Ο ομοφυλόφιλος πατέρας, η ομοφυλόφιλη μητέρα, μπορεί να αποδειχθούν οι φύλακες άγγελοι των παιδιών ενός κατώτερου Θεού...
Δρ. Χρυσοβαλάντης Παπαθανασίου, Αρθρογράφος
Ο θεσμός της οικογένειας, από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα, έχει υποστεί πολλές αλλαγές, οι οποίες έχουν δημιουργήσει σύγχυση. Ενδεικτική αυτής της σύγχυσης είναι η σημερινή έντονη συζήτηση για την ομογονεϊκότητα (νεολογισμός που αναφέρεται στη μητρότητα ή στην πατρότητα, όταν αναφερόμαστε σε ομοφυλόφιλους γονείς). Έχουμε την τάση να θεωρούμε την οικογένεια κάτι σταθερό και αμετάβλητο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι ρευστό και διαρκώς μεταβαλλόμενο. Η οικογένεια αυτοεφευρίσκεται, αλλάζει, μεταμορφώνεται, εξελίσσεται αέναα και αποτελεί πάντα ένα πολιτικό και κοινωνικό διακύβευμα.
Η αποκαλούμενη –καταχρηστικώς– «παραδοσιακή» οικογένεια βρίσκεται σε παρακμή (μείωση των γάμων και των ποσοστών τεκνογονίας, αύξηση των διαζυγίων, των διαδοχικών γάμων, των αμβλώσεων και της εργένικης ζωής κ.λπ.). Την ίδια στιγμή νέες μορφές οικογενειακής οργάνωσης αποκαλύπτονται, καταδεικνύοντας τη δυναμική της οικογένειας ως πολιτιστικού μορφώματος. Αυτές οι νέες μορφές οικογένειας διεκδικούν το να θεωρούνται «φυσιολογικές», δηλαδή κοινωνικά και νομικά αναγνωρισμένες, κάτι που πολλοί αμφισβητούν, όντας προσκολλημένοι σε αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ότι (πρέπει να) είναι οικογένεια.
Αρχές της δεκαετίας του 1980 η ομοφυλοφιλία έκανε την εμφάνισή της στη δημόσια σκηνή και αποτέλεσε κεντρικό θέμα της δημόσιας συζήτησης, εξαιτίας της πανδημίας του AIDS. Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης άρχισαν να διαμορφώνουν νομικά πλαίσια αναγνώρισης του ομόφυλου ζευγαριού. Το Σύμφωνο Συμβίωσης αποτέλεσε την πρώτη σημαντική κατάκτηση του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, αναγνωρίζοντας επίσημα το ομόφυλο ζευγάρι και παρέχοντάς του δικαιώματα που του επέτρεπαν να οργανώσει τη συμβίωσή του. Ωστόσο, απείχε πολύ από τον γάμο. Έπειτα από την αναγνώριση της ισότητας στον γάμο άρχισε να τίθεται προς διαβούλευση το ζήτημα της νομιμοποίησης της συγγένειας που προκύπτει από αυτή τη μορφή συζυγικής ζωής. Το διακύβευμα πλέον δεν είναι εάν οι ομοφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες έχουν δικαίωμα στη συζυγική ζωή αλλά εάν μπορούν να είναι γονείς.
Ο δημόσιος διάλογος γύρω από την ομογονεϊκότητα περιστρέφεται κυρίως γύρω από δύο φόβους.
Ο πρώτος φόβος αφορά την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού. Υπάρχει η πεποίθηση ότι τα παιδιά που ανατρέφονται από ομοφυλόφιλους γονείς θα παρουσιάσουν δυσφορία φύλου, αποκλίνουσες συμπεριφορές που σχετίζονται με τους έμφυλους ρόλους ή θα εξελιχθούν σε ομοφυλόφιλους/-ες ενήλικες.
Ο δεύτερος φόβος αφορά τη σεξουαλική κακοποίησή τους από τους ομοφυλόφιλους γονείς τους. Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί δημόσια ανησυχίες ότι, σε σχέση με τα παιδιά ετεροφυλόφιλων γονέων, τα παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων είναι πιο πιθανό να υποστούν σεξουαλική κακοποίηση.
Και οι δύο παραπάνω δοξασίες στηρίζονται στις αναπαραστάσεις της ομοφυλοφιλίας ως αρρώστιας και του/της ομοφυλόφιλου/-ης ως εγκληματία. Παρά τις κοινωνικές κατακτήσεις του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος στις χώρες του δυτικού κόσμου, το στίγμα της ομοφυλοφιλίας παραμένει έντονο και επίμονο. Παρόλο που το ποσοστό της κοινής γνώμης το οποίο τοποθετείται θετικά απέναντι στον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, όταν η τεκνοθεσία και η τεκνοποιία μπαίνουν στην εξίσωση τα πράγματα περιπλέκονται. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης της εταιρείας Pulse, στο ζήτημα του γάμου οι ερωτηθέντες εμφανίζονται θετικοί, όχι όμως σε ό,τι αφορά στην αναγνώριση των παιδιών ομόφυλων ζευγαριών. Αναμφισβήτητα, οι ανησυχίες όσων αντιτάσσονται στο δικαίωμα των ομοφυλόφιλων στην απόκτηση παιδιών σχετίζονται με τους δύο προαναφερόμενους φόβους. Τι αποκαλύπτουν, ωστόσο, τα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας; Οι φόβοι αυτοί είναι βάσιμοι ή παράλογοι;
Μια σειρά από ψυχολογικές έρευνες με παιδιά ηλικίας από 5 έως 14 ετών, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν προβολικές δοκιμασίες (κλινικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην ψυχοδιαγνωστική αξιολόγηση και βασίζονται στην ψυχαναλυτική θεωρία), κατέδειξαν ότι η ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου στα παιδιά ομοφυλόφιλων μητέρων ακολουθεί το αναμενόμενο πρότυπο (Green, 1978˙ Green, Mandel, Hotvedt, Gray, & Smith, 1986˙ Kirkpatrick, Smith, & Roy, 1981). Η έρευνα των Golombok, Spencer και Rutter (1983), στην οποία χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα συλλογής των δεδομένων συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα: η ανατροφή σε οικογένεια με ομοφυλόφιλες μητέρες δεν οδήγησε σε μη τυπική ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη ούτε αποτέλεσε ψυχιατρικό παράγοντα κινδύνου. Παράλληλα, ερευνήθηκε η συμπεριφορά των παιδιών ομογονεϊκών οικογενειών που σχετίζεται με τους έμφυλους ρόλους. Σε συνεντεύξεις με 56 παιδιά ομοφυλόφιλων μητέρων και με 48 παιδιά ετεροφυλόφιλων μητέρων ο Green και οι συνεργάτες του (1986) δεν εντόπισαν καμία διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων παιδιών όσον αφορά τα αγαπημένα τους τηλεοπτικά προγράμματα, τους αγαπημένους τους τηλεοπτικούς χαρακτήρες ή τα αγαπημένα τους παιχνίδια. Η Brewaeys και οι συνεργάτες της (1997) αξιολόγησαν τη συμπεριφορά σχετικά με τους έμφυλους ρόλους μεταξύ 30 παιδιών 4 έως 8 ετών που μεγάλωναν με ομοφυλόφιλες μητέρες και είχαν συλληφθεί μέσω γονιμοποίησης από δότη και τη συνέκριναν με αυτήν 30 παιδιών ίδιας ηλικίας που μεγάλωναν σε ετεροφυλόφιλο οικογενειακό περιβάλλον και είχαν συλληφθεί μέσω γονιμοποίησης από δότη, καθώς και με αυτήν 30 παιδιών ίδιας ηλικίας που είχαν συλληφθεί με φυσικό τρόπο από ετερόφυλα ζευγάρια. Τα αποτελέσματα δεν έδειξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των παιδιών που μεγάλωναν με δύο μητέρες και εκείνων που μεγάλωναν με ετεροφυλόφιλους γονείς σχετικά με τις προτιμήσεις τους στα παιχνίδια και τις δραστηριότητες.
Οι ερευνητές έχουν μελετήσει επίσης τον σεξουαλικό προσανατολισμό των παιδιών που μεγάλωσαν σε ομογονεϊκές οικογένειες (Bailey, Bobrow, Wolfe, & Mickach, 1995˙ Bozett, 1980, 1987, 1989˙ Green, 1978˙ Golombok & Tasker, 1996˙ Gottman, 1990˙ Huggins, 1989˙ Miller, 1979˙ Paul, 1986˙ Rees, 1979˙ Tasker & Golombok, 1997). Σε όλες τις μελέτες η πλειονότητα των παιδιών τόσο των ομοφυλόφιλων μητέρων όσο και των ομοφυλόφιλων πατέρων αυτοπροσδιορίστηκαν ως ετεροφυλόφιλοι/-ες. Ο Huggins (1989) πήρε συνεντεύξεις από 36 εφήβους/-ες, οι μισοί/-ές από τους/τις οποίους/-ες είχαν ομοφυλόφιλες μητέρες και οι άλλοι/-ες μισοί/-ές ετεροφυλόφιλες. Κανένας έφηβος/-η ομοφυλόφιλων μητέρων δεν αυτοπροσδιορίστηκε ως ομοφυλόφιλος/-η, παρά μόνο ένας, ετεροφυλόφιλης μητέρας. Σε άλλη μελέτη, ο Bailey και οι συνεργάτες του (1995) μελέτησαν ενήλικους γιους ομοφυλόφιλων πατέρων και βρήκαν ότι περισσότεροι από το 90% ήταν ετεροφυλόφιλοι. Οι Golombok και Tasker (1996) μελέτησαν 25 νεαρούς/-ές ενήλικες που ανατράφηκαν από χωρισμένες ομοφυλόφιλες μητέρες και 21 νεαρούς/-ές ενήλικες που ανατράφηκαν από διαζευγμένες ετεροφυλόφιλες μητέρες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, τα παιδιά των ομοφυλόφιλων μητέρων δεν είχαν περισσότερες πιθανότητες από εκείνα των ετεροφυλόφιλων να αισθάνονται σεξουαλική έλξη για άτομα του ίδιου φύλου.
Όσον αφορά τον δεύτερο συλλογικό φόβο, η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών περιλαμβάνει έναν ενήλικο άνδρα που κακοποιεί ένα κορίτσι (Jenny, Roesler, & Poyer, 1994; Jones & McFarlane, 1980). Όπως αναφέρουν οι Jenny, Roesler και Poyer (1994) στο άρθρο τους με τίτλο «Κινδυνεύουν τα παιδιά να υποστούν σεξουαλική κακοποίηση από ομοφυλόφιλους;», σε 269 περιπτώσεις που εξέτασαν, μόνο δύο παραβάτες αυτοπροσδιορίστηκαν ως ομοφυλόφιλοι. Στο 82% των περιπτώσεων (222/269) ο φερόμενος ως δράστης ήταν ετεροφυλόφιλος σύντροφος στενού συγγενή του παιδιού. Τα διαθέσιμα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες δεν έχουν περισσότερες πιθανότητες από τους ετεροφυλόφιλους να διαπράξουν σεξουαλική κακοποίηση παιδιών (Groth & Birnbaum, 1978˙ Jenny, Roesler, & Poyer, 1994˙ Sarafino, 1979). Πρόσφατη διαχρονική μελέτη διαπίστωσε ότι καμία από τις ομοφυλόφιλες μητέρες που συμμετείχαν σε αυτή δεν είχε κακοποιήσει τα παιδιά της (Gartrell et al., 2005), ενώ σε έρευνα διάρκειας ενός έτους σε κέντρο παιδικής κακοποίησης μόνο το 1% των κακοποιητών ήταν σε ομόφυλη σχέση. Οι Groth, Hobson και Gary (1982) υποστηρίζουν, παρέχοντας αρκετά κλινικά παραδείγματα, ότι ένας από τους κυρίαρχους μύθους είναι ότι οι άνδρες που παρενοχλούν αγόρια είναι ομοφυλόφιλοι. Οι ανησυχίες ότι τα παιδιά που ανατρέφονται από ομοφυλόφιλους γονείς διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σεξουαλικής κακοποίησης δεν έχουν καμία βάση. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, οι περισσότεροι παιδοβιαστές είναι ετεροφυλόφιλοι. Κάποιος που έχει σεξουαλικές σχέσεις με ενήλικες γυναίκες μπορεί να κακοποιεί σεξουαλικά αγόρια και κάποιος που κακοποιεί σεξουαλικά παιδιά του ενός φύλου είναι πιθανό να κακοποιεί σεξουαλικά και παιδιά του αντίθετου φύλου (Able & Harlow, 2001). Όπως καταδεικνύεται μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, η ισχυρή σύνδεση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και παιδοφιλίας υπάρχει μόνο στο συλλογικό φαντασιακό και ουδεμία σχέση έχει με την κοινωνική πραγματικότητα.
Σχετικά με την τεκνοθεσία, μιλώντας με όρους που αφορούν αποκλειστικά το παιδί, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού που ζει και μεγαλώνει στο ψυχρό περιβάλλον ενός ιδρύματος είναι η μεταφορά του σε ένα περιβάλλον αγάπης, όπου οι δεσμοί των μελών του δεν βασίζονται στα γονίδια αλλά στα αισθήματα. Το 2021 οι Costa, Tasker και Leal παρουσίασαν στο διεθνές περιοδικό Frontiers in Psychology τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, σύμφωνα με τα οποία οι ομοφυλόφιλοι γονείς είναι πιο πιθανό απ’ ό,τι οι ετεροφυλόφιλοι να ταιριάξουν –σύμφωνα με τις κοινωνικές υπηρεσίες– με παιδιά που είναι δύσκολο να τοποθετηθούν σε οικογένειες λόγω ιδιαιτεροτήτων, επειδή είναι εν μέρει πιο ανοιχτοί στο να ταιριάζουν με παιδιά με δύσκολα προφίλ τεκνοθεσίας (π.χ. παιδιά με βαριές αναπηρίες και πολλαπλές ανάγκες εξάρτησης), δηλαδή παιδιά που θα έμεναν στα ιδρύματα αν δεν βρίσκονταν ομόφυλα ζευγάρια να τα υιοθετήσουν.
Όσο κι αν τα ΜΜΕ συντηρούν και τρέφουν τους λαϊκούς μύθους περί επικίνδυνης ομογονεϊκότητας –όσον αφορά το παιδί αλλά και την ίδια την κοινωνία–, η επιστημονική γνώση τούς καταρρίπτει με δεδομένα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ο ομοφυλόφιλος πατέρας, η ομοφυλόφιλη μητέρα, δεν είναι το τέρας που περιγράφουν οι απανταχού πολέμιοι της ελευθερίας του ανθρώπου, της ισότητας και της προόδου. Αντιθέτως, μπορεί να αποδειχθούν οι φύλακες άγγελοι των παιδιών ενός κατώτερου Θεού, τα οποία δεν αποτελούν την πρώτη επιλογή των ετερόφυλων ζευγαριών.
*Ο Χρυσοβαλάντης Παπαθανασίου είναι διδάκτωρ Ψυχολογίας, διπλωματούχος MSc Κοινωνιολογίας και πτυχιούχος Παιδαγωγικής. Έχει διατελέσει πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ) και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Αναδοχής και Υιοθεσίας (ΕΣΑνΥ). Είναι αν. Γραμματέας του Τομέα Κοινωνικής Ένταξης και Συνοχής (Πρόνοιας) του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής και ιδρυτής του Σωματείου Κοινωνικής Αλληλεγγύης “Social Voices”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου