Θλίβομαι και ματώνω μέσα μου, όταν διαπιστώνω πως η απονιά και αδιαφορία μερικών γονιών, για το μέλλον και προκοπή των παιδιών τους, ξεφεύγουν από τα παραδεκτά όρια της ανθρώπινης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Τα παιδιά δεν ζήτησαν ποτέ να γεννηθούν, γι’ αυτό και έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Το δίκιο, μέχρι να ενηλικιωθούν και να πάρουν το δρόμο τους. Γιατί τα γράφω;…
Δεκέμβρης, μέρα Παρασκευή πρωί και πήγαινα στο γραφείο μου, βάδιζα στον οδό Χαλκοκονδύλη, όταν πετάγεται ξαφνικά μπροστά μου, ένας νεαρός 16 με 17 χρόνων, περίπου. Δος μου 10 ευρώ μου είπε, με ύφος απειλητικό. Γιατί να σου δώσω, του απάντησα ήρεμα και ευγενικά. Δος μου, γιατί… θα σου κάνω ένεση με ναρκωτικό και βγάζει από την τσέπη του μια σήριγγα. Ομολογώ, πως φοβήθηκα… Όμως, κάτι μου έλεγε μέσα μου, πως η περίπτωση του νεαρού ήταν θέμα για μελέτη. Θα σου δώσω του είπα 20 ευρώ, όταν δεχθείς να μιλήσουμε… να μιλήσουμε σαν φίλοι. Δέχθηκε και καθίσαμε στο κοντινό καφενείο. Και τώρα πες μου, γιατί το έκανες;
Με κοίταξε… το πρόσωπό του άλλαξε όψη και τα μάτια του βούρκωσαν. Η φωνή του βαθιά και σιγανή έβγαινε από την ψυχή του.
Το έκανα, γιατί έπρεπε να το κάνω, μου απάντησε με πείσμα. Μπορεί να σας φαίνεται παράξενο, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Οι γονείς μου, δεν τα πήγαιναν καλά και χώρισαν πριν 3 χρόνια, πήραν διαζύγιο. Αυτό ήταν… από τότε έπαψα να υπάρχω γι’ αυτούς. Με έβαλαν σε ένα ίδρυμα, ξέχασαν πως υπήρχα στη ζωή. Από εδώ αρχίζει το δράμα μου… Κάθε μέρα κλεινόμουνα όλο και περισσότερο στον εαυτό μου, δεν είχα καμία όρεξη για τίποτε. Η καρδιά μου είχε γίνει κομμάτια από την απονιά των γονιών μου. Είχε περάσει, σχεδόν, ένας χρόνος και εγώ παρέμεινα ίδιος. Οι υπεύθυνοι του ιδρύματος άρχισαν να προβληματίζονται για την κατάστασή μου. Αν έμενα, ακόμα, ένα χρόνο στο ίδρυμα θα πέθαινα από υπερβολική στενοχώρια. Αποφάσισαν να με αφήσουν να εργάζομαι έξω, μου νοίκιασαν και δωμάτιο. Η κατάσταση δεν καλυτέρευσε, μάλιστα έγινε χειρότερη. Όλα μου έφταιγαν και τα έβαζα με όλους. Με τον άνθρωπο, την κοινωνία, το κράτος…
Μέχρι τότε, δεν ήξερα να σπάω λουκέτα και κλειδαριές και όμως, έμαθα… δεν ήξερα να κλέβω και όμως, έμαθα… δεν κάπνιζα, δεν έπινα και όμως, έμαθα… Σε ηλικία 17 χρόνων ήμουνα ένας αλήτης, ένα παράσιτο της κοινωνίας, ώσπου με έκλεισαν σε ένα αναμορφωτήριο. Και αρχίζει το μεγάλο μου δράμα. Με έκλεισαν σε ένα ίδρυμα με σπασμένες ψυχές και χαμόγελα πεθαμένα, δεν άντεξα και δραπέτευσα. Αυτός είμαι άνθρωπε…
Τα μάτια μου γέμισαν σταγόνες βροχής, τον κοίταξα και τον αγκάλιασα. Έτρεμε… σφίχθηκε στην αγκαλιά μου. Θέλεις να γίνεις φίλος μου, του είπα, κούνησε το κεφάλι και μου έσφιξε τα χέρια. Ο Σωτήρης Βρεττός, έγινε ένας καλός άνθρωπος και καλός μου φίλος. Είπα μπράβο στον εαυτό μου και αυτός μου χαμογέλασε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου