Οι βαλίτσες μου ακουμπισμένες στο πάτωμα με το μαύρο τους πανί
Η ανατολή του ήλιου, το αδιάσειστο στοιχείο του θεού πως έβαλε τη μέρα στον τροχό της, με βρίσκει να ατενίζω το αμφιθεατρικό λευκό των σπιτιών πλαισιωμένο από το μπλε του Αιγαίου. Στο λιμάνι, το μοναδικό καφενεδάκι που υπάρχει μοιάζει με οικοδεσπότη που περιμένει τους επισκέπτες του. Εκεί πηγαίνω και εγώ για να μου δώσει η κυρία Ειρήνη, το κλειδί του σπιτιού που θα μείνω.
Το μικρό καφενεδάκι σαν στολίδι αφημένο στην άκρη του λιμανιού έχει μια ζεστασιά στο εσωτερικό του. Οι λιγοστοί θαμώνες του, φιγούρες χαμογελαστές, ρουφούν τις πρώτες γουλιές του καφέ τους στο γνώριμο μέρος τους. Οι λευκοί του τοίχοι στολισμένοι με γκραβούρες από διάφορες στιγμές του νησιού σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένας πίνακας μικρός, στο χρώμα της ώχρας που έχει αποτυπωμένη τη μορφή μιας γυναίκας, προφίλ.
Φορτωμένος με τις βαλίτσες και κρατώντας σφιχτά το κλειδί της νέας μου ζωής ανεβαίνω τα σκαλοπάτια. Κάθε ασβεστωμένο σκαλοπάτι το νιώθω σα μικρό προβολέα να φωτίζει τις κρυμμένες πτυχές της ψυχής μου. Φτάνω στο σπίτι.
Στο μικρό του χώρο τα έπιπλα τοποθετημένα με τάξη δίνουν μια αρμονία. Στα αριστερά ένας καναπές, διθέσιος και δίπλα του ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι με ένα χοντρό βελούδινο κυπαρισσί τραπεζομάντηλο πάνω του και ένα λαμπατέρ λευκό. Απέναντι από το τραπέζι μια μικρή βιβλιοθήκη. Τα βιβλία τοποθετημένα σαν στοιχισμένοι στρατιώτες, τραβούν το βλέμμα μου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα δερματόδετο βιβλίο με χρυσά γράμματα στη ράχη του “Ο παίχτης” Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Τα δάχτυλά μου το αγγίζουν, νιώθω τη δερματόδετη υφή του. Μια δυσφορία με κυριεύει. Αναζητώ τα τσιγάρα μου. Μαζί με το πακέτο βγάζω και τη μαργαριταρένια μπίλια και την ακουμπώ πάνω στο τραπέζι. Εικόνες πλημμυρίζουν το μυαλό μου που ζητούν επιτακτικά την απόδραση. Αυτό εδώ το τραπέζι γίνεται τώρα ο εξομολογητής του σκοτεινού παρελθόντος μου.
Όλη μου η ζωή ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι με αραδιασμένα τραπουλόχαρτα πάνω του. Ο ρήγας, ο βαλές, η ντάμα γίνονταν κάθε βράδυ οι ήρωές μου. Απλώνοντας τα στην πράσινη τσόχα, άπλωνα και τα φύλλα της ζωής μου. Υπνωτισμένος από το κυνήγι της τύχης και απατηλός ηνίοχός της νόμιζα πως την όριζα εγώ κατάπως ήθελα. Αλλά κάθε φορά σε εκείνο το τραπέζι ακουμπούσα και ένα κομμάτι από το βιός μου βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό μου πως θα το πάρω την άλλη φορά, η άλλη φορά όμως ποτέ δεν ερχόταν.
“Η ζωή είναι ένα παιχνίδι” έλεγα “πρέπει να ρισκάρεις”. Και ρίσκαρα τα πάντα. Τα χτήματα και τα οικόπεδα και το σπίτι μου, ακόμα και τη ζωή της γυναίκας μου, της Ευανθίας. Ποτέ δεν άνθισε στο πλάι μου. Πάντα μαράζωνε. Το όνομά σου ο οιωνός σου, έλεγαν οι Λατίνοι, αλλά φαίνεται πως το όνομά της-τι ειρωνεία- δεν έγινε ο οιωνός της αλλά η…κατάρα της. Τα κλουβισμένα από την απελπισία και απόγνωση μάτια της έσβησαν μια μέρα του Απρίλη. Εκείνη η ολάνθιστη απριλιάτικη μέρα έγινε η ανταμοιβή της. Ανάβω τσιγάρο. Πάλι ζητώ το οξυγόνο του.
Σαν κατάρα με κυνηγούσε και μένα το πάθος μου, στέλνοντάς με διψασμένο για κέρδος σκυφτό πρόσωπο κάθε νύχτα στο τραπέζι του τζόγου. Έτσι και κείνη τη νύχτα του Ιανουαρίου τη γεμάτη βροχή ξεκίνησα να πάω να παίξω έχοντας στη τσέπη του παλτού μου όλα της τα χρυσαφικά. Τα περιδέραια, τα δαχτυλίδια της, τα δύο μαργαριταρένια σκουλαρίκια της, μόνο το δαχτυλίδι του αρραβώνα μας δεν πήρα. “Θα τα καταφέρεις” έλεγα “θα τα καταφέρεις”. “Ράγισε το γυαλί, μπορείς όμως να το ξανακολήσεις. “Η τελευταία σου ευκαιρία είναι αυτή δεν επιτρέπεται να τη χάσεις.” Έβαζα το χέρι στο παλτό μου για να αισθάνομαι το…θησαυρό μου και επιτάχυνα το βηματισμό μου. “Αυτή τη φορά όλα θα πάνε καλά.”
Με αυτές τις απατηλές σκέψεις έδινα θάρρος στον εαυτό μου και γαλήνευα τις τύψεις μου, τα μαύρα κουτάβια της ψυχής μου. Εκείνη τη νύχτα έχασα τα πάντα. Μόνο αυτό το σκουλαρίκι δεν πόνταρα. Ό,τι απόμεινε από κείνη είναι αυτή η μαργαριταρένια μπίλια και οι τύψεις μου. Γιαυτό ήρθα σε αυτό το νησί για να καταλαγιάσω τις Ερινύες μου, για να πιαστεί κάπου η συγνώμη μου, να ανθίσει. Εκείνη να ανθίσει, κάπως… πάλι. Πιάνω τη μαργαριταρένια μπίλια και σχηματίζω το όνομα της στο τραπέζι. Ε υ α ν θ ί α. Τα γράμματα σαν ίχνη αποτυπώνονται στο βελούδινο τραπεζομάντηλο.Ένα αδιόρατο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό μου. Μια λάμψη φωτίζει τη σκέψη μου.
Κάθε νύχτα το λαμπατέρ στο τραπέζι φώτιζε τη μαργαριταρένια μπίλια και μαζί τις λευκές σελίδες που τις γέμιζα ιστορίες. Πάντα εκείνη ήταν η ηρωίδα μου σε αυτές. Πάντα εκείνη η αναφορά μου. Κάθε ιστορία που τελείωνα τη διάβαζα φωναχτά και έτσι ένιωθα πως ανάσταινα τα κομμάτια της ζωής που δε ζήσαμε. Τις εκδρομές της Κυριακής, τις Πανσελήνους του Αυγούστου, τα ηλιοβασιλέματα στα νησιά, τα σ αγαπώ. Ποτέ δεν της είπα σ αγαπώ. Τα μάτια μου θολώνουν καθώς της απαγγέλλω Ελύτη.
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει- ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλον, ποιος φωνάζει-ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω και είμαι εγώ που κλαίω, μ ακούς;
Σ αγαπώ, σ αγαπώ μ ακούς;
Τρία χρόνια περάσανε σε τούτο το νησί. Τρία χρόνια ρουφούσα με λαιμαργία τις εικόνες της ημέρας, τις φυλάκιζα στη σκέψη μου περιμένοντας με αγωνία τη νύχτα να τις ελευθερώσω σε λέξεις, για εκείνη. Η συγγραφή έγινε η λύτρωση της κατατρεγμένης μου ψυχής. Το πολύτιμο δώρο μου.
Σαν δώρο αντίκριζω και τούτο εδώ το απόγευμα του Ιουνίου. Το τόσο ξεχωριστό. Το τόσο απροσδιόριστα ξεχωριστό. Ένα αίσθημα ευφορίας με κατακλύζει που επιτείνεται από τις ροζ βουκαμβίλιες που συναντώ καθώς προχωρώ για να πάω στο λιμάνι.
– Καλημέρα! ακούστηκε μία γλυκιά φωνή. Μήπως ξέρετε που ναι το καφενεδάκι της κυρίας Ειρήνης; Χάθηκα εδώ, στα σοκάκια του νησιού.
Γυρνώ και αντίκριζω μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά και ένα φωτεινό χαμόγελο που στο τέλος του, εκεί πάνω στο μάγουλο, σχηματίζεται ένα λακκάκι. Τόσο οικεία μου φαίνεται η μορφή της, τόσο ζεστά οικεία που για λίγο χάνω την αίσθηση του χρόνου.
– Ναι λέω, λες και ξυπνάω από όνειρο. Εδώ πιο κάτω είναι, εκεί πάω και εγώ.
– Περιμένω μια φίλη, μου ‘πε να συναντηθούμε εκεί.
– Πρώτη φορά στο νησί μας;
– Πρώτη φορά, ναι. Ήρθα για λίγες μέρες ξεκούρασης.
– Επιλέξατε τον κατάλληλο τόπο. Η ηρεμία του σίγουρα θα σας ανταμείψει.
Όταν φτάσαμε, συναντήσαμε πολύ κόσμο. Έχει έρθει μια περιβαλλοντική ομάδα και το καφενεδάκι είναι ασφυκτικά γεμάτο.
– Δεν έχει κάπου να….
– Καθίσουμε, ναι. Βιάζομαι να βάλω το εμείς για να χωρέσω το εγώ της.
– Μπορούμε να καθίσουμε σε εκείνο το παγκάκι κοντά στην προβλήτα. Θέλετε;
– Ναι, λέει και νιώθω τα μάτια της να στέκονται στα δικά μου σα να αναζητά και εκείνη την ανεξήγητη αιτία αυτής της οικειότητας.
Καθόμαστε στο παγκάκι και κοιτάμε τον ήλιο να βυθίζεται στο μπλε της θάλασσας. Οι πορτοκαλί του αχτίδες σαν επιδέξια πινέλα ζωγράφου απλώνουν το χρώμα τους στη μορφή της. Και εγώ επίλεκτος θεατής αυτής της δημιουργίας απολαμβάνω ό,τι η φύση μου χάριζε. Εκείνη. Ο ήχος από το κινητό της επίμονος την κάνει να ψάξει τη τσάντα της και εμένα μου δίνει την ευκαιρία να παρακολουθώ τις κινήσεις της. Μαζί με το κινητό βγάζει και ακουμπά πάνω στο παγκάκι και ένα βιβλίο. Τα μάτια μου καρφώνονται στον τίτλο.
– Έλα Νάνσυ. Τι; Έχασες το πλοίο; Δε το πιστεύω…Καλά, αύριο τότε.
– Μαργαριταρένια λόγια…
– Α, λέτε για το βιβλίο του Δημητρίου. Τον ξέρετε;
– Δεν έχουμε συστηθεί τόση ώρα. Άγγελος. Άγγελος Δημητρίου. Χαίρω πολύ.
– Δανάη…χάρηκα. Είστε ο …συγγραφέας; με ρωτά γεμάτη έκπληξη.
Ένα χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό μου.
– Δεν το πιστεύω! Τι σύμπτωση και αυτή τι…τύχη! Πιο πιθανό είχα να κέρδιζα το λαχείο παρά αυτό.
“Είσαι το λαχείο μου” θέλω να της πω αλλά κρατιέμαι από το χαμόγελό μου.
-Κι αν είχατε την επιλογή τι θα προτιμούσατε; Το λαχείο ή αυτή την απροσδόκητη συνάντηση;
– Κοιτάχτε! λέει με σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό. Ο ήλιος χάθηκε τελείως στο μπλε της θάλασσας.
Ποια μυστικά του τώρα άραγε να της αποκαλύπτει, ποιες εικόνες πολύτιμα πετράδια να ακουμπά
στο βυθό της. Και εκείνη, ποια ερωτηματικά του να ξεπλένει, ποιες απορίες του να λειαίνει;
Το ξεχώρισα αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο σας, είναι πολύ ποιητικό.
-Ναι, και μένα αυτό είναι το αγαπημένο μου. Το τυχερό μου…
Τα μαύρα μάτια της, μικροί άβυσσοι, όμοια με το πέπλο που τούτο το σούρουπο του Ιουνίου άρχιζε να υφαίνει απλώνονται πάνω μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου