Ξεφυλλίζοντας μια σειρά αμερικανικών τουριστικών οδηγών τσέπης του οίκου Frommer’s για την Αθήνα του ’70 και του ’80, γυρνάμε πίσω σε μια πόλη που δεν υπάρχει πια. Απευθυνόμενος στον Αμερικανό επισκέπτη της εποχής, ένας οδηγός της σειράς τυπωμένος το 1971 υπόσχεται να αποκαλύψει όλες τις «καλές διευθύνσεις» – και εμείς, μισόν αιώνα μετά, γινόμαστε ανιχνευτές και αρχαιολόγοι ενός πρόσφατου χαμένου παρελθόντος της πρωτεύουσας
Διαβάζουμε για το εστιατόριο «Corfu» στην οδό Κριεζώτου, που σερβίρει «φρέσκο αστακό που έρχεται καθημερινά με αεροπλάνο από την Κέρκυρα», για το snack-bar «The American» του Ελληνοαμερικανού Νικολάου Κόκκινου στην αρχή της Μητροπόλεως, ενώ το «Zonar’s» πληροφορούμαστε πως προσφέρει «σοκολατένια γλυκά που ανταγωνίζονται αυτά της Βιέννης». Το «Oggi» της οδού Λεβέντη είναι «ένα ζεστό, πολύχρωμο και ρομαντικό στέκι όπου μπορείς να δειπνήσεις και να χορέψεις», ενώ δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο βρίσκεται το «Acropole Nightclub», που χωράει 300 άτομα και επισκέπτεται η «υψηλή κοινωνία».
Τμήμα από την εικονογράφηση του Μποστ σε αφιέρωμα του περιοδικού «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου για τις ακτές της Αθήνας, Ιούλιος 1956. Μια περιοχή που κάνει τα πρώτα της τουριστικά βήματα.
H έκδοση συνοδεύεται από μια σειρά «γρήγορα» αλλά πολύ αναπαραστατικά (και ανυπόγραφα) ασπρόμαυρα σκίτσα, που απεικονίζουν μερικά γνωστά τοπόσημα, όπως η Ακρόπολη, η Τριλογία της Πανεπιστημίου ή το Ηρώδειο, αλλά και μια σειρά από καθημερινές σκηνές, που μας θυμίζουν πως το 1971 ήταν πιο κοντά στην «παλιά Ελλάδα» απ’ όσο ίσως νομίζουμε. Σε μια από αυτές βλέπουμε μια γυναίκα με ένα γαϊδουράκι να πουλάει παραδοσιακά προϊόντα στον δρόμο, με τη λεζάντα να γράφει «Πλανώδια πωλήτρια από την επαρχία», ενώ σε κάποια άλλη βλέπουμε καΐκια και ψαράδες στην προκυμαία, με συνοδευτική λεζάντα «Στον Πειραιά, το λιμάνι της Αθήνας».
Σε άλλη έκδοση της ίδιας σειράς, του 1982, μεταφερόμαστε στη χρυσή εποχή των ντισκοτέκ και διαβάζουμε για τους καθρέφτες που καλύπτουν τους τοίχους της «Disco Glass» στο νούμερο 36 της οδού Βουλής, ενώ μαθαίνουμε για το «Montparnasse» στην οδό Χάρητος 30 (η μετέπειτα «Ράτκα»), που «είναι δημοφιλές στον καλλιτεχνικό κόσμο, κοσμείται από αφίσες της δεκαετίας του ’20 και έχει υπερμεγέθη μαξιλάρια σε σχήμα φρούτων».
Σε παρόμοιο οδηγό του 1987 ανακαλύπτουμε πως στο υπόγειο του νούμερου 37 της Π. Ιωακείμ βρίσκεται το νυχτερινό κέντρο «Papagayo», ενώ στην οδό Λυκαβηττού 29 λειτουργεί το «Larry’s Bar», που αγαπούν «οι επίμονοι ξενύχτηδες».
H έκδοση συνοδεύεται από μια σειρά «γρήγορα» αλλά πολύ αναπαραστατικά (και ανυπόγραφα) ασπρόμαυρα σκίτσα, που απεικονίζουν μερικά γνωστά τοπόσημα, όπως η Ακρόπολη, η Τριλογία της Πανεπιστημίου ή το Ηρώδειο, αλλά και μια σειρά από καθημερινές σκηνές, που μας θυμίζουν πως το 1971 ήταν πιο κοντά στην «παλιά Ελλάδα» απ’ όσο ίσως νομίζουμε. Σε μια από αυτές βλέπουμε μια γυναίκα με ένα γαϊδουράκι να πουλάει παραδοσιακά προϊόντα στον δρόμο, με τη λεζάντα να γράφει «Πλανώδια πωλήτρια από την επαρχία», ενώ σε κάποια άλλη βλέπουμε καΐκια και ψαράδες στην προκυμαία, με συνοδευτική λεζάντα «Στον Πειραιά, το λιμάνι της Αθήνας».
Σε άλλη έκδοση της ίδιας σειράς, του 1982, μεταφερόμαστε στη χρυσή εποχή των ντισκοτέκ και διαβάζουμε για τους καθρέφτες που καλύπτουν τους τοίχους της «Disco Glass» στο νούμερο 36 της οδού Βουλής, ενώ μαθαίνουμε για το «Montparnasse» στην οδό Χάρητος 30 (η μετέπειτα «Ράτκα»), που «είναι δημοφιλές στον καλλιτεχνικό κόσμο, κοσμείται από αφίσες της δεκαετίας του ’20 και έχει υπερμεγέθη μαξιλάρια σε σχήμα φρούτων».
Σε παρόμοιο οδηγό του 1987 ανακαλύπτουμε πως στο υπόγειο του νούμερου 37 της Π. Ιωακείμ βρίσκεται το νυχτερινό κέντρο «Papagayo», ενώ στην οδό Λυκαβηττού 29 λειτουργεί το «Larry’s Bar», που αγαπούν «οι επίμονοι ξενύχτηδες».
Πάνω και κάτω: Ανυπόγραφες εικονογραφήσεις από τον τουριστικό οδηγό «Getaway guide – Athens» των εκδόσεων Frommer, 1971. Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και η Μονή της Καισαριανής. Κέντρο:
Ο οδηγός μιλάει με δέος για την αρχαία Αθήνα, αλλά αναφέρει πως «τα σύγχρονα ελληνικά δεν ακούγονται ακριβώς σαν ποίηση» και περιγράφει τα ταξί ως «απειλή ακόμη και για την Ακρόπολη», λόγω των καυσαερίων που εκπέμπουν. Εκθειάζει, όμως, την ατμόσφαιρα της πόλης όταν πέσει το φως: «Είναι αδύνατον να περιγράψουμε με λόγια τα αθηναϊκά βράδια. Ο αέρας τους είναι απαλός, γεμάτος αρώματα, σαγηνευτικός», γράφει. Οσο για τις ξενοδοχειακές της μονάδες, αναρωτιέται τα εξής: «H Αθήνα είναι μια πολύ παλιά πόλη – μήπως άραγε αυτό σημαίνει πως έχει και παλιά ξενοδοχεία; Διαθέτουν ιδιωτικές τουαλέτες και κλιματισμό;», για να καθησυχάσει, αμέσως μετά, τον Αμερικανό τουρίστα: «Ιδού η έκπληξη: τα περισσότερα ξενοδοχεία έχουν χτιστεί τα τελευταία δέκα χρόνια και προσφέρουν όλες αυτές τις ανέσεις».
Μια έκδοση «μιλάει» με δέος για την αρχαία Αθήνα, αλλά αναφέρει πως «τα σύγχρονα ελληνικά δεν ακούγονται ακριβώς σαν ποίηση».
Παρόμοιες σκέψεις για το κατά πόσο είναι επαρκώς εξοπλισμένη τουριστικά η Αθήνα εκφράζεται και σε μια αγγλική έκδοση του 1960 του οίκου «Fodor’s»: «H αναλογία δωματίων και μπάνιων είναι υψηλή μόνο στα νέα ξενοδοχεία», αναφέρει, ενώ ανάμεσα στις προτάσεις διαμονής ενδιαφέρον προκαλεί και η περίπτωση των «service flats» στην οδό Νίκης 13, «τα μόνα ενοικιαζόμενα δωμάτια της πόλης», όπως διαβάζουμε. «Υπάρχουν αρκετά καλά ξενοδοχεία ανάμεσα σε κήπους και πεύκα και στην Κηφισιά», συμπληρώνει ο οδηγός, για να καταλήξει αυστηρά πως «η διαμονή στον Πειραιά δεν ενδείκνυται».
Αθηναϊκή σκηνή από τις εικονογραφήσεις που φιλοτέχνησε ο Μίνως Αργυράκης για τον αγγλικό ταξιδιωτικό οδηγό «Fodor’s Greece» του 1960.
Σε άλλα σημεία, όμως, το κείμενο γεμίζει αγάπη για την πρωτεύουσα, ιδίως όταν θαμπώνεται από τη θέα που προσφέρει ο Λυκαβηττός, που «φτάνει έως την Ακροκόρινθο – ή την αίσθηση της παλιάς, αυθεντικής Αθήνας που βρίσκει κανείς στην Πλάκα, εκεί που, όπως γράφει, «ο ήχος της κίνησης σβήνει και ακούγονται οι ήχοι των παιδιών που παίζουν». Μια εικόνα που μοιάζει να αντιστοιχεί σε ένα από τα σκίτσα που φιλοτέχνησε για την αγγλική έκδοση ο σπουδαίος Μίνως Αργυράκης, όπου εκείνη η Αθήνα του παρελθόντος φαίνεται να ζει ακόμη, αθώα και αγνή, κάτω από το βλέμμα της Ακρόπολης.
Την πιο συγκινητική, όμως, εμφάνιση της παλιάς τουριστικής Αθήνας, την ξεθάβουμε στις «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου, σε τεύχος του Ιουλίου 1956 και σε οδηγό για τις αστικές ακτές, που απευθύνεται στους Αθηναίους. «Από το Δέλτα του Παλαιού Φαλήρου έως το Εντεν, από αυτό έως τη Γλυφάδα, από εκεί έως τη Βουλιαγμένη και τέλος, έως τη Βάρκιζα, βρίσκει κανείς φθηνά και ακριβά κέντρα, αναψυκτήρια, μπαρ, ταβέρνες και εστιατόρια», αναφέρει το κείμενο, ενώ προειδοποιεί πως «στο Ελληνικό η ακτή δεν είναι καθαρή, στον Αγιο Κοσμά η θάλασσα είναι καμιά φορά επικίνδυνη και στη Γλυφάδα τα σπίτια χωρίζονται από την παραλία μόνο με έναν στενό δρόμο».
Ο «Αστέρας» της Βουλιαγμένης περιγράφεται ως μέρος όπου και «ο πλέον δύσκολος μπορεί να ικανοποιηθεί ακόμη και στις μικρές λεπτομέρειες», αλλά με τιμές που «ισούνται με αυτές των κέντρων πολυτελείας». Το Καβούρι και ο Λαιμός χαρακτηρίζονται ως «χάρμα οφθαλμών», ενώ ο παράκτιος δρόμος μετά τη Βάρκιζα περιγράφεται ως «νέα τουριστική λεωφόρος» που επιτρέπει «κάθε εξερεύνηση, αφού η άσφαλτός της ξετυλίγεται μέσα από χίλιες δυο εδαφικές ανωμαλίες». Πολλά μοιάζουν να έχουν αλλάξει από τότε, ενώ κάποια άλλα, μισό αιώνα μετά, παραμένουν ίδια.
Σε άλλα σημεία, όμως, το κείμενο γεμίζει αγάπη για την πρωτεύουσα, ιδίως όταν θαμπώνεται από τη θέα που προσφέρει ο Λυκαβηττός, που «φτάνει έως την Ακροκόρινθο – ή την αίσθηση της παλιάς, αυθεντικής Αθήνας που βρίσκει κανείς στην Πλάκα, εκεί που, όπως γράφει, «ο ήχος της κίνησης σβήνει και ακούγονται οι ήχοι των παιδιών που παίζουν». Μια εικόνα που μοιάζει να αντιστοιχεί σε ένα από τα σκίτσα που φιλοτέχνησε για την αγγλική έκδοση ο σπουδαίος Μίνως Αργυράκης, όπου εκείνη η Αθήνα του παρελθόντος φαίνεται να ζει ακόμη, αθώα και αγνή, κάτω από το βλέμμα της Ακρόπολης.
Την πιο συγκινητική, όμως, εμφάνιση της παλιάς τουριστικής Αθήνας, την ξεθάβουμε στις «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου, σε τεύχος του Ιουλίου 1956 και σε οδηγό για τις αστικές ακτές, που απευθύνεται στους Αθηναίους. «Από το Δέλτα του Παλαιού Φαλήρου έως το Εντεν, από αυτό έως τη Γλυφάδα, από εκεί έως τη Βουλιαγμένη και τέλος, έως τη Βάρκιζα, βρίσκει κανείς φθηνά και ακριβά κέντρα, αναψυκτήρια, μπαρ, ταβέρνες και εστιατόρια», αναφέρει το κείμενο, ενώ προειδοποιεί πως «στο Ελληνικό η ακτή δεν είναι καθαρή, στον Αγιο Κοσμά η θάλασσα είναι καμιά φορά επικίνδυνη και στη Γλυφάδα τα σπίτια χωρίζονται από την παραλία μόνο με έναν στενό δρόμο».
Ο «Αστέρας» της Βουλιαγμένης περιγράφεται ως μέρος όπου και «ο πλέον δύσκολος μπορεί να ικανοποιηθεί ακόμη και στις μικρές λεπτομέρειες», αλλά με τιμές που «ισούνται με αυτές των κέντρων πολυτελείας». Το Καβούρι και ο Λαιμός χαρακτηρίζονται ως «χάρμα οφθαλμών», ενώ ο παράκτιος δρόμος μετά τη Βάρκιζα περιγράφεται ως «νέα τουριστική λεωφόρος» που επιτρέπει «κάθε εξερεύνηση, αφού η άσφαλτός της ξετυλίγεται μέσα από χίλιες δυο εδαφικές ανωμαλίες». Πολλά μοιάζουν να έχουν αλλάξει από τότε, ενώ κάποια άλλα, μισό αιώνα μετά, παραμένουν ίδια.
Εικονογράφηση του τουριστικού οδηγού «Getaway guide – Athens» των εκδόσεων Frommer, 1971. Σκηνή με ψαροκάικα και ψαράδες στον Πειραιά.
Διά χειρός Μποστ
Την παράσταση κλέβει η καταπληκτική εικονογράφηση που συνοδεύει το αφιέρωμα, που υπογράφεται από τον μοναδικό Μποστ, ο οποίος εκείνη την εποχή δούλευε για τις «Εικόνες». Το χαρακτηριστικό σκιτσογραφικό του στιλ δεν είναι ορατό, εφόσον η «εναέρια λήψη» της ακτής που έχει φιλοτεχνήσει με τόση αγάπη, με τη «Λεωφόρο Φαλήρου» να γίνεται λίγο παρακάτω «Λεωφόρος Γλυφάδας», μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα, επικό πορτρέτο ενός αγνού και ευλογημένου τόπου, που κάνει τα πρώτα του φιλόδοξα βήματα στον τουρισμό.
Στις λεπτομέρειες, όμως, προδίδεται εκείνη η γνωστή του διάθεση για χιούμορ και παιχνίδι, εφόσον σε αυτό το παθιασμένο του πορτρέτο για την αθηναϊκή ακτή εμφανίζονται εδώ κι εκεί ιστιοπλοϊκά σκάφη με τα πανιά τους γεμισμένα, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ανεμίζουν υπερμεγέθη ανεμούρια, ενώ στο βάθος τα μνημεία της Πνύκας και της Ακρόπολης μοιάζουν με παλάτια που εποπτεύουν τον Σαρωνικό. Εχει κιόλας δώσει στο έργο του έναν τίτλο που μοιάζει έτη φωτός μακριά από το προσφάτως δημοφιλές και ξενικό «Αθηναϊκή Ριβιέρα», έναν τίτλο που μοιάζει να αποδίδει το αυθεντικό «πνεύμα του τόπου» με τον πιο ταιριαστό τρόπο: «Η Ακροθαλασσιά των Αθηνών».
Διά χειρός Μποστ
Την παράσταση κλέβει η καταπληκτική εικονογράφηση που συνοδεύει το αφιέρωμα, που υπογράφεται από τον μοναδικό Μποστ, ο οποίος εκείνη την εποχή δούλευε για τις «Εικόνες». Το χαρακτηριστικό σκιτσογραφικό του στιλ δεν είναι ορατό, εφόσον η «εναέρια λήψη» της ακτής που έχει φιλοτεχνήσει με τόση αγάπη, με τη «Λεωφόρο Φαλήρου» να γίνεται λίγο παρακάτω «Λεωφόρος Γλυφάδας», μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα, επικό πορτρέτο ενός αγνού και ευλογημένου τόπου, που κάνει τα πρώτα του φιλόδοξα βήματα στον τουρισμό.
Στις λεπτομέρειες, όμως, προδίδεται εκείνη η γνωστή του διάθεση για χιούμορ και παιχνίδι, εφόσον σε αυτό το παθιασμένο του πορτρέτο για την αθηναϊκή ακτή εμφανίζονται εδώ κι εκεί ιστιοπλοϊκά σκάφη με τα πανιά τους γεμισμένα, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ανεμίζουν υπερμεγέθη ανεμούρια, ενώ στο βάθος τα μνημεία της Πνύκας και της Ακρόπολης μοιάζουν με παλάτια που εποπτεύουν τον Σαρωνικό. Εχει κιόλας δώσει στο έργο του έναν τίτλο που μοιάζει έτη φωτός μακριά από το προσφάτως δημοφιλές και ξενικό «Αθηναϊκή Ριβιέρα», έναν τίτλο που μοιάζει να αποδίδει το αυθεντικό «πνεύμα του τόπου» με τον πιο ταιριαστό τρόπο: «Η Ακροθαλασσιά των Αθηνών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου