Το εξώφυλλο της έκδοσης με την «ασπρόμαυρη» Μύκονο της εποχής ολοζώντανα επιχρωματισμένη. Η Δήλος αναφέρεται στο οπισθόφυλλο.
Ο κολοφώνας της έκδοσης που έχουμε στα χέρια μας τις περιγράφει θριαμβευτικά ως «θαυμάσιες μεγάλες φωτογραφίες από τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες Ελληνες φωτογράφους», και αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υπερβολή. Μέσα από τον φακό της Βούλας Παπαϊωάννου, της Μαρίας Χρουσάκη ή του Σπύρου Μελετζή, η Μύκονος εμφανίζεται σαν ένα πλάσμα που έχει πια εξαφανιστεί, ένας τόπος αθωότητας που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Δεν είναι όμως μόνο η νοσταλγία που πυροδοτείται από αυτό το εξωτικό εικαστικό ταξίδι πίσω στον χρόνο, αλλά και η σπίθα της ιστορικής εξερεύνησης. Οταν το κυκλαδίτικο φως έκαιγε τα φιλμ εκείνων των φωτογράφων-καλλιτεχνών, αποτυπωνόταν πάνω τους και ένα πολύτιμο τεκμήριο μιας προ πολλού χαμένης καθημερινότητας. Ποια είναι εκείνα τα ψηλοτάβανα καφενεία με τους εντυπωσιακούς βόλτους, τι έπαιζαν τα γραμμόφωνά τους, τι προϊόντα σέρβιραν στους πελάτες τους; Πόσοι άνδρες φορούσαν ακόμη βράκες στα τέλη του ’50, πόσοι ψαράδες άραγε φορούσαν παπούτσια και δεν ήταν πάντοτε ξυπόλυτοι και πώς ήταν να ζεις σε μια μικρή κοινωνία που το τράβηγμα της τράτας στον γιαλό αποτελούσε συλλογική διαδικασία στην οποία συμμετείχαν έως και τα μικρά παιδιά; Με τι παραστάσεις, άραγε, μεγάλωναν εκείνα τα πιτσιρίκια, δίπλα σε μια φύση και μια παράδοση ακόμη ανέγγιχτη και αμόλυντη;
Κόσμος που έρχεται και φεύγει με βαλίτσες στον Γιαλό, όταν κάποτε ήταν γεμάτος καφενεία. Φωτογραφία της Μαρίας Χρουσάκη. []
Οσοι αγαπούν τα παραδοσιακά μας σκαριά και ενδιαφέρονται για την ιστορία τους, στις σελίδες της σπάνιας έκδοσης θα μπορούσαν να επιδοθούν σε συγκριτική σημειολογία: ποια σκάφη ήταν πιο διαδεδομένα, ποιους ταρσανάδες και ναυπηγούς άραγε μπορούμε να ανιχνεύσουμε στις ναυπηγικές τους γραμμές, πόσες σακολέβες, πόσα λατίνια μπορούμε να εντοπίσουμε; Το ίδιο συμβαίνει και με την αρχιτεκτονική: στις πανοραμικές λήψεις της Χώρας, όπως μας λέει και μια λεζάντα της έκδοσης, «από ψηλά η Μύκονος μοιάζει σαν ένα πάλλευκο τεράστιο παλάτι», ενώ κάπου αλλού τα Ματογιάννια, χωρίς ίχνος τουριστικού χρώματος, χαρακτηρίζονται «αρμονική συστοιχία από μπαλκόνια και σκάλες». Αυτές οι λεζάντες, που συχνά προσπαθούν να φανούν αντάξιες των εντυπωσιακών εικόνων, καταλήγουν να σχηματίζουν ένα δικό τους αφήγημα. Και είναι όλες τους γραμμένες από τον συγγραφέα της γενναιόδωρης εισαγωγής της έκδοσης, τον μεγάλο μας λογοτέχνη, κριτικό και δοκιμιογράφο Ανδρέα Καραντώνη. «Μύλος, μελτέμια, σπίτια, θάλασσα, ξερονήσια», γράφει με θεατρικό ύφος δίπλα σε κάποια από τις εικόνες ο Ανδριώτης λογοτέχνης, και τα λόγια του στο εισαγωγικό κείμενο αποκαλύπτουν ένα μικρό, άγνωστο αριστούργημα της πλούσιας γραμματείας του. Οι πρώτες φράσεις είναι ενδεικτικές του τόνου του, που προδίδει ξεκάθαρη αγάπη και γνώση για το αντικείμενό του: «Δύο νησιά κοσμοξάκουστα, άστρα του παγκόσμιου τουρισμού, η Μύκονος και η Δήλος. Δύο νησιά, δύο Ελλάδες της ιστορίας, του θρύλου και της ομορφιάς, η μια πανάρχαιη, η άλλη σύγχρονη, όμως εναρμονισμένες σ’ ένα σύνολο όπου το αρχαίο και το νέο ακτινοβολούν με διάφορους τρόπους την ίδια κλασική ομορφιά κάτω από τον αστραφτερό ήλιο και μέσα στη βαθυγάλανη και περήφανη θάλασσα του Αιγαίου».
Οι φωτογραφίες κυκλοφόρησαν στον, σπάνιο πια, ταξιδιωτικό οδηγό «Μύκονος – Δήλος» των εκδόσεων Μ. Πεχλιβανίδη & Σία.
Για τη λαϊκή αρχιτεκτονική της Χώρας της Μυκόνου, στήνει έναν μεταφυσικό διθύραμβο: «Τα σπίτια αυτά, νομίζει κανείς πως δεν είναι κατασκευασμένα από νεκρή ύλη, μα πως είναι πλάσματα, που ζουν, που εκφράζονται», γράφει, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο στέκεται με δέος μπροστά στην απλότητα των αμέτρητων μικρών και μεγάλων εκκλησιών, που εμφανίζονται συνεχώς στο διάβα του επισκέπτη: «Περπατάς στα γοητευτικά δρομάκια, και κάθε τόσο, κάθε τρία-τέσσερα σπίτια, να σου και ξεπροβάλλει μια εκκλησούλα, το ίδιο ιδιόρρυθμη, γελαστή και χαριτωμένη». Αναζητώντας περισσότερα για τον Ανδρέα Καραντώνη και τη σύνδεσή του με τη Μύκονο, ερχόμαστε σε επαφή με την Αννα Καμμή, δημοτική σύμβουλο Μυκόνου και πρόεδρο του δημοτικού πολιτιστικού οργανισμού «Γ. Αξιώτης». Η μητέρα της, η αείμνηστη λαογράφος Ευαγγελία Βερώνη Καμμή, υπήρξε υπεύθυνη του Λαογραφικού Μουσείου Μυκόνου και κυκλοφόρησε το 2006 μια μελέτη με τίτλο «Ο Ανδρέας Καραντώνης και η πνευματική Μύκονος». Εκεί, περιγράφει ολοζώντανα πρόσωπα και πράγματα του νησιού από το ’50 έως το ’70 καθώς και κείμενα του Καραντώνη για το νησί σε διάφορες εκδόσεις. Η κ. Καμμή μοιράστηκε μαζί μας αυτό το βιβλίο το οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά τον Καραντώνη ως «αξερίζωτο νησιώτη» και «αιγαιοπελαγίτη», παρόλο που μεγάλωσε και έζησε για χρόνια στην Αθήνα. «Ο Καραντώνης παντρεύτηκε μια Μυκονιάτισσα, τη Μαρία Κυριαζοπούλου, και έτσι η σχέση του με το νησί έγινε πιο στενή. Ηταν αυτός που έφερε όλους τους λόγιους στη Μύκονο – ανάμεσα σε άλλους και τον Καραγάτση. Του χρωστάμε πολλά», μας λέει η ίδια
.
Παραδοσιακά αλιευτικά σκαριά στο μολαράκι του Αη Νικόλα της Καδένας, ή, όπως αναφέρει ποιητικά η λεζάντα της έκδοσης, «τα πυροφάνια που γύρισαν». Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή. []
Στο βιβλίο ανακαλύπτουμε και ένα κείμενο που είχε γράψει στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» το 1950. «Tη Μύκονο την ξέρετε όλοι, ακόμα και όσοι δεν έχετε πατήσει το πόδι σας στον πλακόστρωτο Γιαλό της», γράφει και συνεχίζει: «Σας τη δείχνουν χρόνια τώρα, φωτογραφίες, σκίτσα, ζωγραφικοί πίνακες, τουριστικές διαφημίσεις. […] Με δυο λόγια, η Μύκονος χαράχτηκε στη φαντασία σας σαν μια ευχάριστη σύνθεση από άσπρη ελληνική παράδοση και από τουριστικό μοντερνισμό». Και όμως, σε εκείνη τη φωτογραφία του ταξιδιωτικού οδηγού του Πεχλιβανίδη με τους ξυπόλυτους ψαράδες, βρίσκουμε μόνο μια Μύκονο των απλών καθημερινών ανθρώπων, του καθημερινού κάματου. Ισως να είναι η Μύκονος που ο Καραντώνης αναφέρει σε εκείνο το κείμενο του 1950 ως αυτή «που θα πρόσεχε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αν δεν ήταν Σκιαθίτης αλλά Μυκονιάτης»
.
Μυκονιάτες ψαράδες ξεμπερδεύουν τα δίχτυα τους στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Φωτογραφία της Μαρίας Χρουσάκη.
Συζητώντας σχετικά με τον Μυκονιάτη συγγραφέα Δημήτρη Ρουσουνέλο και δείχνοντάς του τη φωτογραφία με τους ξυπόλυτους ψαράδες που νετάρουν τα δίχτυα τους, αυτός μας παραπέμπει σε ένα ποίημα του Πανάγου Αξιώτη, με τίτλο «Το βοτσαλάκι», γραμμένο στη μνήμη του ντόπιου ψαρά Σταματάκη Τρικαμηνά. Είναι λες και η φωτογραφία της Μ. Χρουσάκη να κερδίζει την πιο ταιριαστή της λεζάντα, και η παλιά Μύκονος που μαρτυρείται τόσο συγκινητικά από τον τουριστικό εκείνο οδηγό του Πεχλιβανίδη του 1958 να γίνεται άχρονη ποίηση: «Οπως καμάρωνε μακριά/ τη θάλασσα με τα φαγκριά/ το Σταματάκι μου, ο ψαράς μου, ο γερο-φίλος, όπως ατένιζε μακριά κατά τη Δύση/ ήρθε το κύμα του βοριά να προσκυνήσει/ κι ήρθε και η Μούσα για ν’ ασπαστεί τη ροζιασμένη του πατούσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου