Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα των άρθρων -Τα δημοσιεύματα στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν τους συγγραφείς.

Ιανουαρίου 26, 2024

Η ΠΕΙΝΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ

Γράφει ο μάγειρας ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΤΣΕΝΕΚΛΙΔΗΣ

Παγωμένος Δεκέμβρης, στενοί από την ομίχλη

δρόμοι των Βαλκανίων. Ξημερώματα περνούσαμε τα σύνορα του Μαυροβουνίου και μπαίναμε στη Σερβία. Θα βρίσκαμε  με το φως της μέρας τους δρόμους των  βουνών πιο εύκολους. Η πείνα, ωστόσο  του νυχτερινού ταξιδιώτη είναι φτιαγμένη από αρχέγονες μνήμες του  σώματος,  ίδια στη ρίζα, πιστεύω,  με την πείνα που τον κάνει να ταξιδεύει.

Θα σταματήσω, σκεφτόμουν, στην πρώτη καφάνα που θα στολίσει τις όχθες του δρόμου μου. Θα ανοίξω την πόρτα του μαγαζιού, σαν εκκλησιάς στην Κυριακάτικη λειτουργία και θα σταθώ μια στιγμή στο κατώφλι, περιμένοντας ένα νεύμα ή κάποιο βλέμμα καλωσορίσματος από τον μαγαζάτορα ή από κάποιον θαμώνα. Στις συνήθειες  του που δεν γνώριζα αν την έρημη ώρα του ξημερώματος ο πεινασμένος,  από τα βουνίσια χιλιόμετρα,  ξένος είναι καλοδεχούμενος. Δε γνώριζα αν έφτανα  παράφορα νωρίς ή παράφορα αργοπορημένος στη μέρα τους.

Αν όλα πήγαιναν καλά, θα καθόμουν στην τραπεζαρία της καφάνας, έπειτα θα χαιρετούσα με κάποιο ευχαριστήριο νεύμα τους παρευρισκόμενους. Θα ρωτούσα σε  ξένη γλώσσα  το μαγαζάτορα αν θα  μπορούσα να έχω μια σούπα ,σίγουρος ωστόσο πως  η πείρα του και οι κοινές γλωσσικές μας ρίζες θα τον έκαναν να κατανοήσει πλήρως κάθε λέξη  της σύντομης φράσης μου.

Οι πεινασμένες σκέψεις του ξημερώματος μου διακόπτονται σε κάποιο άνοιγμα της ομίχλης. Στην ευθεία γραμμή του χαμηλού ορίζοντα, σπίτια και ανάμεσα τους, γείτονες μεγαλοπρεπείς στον ουρανό του χωριού, ένας μιναρές,  ένα καμπαναριό και ένας τσιμεντένιος στενός πύργος, τέσσερις φορές το ύψος των σπιτιών του χωριού. Ολόφρεσκια τώρα, η ζωή του χωριού στην ανατολή του ήλιου, στον παγωμένο αέρα,  ξανακυλάει στα μαγαζιά και στους δρόμους.

Σταματώ στην άκρη του δρόμου. Αναρωτιέμαι σε ποια γλώσσα να καλημερίσω. Ακολουθώ τον κόσμο που περπατάει και μία μουσική πνευστών, πανηγυρικά θρηνητική, με οδηγεί σε ένα υπαίθριο παζάρι. Κατακόκκινες γιρλάντες από ξερές πιπεριές κρέμονται στους πάγκους. Στο δρόμο και στα πεζοδρόμια, στα πόδια των εμπόρων,  σακιά με ρεβέρ στον λαιμό τους και μέσα τους φασόλια και ρεβίθια,  δίπλα τους βάζα τουρσιά και μπουκάλια κρασί και ξινόγαλα. Μήλα κόκκινα και λωτοί. Τόσο όμορφα και ακατάστατα όλα, σαν να έκλεψαν τη σοδειά έκπτωτου κήπου της Εδέμ γκροτέσκοι, σκανδαλιάρηδες άγγελοι .

Θυμήθηκα την πείνα μου. Ανάμεσα στους πάγκους, η καφάνα του παζαριού. Άνοιξα την πόρτα όπως το είχα προσχεδιάσει. Δεκάδες φλιτζάνια στοιχισμένα με ακρίβεια πάνω στον πάγκο εργασίας θα γέμιζαν  σε λίγο με κατάμαυρο τσάι. Καλοδεχούμενος ρώτησα για τη σούπα μου τον μαγαζάτορα. Σε λίγο έφτασε στο τραπέζι μου  σε ένα αχνιστό βαθύ πιάτο. Έλιωναν στο στόμα μου τα φασόλια και ζαλιζόμουν από την κόκκινη πάπρικα, κλεμμένες  χάντρες πολύτιμες, σκεφτόμουν, και αγγελόσκονη  από  την έκπτωτη Εδέμ.                   




Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘‘Γαστρονόμος’’ την 14/1/2024

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου