Μια από τις πιο μυστηριώδεις υποθέσεις στην Ιταλία, η δολοφονία μιας έφηβης πριν από 13 χρόνια, παίρνει και πάλι αναπάντεχη τροπή
Το απόγευμα της 26ης Νοεμβρίου του 2010, έχοντας μόλις ολοκληρώσει την προπόνηση στη ρυθμική γυμναστική, η Γιάρα Γκαμπιράσιο γυρνούσε μόνη της στο σπίτι.
Απείχε μόλις 700 μέτρα από το αθλητικό κέντρο της Μπρεμπάτε ντι Σόπρα: μια μικρή κοινότητα όπου η 13χρονη ζούσε μαζί με τους δικούς της, στη βόρεια Ιταλία.
Όμως δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της…
Τρεις μήνες η οικογένειά της, η αστυνομία και εθελοντές αναζητούσαν ίχνη της.
Μέχρι που στις 26 Φεβρουαρίου του 2011 εντόπισαν το άψυχο κορμί της, σε απόσταση 10 χιλιομέτρων από το Μπρεμπάτε ντι Σόπρα.
Ήταν σε προχωρημένη σήψη, παρατημένο σε ένα εγκαταλελειμμένο χωράφι.
Έφερε πολλαπλά επιφανειακά τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο.
Στο κεφάλι υπήρχε μια μεγάλη πληγή.
Την κήδεψαν τον Μάιο, χωρίς να έχουν γίνει γνωστά τα ακριβή αίτια θανάτου.
Διαρροές από την ιατροδικαστική έκθεση υποδήλωναν ότι ο θάνατος της Γιάρα προκλήθηκε από έναν συνδυασμό τραύματος στο κεφάλι -από χτύπημα με πέτρα ή πτώση- και υποθερμία.
Δεν υπήρξε βιασμός.
Όμως ποιος ήταν ο δολοφόνος και ποια τα κίνητρά του;
Η πίεση από τον Τύπο και την κοινή γνώμη ήταν τεράστια για τη διαλεύκανση της υπόθεσης, που είχε καθηλώσει την Ιταλία.
Επικεφαλής στις έρευνες ανέλαβε η εισαγγελέας Λετίτσια Ρουγκέρι, μια δυναμική πρώην αστυνομικός, που στο παρελθόν τα είχε βάλει με την Κόζα Νόστρα.
Ανέκρινε τους πάντες. Διέταξε άρση απορρήτου τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.
Το γεγονός ότι στο πτώμα εντοπίστηκαν ίχνη ασβέστη στις αναπνευστικές οδούς και ίχνη από γιούτα -μια φυτική ίνα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή σχοινιών- ενίσχυσε το σενάριο ότι ο δράστης μπορεί να εργάζεται σε οικοδομή.
Η πρώτη προσαγωγή ήταν ενός νεαρού Μαροκινού μετανάστη.
Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε η αθωότητά του.
Το συνεχιζόμενο μυστήριο είχε πια εξάψει τη φαντασία ολόκληρης της χώρας, που ζητούσε επίμονα απαντήσεις.
Με «όπλο» ένα DNA
Δείγματα γενετικού υλικού (DNA) που βρέθηκαν στο κινητό και στα μαύρα γάντια που φορούσε τη νύχτα της δολοφονίας της η Γιάρα δεν οδήγησαν πουθενά.
Αργότερα, ένα νέο εύρημα άλλαξε τα δεδομένα.
Εντοπίστηκε ανδρικό DNA στο εσώρουχο και στο κολάν του νεκρού κοριτσιού, πιθανόν λόγω πάλης μεταξύ θύτη και θύματος.
Ονόμασαν το στοιχείο «Άγνωστος 1».
Κάπως έτσι ξεκίνησε μια από τις πιο ασυνήθιστες, πιο περίπλοκες και πλέον πολυδάπανες έρευνες στην ιστορία της Ιταλίας.
Συγκεντρώθηκαν χιλιάδες δείγματα DNA από όλους τους πιθανούς και απίθανους υπόπτους.
Όμως μήνες μετά, δεν είχε βρεθεί ούτε ύποπτος, ούτε άκρη.
Η εισαγγελέας άρχισε να δέχεται έντονες πιέσεις και επικρίσεις.
Ένας πολιτικός της Λέγκας του Βορρά την κατηγόρησε δημόσια για ανικανότητα, ζητώντας την αντικατάστασή της.
Κάποια στιγμή αργότερα, ωστόσο, από τις χρονοβόρες αναλύσεις των δειγμάτων DNA προέκυψε γενετική συγγένεια ενός ατόμου -που είχε ακλόνητο άλλοθι- με εκείνο του «Αγνώστου 1».
Ακολουθώντας αυτά τα ίχνη, οι ανακριτικές αρχές κατέληξαν τον Σεπτέμβριο του 2011 -μέσα από μια δαιδαλώδη, με βάσει γενεαλογικά δέντρα, έρευνα- σε έναν συνδετικό κρίκο.
Ήταν ένας Ιταλός χωρικός, που είχε πεθάνει το 1999.
Πήραν δείγμα DNA από το σάλιο του σε γραμματόσημα.
Το ένα ήταν από καρτ ποστάλ που είχε στείλει κάποτε στην οικογένειά του.
Έγινε ακόμη και εκταφή του νεκρού, με παρέμβαση της οικογένειας της Γιάρα.
Από την ανάλυση, οι ανακριτές ήταν πλέον πεπεισμένοι ότι αυτός ο νεκρός χωρικός ήταν ο πατέρας του μυστηριώδη δολοφόνου.
Όμως το DNA του «Αγνώστου 1» δεν ταίριαξε με κανένα από αυτά των δύο γιών του.
Η συνέχεια των ερευνών θα μπορούσε να αποτελέσει κάλλιστα σενάριο ταινίας.
Για την ακρίβεια έγινε μετά από χρόνια, το 2021, στο Netflix…
«Τα άπλυτα στη φόρα»
Η μοναδική λογική εξήγηση για τις αρχές ήταν ότι ο νεκρός χωρικός είχε και νόθα παιδιά.
Ξεχύθηκαν στα γύρω χωριά να μαζεύουν μαρτυρίες και νέα δείγματα DNA από γυναίκες, για να βρουν την ερωμένη και μητέρα του δολοφόνου.
Περίπου 22.000 έφτασαν τελικά στα δείγματα που κατέκλυσαν τα εργαστήρια ανάλυσης και ταυτοποίησης DNA.
Κάπως έτσι η χήρα, η κόρη και οι δύο γιοί του χωριού -και μαζί με αυτούς όλη η Ιταλία- έμαθαν ότι ο χωρικός είχε πέντε εξώγαμα, σε δύο άλλα χωριά, με διαφορετικές γυναίκες.
Είχε φτάσει πια Ιούνιος του 2014, όταν εντόπισαν -καθοδηγούμενοι από ιστορίες για τον νεκρό χωρικό- τη μητέρα του «Αγνώστου 1».
Διαπιστώθηκε μάλιστα ότι της είχαν πάρει ήδη DNA από το 2012, αλλά είχε γίνει λάθος τότε στο εργαστήριο, καθώς το σύγκριναν με αυτό της Γιάρα, αντί του δολοφόνου.
Η ίδια, παντρεμένη με άλλον άντρα και μητέρα δίδυμων, ενός αγοριού και ενός κοριτσιού, αρνήθηκε ότι είχε ποτέ εξωσυζυγική σχέση.
Τα γενετικά ίχνη οδήγησαν τελικά στον 42χρονο γιό της, οικοδόμο, πατέρα τριών παιδιών.
Το όνομά του είναι Μάσιμο Μποσέτι.
Το μεσαίο του όνομα είναι Τζιουζέπε. Όπως του νεκρού χωρικού.
Έμενε σε ένα χωριό κοντά στην κοινότητα όπου ζούσε η Γιάρα.
Ήταν η ίδια περιοχή που εντοπίστηκε τελευταία φορά σήμα από το κινητό της.
Ο ίδιος σύχναζε στο Μπρεμπάτε ντι Σόπρα.
Για να δέσουν την υπόθεση, οι ανακριτικές αρχές χρειάζονταν το DNA του.
Ήδη τον παρακολουθούσαν.
Πήραν δείγμα στήνοντας ένα ψεύτικο μπλόκο για αλκοτέστ.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ταίριαζε ακριβώς με τον «Άγνωστο 1».
Συνελήφθη τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία της Γιάρα.
Η έρευνα έδειξε ότι απόγευμα της εξαφάνισης της μέχρι και το επόμενο πρωί το τηλέφωνό του ήταν απενεργοποιημένο.
Από οικοδόμος, δολοφόνος
Εξ αρχής ο Μάσιμο Μποσέτι δήλωνε αθώος.
Ανέφερε ότι του είχαν κλέψει τα εργαλεία της δουλειάς του -ανάμεσά τους ένα σουβλί και ένα μυστρί που χρησιμοποιήσε στις οικοδομές- και τα οποία δεν αποκλείεται να είχαν λερωθεί με αίμα από κάποιον τραυματισμό του.
Το άλλοθί του επιβεβαίωσε η σύζυγός του, αλλά δεν έπεισε τις αρχές, με βάσει καταγραφές τηλεφωνικών συνομιλιών της.
Οι δικηγόροι του του Μποσέτι αμφισβήτησαν την ορθότητα των αναλύσεων του DNA.
Σε κάθε περίπτωση, τόνισαν, δεν αποδεικνύουν ενοχή.
Οι δικαστές αρνήθηκαν την άρση της προφυλάκισης.
Στη δίκη, που άρχισε το 2015, εμπειρογνώμονας στήριξε τη θεωρία της πιθανότητας λάθους, που ακολουθούσε η υπερασπιστική γραμμή.
Οι συνήγοροι εστίασαν επίσης στην περίπτωση μιας προπονήτριας στο αθλητικό κέντρο που πήγαινε η Γιάρα.
Είχε βρεθεί δείγμα αίματός της στο μπουφάν της μικρής.
Ο πατέρας της προπονήτριας είχε καταθέσει ότι το βράδυ της εξαφάνισης, η κόρη του ήταν πολύ αναστατωμένη και έκλαιγε.
Η ίδια στην κατάθεσή της επικαλέστηκε κενά μνήμης, ακόμη και για γραπτά μηνύματα που είχε ανταλλάξει με τον αδελφό της το απόγευμα της εξαφάνισης της Γιάρα, τα οποία διέγραψαν αμέσως.
Τελικά, τον Ιούλιο του 2016 ο Μάσιμο Μποσέτι καταδικάστηκε σε ισόβια.
«Μπορεί να είμαι βλάκας, ηλίθιος, αδαής, αλλά δεν είμαι δολοφόνος», είπε ο ίδιος στο δικαστήριο.
Η έφεσή του ένα χρόνο αργότερα απορρίφθηκε.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο οριστικοποίησε το 2018 την καταδίκη.
Όμως οι δικηγόροι του Μποσέτι συνέχισαν να ζητούν επίμονα επανεξέταση του DNA.
Μέχρι τώρα έπεφταν σε «τοίχο».
Από τον περασμένο Δεκέμβριο, ωστόσο, άνοιξε έρευνα κατά της ανακρίτριας Λετίτσια Ρουγγέρι για χειραγώγηση στοιχείων και απάτη, σε μια έρευνα που κόστισε στο ιταλικό Δημόσιο περισσότερα από 3 εκατομμύρια ευρώ.
Τώρα η υπόθεση μπορεί να πάρει εντελώς διαφορετική τροπή.
Μια πιθανή ανατροπή
Πέντε χρόνια αφότου τελεσιδίκησε η υπόθεση Γκαμπιράσιο, η ετυμηγορία θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Οι συνήγοροι του Μποσέτι εργάζονται για αυτό ακατάπαυστα τους τελευταίους μήνες.
Μετά το άνοιγμα έρευνας σε βάρος της εισαγγελέα, κατέθεσαν νέο αίτημα να αποκτήσουν πρόσβαση στα στοιχεία που οδήγησαν στη σύλληψη και καταδίκη του πελάτη τους.
Με απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, τους δόθηκε τελικά η άδεια.
Έτσι, στις 20 του μήνα, θα έχουν πρώτη φορά τη δυνατότητα να δουν τα πορίσματα της έρευνας και το υλικό της.
Ενώπιον δικαστών θα αφαιρεθούν οι σφραγίδες από τα κουτιά που περιέχουν, μεταξύ άλλων, το κολάν και το εσώρουχο της 13χρονης Γιάρα, από τα οποία απομονώθηκε DNA, σε συνολικά 54 εργαστηριακούς σωλήνες.
Στη συνέχεια, αναμένεται να ζητήσουν εκ νέου ανάλυση και, εφόσον προκύψουν νέα δεδομένα, επανεξέταση της δίκης.
Ο Μάσιμο Μποσέτι, ο οποίος έχει ήδη περάσει σχεδόν 10 χρόνια στη φυλακή, δεν έχει σταματήσει να δηλώνει αθώος.
«Δεν είμαι ούτε ο δολοφόνος της Γιάρα, ούτε το τέρας που έχουν παρουσιάσει τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», είχε γράψει το 2019 σε επιστολή στην εφημερίδα Libero.
«Η μεταχείριση που μου επιφύλαξε η ιταλική Δικαιοσύνη ήταν άδικη και καταπάτησε κάθε δικαίωμα υπεράσπισης».
«Αναφέρομαι επίσης σε εκείνον τον ανίκανο πρώην υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος φώναζε στον κόσμο ότι ο δολοφόνος της Γιάρα είχε συλληφθεί, καταπατώντας το Σύνταγμα», έγραψε, αναφερόμενος στον κεντροδεξιό Αντζελίνο Αλφάνο.
«Στη συνέχεια, στη φυλακή του Μπέργκαμο, η εισαγγελία και διάφορα στελέχη του σωφρονιστικού συστήματος με πίεζαν να ομολογήσω ένα έγκλημα, που δεν διέπραξα, προσφέροντάς μου προνόμια».
Η προοπτική ανατροπής στην υπόθεση σοκάρει και πάλι την Ιταλία.
Το διακύβευμα δεν είναι μόνο η ενδεχόμενη αθωότητα ενός καταδικασμένου σε ισόβια ανθρώπου.
Στο «μικροσκόπιο» μπαίνουν η λειτουργία της Δικαιοσύνης και ο ρόλος των ΜΜΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου