Οκτωβρίου 24, 2023
«Άλλο να μοιράζεσαι και άλλο να δίνεις, δεν είναι το ίδιο»
Ο ιδρυτής της κοινωνικής κουζίνας «Ο Άλλος Άνθρωπος» μιλάει για την ιδέα που τα τελευταία 12 χρόνια έχει δώσει και μοιραστεί 20 εκατομμύρια μερίδες φαγητού με περαστικούς και αστέγους.
Η ιδέα για την κοινωνική κουζίνα «Ο Αλλος Ανθρωπος» του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου γεννήθηκε τυπικά ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 2011, στην Καλλιδρομίου, οι ρίζες της όμως βρίσκονται στις αθηναϊκές αυλές στο Αιγάλεω της δεκαετίας του ’60, εκεί όπου μεγάλωσε, απολαμβάνοντας τα κυριακάτικα τραπέζια που έστηναν με ό,τι είχαν οι οικογένειες που ζούσαν στα γύρω φτωχόσπιτα.
Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος στον «Μπαχανέζο», ακριβώς απέναντι από την έδρα του στρατηγείου του στον Κεραμεικό, και ενώ είχε μόλις επιστρέψει από το χάος των «πληγωμένων» χωριών της Θεσσαλίας, ο 59χρονος ιδρυτής της κοινωνικής κουζίνας, με την οποία έχει τα τελευταία δώδεκα χρόνια μαγειρέψει και μοιραστεί 20 εκατομμύρια μερίδες με τους περαστικούς – με 17 αυτοδιαχειριζόμενες κουζίνες σε όλη την Ελλάδα και 4 στο εξωτερικό –μου αφηγήθηκε μέσα σε λιγότερο από μία ώρα όλη του τη ζωή.
«Γεννήθηκα το 1964 στο Αιγάλεω Αττικής. Μεγάλωσα με φωνές του Καζαντζίδη, του Ζαμπέτα και του Ζαγοραίου. Η πρώτη μου κατοικία ήταν μια παράγκα, με ελενίτ. Πάρα πολύ φτωχικά. Θυμάμαι τις αυλές, όπου υπήρχαν έξι – εφτά σπίτια μαζί. Σε μια τέτοια αυλή, κάθε Κυριακή, έβαζαν όλοι πράγματα και μαγειρεύαμε το μεσημεριανό τραπέζι, χωρίς να μας νοιάζει τι είχε βάλει ο ένας και τι ο άλλος. Ημουν ξυπόλητος αλλά δεν με ένοιαζε, γιατί δεν ένοιαζε και τους άλλους. Αισθάνθηκα τη διαφορά όταν πήγα σχολείο. Επειδή τα άλλα παιδιά είχαν παπούτσια κι εμένα τα παπούτσια μου ήταν τρύπια. Αισθάνθηκα το βλέμμα. Με τα ίδια παιδιά όμως, όταν η μητέρα μου πήρε το κυλικείο του σχολείου κι εκείνα κάποιες μέρες δεν είχαν χρήματα, έπαιρνα εγώ από τη μητέρα μου ζαχαρωτά και τα μοιραζόμασταν. Για μένα είναι πολύ σημαντικό το πώς κάνει η ζωή κύκλους. Δεν μου άρεσε το βλέμμα της λύπησης, ο οίκτος που είχα νιώσει και έτσι δεν ήθελα να το αισθανθούν και αυτά», εξηγεί.
«Μετά ο πατέρας μου άνοιξε καφενείο και η ζωή μου άλλαξε άρδην. Γιατί και πολλά λεφτά έπαιρνα και δεν είχα ανάγκη από τίποτα. Στο καφενείο έβγαζα τότε 1.500 – 2.000 δραχμές την ημέρα και ήμουν 9 χρονών και ένας δημόσιος υπάλληλος έπαιρνε 3.500 χιλιάδες δραχμές τον μήνα. Και ποτέ δεν είχα λεφτά την επομένη. Τα μοιραζόμουν με τους φίλους μου. Ο πατέρας μου έλεγε τρία πράγματα να μη γίνω ποτέ, πρεζάκι, κλέφτης και ρουφιάνος. Τα έχω κρατήσει. Βέβαια, μπορώ να δικαιολογήσω μερικά από αυτά. Το μόνο που δεν μπορώ να δικαιολογήσω είναι τον ρουφιάνο», εξηγεί και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια με τη ρακή που έχει φτάσει στο τραπέζι μας.
Οσο εξιστορεί τα χρόνια της ενηλικίωσης και τα διάφορα επαγγελματικά παπούτσια που άλλαζε κάθε τόσο, μικροί και μεγάλοι από τη γειτονιά περνούν και τον χαιρετούν. «Τον Πετράκη δεν θα τον ξαναπειράξεις, ο Πετράκης δεν είναι καλά. Ανθρώπους που δεν είναι καλά δεν τους πειράζουμε, τους βοηθάμε», λέει χαμηλόφωνα σε ένα ζωηρό αγόρι, ψευτομαλώνοντάς το.
Μια ζωή περιπέτεια
Από την Πλατεία Κάνιγγος όπου τέλειωσε σε ΕΠΑΛ βοηθός μικροβιολόγου το 1981, περάσαμε το κατώφλι του Αρεταίειου όπου δούλεψε για έξι μήνες ώσπου να πάει φαντάρος στο Τατόι, από όπου η απόλυσή του το 1986 συνέπεσε με το κλείσιμο του καφενείου του πατέρα του, πυροδοτώντας μια εναλλαγή επαγγελμάτων για παραπάνω από μία εικοσαετία. Μάστορας – τοποθέτηση τζαμιών – στα καταστήματα της Τράπεζας Κρήτης του Κοσκωτά, σερβιτόρος σε ταβέρνες και ντισκοτέκ της εποχής, εξωτερικός συνεργάτης σε επιχείρηση εισαγωγής γιαπωνέζικων μοτοσικλετών, πωλητής και εκπαιδευτής πωλητών στην Κύπρο από το 1993 έως το 2007, όπου και τέλειωσε μάρκετινγκ σε ένα κολέγιο και άνοιξε συνεργατικά μια επιχείρηση με συστήματα συναγερμού. Κι έπειτα επιστροφή στην Ελλάδα, σε μια μεγάλη εταιρεία τηλεπικοινωνιών.
Μια τροχιά παράλληλη με αυτήν που διέγραφε περίπου η χώρα. Ωσπου το 2009 ήρθε η ανώμαλη προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα, που ήταν κοινή τότε για όλους.
«Τον Σεπτέμβριο του 2009 έχασα τη δουλειά μου, την ανεξαρτησία μου. Μέχρι που αναγκάστηκα και τα πούλησα όλα, ό,τι είχα και δεν είχα. Για να μη μείνω στον δρόμο, αναγκάστηκα να γυρίσω στο σπίτι της μάνας μου. Την πήρα τηλέφωνο και της είπα, «μαμά, δεν έχω πού να μείνω, θες να έρθω στο σπίτι;». «Παιδάκι μου, με ρωτάς;» μου είπε. Και πήγα, κι όπως ήταν λογικό, έπαθα την κατάθλιψή μου», περιγράφει.
Κι ύστερα ήρθαν οι Αγανακτισμένοι. «Στις διαδηλώσεις, μου μπήκε η ιδέα να κάνω κάτι για τον άνθρωπο και ήξερα ότι επειδή έζησα τη γειτονιά και τις αυλές θα μπορούσα μέσω του φαγητού. Το 2011 στην αρχή των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα, πριν καπελωθεί, πριν γίνει Χρυσή Αυγή, ΣΥΡΙΖΑ, τότε που ήταν τα παιδιά, που τους έλεγαν αναρχικούς, που μας ένωναν όλους, εκεί κατάλαβα ότι οι άνθρωποι όταν θέλουμε να κάνουμε κάτι καλό, κάνουμε πίσω τα δικά μας. Εμένα αυτοί μου έδωσαν το παράδειγμα. Και δεν είμαι αναρχικός. Από τη στιγμή που μπόρεσαν αυτοί να κάνουν πίσω τον δικό τους τρόπο σκέψης και να συζητούν με ανθρώπους που είναι ενάντια στην ιδεολογία τους, σκέφτηκα ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Εκεί ξεκίνησε η ιδέα του «Αλλου Ανθρώπου». Εγώ τότε ήμουν στην Ομάδα Ψυχραιμίας που προσπαθούσε να ηρεμήσει τα πνεύματα μεταξύ των συμμετεχόντων. Υπήρχε Ομάδα Σίτισης, Ομάδα Καλλιτεχνών, Ομάδα Μultimedia, Ομάδα Καθαρισμού, Ομάδα Αστέγων, Γιατρών, Φαρμακοποιών. Και τότε έγιναν πολύ σπουδαία πράγματα, γι’ αυτό κι εγώ αγάπησα το Σύνταγμα. Γιατί ήταν μια εντελώς ουτοπική κοινωνία η οποία δεν πίστευα πότε ότι θα υπάρχει. Και είχαμε φαγητό, ποτό, διασκέδαση αληθινή, δωρεάν. Και λέγαμε ότι αφού καταφέραμε εμείς να ζούμε σε έναν κόσμο δωρεάν, άρα μπορεί να γίνει. Βλέπαμε την ουτοπία στην πράξη», περιγράφει ο Κωνσταντίνος και συνεχίζει.
«Κι είπα εγώ ξεκινάω τώρα. Θα μαγειρεύω κάθε μέρα στον δρόμο, για όλους, είτε έχουν ανάγκη είτε δεν έχουν ανάγκη, για να δείξω μια καθημερινή διαμαρτυρία. Γιατί εγώ θέλω να είναι ο αναρχικός μαζί με την κυρία Κατίνα. Ο δεξιός μαζί με τον αριστερό, ο σοσιαλιστής μαζί με τον κεντρώο. Δεν θέλω να είναι ο χρυσαυγίτης. Και αυτό έκανα το 2012 με σκοπό την αφύπνιση συνειδήσεων».
Ξύλο στα σκουπίδια
Τη φωτιά κάτω από το τσουκάλι της πρώτης κουζίνας «άναψε» μια σκηνή της οποίας έγινε μάρτυρας μπροστά σε έναν κάδο απορριμμάτων στο Αιγάλεω, τον χειμώνα του 2011. «Οταν είδα έναν περιστατικό σε μια λαϊκή αγορά, δύο πιτσιρίκια σε έναν κάδο σκουπιδιών να παίζουν ξύλο για σάπια πράγματα από τη λαϊκή – μήλα, ντομάτες και τέτοια – κοιτάζω τον εαυτό μου, κοιτάζω τους περαστικούς, αλλά πρώτα τον εαυτό μου που δεν έκανα τίποτα, κι έπαθα σοκ. Πάω στο σπίτι, παίρνω δέκα τοστ και λέω «πάω να τα μοιράσω στους ανθρώπους, δεν μπορώ να κάθομαι άλλο». Αλλά δεν έπαιρνε κανείς τα τοστ και λέω σε μια γιαγιά «γιατί δεν πήρες;», και μου λέει, «ρε, αν ήσουν εσύ μέσα στον κάδο και έψαχνες να φας και σου μιλούσε ο άλλος, θα γύριζες να τον κοιτάξεις;». Και μπήκα στη θέση της, και λέω «έχεις δίκιο, γιαγιά». Και τότε μου καρφώθηκε η ιδέα για το μαγείρεμα στον δρόμο. Να τρώμε όλοι μαζί για να μην προσβάλλει ο ένας τον άλλον και να μην υπάρχει ο οίκτος στα μάτια. Γιατί θυμήθηκα και τα παλιά τα δικά μου. Να τρώμε όλοι μαζί, είτε έχεις ανάγκη, είτε δεν έχεις. Αλλο να μοιράζεσαι και άλλο να δίνεις. Δεν είναι το ίδιο», εξηγεί.
Και καθώς μοιραζόμαστε τα κεφτεδάκια και τις καλομαγειρεμένες πατάτες φούρνου από τις πιατέλες μπροστά μας, με τη σερβιτόρα να φέρνει «άλλη μια από τα ίδια», αφήνοντας ακόμα ένα μπουκάλι ρακή στο τραπέζι μας, φτάνουμε στην περιγραφή της πρώτης κοινωνικής κουζίνας που έστησε μόνος του το πρωινό της 6ης Δεκεμβρίου του 2011 στη λαϊκή αγορά της Καλλιδρομίου. «Δεν ήξερα τι θα μαγειρέψω. Πήγα με 4 ευρώ στην τσέπη μου και έστησα μια κατσαρόλα δανεική σε ένα τραπεζάκι με μια μπουκάλα. Λέω σε έναν δίπλα που πουλούσε πατάτες, «πάρε 2 ευρώ και δώσε μου μια πατάτα».
«Και τι θα κάνεις;» μου λέει. Του λέω «θα μαγειρέψω». «Με μια πατάτα;» μου λέει, «με κοροϊδεύεις;». «Μια πατάτα από εσένα» του λέω, «ένα κολοκυθάκι, ένα κρεμμυδάκι, όλο και κάτι θα βγει, κάτι θα φάμε». Μου λέει, «ποιοι θα φάμε;». «Εγώ, εσύ» του λέω, «οι πελάτες σου αλλά και οι άνθρωποι που τρώνε από τα σκουπίδια».
Ο άνθρωπος έβαλε τα κλάματα και μου έδωσε τέσσερα τσουβάλια πατάτες. Το ίδιο έγινε και με τους κρεμυδάδες, το ίδιο και με τους περαστικούς. Εκείνη τη μέρα μάζεψα δυόμισι τόνους τρόφιμα με τα 4 ευρώ. Και φτιάξαμε, τι άλλο, μπριάμ, εβδομήντα μερίδες. Και φάγαμε όλοι μαζί. Και είπα θα το συνεχίσω. Την επόμενη μέρα στην Πλατεία Συντάγματος έφαγαν περίπου 2.000 άνθρωποι. Υπήρχε πείνα τότε, υπήρχαν πάρα πολλοί άστεγοι. Εκεί το είπαμε «Ο Αλλος Ανθρωπος»».
Από τις πιο δυνατές στιγμές όλα αυτά τα χρόνια, ήταν το 2015 – 2016 με τις προσφυγικές ροές, ο σεισμός στην Τουρκία, οι κατσαρόλες που έστησε στην Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή, ένας παππούς το 2012 στο Πεδίον του Αρεως, ο οποίος έκοψε μισή φραντζόλα και του την πρόσφερε – «και κόντεψα να πεθάνω εγώ», σχολιάζει ο ίδιος – αλλά και ένας κοστουμαρισμένος διευθυντής μεγάλης εταιρείας που εμφανίστηκε σε μια κουζίνα στο Θησείο και αφού έφαγε μαζί τους, του ανακοίνωσε ότι στο εξής θα πληρώνει εκείνος τις μπουκάλες κάτω από τα τσουκάλια με το φαΐ.
«Η διαφορά μας με όλους τους άλλους ήταν ότι εμείς λέγαμε «για να φέρεις πρέπει να συμμετέχεις, μία φορά τουλάχιστον, αλλιώς να μη φέρεις τίποτα». Δεν είμαι ούτε υπάλληλός σου, ούτε το ξέπλυμα της δικής σου συνείδησης. Εγώ θέλω να έρθεις μια φορά και να συμμετέχεις. Αυτό είναι «Ο Αλλος Ανθρωπος»», εξηγεί.
Αφύπνιση συνειδήσεων
Ερωτώμενος «τι είδε στη Θεσσαλία», απαντά ακαριαία, «την ανυπαρξία του κράτους». Αναρωτιέμαι τι συναισθήματα του αφήνει το πέρας κάθε κοινωνικής κουζίνας. «Οτι η αφύπνιση συνειδήσεων είναι πραγματικότητα, γίνεται» απαντά. «Και από τη στιγμή που γίνεται και μπορώ να το κάνω εγώ, μπορεί να το κάνει ο καθένας. Αρα, μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Αρα, μπορούμε να κάνουμε κάτι πολύ μεγαλύτερο από το τίποτα».
«Εχετε κάποιον άνθρωπο πρότυπο;» τον ρωτάω. «Ναι, τον Ιησού, γιατί ήταν ο πρώτος πραγματικός αναρχικός πάνω στη γη» λέει. Και αφού παραδέχεται πως όταν δεν στήνει κουζίνες συνήθως, λόγω εξάντλησης, κοιμάται, του απευθύνω την προτελευταία ερώτηση της συνάντησής μας που αφορά μελλοντικούς του στόχους. «Ο ένας είναι η αγορά αυτού του χώρου απέναντι, ώστε όταν φύγω εγώ να συνεχιστεί «Ο Αλλος Ανθρωπος».
Και ο άλλος είναι ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο για να γυρίσω όλο τον κόσμο μαγειρεύοντας και να μεταδώσω την ιδέα του «Αλλου Ανθρώπου»» αποκαλύπτει. «Και από ποια πόλη θα ξεκινούσατε;» τον ρωτάω. Κι εκείνος, με ένα χαμόγελο πλατύ, απαντά: «Από την Αθήνα, αγάπη μου. Από το Α. Μη σου πω από το Αιγάλεω γιατί είναι η μοναδική πόλη στον κόσμο που ξεκινάει από Α και τελειώνει σε Ω. Η αρχή και το τέλος».
Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου