Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Αυγούστου 16, 2023

Ημερολόγια πετσέτας: Ιστορίες για παραλίες πριν και μετά τις ξαπλώστρες


Τέσσερις συγγραφείς μοιράζονται τα βιώματα και τους προβληματισμούς τους, στη μέση ενός φορτισμένου θέρους



Πώς ήταν η εμπειρία του ελληνικού καλοκαιριού χωρίς τις σύγχρονες υπηρεσίες που προσφέρουν οι παραθαλάσσιες –και ενίοτε θαλάσσιες– εγκαταστάσεις; Πώς ήταν οι παραλίες προτού ενταχθούν στη νέα γεωγραφία που διαμορφώνει

ο τουρισμός των «ρεκόρ»;


Ημερολόγια πετσέτας: Ιστορίες για παραλίες πριν και μετά τις ξαπλώστρες-1

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Πεζογράφος
Τα ανάκλιντρα της Κλεοπάτρας

Θα περιορίσω τις θαλασσινές μου περιπέτειες στην ακτογραμμή του Δρεπάνου, όπου κάνουν μπάνιο οι κάτοικοι της Ηγουμενίτσας.

Ξεκινώ, ποδαράτο που λέμε, με την αυγούλα.

Δυστυχώς, δεν βαδίζω ξένοιαστος, γιατί στον δρόμο αλλά και στο Δρέπανο γυρίζουν πολλά αδέσποτα σκυλιά. Οταν επισημαίνω καμιά μικροσυμμορία κάνω καμπύλες, σκαρφαλώνω σε πλαγιές, αλλά και κάτι φορές έκανα όπισθεν, οίκαδε ολοταχώς.

Μη φοβάσαι μου λένε οι ζωόφιλοι, μυρίζονται τον φόβο σου.

Μπορείς μετά από αυτήν την προτροπή να συνεχίσεις την κουβέντα μαζί τους;

Σε μια τυχαία συνάντηση είπα στον δήμαρχο να κάνει κάτι με τα αδέσποτα.

Γύρισε κι αυτός σ’ έναν παρατρεχάμενο.

Το άκουσες; Σημείωσέ το να μεριμνήσουμε.

Καλά, χαιρετίσματα.

Το αστείο είναι πως η πόλη βραβεύτηκε με κάποιο βραβείο αστικής κινητικότητας όπως το λένε, και τι εννοούν δεν κατάλαβα ποτέ.

Στον δρόμο, μου κορνάρουν σαν χαιρετισμό πολλοί που πάνε για μπάνιο με το αυτοκίνητό τους. Ποτέ, κανέναν, δεν κατάλαβα ποιος είναι, ίσα που με κάνουν να αναπηδάω αλαφιασμένος.

Φτάνω σε καμιά ώρα στο Δρέπανο και παρότι η πόλη δεν είναι τόπος προορισμού –και ευτυχώς να λέμε– η αμμουδιά είναι γεμάτη καντίνες, ξαπλώστρες και ομπρέλες. Βλέπεις και κάτι τετράγωνες κατασκευές που έχουν γύρω γύρω αραιοΰφαντα πανιά – γαλάζια, βεραμάν, άσπρα, χρυσαφιά. Βγάζουν μάτι, κάπως σαν ανάκλιντρα της Κλεοπάτρας.

Οπου δεν υπάρχουν ξαπλώστρες στρατοπεδεύουν τουρίστες με τροχόσπιτα. Πλένουν τα πιατικά τους στις ντουζιέρες του δήμου κι όταν είναι να γεμίσουν τα μπιτόνια τους σκεπάζουν μ’ ένα πανί τις τρυπίτσες και κάνουν το ντους βρύση. Αυτό το κόλπο τούς το έμαθαν Αλβανοί τσιγγάνοι που εσχάτως κατασκηνώνουν και αυτοί με τροχόσπιτα.

Η μόνη διαφορά τους είναι πως στα τροχόσπιτα των Ευρωπαίων –Γερμανοί κυρίως– κατοικεί μόνο ένα ζεύγος συνταξιούχων, ενώ τα αλβανικά είναι τίγκα στο παιδομάνι.

Ισως πιο πολύ με ενοχλούν οι Ευρωπαίοι, που απλώνονται στο πάνινο σαλονάκι τους έμπροσθεν του τροχόσπιτου και κάνουν χάζι τους ντόπιους κολυμβητές που ξεντύνονται. Ξεντύσιμο στα δυο-τρία μέτρα τώρα.

Τόλμησα μια φορά να πω σ’ ένα ζευγάρι Γερμανών πως δίπλα υπάρχει κάμπινγκ, πως εδώ φερμπότεν, απαγορεύεται.

Με κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια. Ηταν τέτοια η έκπληξή τους, που νόμισα πως παρανομώ που τους παρατηρώ και απομακρύνθηκα άρον άρον.

Οσο ανηφορίζει ο ήλιος, ο τόπος γεμίζει με τα αυτοκίνητα των μεταναστών στη Γερμανία που συρρέουν από τα χωριά τους.

Ενώ στη Γερμανία είναι Παναγίες, στην πόλη συμπεριφέρονται σαν να είναι η αυλή τους.

Τηλεφώνησα μια φορά στο λιμεναρχείο μήπως κάνουν τίποτα με τα τροχόσπιτα, μου απάντησε μια μηχανική φωνή που μου έλεγε να πατήσω κουμπιά.

Καλά λένε, όμως, δεν τη γλιτώνεις από αυτό που φοβάσαι.

Στο μέρος όπου κολυμπώ υπάρχει μια συκιά που επ’ αυτής έχω μόνον έναν ανταγωνιστή. Ουδείς άλλος απλώνει το χέρι του σαν να φοβούνται τα σύκα της αδέσποτης συκιάς.

Πριν από λίγο καιρό, από ώρα σε ώρα αυτή η συκιά θα ωρίμαζε τρία-τέσσερα σύκα. Τα πρώτα. Το ήξερα πως το ήξερε κι ο ανταγωνιστής μου, όπως κι αυτός ήξερε ότι το ήξερα κι εγώ.

Τον είδα να έρχεται αντιθέτως και έτρεξα προς τη συκιά. Αρχισε να τρέχει κι αυτός, επιτάχυνα και ιδού μια συμμορία αδέσποτων πετάχτηκε από κάτι βούρλα γαβγίζοντας μανιασμένα.

Πανικοβλήθηκα ξουτ, ξουτ, ξουτ και έστριψα προς τη θάλασσα. Θάλαττα, θάλαττα. Μπήκα στο νερό με τα ρούχα, αυτά έξω μάνιασαν, ένα δε μαύρο γνωστό μου που δεν με χώνευε μπήκε κι αυτό στη θάλασσα.

Τέλος πάντων, πήγα στα άπατα, έφυγαν, βγήκα, έτρεμα απ’ την ταραχή μου και νόμιζα πως έτρεμα απ’ το κρύο.

Την άλλη μέρα κλινήρης με πυρετό. Φοβήθηκα, γιατί εσχάτως έμαθα πως ο ιός ξετσουτσούνισε. Αρχισα να μυρίζω διάφορα μπουκάλια κουζίνας και τουαλέτας. Ευτυχώς δεν είχα ανοσμία, αλλά το λάδι μύριζε σαν ξίδι, το ξίδι σαν χλωρίνη και το αφτερσέιβ σαν αμμωνία.

Πήγα στο Κέντρο Υγείας, ευτυχώς είχα μόνο πνευμονία.

Χρειάζεται να πω ότι θύμωσα πολύ με τη αδιαφορία των αρχών; Αλλά δεν θα τ’ αφήσω έτσι, θα διαπραγματευτώ την ψήφο μου στις προσεχείς δημοτικές εκλογές. Θα ψηφίσω αυτόν που θα απομακρύνει τα αδέσποτα, θα μαντρώσει τα τροχόσπιτα στο κάμπινγκ, θα ρίξει άσφαλτο μπροστά από το σπίτι μου και, τέταρτον, αλλά όχι τόσο ανελαστικώς, θα απαγορεύσει στην αμμουδιά τα βασιλικά ενδιαιτήματα.

Εντάξει, ας μην είμαι απόλυτος, το έθνος μας απ’ το σερβίρισμα ζει. Θα μπορούσα στα ανάκλιντρα της Κλεοπάτρας να κλείνω τα μάτια ή καλύτερα να κοιτάζω προς την Κέρκυρα.

Γυρίζω με το λεωφορείο. Μεγάλη θλίψη για το ΚΤΕΛ αυτό το δρομολόγιο. Το λεωφορείο μεταφέρει ελάχιστους –αφού όλοι πάνε με τα αυτοκίνητά τους– και γυρίζει σχεδόν άδειο. Μόνον εμένα έχει επιβάτη στο πρώτο δρομολόγιο των 10.30. Νιώθουμε κάπως άβολα κι εγώ και ο οδηγός. Τώρα λεωφορείο πριβέ σαν ταξί;

Τις προάλλες, ευτυχώς, μπήκε και μια φοιτήτρια.

«Κάνετε μια στάση στην παιδική χαρά;» είπε μόλις μπήκαμε στην πόλη. Κατέβηκε, «καλή συνέχεια» είπε στον οδηγό, και μου προκάλεσε αποστροφή. Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;

Εγώ θα κατέβαινα στην επόμενη στάση, Πάνθεον.

Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;

Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;

Μα χάθηκε μια απλή καλημέρα;

Μου κόλλησε η φράση και κατεβαίνοντας είπα κι εγώ καλή συνέχεια. Για να το πω κι εγώ, πάει πολιτογραφήθηκε.

Μάλλον δεν ωφελεί πλέον καμιά διαμαρτυρία, για τίποτα.

Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου «Μια Μαρίνα Τζάφου» (διηγήματα) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Ημερολόγια πετσέτας: Ιστορίες για παραλίες πριν και μετά τις ξαπλώστρες-2ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ
Συγγραφέας
Ενα χέλι στο Πόρτο Χάλι

Πέρυσι πήγα για πρώτη φορά στο Πόρτο Χέλι, καλεσμένη μιας φίλης που κατάγεται από την περιοχή. Ηξερα πολύ λίγα πράγματα γι’ αυτό το μαγικό μέρος και έμεινα άφωνη με την ομορφιά του. Σύντομα, διαπίστωσα πως εγκαίρως έμαθαν για την ομορφιά του αυτοί που είχαν χρήματα και τρόπους για να την αγοράσουν και να την κατοικήσουν. Κάπως έτσι άρχισαν να ξεφυτρώνουν καταπληκτικές και πολυτελέστατες «αγροικίες» που αγριεύεσαι και μόνο που τις βλέπεις: Πόσα δωμάτια πια χρειάζεσαι, κύριε τάδε μου, για να βουτάς στη θάλασσα εσύ και οι φίλοι σου; Πόσες βεράντες, πόσα ταχύπλοα, πόσες πτέρυγες ξένων; Πολλές, θα μου πεις κι έχεις δίκιο. Γούστο σου και καπέλο σου και δικαίωμά σου να χτίσεις τη σπιτάρα των φαντασιώσεών σου αφού διαθέτεις το χρήμα. Δεν είναι, όμως, γούστο σου και καπέλο σου –πολλώ μάλλον δικαίωμά σου– να κρατάς την παραλία, την παραλία ΟΛΩΝ ΜΑΣ, για πάρτη σου. Μα πώς το ‘κανες αυτό; Είναι τελείως παράνομο και συ προσπαθείς να φαίνεσαι τουλάχιστον νόμιμος.

Η απάντηση είναι: Τα κατάφερα πάρα πολύ έξυπνα, αγαπητή μου, έχω μάθει να ελίσσομαι σαν χέλι. Εκμεταλλεύτηκα διακριτικά την υποσυνείδητη τάση του λουόμενου «λαού» να υπακούει στα υποσυνείδητα σινιάλα/διαταγές των ισχυρών. Δεν έβαλα φράχτη που να χωρίζει την ιδιωτική παραλία μου από το «ελεύθερο» κομμάτι. Καταλαβαίνεις, άλλαξε η εποχή, δεν είχα όρεξη να δυσφημιστώ, να μου κάνουν κανένα «κάνσελ» και να τρέχω στους image makers να μου φτιάξουν πάλι την εικόνα. Αντί για φράχτη τοποθέτησα στην αμμουδιά μια καταπληκτικού γούστου αναπαλαιωμένη βάρκα –ένα έργο τέχνης θα έλεγα– κάθετα στη θάλασσα. Με τη βοήθεια διακοσμητή, πρόσθεσα στην πλώρη πανέμορφα σχοινιά δεμένα στο δέντρο του κήπου μου έτσι ώστε να σχηματίζει έναν ορατό μεν αλλά όχι βγαζοματί φράχτη/σύνορο: Από δω εγώ και η εκλεκτή παρέα μου και από κει εσείς, παιδιά. Μπορείτε να μας βλέπετε, αυτό δεν μπόρεσα να το εμποδίσω. Φάτε μάτια ψάρια, λοιπόν, και ευχαριστημένοι να ‘στε!

Είμαι άτομο ανάποδο, το ομολογώ. Μόλις είδα την πανέξυπνη εγκατάσταση, μόλις έφτασε αυτός ο φανταστικός διάλογος στα αυτιά μου, φούντωσα. Θα πάω, είπα στην παρέα μου. Μην πας, δεν θα σε αφήσουν, μου είπαν – μιλούσε η πείρα. Μα τι μπορούν να μου κάνουν; Είμαι απολύτως νόμιμη, δικαιούμαι να πάω όπου θέλω, απάντησα ακόμη πιο εκνευρισμένη. Πήρα φόρα λοιπόν, σήκωσα το σχοινί της βάρκας και πέρασα στην πλευρά του παραδείσου. Υπήρχαν μόνο δύο πολυτελείς ξαπλώστρες –κρεβάτια με λευκά μαξιλάρια εκεί–, άνθρωποι μηδέν. Αρχισα να πηγαίνω προς την άλλη άκρη όπου ήταν δεμένο ένα ταχύπλοο. Τότε με πήρε είδηση ένα φύλακας/φρουρός με μορφή φρουρού ώστε να μην τον περνάει κανείς για καλεσμένο ή για κανονικό άνθρωπο. Στολή, ύφος – όλα. Αυτός με πλησίασε, με τσέκαρε από πάνω μέχρι κάτω, έκανε την αξιολόγησή του και δεν μου απηύθυνε καν τον λόγο. Δεν μου είπε τις γνωστές παπάτζες που επιχειρούν συνήθως: Είναι ιδιωτικός χώρος, ξέρετε κ.λπ. Είδε το μάτι, κατάλαβε. Εκανε λοιπόν κάτι πιο απλό: Αρχισε να κόβει βόλτες γύρω μου. Οχι ασφυκτικά κοντά, όχι παρεξηγήσιμα, αλλά τόσο ενοχλητικά που σύντομα έφυγα. Ενιωσα ηττημένη ή μάλλον όχι ηττημένη, ταπεινωμένη ένιωσα.

Φέτος, μετάνιωσα φρικτά που δεν είχα τα κότσια να τον βάλω να πετάξει το σχοινί που χώριζε τον παράδεισό του από την πλέμπα. Πλήθος δικαιολογιών κολυμπούσαν στο κεφάλι μου: να μη φέρω τους φίλους μου σε δύσκολη θέση, να μη φανώ σκύλα, να μη χαλάσω τις διακοπές των άλλων κ.λπ. κ.λπ. Μπούρδες, κυρίες και κύριοι. Απλώς δεν τόλμησα. Φέτος, όμως, ένιωσα κορόιδο γιατί κάποιοι άλλοι τόλμησαν και τα κατάφεραν να διεκδικήσουν ό,τι ήταν ανέκαθεν δικό τους και τους έκλεψαν με το έτσι θέλω.
Ημερολόγια πετσέτας: Ιστορίες για παραλίες πριν και μετά τις ξαπλώστρες-3ΒΙΚΤΟΡΙΑ ΧΙΣΛΟΠ
Συγγραφέας
Σαν να σε διώχνουν από τον τόπο που αγάπησες

Υπάρχει µια πολύ γνωστή παραλία κοντά µου στην οποία πηγαίνω εδώ και χρόνια και έχει µεταµορφωθεί από µια ακρογιαλιά µε λίγες, απλές, δηµοτικές ξαπλώστρες και οµπρέλες µε χαµηλό κόστος και ένα απλό καφέ, σε κάτι τελείως διαφορετικό. Για λίγα ευρώ την ημέρα ήταν κάτι λογικό – και μου άρεσε να περνάω ολόκληρες μέρες διαβάζοντας άνετα σε μια ξαπλώστρα με μια ομπρέλα για σκιά. Ηταν θεϊκό. Και δεν χρειαζόταν να πληρώσεις και κανένα τρελό ποσό.

Τώρα, μια μέρα στην ίδια παραλία θα κοστίσει σε μια οικογένεια με δύο παιδιά περίπου 40 ευρώ, μόνο για να έχουν τον δικό τους χώρο. Και για τους ντόπιους γίνεται μια απαγορευμένη περιοχή. Αν πηγαίνει κανείς καθημερινά για δύο εβδομάδες, αυτό θα σήμαινε ένα κόστος 560 ευρώ για την παραλία.

Συνήθως κολυμπούσα καθημερινά, ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα νωρίς το πρωί, και μετά καθόμουν στον ήλιο να στεγνώσω στην πετσέτα μου πριν έρθουν τα πλήθη αργότερα. Τώρα, αν βάλω την τσάντα μου πάνω σε μια άδεια ξαπλώστρα, κάποιος θα έρθει και θα μου ζητήσει να πληρώσω. Με στενοχωρεί πολύ. Τους λέω ότι θα φύγω. Νιώθω σαν να με διώχνουν από ένα μέρος που έχω αγαπήσει.

Νομίζω ότι όλα πρέπει να είναι θέμα συμβιβασμού. Ενα μεγάλο μέρος κάθε παραλίας θα πρέπει να μένει ανέγγιχτο, ώστε όσοι θέλουν απλώς να ξαπλώσουν στην άμμο με τις δικές τους καρέκλες και ομπρέλες –όπως συνήθως κάνουν οι ελληνικές οικογένειες– να μπορούν να το κάνουν! Αυτό είναι το ελληνικό καλοκαίρι – να πηγαίνεις χωρίς πίεση ή άγχος για μπάνιο στη θάλασσα και στα κύματα, χωρίς κόστος. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο χάνεται! Οι παραλίες είναι ένα φυσικό αγαθό της Ελλάδας, όπως ο ήλιος και η θάλασσα.

Το χειρότερο, και το έχω δει να συμβαίνει, δεν είναι μόνο ότι μπαίνουν στις παραλίες απλές ξαπλώστρες, αλλά διπλά «κρεβάτια»! Με κουρτίνες που τις φυσάει ο αέρας. Το επόμενο είναι να μπει ένα μικρό ψυγείο δίπλα σε κάθε κρεβάτι, μια ντουλάπα, ίσως ακόμη και μια ιδιωτική τουαλέτα! Το να γεμίζουμε μια παραλία με ξαπλώστρες είναι μόνο η αρχή. Αυτό θα γίνεται ολοένα και μεγαλύτερο πρόβλημα εάν ο κόσμος δεν διαμαρτυρηθεί.

Στα περισσότερα μέρη στην Κρήτη, όπου περνάω το καλοκαίρι μου και νιώθω πολύ τυχερή, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός παραλιών που είναι ακόμη φυσικές, όπου μπορείς να ξαπλώσεις κάτω από ένα δέντρο για σκιά, να βάλεις μια πετσέτα στην άμμο κτλ. Και είναι παράδεισος – μακάρι να παραμείνουν έτσι. Αλλά θα υπάρχουν μέρη που θα καταλαμβάνονται και άνθρωποι που θα νιώθουν διωγμένοι από μια αγαπημένη παραλία την οποία μπορεί να ήξεραν από τα παιδικά τους χρόνια.

Εχω βρεθεί στα νότια της Γαλλίας μερικές φορές, όπου μεγάλο μέρος της ακτογραμμής έχει καταληφθεί από κλαμπ και μπαρ, που χρεώνουν εκατοντάδες ευρώ για ένα ζευγάρι ξαπλώστρες και χρειάζεται να κλείσεις εκ των προτέρων σε πολλές περιπτώσεις. Αυτό θέλει να γίνει και η Ελλάδα; Είναι ένας από τους λόγους που δεν αντέχω τη νότια Γαλλία και σταμάτησα να πηγαίνω εκεί. Μερικοί θα βγάλουν πολλά λεφτά, αλλά θα χαθεί ένα από τα όμορφα πράγματα που κάνουν αυτή τη χώρα τόσο ξεχωριστή. Πιστεύω ότι το φυσικό τοπίο αυτής της χώρας είναι πολύτιμο, όχι μόνο για τους ντόπιους, αλλά και για τους επισκέπτες της.
Ημερολόγια πετσέτας: Ιστορίες για παραλίες πριν και μετά τις ξαπλώστρες-4ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ
Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Ταυτότητα και ανάπτυξη

Είναι µήπως τυχαίο πως µια σπάνια, αυθόρµητη, δημοφιλής και κατ’ αρχάς αποτελεσματική κινητοποίηση πολιτών αφορά την πρόσβαση στη θάλασσα; Κάθε άλλο.

Οι συλλογικές δράσεις αυτού του είδους είναι πολύ δύσκολη υπόθεση γιατί, όπως καταγράφουν πολλές μελέτες κοινωνικών επιστημόνων, αφορούν δημόσια αγαθά: «Γιατί να κινητοποιηθώ εγώ», αναρωτιέται ο κάθε πολίτης, «αφού αν πετύχει θα μπορούν όλοι να καρπωθούν το αποτέλεσμα, είτε κινητοποιήθηκαν είτε όχι; Καλύτερα, λοιπόν, να κάτσω στ’ αυγά μου». Γι’ αυτό και οι αυθόρμητες κινητοποιήσεις είναι σπάνιες, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των κινητοποιήσεων δεν είναι αυθόρμητες αλλά κομματικά υποκινούμενες και ελεγχόμενες. Πώς εξηγείται, λοιπόν, η ασυνήθιστη αυτή κινητοποίηση;

Η απάντηση είναι πως το διακύβευμα σχετίζεται με ένα αγαθό που μπορεί μεν να είναι δημόσιο, αλλά έχει ασυνήθιστα υψηλή αξία για τους πολίτες. Η σημασία της πρόσβασης στη θάλασσα έχει υπαρξιακή διάσταση για εμάς τους Ελληνες. Οπως έχω υποστηρίξει, πρόκειται για συστατικό στοιχείο της σύγχρονης ταυτότητάς μας. Μπορεί ο μαζικός εγχώριος τουρισμός να είναι σχετικά πρόσφατος, παράγωγο της αστικοποίησης και του οικονομικού εκσυγχρονισμού της εικοσαετίας 1960-1970, δεν παύει όμως να έχει εξελιχθεί σε μία από τις σημαντικές σταθερές που ορίζουν το ποιοι είμαστε και το πως φανταζόμαστε τον συλλογικό μας εαυτό. Για να το πω διαφορετικά, το «ελληνικό καλοκαίρι» μπορεί να ξεκίνησε ως διαφημιστικό σλόγκαν ή σχήμα λόγου, όμως με τα χρόνια έχει εξελιχθεί σε ένα απόλυτα βιωματικό τμήμα της ιδιοσυστασίας και του ψυχισμού μας: είναι δύσκολο να φανταστούμε τη ζωή μας και την ταυτότητά μας δίχως την ετήσια επαφή με τη θάλασσα. Για να το διαπιστώσουμε αυτό, αρκεί να περιδιαβούμε την ποίηση και τη μουσική μας, αλλά και να ανθολογήσουμε τις παιδικές, εφηβικές και νεανικές μας μνήμες και εμπειρίες. Είναι, λοιπόν, εντελώς φυσικό να βιώνουμε τον κίνδυνο της απώλειας της εμπειρίας αυτής ως μια μεγάλη, υπαρξιακή απειλή. Τι σημαίνει ωστόσο αυτό πρακτικά;

Σε ένα πρώτο επίπεδο, η κατάσταση που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια στις παραλίες με την επέκταση των εκμεταλλεύσεων, την αλλαγή του ρόλου τους και, φυσικά, το οικονομικό κόστος στους χρήστες του, αποτελεί κλασική περίπτωση εφαρμογής του νόμου. Οπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ο νόμος στη χώρα μας είναι τόσο περίπλοκος που καθιστά την εφαρμογή του ιδιαίτερα δυσχερή και την παραβίασή του άθλημα πολύ χαμηλού ρίσκου. Ακόμη και αν δεν είχαν σχεδιαστεί για τον σκοπό αυτό, οι αλληλοκαλυπτόμενες αρμοδιότητες των διαφόρων υπηρεσιών διευκολύνουν την κρατική αδράνεια και επομένως την παρανομία. Οταν κανείς δεν είναι υπεύθυνος, το πεδίο ανοίγει διάπλατα για κάθε λογής παραβίαση του νόμου. Η απάντηση, άρα, στο πρόβλημα της παρανομίας δεν είναι η κινητοποίηση του εκάστοτε υπουργού ύστερα από διαμαρτυρίες, αλλά η αλλαγή και απλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου ώστε να διευκρινίζει με διαφάνεια και σαφήνεια πού ακριβώς βρίσκεται η ευθύνη για τον έλεγχο και την εφαρμογή του νόμου. Εννοείται πως δεν αναμένουμε τίποτα λιγότερο από μια κυβέρνηση που έχει εκλεγεί με σημαία τον εκσυγχρονισμό.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο τώρα, ο λόγος που οι κινητοποιήσεις αυτές απέκτησαν τη σημερινή τους έκταση και ανταπόκριση, δεν είναι βέβαια άσχετος με την έκταση που έχει πάρει το πρόβλημα. Οι εκμεταλλεύσεις των παραλιών επεκτείνονται και γιγαντώνονται χρόνο με τον χρόνο: δεν πρόκειται πια για τα απλά «μπιτσόμπαρα» που ξέραμε, συνήθως μια πρόχειρη καλύβα με μερικές ξαπλώστρες. Η τάση (κυρίαρχη πλέον στη Μύκονο, που δίνει το παράδειγμα) οδηγεί σε ολοένα και πιο μεγάλα και πολυτελή συγκροτήματα, ένα συνδυασμό εστίασης και κλαμπ με μπαρόκ αισθητική, με εδέσματα σαν το σούσι και το χαβιάρι, που συνοδεύονται από εξωτικά κοκτέιλ και σπάνιες σαμπάνιες, με βαριές εγκαταστάσεις, μπράβους και υψηλές έως δυσθεώρητες τιμές. Η εξήγηση της εξέλιξης αυτής είναι απλή και έχει να κάνει με την αύξηση της ζήτησης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος και τις οικονομικές αποδόσεις που προκύπτουν. Αυτά με τη σειρά τους καθιστούν τον πειρασμό της παρανομίας (ή, ακόμη χειρότερα, του ελέγχου της διαμόρφωσης της νομοθεσίας) πολύ μεγάλο και αυτό τελικά οδηγεί στον σταδιακό αποκλεισμό των Ελλήνων αρχικά από κάποια δημοφιλή νησιά, αργότερα από ολόκληρες περιοχές και στο τέλος από το σύνολο των προσβάσιμων και αξιοπρεπών ακτών. Και δεν μιλάμε μόνο για παραλίες. Σύντομα το πρόβλημα θα επεκταθεί και στην ενδοχώρα των παραλιών που αστικοποιείται με ραγδαίους ρυθμούς και περικλείεται από ψηλές μάντρες, όσο και στη θάλασσα, όπου ήδη κυριαρχούν εκατοντάδες μικρά και μεγάλα σκάφη, από τα θορυβώδη και άκρως επικίνδυνα τζετ σκι μέχρι τα θεόρατα σούπερ γιοτ μεγιστάνων και ολιγαρχών προερχομένων συνήθως από κατά τα άλλα φτωχές και ανελεύθερες χώρες.

Οι κινητοποιήσεις των πολιτών αποτελούν αν όχι τη μόνη, σίγουρα την κύρια ελπίδα ανάσχεσης των τάσεων αυτών. Οπως φάνηκε, και όπως γνωρίζουμε από τις κοινωνικές επιστήμες, τα ζητήματα ταυτότητας είναι εξόχως πολιτικά. Γι’ αυτό τον λόγο, πολιτικοί που προκρίνουν στενόμυαλες τεχνοκρατικές και οικονομικές «αναπτυξιακές» πολιτικές, που όμως θίγουν άμεσα την ταυτότητα των πολιτών, κινδυνεύουν να οδηγηθούν σε αδιέξοδα και τελικά στην ήττα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου