Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουνίου 05, 2023

Η πιο τρομακτική ναυτική καταστροφή που -ίσως- δεν έχετε ακούσει ποτέ

 

Η σφαγή των επιζώντων 
 
Όταν πρόκειται για οδυνηρά περιστατικά, λίγα πράγματα μπορούν να συγκριθούν με ένα ναυάγιο. Πόσο δε περισσότερο, όταν ένα ναυάγιο συνοδεύτηκε από δολοφονίες...
 
 
 
Η ιστορία είναι γεμάτη με τρομερές περιπτώσεις καταστροφής στη θάλασσα, αλλά ένα ναυάγιο από το 1629 είναι μακράν το χειρότερο από τα υπόλοιπα και αυτό επειδή, όσοι ήταν αρκετά τυχεροί να επιβιώσουν από την βύθιση του πλοίου που τους μετέφερε, αντιμετώπισαν μια απειλή πιο επικίνδυνη και τρομακτική από οτιδήποτε άλλο στη φύση: ο ένας τον άλλον.
 
Αυτή είναι η ιστορία του ναυαγίου του Batavia -που συνέβη στις 04 Ιουνίου του 1629-, της πιο άγριας καταστροφής στη ναυτική ιστορία.
 
Αντίγραφο πλήρους κλίμακας του Batavia - πηγή
 
Με μήκος 56 μέτρα και βάρος 1.200 τόνους, το Batavia κατασκευάστηκε το 1628 και ήταν η νεότερη ναυαρχίδα της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών (Verenigde Oostindische Compagnie, VOC). Η εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1602, ήταν μια από τις πρώτες πολυεθνικές στον κόσμο και είχε τεράστια πολιτική δύναμη. Ασκούσε εξουσία και συγκέντρωνε στρατούς, διεξήγαγε πολέμους, φυλάκιζε και εκτελούσε καταδίκους, ίδρυε δικές της αποικίες, ενώ διέθετε δικό της νομισματοκοπείο και κυκλοφορούσε το δικό της νόμισμα. Απολαμβάνοντας ένα εικονικό μονοπώλιο στο εμπόριο μπαχαρικών της Ανατολικής Ασίας για σχεδόν 200 χρόνια, η VOC ήταν η πιο κερδοφόρα εταιρεία στην παγκόσμια ιστορία, με μέγιστη αξία τα 7,9 τρισεκατομμύρια δολάρια σε σημερινή αναλογία!

Στις 27 Οκτωβρίου 1628, το Batavia απέπλευσε από το Texel της Ολλανδίας στο παρθενικό του ταξίδι, συνοδευόμενο από ένα στόλο έξι εμπορικών πλοίων της VOC. Ο στόλος είχε προορισμό την πρωτεύουσα Μπατάβια στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες -τη σημερινή Τζακάρτα στην Ινδονησία. Στο πλοίο επέβαιναν 330 άτομα, μεταξύ των οποίων 180 ναύτες, 100 στρατιώτες της VOC και μερικοί πλούσιοι, μεταξύ των οποίων 22 γυναίκες και οι υπηρέτριές τους. Επίσης, το πλοίο μετέφερε φορτίο με προμήθειες για την ολλανδική αποικία των Ανατολικών Ινδιών και ασημένια νομίσματα (σημερινής αξίας 35 εκατομμυρίων δολαρίων) για ανταλλαγή με πολύτιμο μοσχοκάρυδο και άλλα μπαχαρικά. Όπως όλα τα πλοία της VOC, το Batavia λειτουργούσε υπό μια διαιρεμένη δομή διοίκησης, με τον κυβερνήτη Ariaen Jacobsz να είναι υπό τον διοικητή Fransisco Pelsaert, έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό του εμπορικού ναυτικού που ήταν υπεύθυνος για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Εταιρείας. Οι δυο άντρες μισούσαν ο ένας τον άλλον (δυσοίωνο ξεκίνημα για το ταξίδι...), καθώς, πριν από χρόνια είχαν τσακωθεί επειδή ο Jacobz ήταν μεθυσμένος και έβριζε τον Pelsaert δημόσια.
 
Ο Ολλανδός ζωγράφος Γιοχάννες φαν ντερ Μπέικ - πηγή
 
Ανάμεσα στους επιβάτες του Batavia ήταν και κάποιος Χιερόνυμους Κορνέλις (Jeronimus Cornelisz), ένας φαρμακοποιός από την ολλανδική πόλη του Χάρλεμ. Τον Νοέμβριο του 1627, ο Cornelisz ενεπλάκη σε ένα σκάνδαλο όταν ο τριών μηνών γιος του πέθανε από σύφιλη, μια ασθένεια που το παιδί φέρεται να κόλλησε από τη μητέρα του, αλλά τελικά προήρθε από τον ίδιο τον Κορνέλις. Ατιμασμένος και με τις μελλοντικές του επιχειρηματικές προοπτικές κατεστραμμένες, ο Κορνέλις πούλησε το φαρμακείο του και άλλα περιουσιακά του στοιχεία και κατέφυγε στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες για μια νέα ζωή. Η σύφιλή του, η οποία μπορεί να είχε ήδη αρχίσει να επηρεάζει τον εγκέφαλό του, έχει αναφερθεί ως πιθανότερη εξήγηση για τη φρίκη που επρόκειτο να ακολουθήσει. Ένας άλλος σημαντικός λόγος που ο Κορνέλις έφυγε από τη χώρα ήταν η προσήλωσή του στις διδασκαλίες του Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάννες φαν ντερ Μπέικ -γνωστός και με το ψευδώνυμό του Johannes Torrentius (το "Torrentius" είναι το λατινικό ισοδύναμο του επωνύμου van der Beeck, που σημαίνει "του ρυακιού" ή "του ποταμού")-, του οποίου οι ελευθεριάζοντες τρόποι και η υποτιθέμενη συμμετοχή του στο Τάγμα των Ροδόσταυρων οδήγησαν στη σύλληψη και τον βασανισμό του το 1627 ως θρησκευτικό μη κομφορμιστή και φερόμενο ως βλάσφημο, αιρετικό, άθεο και σατανιστή. Αυτές οι πεποιθήσεις του -μεταξύ των οποίων ότι δεν υπήρχε παράδεισος ή κόλαση και ότι η οργανωμένη εκκλησία ήταν απάτη- επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις μελλοντικές ενέργειες του Κορνέλις.
 
Τον Απρίλιο του 1629, το Batavia και δύο από τα συνοδευτικά πλοία έφτασαν στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στο νότιο άκρο της Αφρικής. Λίγο μετά την αναχώρησή του από το Ακρωτήριο, το πλοίο χωρίστηκε από τον υπόλοιπο στόλο και βγήκε πολύ εκτός πορείας. Αν και αυτή η εκτροπή αποδίδεται -συνήθως- σε ένα σφάλμα πλοήγησης από τον κυβερνήτη Jacobsz, μπορεί κάλλιστα να ήταν σκόπιμη, γιατί εκείνη τη στιγμή η εχθρότητά του με τον Pelsaert είχε φτάσει σε οριακό σημείο. Ο Jacobsz άρχισε να σχεδιάζει μια ανταρσία εναντίον του Pelsaert, ελπίζοντας να χρησιμοποιήσει το τεράστιο φορτίο ασημένιων νομισμάτων του πλοίου για να ξεκινήσει μια νέα ζωή κάπου στην Άπω Ανατολή. Αργότερα, ο Pelsaert ισχυρίστηκε ότι το υποτιθέμενο σφάλμα πλοήγησης, στην πραγματικότητα ήταν σκόπιμη προσπάθεια του Jacobsz να απομονώσει το Batavia και να διευκολύνει την ανταρσία. Στη συνωμοσία του, ο Jacobsz βρήκε έναν πρόθυμο συνωμότη, τον Κορνέλις, ο οποίος έτρεφε παρόμοιες φαντασιώσεις. Για να πραγματοποιήσουν όμως το σχέδιό τους, έπρεπε πρώτα να κερδίσουν την αφοσίωση του πληρώματος. Έτσι, ένα βράδυ, καθώς το Batavia πλησίαζε τη δυτική ακτή της Αυστραλίας, μια ομάδα μασκοφόρων επιτέθηκε στην 27χρονη επιβάτιδα Lucretia Jans, την οποία κρέμασαν στην κουπαστή από τους αστραγάλους της, την λέρωσαν με περιττώματα και πίσσα, και της επιτέθηκαν σεξουαλικά. Αυτή η επίθεση είχε σκοπό να προκαλέσει τον Pelsaert να τιμωρήσει συλλογικά το πλήρωμα, κάτι που θα εκμεταλλεύονταν οι Jacobsz και Κορνέλις για να τον χαρακτηρίσουν τύραννο και να στρέψουν το πλήρωμα εναντίον του. Ωστόσο, το σχέδιο απέτυχε, καθώς η Jans αναγνώρισε αυτούς που της επιτέθηκαν.

Προτού όμως τιμωρηθούν οι επίδοξοι στασιαστές, συνέβη η καταστροφή.
 
Το πρυμναίο τμήμα του Batavia και το αντίγραφο της πύλης, και τα δύο στεγάζονται στις γκαλερί Shipwreck στο Fremantle της Δυτικής Αυστραλίας - πηγή
 
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Ιουνίου 1629, το Batavia βρήκε σε έναν ύφαλο στα νησιά Houtman Abrolhos, ένα μικρό αρχιπέλαγος 70 χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Αυστραλίας. Καθώς οι κοραλλιογενείς ύφαλοι έσκιζαν το ξύλινο κύτος του πλοίου, ο Pelsaert, συνειδητοποιώντας ότι το πλοίο ήταν καταδικασμένο, διέταξε την εκκένωσή του. Τις επόμενες ημέρες, οι περισσότεροι από τους επιζώντες μεταφέρθηκαν με βάρκες στα κοντινά Beacon Island και Traitor's Island. Στο πλοίο έμειναν περίπου 70 ναύτες και στρατιώτες, οι οποίοι επωφελήθηκαν από το τεράστιο φορτίο αλκοόλ του Batavia και, σύντομα, μέθυσαν. Σύντομα, η πρόσκρουση διέλυσε το Batavia, και, εκτός από 20 από τους τελευταίους που είχαν απομείνει στο πλοίο, όλοι οι υπόλοιποι πνίγηκαν. Μεταξύ των επιζώντων ήταν και ο Κορνέλις, ο οποίος πέρασε δύο ημέρες κολλημένος σε ένα τμήμα του πλοίου, πριν τελικά ξεβραστεί στην ακτή στο νησί Beacon στις 15 Ιουνίου.

Από την βύθιση επέζησαν συνολικά 275 από τους 330 επιβάτες και το πλήρωμα του Batavia. Οι προοπτικές όμως ήταν ζοφερές. Τα νησιά Houtman Abrolhos είναι κάτι περισσότερο από άγονες εξάρσεις κοραλλιών, με λίγη τροφή και ακόμη λιγότερο γλυκό νερό. Συνειδητοποιώντας ότι η ελάχιστη ποσότητα προμηθειών που διασώθηκε από το πλοίο δε θα έφτανε για πολύ για 275 ανθρώπους, ο Pelsaert, μαζί με τον Jacobsz, τους ανώτερους αξιωματικούς και 50 ακόμα από το πλήρωμα και τους επιβάτες, επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα του πλοίου και ξεκίνησαν αναζητώντας γλυκό νερό σε κοντινά νησιά. Όταν η έρευνα δεν απέφερε τίποτα, ο Pelsaert αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την αυστραλιανή ακτή και τελικά, στις 9 Ιουνίου είδε στεριά. Η αποστολή όμως χτυπήθηκε από μια σφοδρή χειμερινή καταιγίδα, που τους εμπόδισε να βγουν στην ξηρά. Για δύο συνεχόμενες ημέρες, πάλευαν με την μανιασμένη θάλασσα, προσπαθώντας να παραμείνουν στην επιφάνεια, προτού τελικά πλεύσουν βόρεια αναζητώντας πιο ήρεμο καιρό. Τελικά, κατάφεραν να βγουν στη στεριά και βρήκαν λίγο νερό, αλλά ο Pelsaert αποφάσισε να πλεύσει βόρεια, αυτή την φορά προς στην Μπατάβια, περίπου 2.000 χιλιόμετρα μακριά.

Το ταξίδι προς τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες διήρκεσε 33 ημέρες, στο τέλος των οποίων ο Pelsaert και το πλήρωμα διασώθηκαν από το διερχόμενο πλοίο Sardam, το οποίο τους μετέφερε στην Μπατάβια. Κατά την άφιξή του εκεί, ο Pelsaert συνέλαβε τον Jacobsz και τον λοστρόμο Jan Evertsz για αμέλεια και σεξουαλική επίθεση πριν από τη βύθιση του Batavia, χωρίς να γνωρίζει τον ρόλο του Jacobsz στην αποτυχημένη ανταρσία. Εν τω μεταξύ, ο Γενικός Κυβερνήτης της πρωτεύουσας, Jan Pieterszoon Coen, του έδωσε τη διοίκηση του Sardam και διέταξε την προετοιμασία του πλοίου για να ξεκινήσει την αποστολή διάσωσης των υπολοίπων. Έτσι, στις 15 Ιουλίου 1629 -41 ημέρες μετά την προσάραξη του Batavia- ο Pelsaert και ένα πλήρωμα 40 ανδρών ξεκίνησαν αναζητώντας τους επιζώντες.

Όμως, όλο αυτόν τον καιρό, στα νησιά Houtman Abrolhos διαδραματιζόταν μια σκηνή φρίκης που, ακόμη και 400 χρόνια μετά, εξακολουθεί να σοκάρει.
 
Ο υγρός τάφος του Batavia, γνωστό σήμερα ως Beacon Island, στο Wallabi Group, Abrolhos Islands - πηγή
 
Όταν έφυγαν οι Pelsaert και Jacobsz, στα νησιά απέμεινε ως ανώτερος ο Κορνέλις, ο οποίος, παρόλο που δεν είχε ναυτική ή στρατιωτική εμπειρία, αυτοδιορίστηκε αρχηγός και ανέλαβε τη διοίκηση ενός εκλεγμένου συμβουλίου επιζώντων. Το πραγματικό πρόβλημα όμως ήταν ότι ήταν ένας μαινόμενος ψυχοπαθής και, σύντομα, θα μετέτρεπε τα νησιά σε μια κόλαση στη γη.
 
Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν ένας υφιστάμενος του αποκάλυψε ότι είχε διαρρεύσει τα σχέδια ανταρσίας στον Pelseart. Συνειδητοποιώντας ότι η διάσωση θα σήμαινε σύλληψη, φυλάκιση ή ακόμα και εκτέλεση, ο Κορνέλις κατέστρωσε ένα σχέδιο με βάση το οποίο, ο ίδιος και μερικοί ακόλουθοι θα ανέβαιναν στο επόμενο διερχόμενο πλοίο και θα ζούσαν μια ζωή πειρατείας στην ανοιχτή θάλασσα. Καθώς όμως, τέτοιο πλοίο μπορεί να μην περνούσε για αρκετούς μήνες, έπρεπε πρώτα να διασφαλίσει ότι οι περιορισμένες προμήθειες θα διαρκέσουν -αλλά και να εξαφανίσει όποιον ήταν αντίθετος στα σχέδιά του.

Στις 5 Ιουλίου, ο Κορνέλις διέλυσε το συμβούλιο και διόρισε δικό του, αποτελούμενο εξ ολοκλήρου από άνδρες που είχαν σχεδιάσει ανταρσία πριν από τη βύθιση. Στη συνέχεια, πήρε όλες τις προμήθειες και τα όπλα υπό τον έλεγχό του και έστειλε μια ομάδα 22 άοπλων στρατιωτών της VOC, με επικεφαλής τον Wiebbe Hayes, στο κοντινό νησί West Wallabi για να βρουν τροφή και νερό. Αν η αναζήτηση ήταν επιτυχής, οι στρατιώτες έπρεπε να ειδοποιήσουν με σήματα καπνού, οπότε θα πήγαινε μια βάρκα να τους παραλάβει. Υποθέτοντας ότι θα αποτύγχαναν, ο Κορνέλις τους εγκατέλειψε στο νησί για να πεθάνουν από τη δίψα και έβαλε μπροστά το σχέδιό του να αναλάβει τον έλεγχο των εναπομεινάντων επιζώντων στο νησί Beacon.

Αυτό που ακολούθησε ήταν μια βίαιη βασιλεία τρόμου, κατά την οποία ο Κορνέλις και οι οπαδοί του -κυρίως στασιαστές πριν από τη βύθιση- εκτελούσαν συνοπτικά όποιον τους εναντιωνόταν.
 
Οι μέθοδοι δολοφονίας ήταν ιδιαίτερα βάναυσες. Στραγγάλιζαν ή χτυπούσαν με ρόπαλα τα θύματα, τα κομμάτιαζαν με τσεκούρια ή τα έβαζαν σε πρόχειρες σχεδίες για να πνιγούν. Οι στασιαστές ήταν αδιάκριτοι στις δολοφονίες, στοχεύοντας άνδρες, γυναίκες και παιδιά -ακόμη και νεογέννητα. Οι εκτελέσεις γίνονταν μεμονωμένες ή σε μεγάλες ομάδες, με τους επιζώντες να εξαναγκάζονται συχνά να αλληλοσκοτωθούν με αντάλλαγμα τη ζωή τους. Οι γυναίκες μοιράστηκαν μεταξύ των στασιαστών ως σκλάβες του σεξ, με τον Κορνέλις να κρατά την Jans για τον ίδιο. Κάποια στιγμή, ένας από τους στασιαστές "έβαλε στο μάτι" την κόρη του ιεροκήρυκα Gijsbert Bastiaenz, στον οποίο δόθηκε το τελεσίγραφο, "ή να την παραδώσει σε 'γάμο' ή να την πάρουν με το ζόρι για να την χρησιμοποιήσουν όλοι οι στασιαστές". Ο Bastiaenz, θεωρώντας το ως το μικρότερο από τα δύο κακά, παρέδωσε την κόρη του. Κάποια στιγμή όμως, ο ιεροκήρυκας επέκρινε την κυριαρχία του Κορνέλις και προσκλήθηκε -μαζί με την κόρη- του να δειπνήσουν μαζί του. Καθώς έτρωγαν, μια συμμορία ανδρών στάλθηκε να δολοφονήσει τη γυναίκα του Bastiaenz και τα άλλα επτά παιδιά του. Αν και αργότερα δέχτηκε κριτική επειδή δεν έκανε αρκετά για να εναντιωθεί στον Κορνέλις, ο Bastiaenz και η κόρη του ήταν από τους λίγους επιβάτες του Batavia που επέζησαν.

Σύντομα, οι άνδρες του Κορνέλις άρχισαν να δολοφονούν τους επιζώντες που έφυγαν στα γειτονικά νησιά, οι οποίοι ήταν πολύ περισσότεροι από τους στασιαστές και αποτελούσαν απειλή για την κυριαρχία τους. Στο τέλος, οι στασιαστές θα ήταν άμεσα υπεύθυνοι για τον θάνατο τουλάχιστον 110 ανθρώπων -το 1/3 του αρχικού πληρώματος του Batavia. Ωστόσο, ο Κορνέλις, ελεύθερος από τους περιορισμούς του πολιτισμού, οδηγούμενος από τις αιρετικές του πεποιθήσεις, και υποφέροντας πιθανώς από νευροσύφιλη, δεν εξέφρασε καμία μεταμέλεια για τους φόνους, υποστηρίζοντας μέχρι τέλους ότι ο Θεός είχε εγκρίνει τις πράξεις του.
 
Το Wiebbe Hayes Stone Fort στο West Wallabi Island - πηγή
 
Η αποστολή που είχε στείλει ο Κορνέλις να πεθάνει στο νησί West Wallabi είχε απροσδόκητη επιτυχία και βρήκε, όχι μόνο άφθονο γλυκό νερό, αλλά και πολλά γουάλαμπι (είδος της ταξινομικής οικογένειας των καγκουρό) που θα μπορούσαν να κυνηγήσουν. Στις 9 Ιουλίου, χωρίς να γνωρίζουν το τι συνέβαινε στο νησί Beacon, οι στρατιώτες έστειλαν σήματα καπνού. Όταν όμως δεν απάντησε κανείς και δεν πήγε καμία βάρκα για να τους μεταφέρει, έμειναν απορρημένοι. Σύντομα, άρχισαν να φτάνουν στο νησί επιζώντες που διέφυγαν από το μακελειό και ενημέρωσαν τον Wiebbe Hayes. Χωρίς τα μουσκέτα και τα ξίφη τους, οι 47 στρατιώτες -που αυτοαποκαλούνταν "Υπερασπιστές"- έφτιαξαν αυτοσχέδια ρόπαλα και δόρατα από ξύλα και καρφιά από το Batavia και έχτισαν ένα μικρό οχυρό από πέτρα και κοράλλια στο επονομαζόμενο Slaughter Point. Το φρούριο σώζεται μέχρι και σήμερα και είναι η παλαιότερη ευρωπαϊκή κατασκευή στην Αυστραλία.

Ο Κορνέλις, όταν έμαθε ότι οι στρατιώτες επιβίωσαν, ορκίστηκε να τους καταστρέψει και να εξαλείψει την τελευταία αντίσταση που είχε απομείνει. Έτσι, στις 27 Ιουλίου, μαζί με μια ομάδα 22 ανταρτών εξαπέλυσε επίθεση στο νησί West Wallabi. Οι στασιαστές, οπλισμένοι με μουσκέτα, σπαθιά και ακόντια, φαινόταν ότι είχαν το πάνω χέρι. Όμως οι Υπερασπιστές, καλύτερα εκπαιδευμένοι αλλά και χορτάτοι, απέκρουσαν εύκολα την επίθεση. Απτόητος, στις 5 Αυγούστου, ο Κορνέλις, που είχε αρχίσει να αυτοαποκαλείται "Captain General", προσπάθησε ξανά, αλλά για ακόμη μια φορά απωθήθηκε. Έχοντας αποτύχει η ωμή βία, ο αρχιστασιαστής στράφηκε στην υπονόμευση. Πρώτα, εκμεταλλευόμενος έξι Γάλλους στρατιώτες που ήταν μεταξύ των Υπερασπιστών, προσπάθησε να σπείρει τη διχόνοια μεταξύ τους στέλνοντας έναν από τους στρατιώτες του να παραδώσει μια επιστολή γραμμένη στα γαλλικά. Ωστόσο, οι Υπερασπιστές κατάλαβαν αμέσως το σχέδιο και συνέλαβαν τον απεσταλμένο. Στη συνέχεια, προσπάθησε να στήσει ενέδρα, προσφέροντας συνάντηση με τους Υπερασπιστές στην παραλία όπου θα διαπραγματεύονταν εκεχειρία. Στο ενδιάμεσο, δύο από τους στασιαστές μπήκαν κρυφά στην βάρκα τους και προσπάθησαν να πυροβολήσουν τους Υπερασπιστές με τα μουσκέτα. Δεν κατάφεραν όμως να κρατήσουν στεγνό το μπαρούτι και τα μουσκέτα αστόχησαν. Την επόμενη μέρα, όντας όλο και πιο ανυπόμονος, ο Κορνέλις και πέντε στασιαστές κανόνισαν περαιτέρω διαπραγματεύσεις, κατά τις οποίες προσπάθησαν να δωροδοκήσουν τους Υπερασπιστές με ύφασμα, κοσμήματα και ασημένια νομίσματα. Και πάλι όμως, οι Υπερασπιστές δεν ξεγελάστηκαν και προχώρησαν στην σύλληψη και των έξι στασιαστών. Μόνο δύο από αυτούς επέζησαν από τα βασανιστήρια. Ο Κορνέλις, τον οποίο οι Υπερασπιστές κράτησαν ζωντανό, και ο στρατιώτης Wouter Loos, ο οποίος κατάφερε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στο Beacon Island. Οι τέσσερις εναπομείναντες εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.

Με τον Κορνέλις αιχμάλωτο, οι στασιαστές εξέλεξαν τον Loos ως αρχηγό τους. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Loos, οπλισμένος με μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση τακτικής, εξαπέλυσε άλλη μια επίθεση στο West Wallabi Island. Αυτήν τη φορά, οι στασιαστές τραυμάτισαν τρεις Υπερασπιστές, σκότωσαν έναν και προωθούταν όλο και πιο κοντά στο οχυρό, κάτι που έδειχνε ότι, τελικά, θα κατάφερναν να εξαλείψουν κάθε αντίσταση.
 
Οι στρατιώτες του Hayes και οι άνδρες του Cornelisz σπεύδουν προς το πλοίο διάσωσης - πηγή
 
Τότε όμως, στη μέση της μαινόμενης μάχης, ένα πλοίο εμφανίστηκε ξαφνικά στον ορίζοντα. Ήταν το Sardam. Λόγω κακών καιρικών συνθηκών, το ταξίδι από την Μπαταβία είχε διαρκέσει 63 ημέρες. Μόλις εντόπισαν το πλοίο, και οι δύο πλευρές έτρεξαν προς το μέρος του, ελπίζοντας να είναι οι πρώτοι που θα πουν στον Pelsaert τη δική τους πλευρά της ιστορίας. Τελικά, πρώτος στο πλοίο έφτασε ο Hayes των Υπερασπιστών, οπότε ο Pelsaert, κατατρομαγμένος από όσα είχαν συμβεί ερήμην του, έστειλε στρατιώτες και ναύτες στην ξηρά για να συλλάβουν τους στασιαστές. Από τα περίπου 225 άτομα που είχε αφήσει στα νησιά ο Pelsaert, μόνο 45 στασιαστές και 47 Υπερασπιστές είχαν απομείνει.

Η δικαιοσύνη που απένειμε ο Pelsaert ήταν γρήγορη και κτηνώδης. Καθώς το Sardam ήταν ήδη γεμάτο, αποφάσισε να δικάσει τους στασιαστές στο νησί Beacon. Μετά από μια σύντομη δίκη, οι χειρότεροι από αυτούς μεταφέρθηκαν στο κοντινό νησί Seal και απαγχονίστηκαν. Στον Κορνέλις, προτού εκτελεστεί κι αυτός, του έκοψαν τα χέρια με σφυρί και σμίλη.
 
Όπως ανέφερε αργότερα ο Pelsaert:

"Δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με το θάνατο ή τη μετάνοια, ούτε να προσευχηθεί στον Θεό ή να δείξει οποιοδήποτε πρόσωπο μετανοίας για τις αμαρτίες του. Και έτσι πέθανε πεισματάρης. Πέθανε όπως είχε ζήσει, χωρίς να πιστεύει ότι υπάρχει Διάβολος ή Κόλαση, Θεός ή Άγγελος -το "Torrentianαίσθημα είχε εξαπλωθεί πολύ".

Ο Wouter Loos και ο καμαρότος Jan Pelgrom de Bye, δύο από τους παραβάτες που είχαν προκαλέσει το λιγότερο κακό, αφέθηκαν στην ηπειρωτική χώρα της Αυστραλίας -και έτσι έγιναν οι πρώτοι Ευρωπαίοι έποικοι στην ήπειρο- κοντά στο Witecarra Creek. Κανείς ποτέ δεν άκουσε ξανά κάτι γι' αυτούς.
 
Οι απαγχονισμοί των δολοφόνων του Batavia - πηγή
 
Τον Νοέμβριο του 1629, οι υπόλοιποι στασιαστές μεταφέρθηκαν πίσω στην Μπαταβία, όπου, οι επτά από αυτούς δικάστηκαν, καταδικάστηκαν και τιμωρήθηκαν με μαστίγωμα, επίπληξη ή απαγχονισμό. Στην πρωτεύουσα, ο δεύτερος μετά τον Κορνέλις, Jacob Pietersz, τσακίστηκε στον τροχό -η πιο αυστηρή τιμωρία που υπήρχε τότε- και πέθανε από τα τραύματά του την επόμενη μέρα. Αν και ο κυβερνήτης Jacobsz βασανίστηκε, δεν ομολόγησε ποτέ τη συμμετοχή του στην απόπειρα ανταρσίας και αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης στοιχείων. Η μοίρα του παραμένει άγνωστη.

Παρά το ηρωικό τρίμηνο ταξίδι του Pelsaert για να βρει νερό και να σώσει τους επιζώντες του Batavia, η VOC τον βρήκε εν μέρει υπεύθυνο για την καταστροφή και του αφαίρεσε το βαθμό και τα περιουσιακά του στοιχεία. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα στη Σουμάτρα, όντας κατεστραμμένος. Ο αρχηγός των Υπερασπιστών Wiebbe Hayes χαιρετίστηκε ως ήρωας και προήχθη σε λοχία, ενώ οι άνδρες υπό τις διαταγές του προήχθησαν στο βαθμό του δεκανέα. Το Batavia δηλώθηκε πλήρως απολεσθέν, αλλά δέκα από τα δώδεκα σεντούκια του θησαυρού του ανακτήθηκαν με επιτυχία.
 
Ένα από τα θύματα της σφαγής του Batavia, που βρέθηκε στο Beacon και τώρα εκτίθεται στο Fremantle Shipwreck Museum. Άνδρας, ηλικίας περίπου 35-39 ετών, με σπασμένο κρανίο, σπασμένη ωμοπλάτη και του λείπει το δεξί πόδι - πηγή
 
Η βύθιση του Batavia είναι μια από τις πιο βίαιες και διεφθαρμένες ανταρσίες στη ναυτική ιστορία, που απεικονίζει βάναυσα τι φρίκη μπορούν να προκαλέσουν οι άνθρωποι, απομονωμένοι από τον πολιτισμό και οδηγημένοι από απληστία και θρησκευτικό ζήλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου