Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιουλίου 20, 2023

«Τουρίστες, γυρίστε σπίτι σας!»: Απ' την Αθήνα ως το Άμστερνταμ οι ασεβείς επισκέπτες θυμώνουν την Ευρώπη

Σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις, οι χαμηλής ποιότητας τουριστικές ροές φέρνουν παράπονα και διαμαρτυρίες, ωστόσο, μία πόλη πρωτοπορεί και ξεκίνησε καμπάνια εναντίον των τουριστών που μαζί τους φέρνουν μόνο μπελάδες

Τουρίστες χαμογελούν χαζοχαρούμενα και βγάζουν selfies μπροστά στις πύλες του Άουσβιτς. Βουτάνε στη Φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη, αγνοώντας τις παρατηρήσεις και τις διαμαρτυρίες των ντόπιων. Ένας άνδρας χάραξε το όνομα της φίλης του- "Ivan + Hayley 23" - στον τοίχο του Κολοσσαίου.



Στο Μπαλί, μια Ρωσίδα influencer απελάθηκε μαζί με τον σύζυγό της, όταν αποφάσισε να δημοσιεύσει μία γυμνή της φωτογραφία κάτω από ένα ιερό δέντρο 700 ετών. Στο Άμστερνταμ, εργένηδες με dildo’ s, σέρνονται μεθυσμένοι σε κεντρικά σημεία της πόλης και κάνουν εμετό όπου τους βολέψει. Και επίσης, οι ειδικοί επιμένουν ότι όλες αυτές οι τουριστικές ορδές συμβάλλουν και στον καύσωνα που βιώνει φέτος η Ευρώπη, ειδικά το νότιο κομμάτι της: οι τουριστικές μετακινήσεις προκαλούν περίπου το 5% των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων, με αυξητική τάση μάλιστα.

Και στην αθηναϊκή πρωτεύουσα γνωρίζουμε αυτόν τον καημό: αυτό που παλιά ήταν πρόβλημα για το Φαληράκι της Ρόδου, για τη Μύκονο και άλλα διάσημα στον νεαρόκοσμο νησιά πλέον το ζει και η Αθήνα. Τουρίστες παντού, κάποτε να αλωνίζουν όλο το αθηναϊκό κέντρο με εξάδες από μπίρες στα χέρια, κάποτε να κοιμούνται στα σκαλιά του σταθμού στο Μοναστηράκι, άλλοτε να μπλέκουν σε μικρούς ή μεγαλύτερους καβγάδες, να θεωρούν την πόλη -και την κυκλοφορία της- κτήμα τους, σε μία παράξενη μετάφραση του "greek hospitality" όπου οι Αθηναίοι απλώς πασχίζουν να χωρέσουν ανάμεσά τους.

Από κοντά και αρκετοί επιχειρηματίες της τουριστικής βιομηχανίας της χώρας να διαμαρτύρονται για τους "τουρίστες της μιας χωριάτικης στα 6" που δεν έρχονται για να αφήσουν χρήματα, αλλά για να επιβαρύνουν τις υπάρχουσες δομές (τις έτσι κι αλλιώς απλησίαστες από πλευράς κόστους, αλλά τέλος πάντων).

Μα τι γίνεται, λοιπόν;





Σύμφωνα με εκτενές δημοσίευμα των Financial Times δεν είναι καινούριο πρόβλημα ο υπερτουρισμός ή αλλιώς «ενοχλητικός τουρισμός». Είχε αρχίσει να γίνεται θέμα προτού ενσκήψει η πανδημία του κορωνοϊού. Κυρίως η Βενετία και τα νησιά Φίτζι –ο δημοφιλέστερος προορισμός του Ειρηνικού- ήξεραν τι σημαίνει και ο ορισμός και το πρόβλημα, άλλωστε ήταν η λέξη που αναζητήθηκε περισσότερο στο Google εκείνα τα χρόνια.

Και φυσικά σε όλα αυτά τα σημεία του κόσμου, όλοι παραπονιούνται πια για τους τουρίστες. Απλώς είναι η πρώτη φορά που μερικές ευρωπαϊκές πόλεις –με πρώτο και καλύτερο το Άμστερνταμ- έχουν αρχίσει να κάνουν κάτι γι’ αυτό και να μη μένουν στα λόγια και τις διαμαρτυρίες στα social media. Και φυσικά υπάρχει λόγος γι’ αυτό: η σχετικά βραχεία εμπειρία της ησυχίας και της ηρεμίας σε αυτά τα μέρη κατά τη διάρκεια των απανωτών lock downs, συνέβαλε τα μέγιστα σ’ αυτή την απαίτηση για αλλαγές στην ποιότητα του τουρισμού. Φυσικά, τίθεται το ερώτημα για το αν πρέπει οι πόλεις να φτύσουν κατάμουτρα τον καπιταλισμό και να αντιστρέψουν 50 χρόνια οικονομικής ιστορίας (ή ακόμα και αιώνες συγκεκριμένης τουριστικής εμπειρίας, όπως στην περίπτωση της Βενετίας) προσπαθώντας να απωθήσουν τις τουριστικές ορδές....

Η σύντομη εμπειρία της ηρεμίας χωρίς τουρίστες σε αυτά τα μέρη κατά τη διάρκεια του λουκέτου συμβάλλει στην έμπνευση για αλλαγή. Πρέπει οι πόλεις να πετάξουν κατάμουτρα στον καπιταλισμό, να αντιστρέψουν 50 χρόνια οικονομικής ιστορίας (ή αιώνες, στην περίπτωση της Βενετίας) και να προσπαθήσουν να απωθήσουν τους τουρίστες;

Ας δούμε τι λένε τα νουμερα. Βάσει αυτών, ο επίσημος αριθμός των διεθνών τουριστικών αφίξεων διπλασιάστηκε από το 1998 έως το 2019, σε 2,4 δισ. ετησίως.

Χαρακτηριστικά, σε κάθε προορισμό, η άνοδος επικροτήθηκε από την τοπική τουριστική βιομηχανία και την κρατικά χρηματοδοτούμενη οργάνωση τουριστικού μάρκετινγκ.Οι περισσότεροι κάτοικοι απλώς παρακολουθούσαν όλο αυτό να συμβαίνει.





Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα έντονη σε μερικές ευρωπαϊκές πόλεις. Από τη δεκαετία του 1990, καθώς οι περισσότερες πόλεις έγιναν πιο όμορφες και ασφαλείς και οι πτήσεις χαμηλού κόστους (και τα διεθνή σιδηροδρομικά δρομολόγια αυξήθηκαν κι αυτά) τα σύντομα ταξίδια και οι μικρές αποδράσεις προς αυτούς τους προορισμούς έγιναν ο κανόνας.

Την ίδια στιγμή, πολλοί από εκείνους που τώρα θρηνούν για τον υπερτουρισμό υπήρξαν μέρος του προβλήματος. Όποιος μεγάλωσε στην Ολλανδία του ’90 το ξέρει: το Άμστερνταμ ήταν η πόλη στην οποία δεν ίσχυαν οι «ηθικοί κανόνες» των χωρών από τις οποίες προέρχονταν οι έξαλλοι επισκέπτες της. Στο Άμστερνταμ μπορούσες να πιεις μπύρα για πρωινό καφέ, το «χόρτο» ήταν νόμιμο και φυσικά υπήρχε η συνοικία με τα κόκκινα φώτα, εκεί όπου γυναίκες με τα εσώρουχα καλωσόριζαν τους τουρίστες και τους προσκαλούσαν να μπουν μέσα.

Κάπως έτσι, αυξήθηκε ταχύτερα ο ετήσιος αστικός τουρισμός σε σχέση με τις παραδοσιακές διακοπές που υπόσχονταν «ήλιο και θάλασσα» ή «περιηγήσεις σε αρχαιολογικούς τόπους», όπως χαρακτηριστικά γράφει και η Kerstin Bock του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Στη Βαρκελώνη, για να αναφέρουμε μια ακραία περίπτωση, ο αριθμός των τουριστών που διαμένουν σε ξενοδοχεία αυξήθηκε από 1,7 εκατ. το 1990 σε 9,5 εκατ. το 2019 - ένας αριθμός που δεν περιλαμβάνει τα Airbnbs της πόλης, ορισμένα από τα οποία είναι ολόκληρα κτίρια που έχουν αφαιρεθεί από την τοπική αγορά κατοικίας και έχουν ουσιαστικά μεταφερθεί σε μη εγχώριες επιχειρήσεις (να κάτι που θυμίζει σε μικροκλίμακα αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα).

Η Βαρκελώνη είναι ένα από τα πολλά μέρη που κινδυνεύουν να γίνουν... Βενετία: ουσιαστικά μιλάμε για μια πρώην πόλη που μετατράπηκε σε ένα μουσείο-πάρκο διασκέδασης. Η Βενετία διαθέτει τώρα περίπου τόσα κρεβάτια για τους επισκέπτες όσο και για τους κατοίκους, δηλαδή, περίπου 49.000 για τους μεν και τους δε. Όσο για τους ντόπιους; Αυτοί είναι κυρίως ηλικιωμένοι που μετακόμισαν στη Βενετία πριν από δεκαετίες όταν η πόλη ήταν ακόμα ανθρώπινη και βιώσιμη.

Το πιο δυσοίωνο για τις πόλεις είναι ότι τα επίσημα τουριστικά σύνολα είναι μάλλον υποεκτιμημένα. Ειδικότερα, σπάνια καταγράφουν τους επισκέπτες που μένουν με φίλους ή συγγενείς, ή ανταλλάσσουν σπίτια, ή έρχονται απλώς για μια μέρα και δεν διανυκτερεύουν. Όπως το θέτει ο πρώην αντιδήμαρχος του Παρισιού, Jean-Louis Missika: «Τεράστιος αριθμός αλλοδαπών έρχεται στη Γαλλία και περνάει κάτω από το... ραντάρ».

Ένα έγγραφο του Jacques Lévy της École Polytechnique Fédérale de Lausanne, το οποίο επικαλείται και τηλεφωνικά δεδομένα, διαπιστώνει μια «μεγάλη έκπληξη»: κατά μέσο όρο, υπήρχαν περίπου 5 εκατ. πελάτες μη γαλλικών τηλεφωνικών παρόχων στη Γαλλία το 2022-23, σε σύγκριση με μόλις 2 εκατ. ξένους επισκέπτες που μετρήθηκαν από τα «επίσημα στοιχεία».





Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, σε ορισμένες γειτονιές του Παρισιού, ο αριθμός των ξένων επισκεπτών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ξεπερνούσε τις 100.000. Για λόγους σύγκρισης: Οι 20.000 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο του Παρισιού το καθιστούν ήδη την πιο «πυκνοκατοικημένη» πόλη της Ευρώπης. Και εδώ έχουμε ένα οδυνηρό παράδοξο του αστικού τουρισμού, δηλαδή οι πόλεις που πρακτικά προσελκύουν περισσότερους επισκέπτες να είναι επί της ουσίας πολύ μικρές γειτονιές ή τόποι αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που δεν έχουν χώρο ούτε για τους κατοίκους. Αντιθέτως, στα προάστια του Χιούστον –που όσο να πεις υπάρχει άπλα- δεν υπάρχει πολύς τουρισμός.

Και φυσικά δεν υπάρχει τέλος στις απογοητεύσεις που βιώνουν οι ντόπιοι: κάποιος θα κάνει live στα social, ξεφωνίζοντας από κάποιο μπαλκόνι AirBnB διαμερίσματος ή κάποιο σοκάκι γειτονιάς, κάποιος θα σταματά με ολόκληρη την παρέα του καταμεσής ενός στενού για να ψωνίσει, να πιει ή να φάει και αν κάποιος γηγενής του κάνει παρατήρηση στην καλύτερη περίπτωση θα εκπλαγεί και θα γελάσει, στη χειρότερη θα λογοφέρει με τον μόνιμο κάτοικο της περιοχής.

Κατά καιρούς, η ευρωπαϊκή ρητορική κατά του τουρισμού απηχεί την ευρωπαϊκή ρητορική κατά της μετανάστευσης. Μια συνηθισμένη φράση είναι: «Μας κατακλύζουν κακομαθημένοι εισβολείς που αρνούνται να προσαρμοστούν στον ανώτερο πολιτισμό μας». Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι μετανάστες δεν έχουν το δικαίωμα της επιλογής του προορισμού τους και επίσης οι τουρίστες δεν έχουν το μονοπώλιο της κακής συμπεριφοράς. Αυτό που κυρίως συμβαίνει –με τους τουρίστες- είναι ότι ενδεχομένως συμπεριφέρονται χειρότερα ειδικά σε μέρη που θεωρούνται πιο... «ελευθερίων ηθών» και συμμορφώνονται σε πόλεις όπως το Παρίσι με την εκφοβιστική εθιμοτυπία και την εμμονή στους καλούς τρόπους.

Επίσης, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν συμβάλλει στην έτσι κι αλλιώς στερεοτυπική τάση των τουριστών να αντιμετωπίζουν τον τόπο που επισκέπτονται, όχι ως μία ζώσα πόλη, αλλά ως φόντο ή στην καλύτερη περίπτωση ως σκηνικό των φωτογραφιών και της ινσταγκραμικής ζωής τους. Μόνο που τα μέρη που επισκέπτονται και κυρίως οι κάτοικοί τους δεν είναι κομπάρσοι, αλλά κάτοικοι ενός τόπου, στον οποίο προσπαθούν να ζήσουν πριν και κυρίως μετά την επέλαση των τουριστών. Και επίσης είναι κάτοικοι, όχι υπάλληλοι κάποιας διευρυμένης υπηρεσίας που παρέχει πληροφορίες σε επισκέπτες όσο ευρύ κι αν είναι το πνεύμα φιλοξενίας της εκάστοτε χώρας.

Τα μειονεκτήματα του τουρισμού είναι πλέον ευρέως κατανοητά. Το ερώτημα είναι: τι μπορεί να γίνει γι' αυτό; Η σκόπιμη μείωση του τουρισμού θα ήταν ένα γενναίο βήμα, ακόμη και αν ήταν εφικτό σε έναν κόσμο με δισεκατομμύρια αναδυόμενους καταναλωτές. Η τουριστική βιομηχανία αντιπροσωπεύει άμεσα περίπου το 4% του ευρωπαϊκού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, το οποίο αυξάνεται στο 10% αν ληφθούν υπόψη οι δεσμοί της με άλλους οικονομικούς τομείς, λέει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ο τουρισμός παρέχει θέσεις εργασίας που δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες επιχειρήσεις. Οι επισκέπτες συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της συντήρησης των μνημείων και των μουσείων. Και ορισμένες πόλεις, ιδίως στη νότια Ευρώπη, δεν έχουν παρά μόνο την κληρονομιά τους να πουλήσουν. Όταν οι τουρίστες εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μέρη όπως η Φλωρεντία και η Βαρκελώνη συνειδητοποίησαν με ανησυχία πόσο λίγες εναλλακτικές λύσεις είχαν.

Υπάρχουν ορισμένα προφανή πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν οι πόλεις για να ελέγξουν - και να αξιοποιήσουν καλύτερα - την εισροή.





Ένα από αυτά είναι η αύξηση των τουριστικών φόρων, μερικές φορές κατά πολύ.Εξάλλου, οι τουρίστες είναι εξ ορισμού αρκετά πλούσιοι ώστε να έχουν την πολυτέλεια να διανυκτερεύσουν σε μια άλλη πόλη.Χρησιμοποιούν επίσης τους πόρους που χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους.

Το Παρίσι επιβάλλει φόρο μόλις 5 ευρώ τη βραδιά για τους επισκέπτες που διαμένουν σε ξενοδοχεία που χαρακτηρίζονται ως «παλάτια», όπου η τιμή του δωματίου μπορεί να ξεπερνά τα 2.000 ευρώ- ο φόρος είναι 2,88 ευρώ για ένα ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων, και ούτω καθεξής. «Είναι ένα απολύτως γελοίο ποσό», ξεφυσάει ο Missika. Πολλές πόλεις, συμπεριλαμβανομένου του Λονδίνου, συχνά υπό την πίεση των ξενοδόχων, δεν επιβάλλουν καν φόρους στους τουρίστες.Το Μάντσεστερ έγινε πρόσφατα η πρώτη βρετανική πόλη που τον επέβαλε: 1 λίρα τη βραδιά.Αυτό απέχει πολύ από το Μπουτάν, όπου ο αρχικός ημερήσιος τουριστικός φόρος είναι 200 δολάρια.

Πολλοί προορισμοί σχεδιάζουν τώρα να επικεντρωθούν σε αυτό που αποκαλούν «ποιοτικούς τουρίστες» και αυτό δεν είναι παρά ένας ευφημισμός για τους πλούσιους ανθρώπους που ξοδεύουν πολλά χρήματα. Η λέξη «ποιότητα» είναι αμφισβητήσιμη, φυσικά. Ουκ ολίγες φορές πλούσιοι τουρίστες βρέθηκαν πρωταγωνιστές σε ντροπιαστικούς μπελάδες στις χώρες που επισκέφθηκαν.

Παρόλα αυτά, είναι σχετικά εύκολο να εντοπιστούν και να αποκλειστούν ομάδες που δεν ανταποκρίνονται σε κανέναν ορισμό του «ποιοτικού τουρίστα»: πάρτι μεθυσμένων νεαρών ή επιβάτες κρουαζιερόπλοιων που γεμίζουν τους δρόμους μιας πόλης για λίγες ώρες, δεν ξοδεύουν σχεδόν τίποτα, και μετά επιστρέφουν στο λιμάνι για να φάνε στο πλοίο, ενώ το πλοίο τους βρωμίζει τον αέρα της πόλης. Η Βενετία το 2021 απαγόρευσε τα κρουαζιερόπλοια από τη λιμνοθάλασσά της και άλλες πόλεις επιβάλλουν περιορισμούς (και δικαίως).

Μια άλλη τάση είναι οι πόλεις να ενθαρρύνουν την «αποκέντρωση» των τουριστών. Συχνά αυτό συνεπάγεται τον περιορισμό της ανάπτυξης των ξενοδοχείων και των Airbnbs στο υπερεπισκεπτόμενο κέντρο μιας πόλης, κάτι που δεν ισχύει στα προάστια και τις κοντινές πόλεις.

Θεωρητικά αυτό μπορεί να λειτουργήσει, έστω να έχει ένα μικρό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, οι τουρίστες που μένουν σε ένα προάστιο θα μπορούσαν τουλάχιστον να πάρουν το πρωινό και το δείπνο τους σε κοντινή απόσταση, ενισχύοντας την τοπική οικονομία. Επίσης, μπορούν να ανακαλύψουν ανεξερεύνητα σημεία μιας χώρας, που δεν είχαν χαρακτηριστεί απαραιτήτως ως τουριστικά.

Αλλά υπάρχουν προβλήματα και με την τουριστική «αποκέντρωση».

Το ένα είναι ότι οι περισσότεροι τουρίστες θέλουν να δουν τα τουριστικά αξιοθέατα. Όπου κι αν τους βάλεις, θα βρουν το δρόμο τους προς το Λούβρο, αν, για παράδειγμα βρίσκονται στη Γαλλία. Και το πρόβλημα μπορεί να επιδεινωθεί, όταν η «αποκέντρωση» όντως δουλεύει: αν περισσότεροι τουρίστες αρχίσουν να επισκέπτονται τα (παρισινά) προάστια, οι περισσότεροι από αυτούς θα βρουν χρόνο και για το Λούβρο. Ή για την Ακρόπολη, αν βρίσκονται στην Ελλάδα και ούτω καθεξής. Η ανεξάρτητη Ολλανδή στρατηγικός σύμβουλος τουρισμού Isabel Mosk παρατηρεί: «Νομίζω ότι η αποκέντρωση είναι απλώς μια δικαιολογία για να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε».

Βέβαια, υπάρχει μια πιο ριζοσπαστική λύση για τον υπερτουρισμό και αυτή είναι η αποανάπτυξη. Όταν πρόκειται για την απομάκρυνση των επισκεπτών, μια ευρωπαϊκή πόλη πρωτοπορεί και φυσικά μιλάμε για το Άμστερνταμ. Κατ’ αρχάς, γιατί μπορεί να το κάνει – από το 1995 έως το 2019 η περιφερειακή οικονομία του Άμστερνταμ αυξήθηκε κατά 132%. Μικρό μέρος αυτής της αύξησης προήλθε από τον τουρισμό, καθώς ο κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης ήταν οι υπηρεσίες, οι επικοινωνίες (συμπεριλαμβανομένης της πληροφορικής), οι χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές υπηρεσίες. Σήμερα, καθώς η έκρηξη συνεχίζεται, οι τοπικές εταιρείες δυσκολεύονται αρκετά να βρουν προσωπικό ακόμη και χωρίς έναν σούπερ απαιτητικό τουριστικό τομέα.

Πολλά εστιατόρια, καφετέριες κάνναβης και οίκοι ανοχής αναγκάζονται ήδη να επενδύσουν σε εργατικό δυναμικό που προέρχεται από τις τάξεις των μεταναστών.





Η λεγόμενη «ζώνη των καναλιών» του κεντρικού Άμστερνταμ, όπου βρίσκονται οι περισσότεροι τουριστικοί προορισμοί, κατοικείται πλέον κυρίως από πλούσιους ανθρώπους που δεν τους αρέσει να ενοχλούνται τα βράδια τους από τουρίστες.

Επίσης οι κάτοικοι στρέφονται σε άλλες επιλογές λιανικής πώλησης από τη σειρά των «καταστημάτων Nutella» που απευθύνονται στους επισκέπτες. (Η ιταλική μάρκα δεν έχει προφανή σχέση με το ολλανδικό έδαφος, αλλά το να αλείφουν το διάσημο προϊόν σε βάφλες έχει γίνει κατά κάποιο τρόπο μια νέα τουριστική παράδοση του Άμστερνταμ).

Η πόλη προσπάθησε να απομακρύνει τους τουρίστες. Συνειδητοποιώντας ότι πολλοί επισκέπτες θα έρθουν μόνο σε προορισμούς με την επωνυμία «Άμστερνταμ», οι αρχές έδωσαν στο μεσαιωνικό κάστρο της κοντινής πόλης Muiden το αγγλικό όνομα "Amsterdam Castle Muiderslot", ενώ η παραλία στο Zandvoort έγινε "Amsterdam Beach". Περισσότερα ξενοδοχεία (συχνά με το «Άμστερνταμ» χωμένο κάπου στην επωνυμία τους) άνοιξαν σε όχι και τόσο γνωστές, πλην κοντινές (στο Άμστερνταμ) πόλεις.

Το 2010 το Άμστερνταμ υποδέχτηκε 5,3 εκατ. επισκέπτες ξενοδοχείων. Μέχρι το 2019 ήταν 9,2 εκατ. Εκείνοι που διέμεναν σε Airbnbs..!

Το 2021, το δημοτικό συμβούλιο έθεσε ως μέγιστο στόχο τα 20 εκατ. επισκέπτες ετησίως. Αλλά ο αριθμός αυτός προβλέπεται ήδη ότι θα ξεπεραστεί φέτος, παρόλο που οι Κινέζοι τουρίστες, ιδίως, μόλις βγήκαν από τους περιορισμούς της πανδημίας. Αν δεν γίνει τίποτα, οι επισκέπτες θα είναι πιθανότατα περισσότεροι το 2024.

Και έτσι το Άμστερνταμ αναλαμβάνει δράση. Η αριστοκρατική πόλη θέλει να ξεφορτωθεί την ξεπερασμένη εικόνα της και να επαναπροσδιοριστεί ως πολιτιστικός προορισμός. Από τη συνοικία «με τα κόκκινα φώτα» (Red Light District) που μπορεί να διέλθουν έως και 900.000 πεζοί την εβδομάδα, οι αρχές έκλεισαν εκατοντάδες «παράθυρα σεξεργατριών» και επέβαλαν μετριοπαθώς νωρίτερα το κλείσιμο των καφετεριών και των οίκων ανοχής (3 π.μ. για τους τελευταίους, αντί για 6 π.μ.).

Το υπαίθριο κάπνισμα χασίς έχει απαγορευτεί στο κέντρο της πόλης.Σε μια στροφή που λίγοι περίμεναν πριν από μια δεκαετία, είναι τώρα μάλλον ευκολότερο να αγοράσει κανείς νόμιμο «χόρτο» στη Νέα Υόρκη παρά στο Άμστερνταμ. Η πόλη ελπίζει επίσης να μετατρέψει ορισμένα ξενοδοχεία σε σπίτια και γραφεία.

Εννοείται ότι μία πόλη από μόνη της δεν μπορεί να κάνει πολλά για να μετριάσει τις τουριστικές ροές, όμως τώρα συνεργάζεται και το ολλανδικό κράτος προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτόν τον μήνα κέρδισε μια δικαστική μάχη για τη μείωση του αριθμού των πτήσεων στο αεροδρόμιο Schiphol για περιβαλλοντικούς λόγους. Ένας τουρίστας που παίρνει το τρένο για το Άμστερνταμ από την Κολωνία μπορεί να είναι «βιώσιμος»- κάποιος που έρχεται με αεροπλάνο από την Καλιφόρνια δεν είναι.

Ακόμα και το λογότυπο με την τουλίπα, ως σύμβολο της χώρας και δευτερευόντως ως σύμβολο φιλοξενίας, άλλαξε γιατί παραήταν τουριστικό σουβενίρ, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια: όποιος αμφιβάλλει για την επιθυμία του Άμστερνταμ να αλλάξει, θα πρέπει να δει τη νέα διαφημιστική καμπάνια της πόλης, "Stay Away" (σ.σ.: «Μείνετε μακριά»), η οποία αρχικά απευθυνόταν σε νεαρούς Βρετανούς άνδρες και κυρίως σε τουρίστες που στόχο είχαν να επισκεφθούν την πόλη για να ξεσαλώσουν. Πλέον όσοι έχουν τέτοια σχέδια και αναζητούν στο Google λεπτομέρειες για τέτοιου είδους ξέφρενες διακοπές, είναι πολύ πιθανόν να πέσουν πάνω σε ένα κείμενο που πάνω κάτω λέει τα εξής: "So coming to Amsterdam for a messy night? Stay away!"(μτφρ: « Ώστε, λοιπόν έρχεστε στο Άμστερνταμ για μία τρελή βραδιά; Μείνετε μακριά!»).

Και μπορεί η καμπάνια να μοιάζει κάπως επιθετική. Μπορεί το Stay Away να είναι μία μάλλον άχαρη πρωτιά στην ιστορία του τουριστικού μάρκετινγκ, όμως ήδη θεωρείται η αρχή μίας νέας τάσης που ενδεχομένως θα θέσει τα όρια για διαφορετικές ποιότητες στον τουρισμό. Παγκοσμίως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου