Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος ηθοποιός. Ήταν ένας σημαντικός κρίκος της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, ένας άνθρωπος που δίδασκε ήθος, μέσα από το έργο του, τον λόγο του, τη στάση του ως πολίτης. Σε ηλικία 85 ετών «έφυγε» από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Η σχέση του με το θέατρο ξεκινά από το 5ο γυμνάσιο αρρένων Εξαρχείων. «Με συμμαθητές τον Ξαρχάκο, τον Διαγόρα Χρονόπουλο κ.ά. κάναμε τις πρώτες μας παραστάσεις. Εκεί άρχισαν όλα» αφηγείται στις συνεντεύξεις του.
Μετά πέρασε το κατώφλι του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν…σκοντάφτοντας. «Έφαγα μια τούμπα καθώς έμπαινα γιατί δεν είχα δει τα σκαλιά και ο Βασίλης έβαλε τα γέλια» έλεγε μιλώντας για τον στενό του φίλο και χρόνια συνεργάτη του Βασίλη Διαμαντόπουλο.
Το 1973 ίδρυσε το Θέατρο Σάτιρας, ανεβάζοντας έως το 1975 εξαιρετικά έργα με πρώτη παράσταση το έργο του Κώστα Μουρσελά «Ω, τι κόσμος μπαμπά», παράσταση που θα τον βάλει σε μεγάλες περιπέτειες κατά την εποχή της Χούντας.
«Μας κυνήγησαν στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε Κρήτη κι όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα, τα βρήκαμε όλα σπασμένα. Με βούτηξαν με τον φάκελο του 3ου σώματος Θεσσαλονίκης, που είχε όλη τη λογοκρισία και μου είπαν κατεβάστε το έργο. Πιάσαμε μια συζήτηση εγώ κι ο Διαμαντόπουλος μαζί του, τελείως Ιονέσκο» είχε αφηγηθεί σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ 3.
Ο Μιχαλακόπουλος διαπρέπει στις μεγάλες σκηνές της Αθήνας, αλλά αισθάνεται καθήκον του να μιλήσει για τη δικτατορία, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τη λογοκρισία.
Μια τυχαία συνάντηση του με τον Μουρσελά και τον Διαμαντόπουλο σε ένα υπόγειο των Εξαρχείων, ήταν η αφορμή να δημιουργηθεί η ιστορική πλέον σειρά “Εκείνος κι Εκείνος”, που προβλήθηκε την τηλεόραση από το 1972 και ως το 1974. Μια σειρά, που έγραψε ιστορία, και δυστυχώς δεν διασώθηκε από τα αρχεία της κρατικής τηλεόρασης, για αυτό και το 1987 γυρίστηκαν σε ριμέικ κάποια επεισόδια με τους ίδιους ηθοποιούς.
Ο Λουκάς (Βασίλης Διαμαντόπουλος) και ο Σόλων (Γιώργος Μιχαλακόπουλος) είναι δύο απλοί άνθρωποι, που σατιρίζουν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας και προσπαθούν με σχόλια, απόψεις, συζητήσεις να κατανοήσουν τον παραλογισμό και τον προβληματισμό της σημερινής κοινωνίας. Είναι σαν δύο κλασικοί «Ρωμιοί», που προσπαθούν να καταλάβουν την κοινωνία των τελευταίων χρόνων της Χούντας.
Όπως ο ίδιος αφηγείται...«Ο κόσμος καταλάβαινε τον κώδικα. Συναντούσαμε κόσμο που μας έλεγε πως έφαγε ξύλο από γονείς γιατί κλεινόντουσαν να ακούσουν το Εκείνος κι Εκείνος.
Ο ρόλος του συνταγματάρχη ήταν εκπληκτικός. Τι είναι αυτό έλεγε σε έναν. Πορτοκάλι απαντούσε. Και αλλά τι είναι συνέχιζε αυτός. Έψαχνε να βρει τι είναι το πορτοκάλι.
Βρήκαμε τον τρόπο του παραλόγου του κειμένου του Μουρσελά για να πούμε αυτά που θέλαμε κι ο κόσμος ένιωθε σαν να ακούγανε την Ελεύθερη Ελλάδα».
Παρά τις επιτυχίες και τα βραβεία του, ο Μιχαλακόπουλος παρέμεινε εστιασμένος σε θέματα ουσίας. «Η άνεση είναι ύποπτη» έλεγε.
«Το Τρακ είναι για μένα καύσιμο μακάρι να μην το χάσω. Η τέχνη έχει τόση ενέργεια που δεν έχει ανάγκη τη δικιά μου, κρατάω δυνάμεις να μην τη διασύρω. Αισθάνομαι ακόμη υποψήφιος στις εισαγωγικές» τονίζοντας πως αν δεν αισθάνεται κανείς επαρκής, πρέπει να κάνει στην άκρη. Όσο για την αναγνώριση σχολίαζε σχετικά «Όταν ο καλλιτέχνης αισθανθεί ότι αναγνωρίζεται έχει πεθάνει.
Μέσα από τη δουλειά μου συνεχώς παλεύω να αναγνωρίζομαι ότι πορεύτηκα έτσι, στάθηκα με έναν τρόπο σύμφωνο με τις αρχές μου στην κοινωνία. Παιδεύω τον εαυτό μου. Τον απορρίπτω για να βρω καλύτερο δρόμο. Σαν ηθοποιό με έχει κάνει καλύτερο αυτό».
Για τη δυσκολία του χώρου του θεάτρου:
«Στο θέατρο αν δεν έχεις κόψει ότι είσαι σε ένα ναρκοπέδιο συνέχεια δεν μπορείς να περπατήσεις σωστά.Και τα αρνητικά είναι ένας πλούτος και σε κάνουν καλύτερο. Το θέατρο είναι μια σκληρή οικογένεια ανταγωνιστική. Απαιτεί, θέλει αντοχές, ενέργεια ενημέρωση, προσωπική ανατροφή. Στα καμαρίνια κρύβεται μεγάλη μικροψυχία αλλά και μεγαλοψυχία. Σε κάθε περίπτωση είναι μεγάλο σχολείο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου