Το Κάστρο Highclere, διάσημο για την τοποθεσία των γυρισμάτων πολλών τηλεοπτικών εκπομπών και ταινιών, συμπεριλαμβανομένου του Downton Abbey υπήρξε για γενιές το εξοχικό σπίτι για την οικογένεια Herbert. Όσοι έχουν δει Αν και τη σειρά και την ταινία θα είναι κάπως εξοικειωμένοι με την μεγάλη εξοχική κατοικία, αλλά λίγοι γνωρίζουν για τους πραγματικούς ανθρώπους που κατοικούσαν στα πολυτελή δωμάτιά της.
Ο πιο γνωστός ανάμεσα στους πραγματικούς ανθρώπους που έζησαν στο κάστρο Highclere είναι ο George Herbert, 5ος κόμης του Carnarvon, ο διάσημος Αιγυπτιολόγος που το 1922, μαζί με τον Χάουαρντ Κάρτερ, ανακάλυψαν τον τάφο του Τουταγχαμών. Λίγο μετά πέθανε και πολλοί -συμπεριλαμβανομένου του συγγραφέα του Χολμς, σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ- κατηγόρησαν τον θάνατό του στην "κατάρα του Τουταγχαμών" ή στην "κατάρα της μούμιας».
Όμως ο Τζορτζ δεν ήταν το μόνο αξιόλογο μέλος της οικογένειας Χέρμπερτ.
Ο Όμπρι Χέρμπερτ, ο ετεροθαλής αδερφός του, ήταν ένας περίεργος άνθρωπος. Ατημέλητος και εκκεντρικός, απρόσεκτος με τα χρήματα και σωματικά αδύναμος με τρομερά κακή όραση, ενώ, όσα χρήματα κι αν ξόδευε, φαινόταν μονίμως άθλιος και απεριποίητος.
Όπως οι περισσότεροι νέοι της τάξης του, σπούδασε στο Eton College, όπου απέκτησε πτυχίο στη σύγχρονη ιστορία, ενώ απέκτησε φήμη για τη συνήθεια του να σκαρφαλώνει στις στέγες των κτιρίων του πανεπιστημίου, παρά την σχεδόν τύφλωσή του και τη λιγότερο έντονη σωματική του διάπλαση.
Εκεί απέκτησε πολλούς διάσημους φίλους με τους οποίους παρέμεινε κοντά σε όλη του τη ζωή. Φίλος του ήταν και ο Adrian Carton De Wiart , ένας στρατιώτης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που έγινε διάσημος όταν πυροβολήθηκε στο πρόσωπο, το κεφάλι, το στομάχι, τον αστράγαλο, το πόδι, το ισχίο και το αυτί, τυφλώθηκε στο αριστερό του μάτι, επέζησε τουλάχιστον τεσσάρων αεροπορικών δυστυχημάτων, έσκισε μόνος του μερικά από τα δάχτυλά του όταν ένας γιατρός αρνήθηκε να τα ακρωτηριάσει και είπε ότι είχε απολαύσει πάρα πολύ τον πόλεμο.
Αδέξιος και έξω καρδιά, ο Όμπρι ήταν επίσης ανεπιτήδευτος, εξαιρετικά έξυπνος και ένας αναγνωρισμένος ειδικός στη Μέση Ανατολή.
Εκεί απέκτησε πολλούς διάσημους φίλους με τους οποίους παρέμεινε κοντά σε όλη του τη ζωή. Φίλος του ήταν και ο Adrian Carton De Wiart , ένας στρατιώτης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που έγινε διάσημος όταν πυροβολήθηκε στο πρόσωπο, το κεφάλι, το στομάχι, τον αστράγαλο, το πόδι, το ισχίο και το αυτί, τυφλώθηκε στο αριστερό του μάτι, επέζησε τουλάχιστον τεσσάρων αεροπορικών δυστυχημάτων, έσκισε μόνος του μερικά από τα δάχτυλά του όταν ένας γιατρός αρνήθηκε να τα ακρωτηριάσει και είπε ότι είχε απολαύσει πάρα πολύ τον πόλεμο.
Αδέξιος και έξω καρδιά, ο Όμπρι ήταν επίσης ανεπιτήδευτος, εξαιρετικά έξυπνος και ένας αναγνωρισμένος ειδικός στη Μέση Ανατολή.
Είχε ταξιδέψει στην Αίγυπτο το 1904 και μετά, για δύο χρόνια, έζησε στην Κωνσταντινούπολη σε διπλωματική θέση. Μιλούσε άπταιστα τουρκικά, ελληνικά, αλβανικά και αραβικά, καθώς και γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά, και ήταν αρεστός στην περιοχή.
Ήταν παθιασμένος υπέρμαχος της αλβανικής ανεξαρτησίας και, λίγο πριν το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τον πλησίασε η κυβέρνηση της Αλβανίας και του ζήτησε να γίνει βασιλιάς της χώρας. Εκείνος, γύρισε στην πατρίδα του αμέσως και ζήτησε την άδεια του μεγάλου του αδερφού:
"Μου προσφέρθηκε ο θρόνος της Αλβανίας ΣΤΟΠ επίτρεψέ μου να δεχτώ την αγάπη Όμπρι".
Η απάντηση του 5ου κόμη του Κάρναρβον ήταν σύντομη.
"Όχι. Carnarvon".
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 1911, ο Όμπρι αποφάσισε να είναι ο υποψήφιος με τους Συντηρητικούς και κέρδισε. Μόλις τρία χρόνια αργότερα όμως, καθώς ξεκίνησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η περιπετειώδης πλευρά του ανέλαβε ξανά. Ήθελε απελπισμένα να πολεμήσει, αλλά απορρίφθηκε από τον στρατό με την αιτιολογία ότι ήταν περισσότερο από μισοτυφλός.
Τότε, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Μπορεί να είχε σωματικά μειονεκτήματα, αλλά ήταν ένας έμπειρος διπλωμάτης, μιλούσε άπταιστα έξι γλώσσες και ήταν παθιασμένος με τη βρετανική υπόθεση. Επιπλέον, αν έμενε αμέτοχος στην πατρίδα, θα θεωρούνταν καταραμένος.
Έτσι έφτιαξε μια στολή -ένα τέλειο αντίγραφο της ίδιας στολής που φορούσαν οι Ιρλανδοί Φρουροί- και όταν, νωρίς το πρωί της 12ης Αυγούστου του '14, το Σύνταγμα βγήκε από τους στρατώνες απέναντι από τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, εκείνος απλώς βημάτισε μαζί τους. Τον ανακάλυψαν όταν ολόκληρο το Σύνταγμα αποβιβάστηκε στη Γαλλία. Τότε όμως ήταν πολύ αργά και πολύ ντροπιαστικό για τον στρατό να τον στείλει πίσω, οπότε ανέλαβε υπηρεσία με τα καθήκοντα του διερμηνέα.
Το όνειρο του Όμπρι να υπηρετήσει ως στρατιώτης πρώτης γραμμής δεν κράτησε πολύ. Όταν το Σύνταγμά του έφτασε στο Μέτωπο, δέχθηκε πυρά και λιγότερο από μια μέρα αργότερα υποχώρησε. Στη συνέχεια, ανέλαβε την υπηρεσία της μεταφοράς μηνυμάτων μεταξύ διοικητών, αλλά τραυματίστηκε στο στομάχι και μεταφέρθηκε σε ένα γερμανικό νοσοκομείο όπου οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Το φαγητό αποτελούνταν μόνο από άζυμα μπισκότα, η μορφίνη ήταν σπάνια και προοριζόταν για Γερμανούς αξιωματικούς, ενώ, υπήρχαν συνεχείς κανονιοβολισμοί.
Παρόλα αυτά, τελικά ανέκαμψε από τα τραύματά του και ήταν πρόθυμος να επιστρέψει στην πρώτη γραμμή. Αυτή τη φορά όμως, πέρασε αμέσως στην ενεργό υπηρεσία, μιας και ο πόλεμος είχε αποδειχθεί εντελώς διαφορετικός απ' ότι πίστευαν πριν ξεκινήσει - ήταν ένας άγριος, αιματηρός εφιάλτης. Ήταν προφανές ότι η αναμενόμενη γρήγορη νίκη δεν επρόκειτο να συμβεί και, πλέον, σχεδόν όλοι ήταν ευπρόσδεκτοι στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας - μισοτυφλοί ή όχι.
Ο Όμπρι βρισκόταν στην Αίγυπτο, όπου γνώρισε τον Άγγλο αρχαιολόγο, στρατιωτικό και συγγραφέα T. E. Lawrence, τον γνωστό Λώρενς της Αραβίας. Αργότερα, έγινε πολύ στενός φίλος του, αλλά η πρώτη του εντύπωση για τον Όμπρι ήταν ότι ήταν "ένα αστείο", αν και "πολύ ωραίο". Κατόπιν, τον έστειλαν στα Δαρδανέλια, όπου σύντομα η μάχη μετατράπηκε σε μια βάναυση, ταπεινωτική καταστροφή, με τεράστιους αριθμούς απωλειών και από τις δύο πλευρές. Εκεί έγινε διάσημος για τις διαπραγματεύσεις του με τον Κεμάλ για μια οκτάωρη εκεχειρία κατά την οποία, προσφέρθηκε ο ίδιος ως όμηρος ενώ οι Τούρκοι θα συνέλεγαν τα πτώματα των νεκρών τους.
Η μάχη διήρκεσε μήνες, με τα πρόσωπα των στρατιωτών να είναι "καλυμμένα από άμμο και αίμα", τα πτώματα να είναι συσσωρευμένα στα χαρακώματα και να επιπλέουν στη θάλασσα. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του '15, ο Όμπρι αρρώστησε πολύ εξαιτίας μιας επιδημίας χολέρας που σάρωνε την περιοχή, καθώς, το καλοκαίρι ήταν ζεστό, με αποτέλεσμα τα πτώματα να αποσυντίθενται γρηγορότερα. Ο Όμπρι στάλθηκε στο Κάιρο και πέρασε μερικές μέρες αναρρώνοντας όπου τον επισκέφτηκε η σύζυγός του, Μέρι. Ο ίδιος όμως ήταν ανήσυχος και ένιωθε ενοχή στην ιδέα να είναι ασφαλής και άνετος σε ένα ημιπολυτελές μέρος ενώ οι σύντροφοί του πολεμούσαν στα χαρακώματα. Μόλις λοιπόν έγινε καλά, επέστρεψε στην Καλλίπολη όπου, η μυρωδιά των σωμάτων σε αποσύνθεση στην παραλία γινόταν αντιληπτή από απόσταση. Σύντομα, αρρώστησε ξανά και αυτή τη φορά τον έστειλαν οριστικά εκτός πεδίου.
Αυτό όμως δεν τον πτόησε από το να συνεχίσει τη διπλωματική του εργασία. Τον Νοέμβριο του '15, βρέθηκε στο Παρίσι και τη Ρώμη σε μια μυστική αποστολή πληροφοριών σχετικά με την Αλβανία. Παρά την απογοήτευσή του μετά την εκστρατεία της Καλλίπολης, ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Μέση Ανατολή, όπου οι γλωσσικές του ικανότητες και η γνώση του για την περιοχή είχαν ήδη αποδειχθεί ανεκτίμητες. Τα νεύρα του όμως είχαν καταστραφεί από τη φρίκη που είχε δει στην Καλλίπολη και τη ματαιότητα και την απελπισία που έβλεπε παντού. Όταν επέστρεψε στην Βρετανία εξέφρασε επανειλημμένα την άποψη ότι η κυβέρνηση και η στρατιωτική ηγεσία δεν ήξεραν τι έκαναν στην Μεσοποταμία.
Αυτό δεν ήταν δημοφιλής άποψη για ένα συντηρητικό μέλος του κοινοβουλίου. Επίσης, ο ίδιος πλησίαζε όλο και περισσότερο το Εργατικό Κόμμα και τους ειρηνιστές στη Βουλή των Κοινοτήτων και μάλιστα ενεπλάκη σε μια συγκλονιστική υπόθεση συκοφαντίας.
Αυτό δεν ήταν δημοφιλής άποψη για ένα συντηρητικό μέλος του κοινοβουλίου. Επίσης, ο ίδιος πλησίαζε όλο και περισσότερο το Εργατικό Κόμμα και τους ειρηνιστές στη Βουλή των Κοινοτήτων και μάλιστα ενεπλάκη σε μια συγκλονιστική υπόθεση συκοφαντίας.
Σύντομα έφυγε ξανά για το εξωτερικό, όπου δούλευε πάνω σε σχέδια για μια χωριστή ειρήνη με την Τουρκία και, με τη βοήθεια της φίλης του, Βρετανίδας ανθρωπολόγου και αλβανόφιλης Edith Durham, πάλευε ξανά για την αλβανική ανεξαρτησία. Τελικά, τον βρήκε η ισπανική γρίπη και αναγκάστηκε να αναρρώσει στην Ιταλία όπου, για κάποιο διάστημα, είχε μια εκπληκτική βίλα. Στο τέλος του πολέμου, συμμετείχε στις ειρηνευτικές συνομιλίες των Βερσαλλιών.
Το '19, ο Όμπρι ήταν πικραμένος και απογοητευμένος. Ήταν απογοητευμένος απ' όλα όσα είχε δει στη διάσκεψη ειρήνης στις Βερσαλίες και αποσπάστηκε, περνώντας όλο και περισσότερο χρόνο στην Αλβανία και στην Κωνσταντινούπολη. Η έντονη κριτική του για τη βρετανική θέση στη Μέση Ανατολή, είχε δημιουργήσει υποψίες γι' αυτόν στην κυβέρνηση και έτσι, ένα κατώτερο μέλος του προσωπικού της πρεσβείας, στάλθηκε να τον παρακολουθεί.
Ωστόσο, όποιος ήταν υπεύθυνος γι' αυτό, επέλεξε για κατάσκοπο τον αγαπημένο ανιψιό του Όμπρι. Μαζί, οι δύο άντρες κατασκεύασαν μια σειρά από απίθανες ιστορίες για να κρατήσουν ήσυχους τους ανώτερούς του, κάτι που ίδιοι το διασκέδαζαν.
Το '23, η ήδη κακή υγεία του Όμπρι επιδεινώθηκε περαιτέρω. Πλέον, είχε μείνει σχεδόν τυφλός και τα προβλήματα υγείας του χειροτέρεψαν. Επιπλέον, ένα αδιάγνωστο έλκος του δωδεκαδακτύλου που δεν διαγνώστηκε εγκαίρως τον έκανε να χάσει βάρος γρήγορα.
Ένας από τους γιατρούς που συμβουλεύτηκε του έδωσε μια εξωφρενική συμβουλή. Να βγάλει όλα τα δόντια οπότε θα επανερχόταν η όρασή του. Ο Όμπρι πρέπει να ήταν πραγματικά απελπισμένος, γιατί το έκανε. Όπως ήταν αναμενόμενο, η επέμβαση όχι μόνο δεν του επανέφερε την όραση, αλλά του προκάλεσε και μια θανατηφόρα δηλητηρίαση αίματος. Το έλκος του έκανε τα υπόλοιπα, επιταχύνοντας την εξάπλωση της μόλυνσης σε όλο το εξασθενημένο σώμα του.
Πέθανε στις 26 Σεπτεμβρίου του 1923, μόλις 43 χρονών, αφήνοντας πίσω μια σύζυγο και τέσσερα παιδιά. Στην κηδεία του στην Piccadilly παραβρέθηκαν φίλοι από όλο τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου