ο Δημήτης Αργιανάς έγινε μια μεγάλη ανακαίνιση και το σπίτι μετατράπηκε σε μουσείο-σύμβολο του έπους της αντίστασης. Από την εποχή της συνένωσης του Υμηττού με τη Δάφνη υπάρχει ένα σημαντικό θέμα συντήρησης, καθώς ο χώρος ανοίγει λίγες φορές το χρόνο και μόνο όταν είναι προγραμματισμένο.
Είναι το ελάχιστο χρέος, απέναντι στους ήρωες αλλά και στις οικογένειες τους, άνθρωποι των οποίων συμμετέχουν κάθε χρόνο στις εκδηλώσεις μνήμης: "Είμαστε υποχρεωμένοι να διατηρούμε τον ιερό αυτό τόπο ενεργό. Αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας, της εποχής που ο λαός δρούσε οργανωμένος, διεκδικώντας την ελευθερία του και ονειρευόμενος μια διαφορετική -μετά τον πόλεμο- ζωή. Η συνεισφορά του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ της ΕΠΟΝ, της Εθνικής Αλληλεγγύης, ήταν τεράστια.
Κορυφαίες αντιστασιακές ενέργειες, σπάνια σαμποτάζ, η ακύρωση της πολιτικής επιστράτευσης πρώτα απ' όλα, μοναδική σε όλη την Ευρώπη, η αντιμετώπιση της πείνας που θέρισε την Αθήνα, ήρθαν με χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο, στις διαδηλώσεις και με αμέτρητα θύματα.
Ο ένοπλος αγώνας έγινε ακόμα πιο αιματηρός και τα ηρωϊκά κατορθώματα στο Κάστρο του Υμηττού, ή στο Μπιζάνι της Καλλιθέας, δείχνουν την αυταπάρνηση των μαχητών, που ήξεραν ότι δεν υπήρχε διέξοδος, αλλά πολέμησαν μέχρι την τελευταία τους σφαίρα" σημειώνει η Φιλιώ Τόλια
Έτσι κι αλλιώς ο Υμηττός δεν ξέχασε ποτέ. Ο θρύλος του Αυγέρη, του Κιοκμενίδη και του Φολτόπουλου ζει πάντα στα σοκάκια της συνοικίας και κάθε 28 Απρίλη το μικρό σπιτάκι της οδού Αγραίων ξαναγίνεται πελώριο -σαν τη ψυχή τους- κάστρο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου